Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
Π. Τρεμπέλας
1
Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει, καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ,
1
Ἀποκάλυψις τῆς θείας βουλῆς καὶ ἀποφάσεως περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του, τὴν ὁποίαν ἀποκάλυψιν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεὸς ὡς πρὸς ἀρχηγὸν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ δείξῃ καὶ φανερώσῃ εἰς τοὺς πιστοὺς δούλους του ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε κατὰ τὴν θείαν βουλὴν νὰ πραγματοποιηθοῦν συντόμως. Καὶ κατέστησεν αὐτὰ γνωστὰ εἰς τὸν Ἰωάννην, τὸν δοῦλον αὐτοῦ, διὰ μέσου τοῦ ἀγγέλου, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλε.
1
Φανέρωσις τῶν θείων βουλῶν περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ σώματός του, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ὡς ἄνθρωπον καὶ ἀρχηγὸν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ γνωστοποιήσῃ εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς δούλους του ἐκεῖνα, τῶν ὁποίων ἡ πραγματοποίησις σύμφωνα μὲ τὸ θεῖον σχέδιον πρέπει νὰ ἀρχίσῃ γρήγορα. Καὶ ἐξήγησε ταῦτα ὁ Χριστὸς διὰ μέσου τοῦ ἀγγέλου του εἰς τὸν δοῦλον του Ἰωάννην,
2
ὃς ἐμαρτύρησε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσα εἶδε.
2
Αὐτὸς ὁ Ἰωάννης ἐφανέρωσε καὶ ἐβεβαίωσε τὰς ἀποκαλύψεις αὐτάς, τὸν λόγον δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅλα ὅσα εἶδε.
2
ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ δι’ αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ μαρτυρία περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του. Καὶ ἡ μαρτυρία αὐτὴ τοῦ Ἰωάννου στηρίζεται εἰς ὅσα οὗτος εἶδε μὲ ὁράματα καὶ εἰκόνας καὶ σύμβολα.
3
Μακάριος ὁ ἀναγινώσκων καὶ οἱ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ τηροῦντες τὰ ἐν αὐτῇ γεγραμμένα· ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς.
3
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀναγινώσκει, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀκούουν τὰ λόγια τῆς θείας αὐτῆς προφητείας καὶ τηροῦν μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς αὐτήν· διότι ὁ καιρός, ποὺ θὰ πραγματοποιηθοῦν αὐτά, εἶναι πολὺ κοντά.
3
Μακάριος εἶναι αὐτός, ποὺ ἀναγινώσκει καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἀκούουν τοὺς λόγους τῆς θεοπνεύστου αὐτῆς προφητείας καὶ διδασκαλίας, καὶ φυλάττουν μὲ εὐλάβειαν ὅσα ἔχουν γραφῆ εἰς αὐτήν. Διότι εἶναι πολὺ πλησίον ὁ καιρός, ποὺ θὰ πραγματοποιηθοῦν ταῦτα.
4
Ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων, ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ,
4
Ὁ Ἰωάννης εἰς τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, εὔχεται νὰ εἶναι εἰς σᾶς ἡ χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει εἰς τελείαν ὕπαρξιν ἐξ ἑαυτοῦ πάντοτε καὶ ὑπῆρχε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων χωρὶς καμμίαν ποτὲ ἀρχὴν καὶ θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ αἰώνιον μέλλον χωρὶς τέλος ποτέ, καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὴν πληρότητα καὶ τελειότητα τῶν ἀπείρων πνευματικῶν του χαρισμάτων, ποὺ εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀνθρώπων·
4
Ὁ Ἰωάννης ἀπευθύνεται πρὸς τὰς ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ ἑπτὰ Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκπροσωποῦν καὶ τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε νὰ εἶναι εἰς σᾶς χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πράγματι καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ὑπάρχων καὶ ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε πάντοτε καὶ θὰ ὑπάρχῃ διαρκῶς καὶ εἰς τὸ μέλλον, καὶ ἀπὸ τὰ πλούσια πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ ἕτοιμα νὰ σταλοῦν διὰ τὸν φωτισμὸν καὶ τὸν ἁγιασμὸν τῶν ἀνθρώπων,
5
καὶ ἀπὸ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ πρωτοτόκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ,
