Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
Π. Τρεμπέλας
1
Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ' ἀνθρώπων, οὐδὲ δι' ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν,
1
Ἐγὼ ὁ Παῦλος, Ἀπόστολος, ποὺ δὲν ἔλαβα τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα ἀπὸ ἀνθρώπους, οὔτε διὰ τῆς μεσιτείας ἀνθρώπου, ἀλλὰ κατ' εὐθεῖαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν
1
Ἐγὼ ὁ Παῦλος, Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος, οὔτε ἀπὸ ἀνθρώπους ἔλαβα τὸ ἀξίωμα αὐτό, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου ἐκλήθην εἰς αὐτό, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν·
2
καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας·
2
καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ποὺ εἶναι μαζί μου, ἀπευθύνομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας
2
καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ποὺ εἶναι μαζί μου, γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας.
3
χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
3
καὶ εὐχόμεθα νὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν,
3
Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον μας Ἰησοῦν Χριστόν,
4
τοῦ δόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, ὅπως ἐξέληται ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος πονηροῦ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν,
4
ὁ ὁποῖος παρέδωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς σταυρικὸν θάνατον, διὰ νὰ ἐξαλείψῃ τὰς ἁμαρτίας μας, διὰ νὰ μᾶς ἀποσπάσῃ καὶ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν παρόντα αἰῶνα τῆς πονηρίας καὶ τῆς κακίας, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός μας.
4
ὁ ὁποῖος παρέδωκε θεληματικῶς τὸν ἑαυτόν του εἰς θάνατον διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν πονηρίαν καὶ κακίαν, ποὺ ἐπικρατεῖ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καὶ ὁ θάνατός του αὐτὸς διὰ τὴν ἐλευθερίαν καὶ ἀπολύτρωσίν μας ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ Πατήρ μας.
5
ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
5
Εἰς αὐτὸν ὀφείλεται καὶ πρέπει νὰ ἀναπέμπεται ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
5
Εἰς αὐτὸν πρέπει πᾶσα ἡ δόξα εἰς τοὺς ἀπεράντους καὶ ἀτελειώτους αἰῶνας. Ἀμήν.
6
Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον,
6
Κατέχομαι ἀπὸ βαθεῖαν ἔκπληξιν καὶ ἀπορίαν ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι τόσον εὔκολα καὶ γρήγορα φεύγετε ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀποκάλεσε διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μεταπηδᾶτε εἰς ἄλλην διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν οἱ ψευδοδιδάσκαλοι παρουσιάζουν ὡς εὐαγγέλιον τάχα τοῦ Χριστοῦ.
6
Ἀπορῶ, διότι τόσον γρήγορα ἀπομακρύνεσθε ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐκάλεσεν ἐξ αἰτίας τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ, καὶ μεταπηδᾶτε εἰς ἄλλην περὶ σωτηρίας διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ ποὺ σᾶς τὴν διδάσκουν, κακῶς τὴν λέγουν εὐαγγέλιον.
7
ὃ οὐκ ἐστὶν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χρστοῦ.
7
Αὐτὸ δὲ τὸ ψευδοευαγγέλιον δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, εἰ μὴ ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἀναταράσσουν καὶ θέλουν νὰ μεταβάλουν καὶ νοθεύσουν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
7
Πράγματι· αὐτὸ ποὺ λέγουν αὐτοὶ εὐαγγέλιον, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι σᾶς ταράττουν καὶ θέλουν νὰ μεταβάλουν καὶ νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ἀληθὲς περὶ Χριστοῦ κήρυγμα.
8
Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.
8
Ἀλλὰ προσέξατε τοῦτο· Ἐὰν καὶ ἡμεῖς ἀκόμη οἱ Ἀπόστολοι ἢ καὶ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σᾶς κηρύττῃ Εὐαγγέλιον διαφορετικὸν ἀπὸ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς ἀπ' ἀρχῆς σᾶς ἔχομεν κηρύξει, ἂς εἶναι αὐτὸς ἀναθεματισμένος καὶ χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεόν.
8
Ἀλλὰ νὰ ἠξεύρετε τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ἀκόμη καὶ ἡμεῖς οἰ ἀπόστολοι ἢ καὶ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κηρύττῃ εἰς σᾶς ἄλλα εὐαγγέλιον, διαφορετικὸν ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς ἐκηρύξαμεν, ἂς εἶναι ἀνάθεμα καὶ χωρισμένος διὰ παντὸς ἀπὸ τὸν Χριστόν.
9
Ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.
9
Ὅπως καὶ προφορικῶς, προηγουμένως σᾶς εἴχαμε πεῖ καὶ τώρα πάλιν σᾶς λέγω· Ἐὰν κανεὶς σᾶς διδάσκῃ ἄλλο Εὐαγγέλιον, διαφορετικὸν ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχετε παραλάβει, ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος.
