Προς Φιλήμονα

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν
2 Καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καὶ Ἀρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ' οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ·
3 Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
4 Εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου,
5 Ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς, ἁγίους,
6 Ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργῆς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν.
7 Χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διά σοῦ, ἀδελφέ.
8 Διὸ πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον,
9 Διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὤν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ,
10 Παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, Ὀνήσιμον,
11 Τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δέ σοι καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα·
12 Σὺ δὲ αὐτόν, τουτ' ἔστι τὰ ἐμᾶ σπλάγχνα, προσλαβοῦ·
13 Ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπέρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεμοῖς τοῦ εὐαγγελίου·
14 Χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἐκούσιον.
15 Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς,
16 Οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ!
17 Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ.
18 Εἰ δὲ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει·
19 Ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις.
20 Ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ.
21 Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις.
22 Ἅμα δὲ καὶ ἐτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν.
23 Ἀσπάζεταί σε Ἐπαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
24 Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου.
25 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ Πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, δέσμιος καὶ φυλακισμένος εἰς τὴν Ρώμην διὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, πρὸς τὸν Φιλήμονα, τὸν ἀγαπητὸν διὰ τὴν ἀρετήν του καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα
2 καὶ πρὸς τὴν Ἀπφιὰν τὴν ἀγαπητήν, καὶ τὸν Ἄρχιππον, τὸν συστρατιώτην μας καὶ συναγωνιστὴν εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, καὶ εἰς ὅλην τὴν συνάθροισιν τῶν πιστῶν, ποὺ γίνεται εἰς τὸ σπίτι σου·
3 εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα ἡμῶν καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
4 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε, ἐνθυμούμενος σὲ εἰς τὰς προσευχάς μου.
5 Τὸν εὐχαριστῶ δὲ ἐπειδὴ πληροφοροῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν σου· τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν, καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ ἐκδηλώνεις πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς.
6 Καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριον νὰ γίνῃ ἡ συμμετοχή σου εἰς τὴν πίστιν ἔμπρακτος καὶ ἐνεργητική, μὲ πλήρη ἐπίγνωσιν καὶ ἀκριβῆ πραγματοποίησιν παντὸς ἀγαθοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χέρι μας νὰ κάμωμεν πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7 Εὐχαριστῶ δὲ τὸν Θεὸν διὰ σέ, ἀδελφέ, διότι ἔχομεν πολλὴν παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν καὶ χαρὰν διὰ τὴν ἀγάπην σου, ἐπειδὴ αἱ καρδίαι τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν εὐρίσκουν εἰς σὲ ἄνεσιν καὶ ἀνάπαυσιν.
8 Δι' αὐτό, μολονότι μὲ τὸ δικαίωμα, ποὺ μοῦ δίδει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ κοινὴ πίστις μας πρὸς τὸν Χριστόν, ἔχω τὸ θάρρος νὰ διατάσσω εἰς σὲ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πράττῃς,
9 ἐν τούτοις διὰ τὴν ἀγάπην, ποὺ σοῦ ἔχω, σὲ παρακαλῶ· καὶ τὸ πράττω αὐτὸ μὲ τὸ κῦρος ποὺ ἔχω, σὰν Παῦλος ἠλικιωμένος, τώρα δὲ φυλακισμένος καὶ δέσμιος πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
10 Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, διὰ τὸ πνευματικόν μου τέκνον, τὸν ὁποῖον ἐγέννησα πνευματικῶς κατὰ τὸ διάστημα αὐτό ποὺ εἶμαι δέσμιος, διὰ τὸν Ὀνήσιμον,
11 ὁ ὁποῖος ἄλλοτε σοῦ ἦτο ἄχρηστος, διότι σὲ εἶχε κλέψει καὶ εἶχε δραπετεύσει, τώρα ὅμως ποὺ ἐδέχθη τὴν χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι χρήσιμος εἰς σὲ καὶ εἰς ἐμὲ καὶ σοῦ τὸν στέλλω πάλιν.