5
καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ εἶναι ὁ ἀπολύτως ἀξιόπιστος μάρτυς καὶ ἐνεστήθη πρῶτος ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἔγινεν ἀρχὴ ἀναστάσεως ὅλων τῶν πιστῶν διὰ τὴν νέαν ζωήν. Αὐτὸς εἶναι ὁ αἰώνιος ἐξουσιαστὴς καὶ κύριος ὅλων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. Εἰς αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀγαπᾷ μὲ ἄπειρον ἀγάπην καὶ μᾶς ἔλουσε καὶ μᾶς ἐκαθάρισεν ἀπὸ τὸν ρύπον τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς του θυσίας,
5
καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθὴς καὶ κατὰ πάντα ἀξιόπιστος μάρτυς, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν θάνατον του ἐπεσφράγισε τὴν μαρτυρίαν του περὶ τῆς θείας ἀληθείας καὶ ἀνεστήθη πρῶτος ἀπὸ ὅλους τοὺς νεκροὺς καὶ εἶναι ὁ αἰώνιος Βασιλεὺς καὶ ἐξουσιάζει τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς. Εἰς αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀγαπᾷ καὶ ἕνεκα τῆς ἀγάπης του αὐτῆς μᾶς ἔλουσε καὶ μᾶς ἐκαθάρισεν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μας μὲ τὸ αἷμα του,
6
καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦ, αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
6
καὶ μᾶς ἀνέδειξεν ἰδικήν του θείαν πνευματικὴν βασιλείαν, ἱερεῖς διὰ νὰ προσφέρωμεν πνευματικὰς θυσίας λατρείας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα του, εἰς αὐτὸν τὸν Θεάνθρωπον Σωτῆρα καὶ βασιλέα ἀνήκει ἡ ἄπειρος δόξα καὶ ἡ ἀκατάλυτος ἐξουσία εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
6
καὶ μᾶς κατέστησε πνευματικὸν καὶ θεῖον βασίλειον, ἱερεῖς διὰ νὰ λατρεύωμεν καὶ προσφέρωμεν πνευματικὰς θυσίας εἰς τὸν πατέρα του, τὸν ὁποῖον ὡς ἐνανθρωπήσας καὶ ἐξομοιωθεὶς πρὸς ἡμᾶς τὸν ἔχει καὶ Θεόν του. Εἰς αὐτὸν τὸν Θεάνθρωπον Σωτῆρα ὀφείλεται καὶ ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ κραταιᾶ ἐξουσία καὶ βασιλεία εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
7
Ἰδοὺ ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν, καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν, καὶ κόψονται ἐπ' αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. Ναί, ἀμήν.
07
Ἰδού, ἔρχετε ὁ Κύριος μὲ τὰς νεφέλας τοῦ οὐρανοῦ, σὰν ἔνδοξος Θεός ποὺ εἶναι, καὶ θὰ τὸν ἴδῃ κάθε μάτι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως καὶ αὐτοί, ποὺ δὲν πιστεύουν, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐσταύρωσαν καὶ τὸν ἐλόγχισαν ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν· καὶ ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, ποὺ ἠρνήθησαν νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτὸν θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον καὶ θὰ θρηνολογήσουν μὲ πικρὰν μεταμέλειαν διὰ τὴν ἀπιστίαν, ποὺ ἔδειξαν πρὸς αὐτόν. Ναί, ἀμήν.
7
Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μὲ τὰς νεφέλας, ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ κάθεται ὡς Θεός. Καὶ θὰ τὸν ἴδῃ κάθε μάτι. Ὄχι μόνον οἱ πιστοί, ποὺ ἐλπίζουν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄπιστοι καὶ ἰδιαιτέρως αὐτοί, ποὺ τὸν ἐσταύρωσαν καὶ τὸν ἐλόγχισαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ θὰ κτυπήσουν τὰ στήθη τους ἐξ αἰτίας τῆς λύπης καὶ τοῦ φόβου, ποὺ θὰ δοκιμάσουν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, ὅσαι παρέμειναν ἄπιστοι. Ναί, ἀμήν.
8
Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἢν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ.
8
«Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω καὶ κλείω εἰς τὸν ἄπειρον ἑαυτόν μου τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος ὅλης τῆς δημιουργίας», λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸν του προαιωνίαν καὶ τελείαν ὕπαρξιν καὶ ὑπῆρχε προαιωνίως χωρὶς ἀρχὴν καὶ θὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως εἰς τὸ μέλλον χωρὶς τέλος, ὁ ἐξουσιαστὴς καὶ κύριος τοῦ παντός.