9
Καθὼς καὶ πρωτύτερα, ὅταν ἤμεθα μαζί σας, σᾶς ἔχομεν εἴπει, καὶ τώρα πάλιν σᾶς λέγω: Ἐὰν κανεὶς κηρύττῃ εἰς σᾶς εὐαγγέλιον ἄλλο ἐκτὸς ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἐδιδάχθητε ἀπὸ ἐμέ, ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος καὶ χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστόν.
10
Ἄρτι γὰρ ἀνθρώπους πείθω ἢ τὸν Θεόν; Ἢ ζητῶ ἀνθρώποις ἀρέσκειν; Εἰ γάρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἥμην.
10
Ἐν πάσῃ περιπτώσει σᾶς ἐρωτῶ· μὲ τὸ Εὐαγγέλιον ποὺ ἐκήρυξα εἰς σᾶς καὶ κηρύττω, τί ἐπιδιώκω; Μήπως θέλω νὰ πείθω ἀνθρώπους, διὰ νὰ τοὺς κάνω ἰδικήν μου παράταξιν ἢ ἐπιζητῶ νὰ ἀρέσω εἰς τὸν Θεόν; Μώπως τυχὸν ζητῶ νὰ ἀρέσω εἰς τοὺς ἀνθρώπους; Ὄχι βέβαια διότι ἐὰν καὶ τώρα ἐπιζητοῦσα νὰ ἀρέσω εἰς τοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ.
10
Τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ σᾶς ἐδιδάξαμεν, αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι τὸ ἀληθινὸν εὐαγγέλιον. Διότι τώρα θέλω νὰ πείθω καὶ νὰ ἑξασφαλίζω τὴν ἐπιδοκιμασίαν τῶν ἀνθρώπων ἢ προσπαθῶ πῶς νὰ εἶμαι ἐν τάξει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ζητῶ νὰ ἀρέσκω εἰς ἀνθρώπους; Ὄχι. Διότι, ἐὰν ἀκόμη καὶ τώρα ἐπεδίωκον νὰ ἀρέσκω εἰς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμην δοῦλος τοῦ Χριστοῦ.
11
Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἐστὶ κατὰ ἄνθρωπον·
11
Σᾶς καθιστῶ δὲ γνωστόν, ἀδελφοί, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἐγὼ ἐκήρυξα εἰς σᾶς δὲν εἶναι ἔργον ἀνθρώπου καὶ δὲν ἐκφράζει σκέψεις ἀνθρώπων.
11
Σᾶς γνωστοποιῶ δέ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ ἐκηρύχθη εἰς σᾶς ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἐπινόημα ἀνθρώπου.
12
οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
12
Διότι ἐγώ -ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι- δὲν ἔχω παραλάβει αὐτὸ ἀπὸ ἄνθρωπον οὔτε τὸ ἐδιδάχθην ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα κατ' εὐθεῖαν δι' ἀποκαλύψεων, τὰς ὁποίας ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μοῦ ἐφανέρωσε.
12
Διότι ὄχι μόνον οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ δὲν παρέλαβον αὐτὸ ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε τὸ ἐδιδάχθην ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλὰ παρέλαβον αὐτὸ κατ’ εὐθεῖαν δι’ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμέσως μοῦ ἐφανέρωσε καὶ μοῦ ἀπεκάλυψε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
13
Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφὴν ποτὲ ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν,
13
Βεβαίως καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι ἔχετε πληροφορηθῆ τὴν ζωὴν καὶ συμπεριφοράν ποὺ εἶχα, ὅταν ἕμενα πιστὸς εἰς τὴν θρησκείαν τῶν Ἑβραίων καὶ ἀκολουθοῦσα ὅσα ὁ Ἰουδαϊσμὸς ἐδίδασκε. Ἔχετε δηλαδὴ πληροφορηθῆ ὅτι, ἐπηρεασμένος βαθύτατα ἀπὸ τὰς παλαιὰς διδασκαλίας τοῦ Νόμου καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων, κατεδίωκα μὲ πολὺν φανατισμὸν καὶ σκληρότητα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐρημώσω καὶ ἀφανίσω.
13
Ὅτι δὲ μὲ ὑπερφυσικὴν ἀποκάλυψίν μου παρεδόθη ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεὸν τὸ εὐαγγέλιον, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν δρᾶσίν μου. Διότι ἠκούσατε τὴν διαγωγήν, ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἠκολούθουν τὸν νόμον καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἠκούσατε δηλαδή, ὅτι ὑπερβολικὰ κατεδίωκον τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ τὴν καταστρέψω.
14
καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰοδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.
14
Χάρις δὲ εἰς τὸν φανατισμόν μου αὐτὸν προώδευα εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν παραπάνω ἀπὸ πολλοὺς ὁμοεθνεὶς συνομήλικάς μου, διότι ἐδείκνυα περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς ζῆλον διὰ τὰς πατροπαραδότους παραδόσεις μας.
14
Καὶ προώδευα εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν περισσότερον ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικάς μου εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ ἐδείκνυον περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς ζῆλον ὑπὲρ τῶν παραδόσεων, ποὺ παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς πατέρας.
