Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
Π. Τρεμπέλας
1
Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν
1
Ἐγὼ ὁ Παῦλος, δέσμιος καὶ φυλακισμένος εἰς τὴν Ρώμην διὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, πρὸς τὸν Φιλήμονα, τὸν ἀγαπητὸν διὰ τὴν ἀρετήν του καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα
1
Ὁ Παῦλος, δέσμιος καὶ φυλακισμένος διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς σὲ τὸν Φιλήμονα, τὸν ἀγαπητὸν καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου
2
Καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καὶ Ἀρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ' οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ·
2
καὶ πρὸς τὴν Ἀπφιὰν τὴν ἀγαπητήν, καὶ τὸν Ἄρχιππον, τὸν συστρατιώτην μας καὶ συναγωνιστὴν εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, καὶ εἰς ὅλην τὴν συνάθροισιν τῶν πιστῶν, ποὺ γίνεται εἰς τὸ σπίτι σου·
2
καὶ πρὸς τὴν Ἀπφίαν τὴν ἀγαπητὴν καὶ πρὸς τὸν Ἄρχιππον τὸν συστρατιώτην μας εἰς τὸν ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου ἀγῶνα, καὶ πρὸς τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία συναθροίζεται εἰς τὸ σπίτι σου.
3
Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3
εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα ἡμῶν καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
3
Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
4
Εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου,
4
Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε, ἐνθυμούμενος σὲ εἰς τὰς προσευχάς μου.
4
Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε, ὁσάκις σὲ ἐνθυμοῦμαι κατὰ τὰς προσευχάς μου.
5
Ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς, ἁγίους,
5
Τὸν εὐχαριστῶ δὲ ἐπειδὴ πληροφοροῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν σου· τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν, καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ ἐκδηλώνεις πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς.
5
Καὶ τὸν εὐχαριστῶ, ἐπειδὴ ἀκούω τὴν πίστιν ποὺ ἔχεις πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν δεικνύεις πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς.
6
Ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργῆς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν.
6
Καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριον νὰ γίνῃ ἡ συμμετοχή σου εἰς τὴν πίστιν ἔμπρακτος καὶ ἐνεργητική, μὲ πλήρη ἐπίγνωσιν καὶ ἀκριβῆ πραγματοποίησιν παντὸς ἀγαθοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χέρι μας νὰ κάμωμεν πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
6
Συγχρόνως δὲ καὶ τὸν παρακαλῶ, ἡ πίστις, τὴν ὁποίαν ἔχεις κοινὴν μὲ τοὺς Χριστιανούς, νὰ γίνῃ τόσον ἔμπρακτος καὶ ζωντανή, ὥστε νὰ λάβουν ὅλοι τελείαν γνῶσιν κάθε ἀγαθοῦ, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει καὶ γίνεται μεταξύ μας πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7
Χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διά σοῦ, ἀδελφέ.
7
Εὐχαριστῶ δὲ τὸν Θεὸν διὰ σέ, ἀδελφέ, διότι ἔχομεν πολλὴν παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν καὶ χαρὰν διὰ τὴν ἀγάπην σου, ἐπειδὴ αἱ καρδίαι τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν εὐρίσκουν εἰς σὲ ἄνεσιν καὶ ἀνάπαυσιν.
7
Πρέπει δὲ νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεόν διὰ σέ, διότι ἔχομεν πολλὴν χαρὰν καὶ παρηγορίαν διὰ τὴν ἀγάπην σου, διότι αἱ καρδίαι τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἔχουν εὔρει ἀνάπαυσιν μὲ τὰς εὐεργεσίας καὶ ἀγαθοεργίας σου, ἀδελφέ.
8
Διὸ πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον,
8
Δι' αὐτό, μολονότι μὲ τὸ δικαίωμα, ποὺ μοῦ δίδει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ κοινὴ πίστις μας πρὸς τὸν Χριστόν, ἔχω τὸ θάρρος νὰ διατάσσω εἰς σὲ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πράττῃς,
8
Ἐπειδὴ δὲ τόσον εὐεργετικὸς δεικνύεσαι εἰς τοὺς Χριστιανούς, διὰ τοῦτο, καίτοι ἡ σχέσις καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστὸν μοῦ δίδει τὸ θάρρος νὰ διατάσσω εἰς σὲ ἐκεῖνο, ποὺ πρέπει ὡς Χριστιανὸς νὰ πράττῃς,
9
Διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὤν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ,
9
ἐν τούτοις διὰ τὴν ἀγάπην, ποὺ σοῦ ἔχω, σὲ παρακαλῶ· καὶ τὸ πράττω αὐτὸ μὲ τὸ κῦρος ποὺ ἔχω, σὰν Παῦλος ἠλικιωμένος, τώρα δὲ φυλακισμένος καὶ δέσμιος πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
9
Ἕνεκα ὅμως τῆς ἀγάπης, ποὺ σοῦ ἔχω, προτιμῶ νὰ σὲ παρακαλέσω. Καὶ σὲ παρακαλῶ σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι δηλαδὴ σὰν Παῦλος, ἠλικιωμένος, τώρα δὲ καὶ φυλακισμένος διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
10
Παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, Ὀνήσιμον,
10
Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, διὰ τὸ πνευματικόν μου τέκνον, τὸν ὁποῖον ἐγέννησα πνευματικῶς κατὰ τὸ διάστημα αὐτό ποὺ εἶμαι δέσμιος, διὰ τὸν Ὀνήσιμον,
10
Σὲ παρακαλῶ διὰ τὸ πνευματικόν μου τέκνον, τὸ ὁποῖον ἐγέννησα πνευματικῶς τώρα, ποὺ εἶμαι εἰς τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακήν. Σὲ παρακαλῶ δηλαδὴ διὰ τὸν Ὀνήσιμον,
11
Τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δέ σοι καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα·
11
ὁ ὁποῖος ἄλλοτε σοῦ ἦτο ἄχρηστος, διότι σὲ εἶχε κλέψει καὶ εἶχε δραπετεύσει, τώρα ὅμως ποὺ ἐδέχθη τὴν χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι χρήσιμος εἰς σὲ καὶ εἰς ἐμὲ καὶ σοῦ τὸν στέλλω πάλιν.