8
Διακηρύττω καὶ βεβαιώνω τοῦτο ἐγώ, ὁ ὁποῖος εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχή, ποὺ ἐδημιούργησε τὰ πάντα, καὶ τὸ τέλος, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ καταλήξουν ὡς εἰς ὕψιστον σκοπόν των ὅλα, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, χωρὶς νὰ τὸν δημιουργήσῃ ἄλλος, καὶ ὁ ὁποῖος ὑπῆρχεν ἀϊδίως καὶ θὰ ὑπάρχῃ διαρκῶς καὶ εἰς τὸ μέλλον, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ.
9
Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
9
Ἐγὼ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφός σας καὶ συμμέτοχος εἰς τὴν θλῖψιν, ποὺ δοκιμάζετε ἐξ αἰτίας τῶν διωγμῶν διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, συμμέτοχος ὅμως καὶ εἰς τὴν ἔνδοξον βασιλείαν, ποὺ θὰ ἀπολαύσωμεν χάρις εἰς τὴν ὑπομονήν μας διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦλθα εἰς τὴν νῆσον, ποὺ λέγεται Πάτμος, ἐξόριστος ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μαρτυρίας, ποὺ δίδω καὶ διαλαλῶ διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
9
Ἐγὼ ὁ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός σας, ὁ συγκοινωνὸς καὶ συμμέτοχος εἰς τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς διωγμοὺς διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἔνδοξον βασιλείαν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ μᾶς ἀνταμείψῃ ἐὰν δείξωμεν ὑπομονὴν καὶ μείνωμεν ἐνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦν, ἦλθα ἐξόριστος εἰς τὴν νῆσον ποὺ ὀνομάζεται Πάτμος διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν, ποὺ δίδω διὰ τὸν Ἰησοῦν, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Σωτήρ μας.
10
Ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος
10
Κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς περιέπεσα εἰς πνευματικὴν ἔκτασιν καὶ ἄμεσον ἐπικοινωνίαν μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἤκουσα ὀπίσω μου φωνὴν μεγάλην καὶ ἰσχυράν, σὰν φωνὴν σάλπιγγος,
10
Ἦλθα εἰς ἔκστασιν καὶ ἄμεσον ἐπικοινωνίαν μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμέραν καὶ ἤκουσα ἀπὸ πίσω μου φωνὴν μεγάλην καὶ δυνατὴν σὰν σάλπιγγα,
11
λεγούσης· ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις, εἰς Ἐφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδικείαν.
11
ἡ ὁποία ἔλεγε· «γράψε αὐτά, ποὺ τώρα βλέπεις, εἰς βιβλίον καὶ στεῖλε αὐτὸ τὸ βιβλίον εἰς τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς τὴν Πέργαμον καὶ εἰς τὰ Θυάτειρα καὶ εἰς τὰς Σάρδεις καὶ εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς τὴν Λαοδικείαν».
11
ποὺ ἔλεγε· Γράψε αὐτὰ ποὺ θὰ ἴδῃς εἰς βιβλίον καὶ στεῖλε το εἰς τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκπροσωποῦν τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν· δηλαδὴ εἰς τὰς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς τὴν Πέργαμον καὶ εἰς τὰ Θυάτειρα καὶ εἰς τὰς Σάρδεις καὶ εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς τὴν Λαοδίκειαν.
12
Καὶ ἐκεῖ ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ' ἐμοῦ· καὶ ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς,
12
Καὶ ἐκεῖ ἐγύρισα πρὸς τὰ ὀπίσω νὰ ἴδω Αὐτόν, τοῦ ὁποίου ἤκουα τὴν φωνήν. Καὶ καθὼς ἐστράφην, εἶδα ἑπτὰ χρυσᾶς λυχνίας, κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν, ποὺ φωτίζουν εἰς τὴν ἀλήθειαν τὸν κόσμον.
12
Καὶ ἔστρεψα ὀπίσω μου διὰ νὰ ἴδω τὸ πρόσωπον, ποὺ μὲ τὴν φωνὴν αὐτὴν ὡμίλει πρὸς ἐμέ. Καὶ ὅταν ἐγύρισα ὀπίσω εἶδον ἑπτὰ χρυσᾶς λυχνίας, ποὺ ἐσυμβόλιζαν τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι σκορπίζουν φῶς εἰς τὸν σκοτισμένον ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ ἁμαρτίαν κόσμον.