12 Σὺ δὲ νὰ τὸν δεχθῇς καὶ νὰ κρατήσῃς πάλιν πλησίον σου μὲ καλωσύνην αὐτόν, ποὺ εἶναι σπλάγνο μου.
13 Ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω διὰ τὸν ἑαυτόν μου καὶ νὰ τὸν ἔχω κοντά μου, διὰ νὰ μὲ ὑπηρετῇ πρὸς λογαριασμὸν ἰδικόν σου κατὰ τὸ διάστημα τῶν δεσμῶν καὶ τῆς φυλακίσεώς μου.
14 Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ συγκατάθεσιν δὲν ἠθέλησα νὰ κάμω τίποτε μόνος μου, διὰ νὰ μὴν εἶναι κατ' ἀνάγκην τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον θά μοῦ προσέφερες, ἀλλὰ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου καλὴν θέλησιν καὶ καρδίαν.
15 Λοιπόν, αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν δεχθῇς μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπην, διότι ἴσως δι' αὐτὸ ἐχωρίσθη ἀπὸ σὲ ἐπὶ ὀλίγον διάστημα, διὰ νὰ τὸν ξαναπάρῃς πάλιν καὶ νὰ τὸν ἔχῃς αἰωνίως μαζί σου,
16 ὄχι πλέον ὡς δοῦλον, ἀλλὰ παρὰ πάνω ἀπὸ δοῦλον σὰν ἀγαπητὸν ἀδελφόν, ἀγαπητὸν μάλιστα εἰς ἐμέ, πόσῳ μᾶλλον ἀγαπητὸν εἰς σὲ καὶ ὡς ἄνθρωπος ποὺ θὰ σὲ ὑπηρετῇ μὲ πίστιν καὶ ἀφωσίωσιν καὶ ὡς ἀδελφὸς ἐν Κυρίῳ.
17 Ἐάν, λοιπόν, ἔχῃς, ἐμὲ ἀδελφὸν συγκοινωνὸν καὶ συμμέτοχον εἰς τὴν ἰδίαν πίστιν καὶ τὰ ἴδια φρονήματα, νὰ δεχθῇς πάλιν αὐτὸν ὅπως θὰ ἐδέχεσο ἐμέ.
18 Ἐὰν δὲ σὲ ἔχῃ ἀδικήσει εἰς τίποτε ἢ σοῦ ὀφείλῃ κάτι, αὐτὸ λογάριασέ το εἰς ἐμέ.
19 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, ποὺ ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου τὴν ἐπιστολήν, ἐγὼ θὰ πληρώσω εἰς σὲ τὸ χρέος του· διὰ νὰ μὴ εἴπω, ὅτι σύ μοῦ χρεωστεῖς ὄχι μόνον ὅλα ὅσα σοῦ ἀνήκουν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν σου ἀκόμη.
20 Ναί, ἀδελφέ, περιμένω ἀπὸ σὲ αὐτὴν τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐξυπηρέτησιν ἐν Κυρίῳ. Ἀνάπαυσε καὶ χαροποίησε τὴν καρδίαν μου μὲ τὴν ἐν Κυρίῳ χαράν.
21 Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπακοήν σου, σοῦ ἔγραψα αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν γνωρίζων καλά, ὅτι θὰ κάμῃς καὶ παρὰ πάνω ἀπὸ αὐτό πού σοῦ λέγω.
22 Συγχρόνως δὲ ἐτοίμαζέ μου καὶ φιλοξενίαν. Διότι ἐλπίζω, ὅτι μὲ τὰς προσευχάς σας θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακὴν καὶ θὰ μὲ χαρίσῃ σὰν δῶρον εἰς σᾶς.
23 Σὲ χαιρετᾷ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ ὁ Ἐπαφρᾶς, ὁ ὁποῖος πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει θεληματικὰ μαζί μου φυλακισμένος καὶ αἰχμάλωτος.