11
ποὺ ἄλλοτε, ὅταν σὲ ἔκλεψε καὶ ἐδραπέτευσε, σοῦ ἦτο ἄχρηστος, τώρα ὅμως, ποὺ ἐπίστευσε καὶ ἐβαπτίσθη, καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς ἐμὲ ἔγινε χρήσιμος, τὸν ὁποῖον καὶ σοῦ ἔστειλα πάλιν.
12
Σὺ δὲ αὐτόν, τουτ' ἔστι τὰ ἐμᾶ σπλάγχνα, προσλαβοῦ·
12
Σὺ δὲ νὰ τὸν δεχθῇς καὶ νὰ κρατήσῃς πάλιν πλησίον σου μὲ καλωσύνην αὐτόν, ποὺ εἶναι σπλάγνο μου.
12
Σὺ δὲ δέχθητι μὲ εὐμένειαν αὐτόν, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ἀγαπῶ, ὥστε εἶναι αὐτὴ ἡ καρδία μου καὶ αὐτὰ τὰ σωθικά μου.
13
Ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπέρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεμοῖς τοῦ εὐαγγελίου·
13
Ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω διὰ τὸν ἑαυτόν μου καὶ νὰ τὸν ἔχω κοντά μου, διὰ νὰ μὲ ὑπηρετῇ πρὸς λογαριασμὸν ἰδικόν σου κατὰ τὸ διάστημα τῶν δεσμῶν καὶ τῆς φυλακίσεώς μου.
13
Τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω πλησίον μου, διὰ νὰ μὲ ὑπηρετῇ ἀντὶ σοῦ, ὅσον καιρὸν εἶμαι φυλακισμένος διὰ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα.
14
Χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἐκούσιον.
14
Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ συγκατάθεσιν δὲν ἠθέλησα νὰ κάμω τίποτε μόνος μου, διὰ νὰ μὴν εἶναι κατ' ἀνάγκην τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον θά μοῦ προσέφερες, ἀλλὰ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου καλὴν θέλησιν καὶ καρδίαν.
14
Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ ἔγκρισιν δὲν ἠθέλησα νὰ κάμω τίποτε, διὰ νὰ μὴ εἶναι ἡ ἀγαθὴ ἐξυπηρέτησις, τὴν ὁποίαν δι’ αὐτοῦ θὰ μοῦ προσέφερες σὰν ἐξ ἀνάγκης, ἀλλὰ ὑπηρεσία ἀπὸ τὴν καρδία σου καὶ ἀπὸ τὴν πρόθυμον θέλησίν σου.
15
Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς,
15
Λοιπόν, αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν δεχθῇς μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπην, διότι ἴσως δι' αὐτὸ ἐχωρίσθη ἀπὸ σὲ ἐπὶ ὀλίγον διάστημα, διὰ νὰ τὸν ξαναπάρῃς πάλιν καὶ νὰ τὸν ἔχῃς αἰωνίως μαζί σου,
15
Ναί· πρέπει νὰ τὸν δεχθῇς μὲ καλωσύνην. Διότι ἴσως δι’ αὐτὸ ἐχωρίσθη ἀπὸ σὲ δι’ ὀλίγον χρόνον, διὰ νὰ τὸν λάβῃς πάλιν καὶ τὸν ἔχῃς αἰωνίως.
16
Οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ!
16
ὄχι πλέον ὡς δοῦλον, ἀλλὰ παρὰ πάνω ἀπὸ δοῦλον σὰν ἀγαπητὸν ἀδελφόν, ἀγαπητὸν μάλιστα εἰς ἐμέ, πόσῳ μᾶλλον ἀγαπητὸν εἰς σὲ καὶ ὡς ἄνθρωπος ποὺ θὰ σὲ ὑπηρετῇ μὲ πίστιν καὶ ἀφωσίωσιν καὶ ὡς ἀδελφὸς ἐν Κυρίῳ.
16
Καὶ νὰ τὸν ἔχῃς ὄχι πλέον ὡς δοῦλον, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ δοῦλον, ὡς ἀδελφὸν ἀγαπητόν, ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸν εἰς ἑμέ, πόσῳ δὲ μᾶλλον εἰς σέ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν ἔχῃς καὶ σωματικῶς συνδεδεμένον, διότι θὰ σὲ ὑπηρετῇ πλέον πιστά, ἀλλὰ καὶ ἀδελφὸν πνευματικὸν διὰ τῆς μετὰ τοῦ Κυρίου ἑνώσεώς σας.
17
Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ.
17
Ἐάν, λοιπόν, ἔχῃς, ἐμὲ ἀδελφὸν συγκοινωνὸν καὶ συμμέτοχον εἰς τὴν ἰδίαν πίστιν καὶ τὰ ἴδια φρονήματα, νὰ δεχθῇς πάλιν αὐτὸν ὅπως θὰ ἐδέχεσο ἐμέ.
17
Ἐὰν λοιπὸν ἔχῃς κοινὰ μὲ ἐμὲ τὴν πίστιν καὶ τὰ φρονήματα καὶ τοὺς πόθους, παράλαβέ τον μὲ ἀγάπην, ὅπως θὰ ἐδέχεσο ἐμέ.
18
Εἰ δὲ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει·
18
Ἐὰν δὲ σὲ ἔχῃ ἀδικήσει εἰς τίποτε ἢ σοῦ ὀφείλῃ κάτι, αὐτὸ λογάριασέ το εἰς ἐμέ.
18
Ἐὰν δὲ σὲ ἠδίκησεν ἢ σοῦ χρεωστῇ τίποτε, τοῦτο λογάριασέ το εἰς ἑμέ.
19
Ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις.
19
Ἐγὼ ὁ Παῦλος, ποὺ ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου τὴν ἐπιστολήν, ἐγὼ θὰ πληρώσω εἰς σὲ τὸ χρέος του· διὰ νὰ μὴ εἴπω, ὅτι σύ μοῦ χρεωστεῖς ὄχι μόνον ὅλα ὅσα σοῦ ἀνήκουν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν σου ἀκόμη.
19
Ἐγὼ ὁ Παῦλος ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου. Ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸ χρέος. Καὶ γίνομαι ἐγὼ χρεώστης σου, διὰ νὰ μὴ σοῦ εἴπω, ὅτι σὺ εἶσαι ὀφειλέτης μου μέχρι σημείου, ὥστε καὶ τὸν ἑαυτόν σου νὰ μοῦ χρεωστῇς.
20
Ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ.
20
Ναί, ἀδελφέ, περιμένω ἀπὸ σὲ αὐτὴν τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐξυπηρέτησιν ἐν Κυρίῳ. Ἀνάπαυσε καὶ χαροποίησε τὴν καρδίαν μου μὲ τὴν ἐν Κυρίῳ χαράν.
20
Ναί, ἀδελφέ. Εἴθε νὰ ἀπολαύσω ἀπὸ σὲ τὶς χάρες καὶ τὰ πνευματικὰ ὀφέλῃ, ποὺ δημιουργεῖ ἡ μετὰ τοῦ Κυρίου ἕνωσίς μας. Ἀνάπαυσε τὴν καρδία μου μὲ ἀνάπαυσιν πνευματικὴν ἐν Κυρίῳ.
21
Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις.
21
Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπακοήν σου, σοῦ ἔγραψα αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν γνωρίζων καλά, ὅτι θὰ κάμῃς καὶ παρὰ πάνω ἀπὸ αὐτό πού σοῦ λέγω.
21
Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπακοήν σου, ἔγραψα εἰς σὲ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, γνωρίζων ὅτι θὰ πράξῃς καὶ παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον λέγω.
22
Ἅμα δὲ καὶ ἐτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν.
22
Συγχρόνως δὲ ἐτοίμαζέ μου καὶ φιλοξενίαν. Διότι ἐλπίζω, ὅτι μὲ τὰς προσευχάς σας θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακὴν καὶ θὰ μὲ χαρίσῃ σὰν δῶρον εἰς σᾶς.
22
Συγχρόνως δὲ καὶ ἐτοίμαζέ μου φιλοξενίαν. Διότι ἐλπίζω, ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν σας θὰ σωθῶ καὶ θὰ δοθῶ ὡς δῶρον εἰς σᾶς.
23
Ἀσπάζεταί σε Ἐπαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
23
Σὲ χαιρετᾷ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ ὁ Ἐπαφρᾶς, ὁ ὁποῖος πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει θεληματικὰ μαζί μου φυλακισμένος καὶ αἰχμάλωτος.
23
Σὲ χαιρετᾷ ἐγκαρδίως ὁ Ἐπαφρᾶς, ποὺ μὲ συντροφεύει εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
24
Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου.
24
Ἐπίσης σὲ χαιρετοῦν ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, οἱ συνεργάται μου.
24
Σὲ ἀσπάζονται καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, οἱ συνεργάται μου.
25
Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ Πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.
25
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι πάντοτε μετὰ τοῦ πνεύματος σας· ἀμήν.
25
Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μετὰ τοῦ πνεύματός σας. Ἀμήν.