13
καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν·
13
Καὶ εἰς τὸ μέσον τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν εἶδα ἔνδοξον πρόσωπον, ποὺ ὡμοίαζε μὲ υἱὸν ἀνθρώπου, καὶ ἐφοροῦσε ἔνδυμα, ποὺ ἔφθανε ἕως τὰ πόδια του, καὶ ἧτο ζωσμένος κοντὰ εἰς τὸ στῆθος μὲ ὁλόχρυσον ζώνην.
13
Καὶ εἰς τὸ μέσον τῶν λυχνιῶν αὐτῶν, προστάτην των καὶ πηγὴν τοῦ φωτός των, πρόσωπον ἔνδοξον ποὺ ὠμοίαζε πρὸς υἱὸν ἀνθρώπου, καὶ ἐφόρει μεγαλοπρεπὲς ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον ἔφθανεν ἕως τὰ πόδια του, καὶ ἦτο ζωσμένος πλησίον τοῦ στήθους του μὲ ζώνην χρυσὴν βασιλικήν.
14
ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός,
14
Ἡ κεφαλή του δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἦσαν ὁλόλευκαι σὰν τὸ κάτασπρο μαλλί, σὰν τὸ χιόνι· καὶ τὰ μάτια του σὰν φλόγα φωτιᾶς, ἡ ὁποία φωτίζει καὶ βλέπει τὰ πάντα.
14
Ἡ κεφαλή του δὲ καὶ αἱ τρίχες της ἦσαν λευκαὶ σὰν ἄσπρο μαλλί, σὰν χιόνι, διὰ νὰ συμβολίζουν, ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι σὰν τὸν Θεὸν παλαιὸς τῶν ἡμερῶν. Καὶ τὰ μάτια του ἦσαν σὰν φλόγα φωτιᾶς, ποὺ φωτίζει ὅλα καὶ δὲν μένει τίποτε κρυμμένον ἐμπρός της.
15
καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν,
15
Καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ἦσαν ὅμοιοι, ὡς πρὸς τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν στερεότητα, μὲ μίγμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, σὰν νὰ εἶχαν πυρακτωθῆ καὶ χυθῆ μέσα εἰς τὸ καμίνι, καὶ ἡ φωνή του ἦτο ἰσχυρὰ ὡσὰν τὴν βοὴν πολλῶν ὑδάτων, ποὺ πίπτουν εἰς καταρράκτας.
15
Καὶ τὰ πόδια του ὠμοίαζαν κατὰ τὴν λαμπρότητα καὶ στερεότητα πρὸς μεταλλικὸν μίγμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, σὰν νὰ ἦσαν καθαρισμένα καὶ δοκιμασμένα καὶ χυμένα μέσα εἰς κάμινον, καὶ ἡ φωνή του ἦτο δυνατὴ σὰν τὴν βοὴν ποὺ κάνουν νερὰ πολλά, ὅταν πίπτουν ἀπὸ ὑψηλά.
16
καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ρομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ.
16
Καὶ ἐκρατοῦσεν εἰς τὸ δεξί του χέρι ἑπτὰ ἀστέρια, τοὺς ἐπισκόπους τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε δίκοπος καὶ κοφτερὴ ρομφαῖα, ποὺ ἐσυμβόλιζε τὴν δύναμιν τοῦ λόγου του καὶ τὴν ἀπροκατάληπτον δικαιοσύνην του ὡς κριτοῦ. Καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦτο ὁλόλαμπρον, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιος εἰς ὅλην του τὴν δύναμιν καὶ λαμπρότητα.
16
Καὶ εἶχεν εἰς τὸ δεξιόν του χέρι ἑπτὰ ἀστέρια, τοὺς ἐπισκόπους τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας αὐτὸς ὁρίζει καὶ κυβερνᾷ. Καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε ρομφαία δίκοπος κοπτερή, σύμβολον τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου του καὶ τῆς δικαίας κρίσεως του. Καὶ τὸ πρόσωπόν του ἔλαμπε φωτεινὸν καὶ ἀστραπτερόν, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιος μὲ ὅλην τὴν λαμπρότητά του.