24 Ἐπίσης σὲ χαιρετοῦν ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, οἱ συνεργάται μου.
25 Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι πάντοτε μετὰ τοῦ πνεύματος σας· ἀμήν.
1 Ὁ Παῦλος, δέσμιος καὶ φυλακισμένος διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς σὲ τὸν Φιλήμονα, τὸν ἀγαπητὸν καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου
2 καὶ πρὸς τὴν Ἀπφίαν τὴν ἀγαπητὴν καὶ πρὸς τὸν Ἄρχιππον τὸν συστρατιώτην μας εἰς τὸν ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου ἀγῶνα, καὶ πρὸς τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία συναθροίζεται εἰς τὸ σπίτι σου.
3 Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
4 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε, ὁσάκις σὲ ἐνθυμοῦμαι κατὰ τὰς προσευχάς μου.
5 Καὶ τὸν εὐχαριστῶ, ἐπειδὴ ἀκούω τὴν πίστιν ποὺ ἔχεις πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν δεικνύεις πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς.
6 Συγχρόνως δὲ καὶ τὸν παρακαλῶ, ἡ πίστις, τὴν ὁποίαν ἔχεις κοινὴν μὲ τοὺς Χριστιανούς, νὰ γίνῃ τόσον ἔμπρακτος καὶ ζωντανή, ὥστε νὰ λάβουν ὅλοι τελείαν γνῶσιν κάθε ἀγαθοῦ, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει καὶ γίνεται μεταξύ μας πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7 Πρέπει δὲ νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεόν διὰ σέ, διότι ἔχομεν πολλὴν χαρὰν καὶ παρηγορίαν διὰ τὴν ἀγάπην σου, διότι αἱ καρδίαι τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἔχουν εὔρει ἀνάπαυσιν μὲ τὰς εὐεργεσίας καὶ ἀγαθοεργίας σου, ἀδελφέ.
8 Ἐπειδὴ δὲ τόσον εὐεργετικὸς δεικνύεσαι εἰς τοὺς Χριστιανούς, διὰ τοῦτο, καίτοι ἡ σχέσις καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστὸν μοῦ δίδει τὸ θάρρος νὰ διατάσσω εἰς σὲ ἐκεῖνο, ποὺ πρέπει ὡς Χριστιανὸς νὰ πράττῃς,
9 Ἕνεκα ὅμως τῆς ἀγάπης, ποὺ σοῦ ἔχω, προτιμῶ νὰ σὲ παρακαλέσω. Καὶ σὲ παρακαλῶ σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι δηλαδὴ σὰν Παῦλος, ἠλικιωμένος, τώρα δὲ καὶ φυλακισμένος διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
10 Σὲ παρακαλῶ διὰ τὸ πνευματικόν μου τέκνον, τὸ ὁποῖον ἐγέννησα πνευματικῶς τώρα, ποὺ εἶμαι εἰς τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακήν. Σὲ παρακαλῶ δηλαδὴ διὰ τὸν Ὀνήσιμον,
11 ποὺ ἄλλοτε, ὅταν σὲ ἔκλεψε καὶ ἐδραπέτευσε, σοῦ ἦτο ἄχρηστος, τώρα ὅμως, ποὺ ἐπίστευσε καὶ ἐβαπτίσθη, καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς ἐμὲ ἔγινε χρήσιμος, τὸν ὁποῖον καὶ σοῦ ἔστειλα πάλιν.
12 Σὺ δὲ δέχθητι μὲ εὐμένειαν αὐτόν, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ἀγαπῶ, ὥστε εἶναι αὐτὴ ἡ καρδία μου καὶ αὐτὰ τὰ σωθικά μου.
13 Τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω πλησίον μου, διὰ νὰ μὲ ὑπηρετῇ ἀντὶ σοῦ, ὅσον καιρὸν εἶμαι φυλακισμένος διὰ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα.
14 Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ ἔγκρισιν δὲν ἠθέλησα νὰ κάμω τίποτε, διὰ νὰ μὴ εἶναι ἡ ἀγαθὴ ἐξυπηρέτησις, τὴν ὁποίαν δι’ αὐτοῦ θὰ μοῦ προσέφερες σὰν ἐξ ἀνάγκης, ἀλλὰ ὑπηρεσία ἀπὸ τὴν καρδία σου καὶ ἀπὸ τὴν πρόθυμον θέλησίν σου.
15 Ναί· πρέπει νὰ τὸν δεχθῇς μὲ καλωσύνην. Διότι ἴσως δι’ αὐτὸ ἐχωρίσθη ἀπὸ σὲ δι’ ὀλίγον χρόνον, διὰ νὰ τὸν λάβῃς πάλιν καὶ τὸν ἔχῃς αἰωνίως.
16 Καὶ νὰ τὸν ἔχῃς ὄχι πλέον ὡς δοῦλον, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ δοῦλον, ὡς ἀδελφὸν ἀγαπητόν, ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸν εἰς ἑμέ, πόσῳ δὲ μᾶλλον εἰς σέ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν ἔχῃς καὶ σωματικῶς συνδεδεμένον, διότι θὰ σὲ ὑπηρετῇ πλέον πιστά, ἀλλὰ καὶ ἀδελφὸν πνευματικὸν διὰ τῆς μετὰ τοῦ Κυρίου ἑνώσεώς σας.
17 Ἐὰν λοιπὸν ἔχῃς κοινὰ μὲ ἐμὲ τὴν πίστιν καὶ τὰ φρονήματα καὶ τοὺς πόθους, παράλαβέ τον μὲ ἀγάπην, ὅπως θὰ ἐδέχεσο ἐμέ.
18 Ἐὰν δὲ σὲ ἠδίκησεν ἢ σοῦ χρεωστῇ τίποτε, τοῦτο λογάριασέ το εἰς ἑμέ.
19 Ἐγὼ ὁ Παῦλος ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου. Ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸ χρέος. Καὶ γίνομαι ἐγὼ χρεώστης σου, διὰ νὰ μὴ σοῦ εἴπω, ὅτι σὺ εἶσαι ὀφειλέτης μου μέχρι σημείου, ὥστε καὶ τὸν ἑαυτόν σου νὰ μοῦ χρεωστῇς.
20 Ναί, ἀδελφέ. Εἴθε νὰ ἀπολαύσω ἀπὸ σὲ τὶς χάρες καὶ τὰ πνευματικὰ ὀφέλῃ, ποὺ δημιουργεῖ ἡ μετὰ τοῦ Κυρίου ἕνωσίς μας. Ἀνάπαυσε τὴν καρδία μου μὲ ἀνάπαυσιν πνευματικὴν ἐν Κυρίῳ.
21 Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπακοήν σου, ἔγραψα εἰς σὲ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, γνωρίζων ὅτι θὰ πράξῃς καὶ παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον λέγω.
22 Συγχρόνως δὲ καὶ ἐτοίμαζέ μου φιλοξενίαν. Διότι ἐλπίζω, ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν σας θὰ σωθῶ καὶ θὰ δοθῶ ὡς δῶρον εἰς σᾶς.
23 , 24 Σὲ χαιρετᾷ ἐγκαρδίως ὁ Ἐπαφρᾶς, ποὺ μὲ συντροφεύει εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Σὲ ἀσπάζονται καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, ο συνεργάται μου.
25 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μετὰ τοῦ πνεύματός σας. Ἀμήν.
Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
1 Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, δέσμιος καὶ φυλακισμένος εἰς τὴν Ρώμην διὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, πρὸς τὸν Φιλήμονα, τὸν ἀγαπητὸν διὰ τὴν ἀρετήν του καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα
2 Καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καὶ Ἀρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ' οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ·
2 καὶ πρὸς τὴν Ἀπφιὰν τὴν ἀγαπητήν, καὶ τὸν Ἄρχιππον, τὸν συστρατιώτην μας καὶ συναγωνιστὴν εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, καὶ εἰς ὅλην τὴν συνάθροισιν τῶν πιστῶν, ποὺ γίνεται εἰς τὸ σπίτι σου·
3 Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3 εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα ἡμῶν καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
4 Εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου,
4 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε, ἐνθυμούμενος σὲ εἰς τὰς προσευχάς μου.
5 Ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς, ἁγίους,
5 Τὸν εὐχαριστῶ δὲ ἐπειδὴ πληροφοροῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν σου· τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν, καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ ἐκδηλώνεις πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς.
6 Ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργῆς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν.
6 Καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριον νὰ γίνῃ ἡ συμμετοχή σου εἰς τὴν πίστιν ἔμπρακτος καὶ ἐνεργητική, μὲ πλήρη ἐπίγνωσιν καὶ ἀκριβῆ πραγματοποίησιν παντὸς ἀγαθοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χέρι μας νὰ κάμωμεν πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7 Χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διά σοῦ, ἀδελφέ.
7 Εὐχαριστῶ δὲ τὸν Θεὸν διὰ σέ, ἀδελφέ, διότι ἔχομεν πολλὴν παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν καὶ χαρὰν διὰ τὴν ἀγάπην σου, ἐπειδὴ αἱ καρδίαι τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν εὐρίσκουν εἰς σὲ ἄνεσιν καὶ ἀνάπαυσιν.
8 Διὸ πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον,
8 Δι' αὐτό, μολονότι μὲ τὸ δικαίωμα, ποὺ μοῦ δίδει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ κοινὴ πίστις μας πρὸς τὸν Χριστόν, ἔχω τὸ θάρρος νὰ διατάσσω εἰς σὲ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πράττῃς,
9 Διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὤν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ,
9 ἐν τούτοις διὰ τὴν ἀγάπην, ποὺ σοῦ ἔχω, σὲ παρακαλῶ· καὶ τὸ πράττω αὐτὸ μὲ τὸ κῦρος ποὺ ἔχω, σὰν Παῦλος ἠλικιωμένος, τώρα δὲ φυλακισμένος καὶ δέσμιος πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
10 Παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, Ὀνήσιμον,
10 Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, διὰ τὸ πνευματικόν μου τέκνον, τὸν ὁποῖον ἐγέννησα πνευματικῶς κατὰ τὸ διάστημα αὐτό ποὺ εἶμαι δέσμιος, διὰ τὸν Ὀνήσιμον,
11 Τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δέ σοι καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα·
11 ὁ ὁποῖος ἄλλοτε σοῦ ἦτο ἄχρηστος, διότι σὲ εἶχε κλέψει καὶ εἶχε δραπετεύσει, τώρα ὅμως ποὺ ἐδέχθη τὴν χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι χρήσιμος εἰς σὲ καὶ εἰς ἐμὲ καὶ σοῦ τὸν στέλλω πάλιν.
12 Σὺ δὲ αὐτόν, τουτ' ἔστι τὰ ἐμᾶ σπλάγχνα, προσλαβοῦ·
12 Σὺ δὲ νὰ τὸν δεχθῇς καὶ νὰ κρατήσῃς πάλιν πλησίον σου μὲ καλωσύνην αὐτόν, ποὺ εἶναι σπλάγνο μου.
13 Ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπέρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεμοῖς τοῦ εὐαγγελίου·
13 Ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω διὰ τὸν ἑαυτόν μου καὶ νὰ τὸν ἔχω κοντά μου, διὰ νὰ μὲ ὑπηρετῇ πρὸς λογαριασμὸν ἰδικόν σου κατὰ τὸ διάστημα τῶν δεσμῶν καὶ τῆς φυλακίσεώς μου.
14 Χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἐκούσιον.
14 Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ συγκατάθεσιν δὲν ἠθέλησα νὰ κάμω τίποτε μόνος μου, διὰ νὰ μὴν εἶναι κατ' ἀνάγκην τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον θά μοῦ προσέφερες, ἀλλὰ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου καλὴν θέλησιν καὶ καρδίαν.
15 Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς,
15 Λοιπόν, αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν δεχθῇς μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπην, διότι ἴσως δι' αὐτὸ ἐχωρίσθη ἀπὸ σὲ ἐπὶ ὀλίγον διάστημα, διὰ νὰ τὸν ξαναπάρῃς πάλιν καὶ νὰ τὸν ἔχῃς αἰωνίως μαζί σου,
16 Οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ!
16 ὄχι πλέον ὡς δοῦλον, ἀλλὰ παρὰ πάνω ἀπὸ δοῦλον σὰν ἀγαπητὸν ἀδελφόν, ἀγαπητὸν μάλιστα εἰς ἐμέ, πόσῳ μᾶλλον ἀγαπητὸν εἰς σὲ καὶ ὡς ἄνθρωπος ποὺ θὰ σὲ ὑπηρετῇ μὲ πίστιν καὶ ἀφωσίωσιν καὶ ὡς ἀδελφὸς ἐν Κυρίῳ.
17 Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ.
17 Ἐάν, λοιπόν, ἔχῃς, ἐμὲ ἀδελφὸν συγκοινωνὸν καὶ συμμέτοχον εἰς τὴν ἰδίαν πίστιν καὶ τὰ ἴδια φρονήματα, νὰ δεχθῇς πάλιν αὐτὸν ὅπως θὰ ἐδέχεσο ἐμέ.
18 Εἰ δὲ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει·
18 Ἐὰν δὲ σὲ ἔχῃ ἀδικήσει εἰς τίποτε ἢ σοῦ ὀφείλῃ κάτι, αὐτὸ λογάριασέ το εἰς ἐμέ.
19 Ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις.
19 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, ποὺ ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου τὴν ἐπιστολήν, ἐγὼ θὰ πληρώσω εἰς σὲ τὸ χρέος του· διὰ νὰ μὴ εἴπω, ὅτι σύ μοῦ χρεωστεῖς ὄχι μόνον ὅλα ὅσα σοῦ ἀνήκουν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν σου ἀκόμη.
20 Ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ.
20 Ναί, ἀδελφέ, περιμένω ἀπὸ σὲ αὐτὴν τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐξυπηρέτησιν ἐν Κυρίῳ. Ἀνάπαυσε καὶ χαροποίησε τὴν καρδίαν μου μὲ τὴν ἐν Κυρίῳ χαράν.
21 Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις.
21 Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπακοήν σου, σοῦ ἔγραψα αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν γνωρίζων καλά, ὅτι θὰ κάμῃς καὶ παρὰ πάνω ἀπὸ αὐτό πού σοῦ λέγω.
22 Ἅμα δὲ καὶ ἐτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν.
22 Συγχρόνως δὲ ἐτοίμαζέ μου καὶ φιλοξενίαν. Διότι ἐλπίζω, ὅτι μὲ τὰς προσευχάς σας θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακὴν καὶ θὰ μὲ χαρίσῃ σὰν δῶρον εἰς σᾶς.
23 Ἀσπάζεταί σε Ἐπαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
23 Σὲ χαιρετᾷ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ ὁ Ἐπαφρᾶς, ὁ ὁποῖος πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει θεληματικὰ μαζί μου φυλακισμένος καὶ αἰχμάλωτος.
24 Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου.
24 Ἐπίσης σὲ χαιρετοῦν ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, οἱ συνεργάται μου.
25 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ Πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.
25 Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι πάντοτε μετὰ τοῦ πνεύματος σας· ἀμήν.