15
Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ
15
Ὅταν δὲ εὐδόκησεν ὁ πανάγαθος Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ εἶχε ξεχωρίσει καὶ προορίσει ἀπὸ τὴν κοιλίαν ἀκόμη τῆς μητρός μου, καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του.
15
Ὅταν ὅμως εὐηρεστήθη ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἐξεχώρισε καὶ μὲ ἐξέλεξεν ἀπὸ τὸν καιρὸν ἀκόμη, ποὺ ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του, χωρὶς ἐγὼ ἀπὸ τὰ ἔργα μου νὰ εἶμαι ἄξιος διὰ μίαν τέτοιαν ἐκλογήν,
16
ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι,
16
νὰ ἀποκαλύψῃ εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὴν ψυχήν μου τὸν Υἱὸν αὐτοῦ, διὰ νὰ τὸν κηρύττω ὡς Σωτῆρα εἰς τὰ ἔθνη, ἀμέσως δὲν ἐζήτησα ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον συμβουλὴν καὶ καθοδήγησιν διὰ τὴν μεγάλην αὐτὴν κλῆσιν.
16
διὰ νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ τὸν κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, εὐθὺς δὲν συνεβουλεύθην σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ ἄνθρωπόν τινα οἰονδήποτε.
17
οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.
17
Οὔτε ἀνέβηκα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ συναντήσω καὶ συμβουλευθῶ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ εἶχαν κληθῆ πρὸ ἐμοῦ εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἔργον, ἀλλ' ἀνεχώρησα εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀραβίας καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.
17
Οὔτε ἀνέβην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς συνάντησιν τῶν Ἀποστόλων, ποὺ εἶχον κληθῆ πρὸ ἑμοῦ εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, ἀλλὰ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς τὴν Δαμασκόν.
18
Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἰστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε·
18
Ἔπειτα, τρία ἔτη μετὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐκλήθην ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἀνέβηκα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ συναντήσω καὶ γνωρίσω προσωπικῶς τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα κοντὰ του δεκαπέντε μόνον ἡμέρας.
18
Ἔπειτα, μετὰ τρία ἔτη ἀφ’ ὅτου ἐπέστρεψα εἰς τὸν Χριστόν, ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα πλησίον τοῦ δεκαπέντε ἡμέρας.
19
ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
19
Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους δὲν εἶδα, παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
19
Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδον παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
20
Ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι.
20
Αὐτὰ δὲ ποὺ σᾶς γράφω εἶναι ἡ ἀπόλυτος καὶ καθαρὰ ἀλήθεια. Ἰδοὺ σᾶς διαβεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν ψεύδομαι. (Σᾶς τὰ γράφω δέ, διὰ νὰ πεισθῆτε ἀπολύτως, ὅτι τὸν θησαυρὸν τοῦ Εὐαγγελίου δὲν τὸν παρέλαβα ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον, οὔτε ἀπὸ Ἀπόστολον, ἀλλὰ κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Χριστόν).
20
Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς γράφω, ἀποδεικνύεται, ὅτι τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα καὶ τὸ Εὐαγγέλιον δὲν τὰ ἔλαβα ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε ἀπὸ ἄλλον ἀπόστολον. Εἶναι δὲ ταῦτα ἀλήθεια, καὶ ἰδοὺ βεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν ψεύδομαι.
21
Ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας.
21
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν δεκαπενθήμερον αὐτὴν παραμονήν μου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἦλθα εἰς τὰς περιοχὰς τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας.
21
Ἔπειτα μετὰ τὴν διαμονήν μου αὐτὴν εἰς Ἱεροσόλυμα ἦλθον εἰς τὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας.
22
Ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ·
22
Ἤμουν δὲ ἄγνωστος προσωπικῶς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἰουδαίας, αἱ ὁποῖαι ἀπετελοῦντο ἀπὸ Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν πιστεύσει εἰς τὸν Χριστόν.
22
Ἤμην δὲ ἄγνωστος προσωπικῶς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἐπέστρεψαν εἰς Χριστὸν καὶ διατελοῦν ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τοῦ Χριστοῦ.
23
μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτὲ νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει,
23
Αὐτοὶ δὲ μόνον ἐξ ἀκοῆς ἐπληροφοροῦντο, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἄλλοτε μᾶς κατεδίωκε, κηρύττει τώρα τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς πίστεώς μας, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε κατεδίωκε καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀφανίσῃ.
23
Μόνον δὲ ἤκουαν συνεχῶς οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, ὅτι ἐκείνος, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε μᾶς κατεδίωκε, τώρα κηρύττει τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε προσεπάθει νὰ ἀφανίσῃ.
24
καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸν Θεόν.
24
Καὶ ἐδόξαζαν ὅλοι τὸν Θεὸν διὰ τὸ μεγάλο θαῦμα, ποὺ ἐπραγματοποίησε εἰς ἐμέ.
24
Καὶ ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν διὰ τὴν θαυμαστὴν αὐτὴν μεταβολήν μου.