17
Καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα ἐπ' ἐμὲ λέγων· μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος
17
Καὶ ὅταν τὸν εἶδα, ἔπεσα ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του σὰν νεκρός, ἀπὸ φόβον καὶ κατάπληξιν. Καὶ ἔθεσε τὸ δεξί του χέρι ἐπάνω μου καὶ εἶπε· «μὴ φοβεῖσαι· ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος, διότι ὑπάρχω πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καὶ ὁ ἔσχατος, διότι θὰ εἶμαι πάντοτε χωρὶς τέλος ποτέ.
17
Καὶ ὅταν τὸν εἶδα ἔπεσα ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του σὰν νεκρὸς ἀπὸ τὸν φόβον μου. Καὶ ἔβαλε τὸ δεξιόν του χέρι ἐπάνω μου καὶ εἶπε· Μὴ φοβῆσαι. Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος, διότι ὑπάρχω ἀϊδίως, καὶ ὁ ἔσχατος, διότι θὰ εἶμαι πάντοτε.
18
καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου.
18
Εἶμαι ἀκόμη ἐκεῖνος ποὺ ζῇ πάντοτε, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν τελείαν ζωὴν καὶ εἶναι πηγὴ τῆς ζωῆς. Καὶ ἔγινα νεκρὸς (διότι παρέδωσα τὸν ἑαυτόν μου εἰς θάνατον ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων). Καὶ ἰδοὺ ὅτι ζῶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰῶνων. Καὶ ἔχω τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου (διότι ἐνίκησα μὲ τὴν σταυρικήν μου θυσίαν καὶ κατέλυσα τὴν δύναμιν τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου).
18
Εἶμαι ἀκόμη ἐκεῖνος, ποὺ ζῇ διαρκῶς καὶ ἔχει τὴν ζωὴν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ ἔγινα νεκρός, διότι ἀπέθανα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἰδού, ὅτι παρὰ τὸν σταυρικὸν θάνατόν μου ζῶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Καὶ ἔχω εἰς τὰ χέριά μου τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου, διότι μὲ τὸν θάνατόν μου κατέλυσα τὸν θάνατον καὶ ἔλαβα ἐξουσίαν καὶ ἐπὶ τοῦ Ἅδου.
19
Γράψον οὖν ἃ εἶδες, καὶ ἅ εἰσι καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα·
19
Γράψε, λοιπόν, αὐτά, ποὺ εἶδες, καὶ αὐτά, ποὺ ὑπάρχουν τώρα, καὶ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται ὕστερα νὰ γίνουν εἰς τὸ μέλλον.
19
Γράψε λοιπὸν ὅσα εἶδες, καὶ ὅσα ὑπάρχουν καὶ ἀναφέρονται εἰς τὸ παρὸν καὶ ὅσα μέλλουν νὰ γίνουν ὕστερα μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
20
τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων ὧν εἶδες ἐπὶ τῆς δεξιᾶς μου, καὶ τὰς ἑπτὰ λυχνίας τὰς χρυσᾶς. Οἱ ἑπτὰ ἀστέρες ἄγγελοι τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν εἰσι, καὶ αἱ λυχνίαι αἱ ἑπτὰ ἑπτὰ ἐκκλησίαι εἰσίν.
20
Γράψε τὸ συμβολικὸν καὶ μυστικὸν ὅραμα τῶν ἑπτὰ ἀστέρων, ποὺ εἶδες εἰς τὸ δεξί μου χέρι, καὶ τῶν ἑπτὰ χρυσῶν λυχνιῶν. Μάθε ὅτι οἱ ἑπτὰ ἀστέρες συμβολίζουν ἑπτὰ ἐπισκόπους τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν, καὶ αἱ ἑπτὰ λυχνίαι συμβολίζουν τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας.
20
Καὶ πρωτίστως σοῦ ἐξηγῶ τὸ μυστικὸν νόημα τῶν ἑπτὰ ἀστέρων, ποὺ εἶδες εἰς τὸ δεξιόν μου χέρι, καὶ τῶν ἑπτὰ λυχνῶν τῶν χρυσῶν. Οἱ ἑπτὰ ἀστέρες σημαίνουν ἑπτὰ ἐπισκόπους τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἐκπροσωποῦν τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν. Καὶ αἱ ἑπτὰ λυχνίαι συμβολίζουν τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας.