Καθολική Επιστολή Ιακώβου

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν.
2 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις,
3 γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν·
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.
5 Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ οὐκ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ·
6 αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ.
7 Μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τί παρὰ τοῦ Κυρίου.
8 Ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ.
9 Καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ,
10 ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται.
11 Ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. Οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται.
12 Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
13 Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.
14 Ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος·
15 εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποστελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον.
16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί·
17 πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαίνων ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ' ᾧ οὐκ ἑνὶ παραλλαγὴ ἢ τροπος ἀποσκίασμα.
18 Βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων.
19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν·
20 ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται.
21 Διὸ ἀποθέμενοι πᾶσαν ρυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξεσθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν.
22 Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς.
23 Ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ·
24 κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν.
25 Ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται.
26 Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ' ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία.
27 Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου.
1 Ἐγώ, ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς Χριστιανούς, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, τὰς διεσκορπισμένας εἰς ὅλον τὸν κόσμον, εὔχομαι νὰ χαίρουν.
2 Πηγὴν καὶ αἰτίαν διὰ τὴν πλέον πλήρη καὶ τελείαν χαρὰν νὰ θεωρῆτε, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα εἰς διαφόρους δοκιμασίας καὶ θλίψεις,
3 γνωρίζοντες τοῦτο, ὅτι ἡ διὰ μέσου θλίψεων καὶ ταλαιπωριῶν δοκιμασία τῆς πίστεώς σας πρὸς τὸν Χριστὸν ἐπεξεργάζεται καὶ πραγματοποιεῖ ὡς πολύτιμον ἀγαθὸν μέσα σας τὴν ὑπομονήν.
4 Ἡ δὲ ὑπομονὴ ἂς ἔχῃ καὶ αὐτή, ὡς καρπόν της, πνευματικὸν ἔργον τέλειον εἰς τὰς καρδίας σας, διὰ νὰ εἶσθε ἔτσι τέλειοι καὶ ὁλόκληροι καὶ νὰ μὴ ὑστερῆτε εἰς τίποτε.
5 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἀπὸ σᾶς στερῆται τὴν κατὰ Θεὸν σοφίαν, διὰ νὰ γνωρίζῃ πῶς νὰ φέρεται εἰς τοὺς διαφόρους πειρασμοὺς καὶ πῶς νὰ ἀποκτᾷ τὴν ὑπομονήν, ἂς ζητῇ τὴν σοφίαν αὐτὴν ἀπὸ τὸν πάνσοφον Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν δίδει εἰς ὅλους πλουσίως, χωρὶς νὰ περοφρονῇ καὶ ἐξευτελίζῃ κανένα. Καὶ θὰ τοῦ δοθῇ αὐτῇ ἡ σοφία.
6 Νὰ τὴν ζητῇ ὅμως μὲ σταθερὰν καὶ ἀκλόνητον πίστιν, χωρὶς νὰ κυμαίνεται καὶ νὰ ἀμφιβάλλῃ, ἂν θὰ τοῦ τὴν δώσῃ ὁ Θεός, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει καὶ κλονίζεται, μοιάζει μὲ κῦμα θαλάσσης, ποὺ δέρνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ πηγαίνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ κατὰ τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου.
7 Διότι ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὀλιγόπιστος καὶ ἀκατάστατος, ὅτι θὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν Κύριον κάτι ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητεῖ.
8 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι δίβουλος καὶ δίγνωμος, ἀκατάστατος καὶ εὐμετάβολος εἰς ὅλην τὴν πορείαν τῆς ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς του.
9 Ὁ ἀδελφὸς δέ, ποὺ δικιμάζεται ἀπὸ τὴν θλῖψιν τῆς πτωχείας καὶ εἶναι ἄσημος καὶ ἀφανὴς μέσα εἰς τὸν κόσμον, ἂς καυχᾶται διὰ τὸ ὕψος τῆς δόξης (εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀναβιβάσῃ διὰ τὴν ὑπομονήν του εἰς τὰς θλίψεις).
10 Ὁ δὲ πλούσιος ἐξ ἄλλου, ἂς καυχᾶται διὰ τὴν ταπεινοφροσύνην του, (τὴν ὁποίαν γεννᾷ ἡ κατὰ Θεὸν συναίσθησις τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καὶ τῆς προσωρινότητος τοῦ πλούτου), ἀφοῦ σὰν ταπεινὸ ἀγριολούλουδο καὶ αὐτὸς θὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν ἐπίγειον ζωήν.
11 Διότι ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος μὲ τὸ φλογερό του καῦμα καὶ ἐξήρανε τὸ ἀγριόχορτο, καὶ τὸ ἄνθος του ἔπεσε μαραμένο, καὶ ἡ ὡραιότης τῆς ἐμφανίσεως καὶ τῶν χρωμάτων του ἐχάθηκε. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος εἰς τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς του, θὰ μαρανθῇ καὶ θὰ σβήσῃ, παρ' ὅλα τὰ πλούτη καὶ τὴν δόξαν του.
12 Μακάριος καὶ τρισευτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπομένει μὲ καρτερίαν καὶ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν τὴν δοκιμασίαν τῶν θλίψεων, διότι ἔτσι ἀναδεικνύεται ἐκλεκτὸς καὶ δοκιμασμένος ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ λάβῃ ὡς ἀμοιβήν του τὸν ἔνδοξον στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
13 Κανεὶς ὅμως ποτέ, ὅταν πειράζεται ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ πάθη καὶ τὰς ἀδυναμίας του καὶ δελεάζεται πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἂς μὴ λέγῃ, ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸν ὑφίσταμαι αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλὸν πειρασμόν. Αὐτὸ εἶναι φοβερὰ ὕβρις ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ πειρασθῇ ἀπὸ κάτι κακὸν καὶ πονηρόν, δι' αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς, ἄγευστος καὶ ἀπείραστος ἀπὸ κάθε κακὸν καθὼς εἶναι, δὲν στέλλει εἰς κανένα ποτὲ πειρασμόν, διὰ νὰ τὸν ἐξωθήσῃ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν.
14 Καθένας δὲ δελεάζεται καὶ παρακινεῖται πρὸς τὸ κακὸν ἀπὸ τὴν ἰδικήν του κακὴν ἐπιθυμίαν, παρασυρόμενος ἀπὸ τὸ δόλωμα τῆς ἁμαρτωλῆς ἡδονῆς.
15 Ἔπειτα αὐτή του ἡ φαύλη ἐπιθυμία, ἀφοῦ σὰν πονηρὰ καὶ ἀκόλαστος γυνὴ συλλάβῃ τὸ κακόν, γεννᾷ τὴν ἁμαρτωλὴν πρᾶξιν· ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν πλέον προχωρήσῃ καὶ ὁλοκληρωθῇ καὶ ὑποδουλώσῃ τὴν ψυχήν, γεννᾷ τὸν θάνατον.
16 Λοιπόν, μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, τίποτε τὸ κακὸν δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν.
17 Ἐξ ἀντιθέτου, κάθε ἀγαθὴ προσφορὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κάθε δῶρον τέλειον κατεβαίνει ἐκ τῶν ἄνω, ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὸν πανάγαθον Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πατέρας ὅλων τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν φώτων, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει καμμία ἀλλοίωσις, οὔτε ἡ παραμικροτέρα σκιὰ μεταβολῆς.
18 Ὁ πανάγαθος Θεός, ὑπὸ τῆς ἀπείρου αὐτοῦ ἀγαθότητος κινούμενος, ἠθέλησεν αὐτὸς καὶ μᾶς ἐγέννησεν πνευματικῶς μὲ τὴν εὐαγγελικὴν διδασκαλίαν τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ εἴμεθα ἡμεῖς σὰν τὰ πλέον εὐγενῆ καὶ ἐκλεκτὰ πρωτόλεια μεταξὺ ὅλων τῶν δημιουργημάτων.
19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἂς εἶναι κάθε ἄνθρωπος γρήγορος καὶ πρόθυμος νὰ ἀκούῃ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀναγεννᾷ καὶ σώζει, καὶ ἂς εἶναι ἀκόμη ἀργὸς καὶ δυσκίνητος εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ (διὰ τὸν φόβον μήπως πῇ κάτι τὸ ἄστοχον, τὸ ἁμαρτωλὸν καὶ ὑβριστικόν). Ἂς εἶναι δὲ ἀκόμη ἀργὸς καὶ δυσκίνητος εἰς τὴν ὀργήν, ὁποιαιδήποτε ἀφορμαὶ καὶ ἂν τοῦ δίδωνται.
20 Διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸν σκοτίζει, τὸν ἐξάπτει, τὸν παρασύρει εἰς ἀδικήματα καὶ δὲν ἐργάζεται μέσα εἰς αὐτὸν δικαιοσύνην Θεοῦ.
21 Δι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ σεῖς πετάξτε ἀπὸ τὰς ψυχάς σας κάθε ἠθικὴν ἀκαθαρσίαν, ὅ,τι ὑπολείπεται μέσα σας ἀπὸ τὰς διαφόρους κακίας, καὶ δεχθῆτε μὲ πρᾳότητα τὸν εὐαγγελικὸν λόγον, ποὺ ἐφυτεύθη μέσα σας διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ὁποῖος μόνος ἠμπορεῖ νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς σας.
22 Νὰ γίνεσθε δὲ τηρηταῖ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μόνον ἀκροαταί, ἐξαπατῶντες τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἁπλῆν μόνον ἀκρόασιν τοῦ θείου θελήματος.
23 Διότι, ἐὰν κανεὶς εἶναι ἀκροατὴς μόνον τοῦ λόγου καὶ ὄχι τηρητής, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἁπλῶς καὶ μόνον ἐκοίταξε καλὰ εἰς τὸν καθρέπτην τὴν φυσιογνωμίαν του·
24 διότι αὐτὸς εἶδε μὲν καλὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθρέπτην καὶ ἔφυγε, ἀλλὰ ἀμέσως ἐξέχασε ποῖος ἦτο. (Καθρέπτης εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ γνωρίσωμεν τὰς ἐλλείψεις μας· ἐὰν δὲν τὰς προσέξωμεν καὶ δὲν ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὴν διόρθωσίν των, λησμονοῦμεν ἐντὸς ὀλίγου τὸν ἑαυτόν μας καὶ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ).
25 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔσκυψε μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ ἐμελέτησε προσεκτικὰ τὸν τέλειον νόμον τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος χαρίζει τὴν ἠθικὴν ἐλευθερίαν καὶ ἔμεινε μὲ σταθερότητα εἰς τὸν νόμον αὐτόν, αὐτὸς δὲν ἔγινε ἀκροατὴς ἁπλῶς, ποὺ λησμονεῖ, ἀλλὰ τηρητὴς τῶν ἔργων, ποὺ διατάσσει ὁ νόμος. Αὐτὸς θὰ εἶναι μακάριος καὶ τρισευτυχισμένος διὰ τὴν τήρησιν τοῦ θείου θελήματος.
26 Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ σᾶς νομίζῃ ὅτι εἶναι εὐσεβὴς καὶ πιστὸς εἰς τὰ καθήκοντα, ποὺ ἐπιβάλλει ἡ θρησκεία, δὲν χαλιναγωγῇ ὅμως τὴν γλῶσσαν του, ἀλλ' ἐξαπατᾷ τὴν καρδίαν του μὲ τὴν πλανεμένην αὐτὴν ἀντίληψίν του, μάθετε ὅτι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι ἀνωφελὴς καὶ ἄχρηστος ἡ θρησκεία.
27 Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι αὐτή, νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς μὲ ἀγάπην καὶ καλωσύνην τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας, διὰ νὰ τοὺς προσφέρῃ τὴν προστασίαν καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν θλῖψιν των, καὶ συγχρόνως νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ κυριαρχεῖ εἰς τὸν κόσμον.
1 Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφω τὴν ἐπιστολὴν ταύτην πρὸς ὅσους ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπίστευσαν καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι διεσπαρμένοι εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εὔχομαι εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.
2 Ὡς πρόξενον τελείας χαρᾶς θεωρήσατε, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα εἰς δοκιμασίαν καὶ θλίψεις διαφόρους.
3 Θὰ χαίρετε δὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς αὐτούς, ὅταν ἔχετε τὴν γνῶσιν, ὅτι τὸ νὰ δοκιμάζεται ἡ πίστις σας διὰ τῶν θλίψεων δημιουργεῖ ὡς ἀποτέλεσμα ἀσφαλὲς καὶ πλῆρες σταθερὰν ὑπομονὴν
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ αὐτὴ ἂς εἶναι ἀκλόνητος καὶ ἔτσι ἂς παράγῃ πλήρη τὸν καρπὸν τῆς τελειοποιήσεως σας, διὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ὥστε νὰ μὴ σᾶς λείπῃ τίποτε.
5 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἀπὸ σᾶς στερῆται σοφίαν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ διακρίνῃ διατὶ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸν ὑπομένῃ, ἂς ζητῇ τὴν σοφίαν ταύτην ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίδει διαρκῶς εἰς ὅλους μὲ γενναιοδωρίαν καὶ δὲν ἐξεφτελίζει τὸν ζητοῦντα. Ἂς ζητῇ λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεόν τὴν σοφίαν αὐτὴν καὶ ὠρισμένως θὰ τοῦ δοθῇ.
6 Νὰ ζητῇ δὲ μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ διστάζῃ εἰς τὸ παραμικρὸν περὶ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν εἰσακούσῃ. Προσέχετε νὰ μὴ εἰσχωρῇ εἰς τὰς ψυχάς σας τοιοῦτος δισταγμός. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διστάζει καὶ ἀμφιβάλλει, ὁμοιάζει πρὸς κῦμα θαλάσσης, τὸ ὁποῖον συνταράσσεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον καὶ καταντᾷ εἰς ἀστασίαν. Κατ’ οὐδένα δὲ λόγον ἐπιτρέπεται τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεόν καὶ τὰς προσευχάς μας νὰ παρακολουθῇ ἡ ἀστασία.
7 Διότι ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἀμφιβάλλει καὶ εἶναι ἀκατάστατος, ὅτι θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοῦ ἐζήτησε.
8 Ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι δίβουλος καὶ δίγνωμος καὶ δὲν μένει σταθερὸς εἰς μίαν ἀπόφασιν, εἶναι ἀκατάστατος καὶ ἀσταθὴς εἰς ὅσα ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ καὶ ἒν γένει εἰς ὅλην τὴν συμπεριφοράν του. Ἄστατος θὰ εἶναι καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύριον. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ εἰσακουσθῇ;
9 Ὡς πρὸς δὲ τὸν πειρασμὸν καὶ τὴν δοκιμασίαν, ποὺ δημιουργεῖ ἡ πτωχεία, σᾶς λέγω τὰ ἑξῆς: Ὁ ἀδελφὸς ὁ πτωχὸς καὶ ἄσημος κατὰ κόσμον ἂς καυχᾶται διὰ τὸ ἠθικὸν ὕψος, εἰς τὸ ὁποῖον μὲ τὸν πειρασμὸν τῆς πτωχείας καὶ τῶν στερήσεων τὸν ἀναβιβάζει ὁ Θεός.
10 Ὁ πλούσιος δὲ ἀδελφὸς ἂς καυχᾶται ὄχι διὰ τὰ πλούτη του, ἀλλὰ διὰ τὸ ταπεινὸν φρόνημα, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν σκέψιν, ὅτι ὁ πλοῦτος δὲν προσθέτει πραγματικὴν ἀξίαν εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ δὲν εἶναι κάτι μόνιμον καὶ αἰώνιον. Διότι ὡς ἄνθος τοῦ ἀγροῦ θὰ παρέλθῃ ὁ πλούσιος οὖτος.
11 Λέγω ὡς ἄνθος χόρτου θὰ παρέλθῃ. Διότι ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος μὲ τὸν καυστικὸν λίβαν καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος του κατέπεσε μαραμένον, καὶ ἡ εὐμορφάδα τοῦ σχήματος καὶ τοῦ χρώματός του ἐχάθη. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαρανθῇ καὶ θὰ ξεπέσῃ εἰς τὰ σχέδια καὶ τὰς ἐπιχειρήσεις του.
12 Πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βαστάζει μὲ ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν τὴν δοκιμασίαν τῶν θλίψεων. Καὶ εἶναι πανευτυχής, διότι ὅταν διὰ τῆς δοκιμασίας γίνῃ σταθερὸς καὶ δοκιμασμένος καὶ γυμνασμένος, θὰ λάβῃ τὸν λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
13 Ἐκτὸς ὅμως τῶν πειρασμῶν, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς μᾶς καταρτίζει, ὑπάρχουν καὶ πειρασμοὶ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη μας. Κανένας ἄνθρωπος, ποὺ πειράζεται πρὸς ἁμαρτίαν, ἂς μὴ λέγῃ, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ νὰ πειράζωμαι καὶ νὰ σπρώχνομαι εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τέτοιαν βλασφημίαν νὰ μὴ τὴν βάλῃ ποτὲ μὲ τὸν νοῦν του κανείς. Διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πειρασθῇ ποτὲ ἀπὸ κάτι κακὸν καὶ πονηρόν, καὶ συνεπῶς εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον αὐτὸς νὰ προκαλέσῃ πειρασμὸν ἁμαρτίας εἰς κανένα.
14 Ἕκαστος δὲ ἐρεθίζεται καὶ σπρώχνεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τὴν ἰδικήν του κακὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ τὸν παρασύρει καὶ μὲ τὸ δόλωμα τῆς ἡδονῆς τὸν τραβά.
15 Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία του αὐτή, ἀφοῦ ὡς ἄλλη πονηρὰ γυνὴ συλλάβῃ διὰ τῆς παρανόμου ἑνώσεως της μὲ τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συγκατατίθεται εἰς αὐτήν, γεννᾷ ἁμαρτωλὰς πράξεις, ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν καταστῇ πλήρης καὶ κυριεύσῃ τὴν ψυχήν, γεννᾷ τὸν θάνατον.
16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ἀπὸ τὸν Θεόν δύναται νὰ προέλθῃ κακόν τι. Ἀπὸ τὸν Θεόν μόνον τὸ ἀγαθὸν προέρχεται,
17 Κάθε τι ἀγαθόν, ποὺ δίδεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κάθε δῶρον τέλειον εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταβαίνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν οὐρανίων φωτεινῶν σωμάτων καὶ ἡ ὑψίστη καὶ μοναδικὴ πηγὴ κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἢ ἠθικοῦ. Πλησίον αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει ἀλλοίωσις καὶ μεταβολὴ σὰν αὐτάς, ποὺ γίνονται εἰς τὴν σελήνην, ἡ ἀπὸ τὴν διαδοχὴν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας. Ἀλλ’ οὔτε καὶ σκιὰ ὅμοια πρὸς ἐκείνην, ἡ ὁποία ρίπτεται ἀπὸ τὴν στροφὴν καὶ μετακίνησιν τῶν οὐρανίων ἀστέρων καὶ σωμάτων.
18 Ὁ Θεὸς εἶναι ὅλος φῶς καὶ ἐξ ἰδίας του ἀγαθῆς θελήσεως μᾶς ἐγέννησε πνευματικῶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι λόγος τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ εἴμεθα σὰν κάποιο μέρος ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του, ἐκλεκτὸν καὶ ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν
19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀνεγέννησε μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἂς εἶναι ὁ καθένας γρήγορος καὶ πρόθυμος, ὁσάκις τοῦ παρουσιάζεται εὐκαιρία εἰς τὸ νὰ ἀκούσῃ τὸν σωτηριώδη τοῦτον λόγον, βραδὺς δὲ καὶ ἀργὸς καὶ δύσκολος εἰς τὸ νὰ λαλήσῃ, ὥστε νὰ μὴ λέγῃ τίποτε βλάσφημον ἡ ἀνάρμοστον κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶναι δὲ καὶ βραδὺς εἰς τὸ νὰ ὀργίζεται, ὅταν οἱ ἄλλοι ἔχουν διάφορον γνώμην πρὸς αὐτὸν ἡ δεικνύωνται ἀπρόθυμοι εἰς τὴν διδασκαλίαν του καὶ τὰς συμβουλάς του.
20 Πρέπει δὲ ὁ καθένας μας νὰ ἔχει βραδὺς εἰς ὀργήν, διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου παρασύρει αὐτὸν εἰς παραφορὰς καὶ ἀδικήματα καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν κατορθώνει οὗτος τὴν ἀρετὴν τῆς δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν ἐπιβάλλει καὶ ζητεῖ ὁ Θεός.
21 Ἀφοῦ δὲ ἡ ὀργὴ δὲν κατεργάζεται δικαιοσύνην Θεοῦ, δι’ αὐτὸ καὶ σεῖς ρίψατε μακρὰν ἀπὸ τὰς ψυχάς σας ὡς ἄλλο ἀκάθαρτον ἔνδυμα κάθε ἠθικὴν ρυπαρότητα καὶ ἀκαθαρσίαν καὶ κάθε περιττὸν εἰς τὰς σκέψεις σας καὶ τοὺς λόγους σας καὶ τὰς πράξεις σας, τὸ ὁποῖον ὡς περιττὸν εἶναι κακία, καὶ δεχθῆτε μὲ πραότητα τὸν εὐαγγελικὸν λόγον, ποὺ ἐφυτεύθη μέσα σας διὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως καὶ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς σας.
22 Νὰ γίνεσθε δὲ ἐκτελεσταὶ καὶ τηρηταὶ τοῦ λόγου καὶ ὄχι μόνον ἀκροαταί, καὶ νὰ μὴ ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀρκετὸν καὶ μόνον τὸ νὰ ἀκούῃ κανεὶς τὸν λόγον.
23 Αὐτὸ εἶναι πλάνη. Διότι ἐὰν κανεὶς εἶναι μόνον ἀκροατὴς τοῦ λόγου καὶ ὄχι τηρητὴς αὐτοῦ, αὐτὸς ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ παρετήρησε καλὰ εἰς τὸν καθρέπτην τὸ πρόσωπόν του τὸ φυσικόν, τὸ ὁποῖον φέρει ἀπὸ τὴν γέννησίν του.
24 Διότι αὐτὸς παρετήρησε μὲν καλὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθρέπτην, καὶ ἀπεμακρύνθη, ἀμέσως δὲ ἐξέχασε ποῖος ἦτο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸν ἠθικὸν καθρέπτην τοῦ θείου λόγου ἔλαβε γνῶσιν τῶν ἐλλείψεων τῆς ψυχῆς του. Ἐὰν δὲν συμμορφωθῶ πρὸς τὴν γνῶσιν ταύτην καὶ δὲν γίνῃ ποιητὴς αὐτῶν, ποὺ ἔμαθεν ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν τοῦ λόγου, ξεχάνει μετ’ ὀλίγον τὰ πάντα.
25 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπρόσεξε καλὰ καὶ ἐνεβάθυνεν εἰς τὸν τέλειον νόμον τοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ παρέμεινεν εἰς τὸν νόμον αὐτὸν καταστήσας τοῦτον μόνιμον φρόνημά του καὶ ὁδηγόν του, αὐτὸς δὲν ἔγινεν ἀκροατὴς ἐπιλησμοσύνης, ποὺ ἐξέχασε γρήγορα ὅσα ἤκουσεν, ἀλλὰ ποιητής, ποὺ πράττει ἔργα καὶ δὲν λέγει μόνον λόγια. Αὐτὸς θὰ εἶναι μακάριος διὰ τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἐφαρμογὴν τοῦ νόμου.
26 Μερικοὶ λέγουν μὲ εὐκολίαν: Εἴμεθα πιστοὶ τηρηταὶ τῶν θρησκευτικῶν διατάξεων. Ἂς μάθουν οὗτοι, αὐτὸ ποὺ θὰ εἴπω: Ἐὰν κανεὶς μεταξύ σας νομίζῃ, ὅτι εἶναι θρῆσκος καὶ εὐσεβής, δὲν ἔχῃ ὅμως χαλινὸν καὶ μέτρον εἰς τὴν γλῶσσαν του, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ μὲ τὸ ψευδὲς αὐτὸ φρόνημά του τὴν συνείδησίν του, τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἡ θρησκεία εἶναι ἀνωφελὴς καὶ ἄχρηστος.
27 Ἓν ἀπὸ τὰ οὐσιωδέστερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρᾶς καὶ ἀμολύντου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, εἶναι τοῦτο· νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ τὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ τὰ προστατεύσῃ εἰς τὴν θλῖψιν των, συγχρόνως δὲ καὶ νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε μολυσμὸν ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦν μακρὰν τοῦ Θεοῦ.
Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
1 Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν.
1 Ἐγώ, ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς Χριστιανούς, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, τὰς διεσκορπισμένας εἰς ὅλον τὸν κόσμον, εὔχομαι νὰ χαίρουν.
2 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις,
2 Πηγὴν καὶ αἰτίαν διὰ τὴν πλέον πλήρη καὶ τελείαν χαρὰν νὰ θεωρῆτε, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα εἰς διαφόρους δοκιμασίας καὶ θλίψεις,
3 γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν·
3 γνωρίζοντες τοῦτο, ὅτι ἡ διὰ μέσου θλίψεων καὶ ταλαιπωριῶν δοκιμασία τῆς πίστεώς σας πρὸς τὸν Χριστὸν ἐπεξεργάζεται καὶ πραγματοποιεῖ ὡς πολύτιμον ἀγαθὸν μέσα σας τὴν ὑπομονήν.
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι
4 Ἡ δὲ ὑπομονὴ ἂς ἔχῃ καὶ αὐτή, ὡς καρπόν της, πνευματικὸν ἔργον τέλειον εἰς τὰς καρδίας σας, διὰ νὰ εἶσθε ἔτσι τέλειοι καὶ ὁλόκληροι καὶ νὰ μὴ ὑστερῆτε εἰς τίποτε.
5 Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ οὐκ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ·
5 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἀπὸ σᾶς στερῆται τὴν κατὰ Θεὸν σοφίαν, διὰ νὰ γνωρίζῃ πῶς νὰ φέρεται εἰς τοὺς διαφόρους πειρασμοὺς καὶ πῶς νὰ ἀποκτᾷ τὴν ὑπομονήν, ἂς ζητῇ τὴν σοφίαν αὐτὴν ἀπὸ τὸν πάνσοφον Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν δίδει εἰς ὅλους πλουσίως, χωρὶς νὰ περοφρονῇ καὶ ἐξευτελίζῃ κανένα. Καὶ θὰ τοῦ δοθῇ αὐτῇ ἡ σοφία.
6 αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ.
6 Νὰ τὴν ζητῇ ὅμως μὲ σταθερὰν καὶ ἀκλόνητον πίστιν, χωρὶς νὰ κυμαίνεται καὶ νὰ ἀμφιβάλλῃ, ἂν θὰ τοῦ τὴν δώσῃ ὁ Θεός, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει καὶ κλονίζεται, μοιάζει μὲ κῦμα θαλάσσης, ποὺ δέρνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ πηγαίνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ κατὰ τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου.
7 Μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τί παρὰ τοῦ Κυρίου.
7 Διότι ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὀλιγόπιστος καὶ ἀκατάστατος, ὅτι θὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν Κύριον κάτι ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητεῖ.
8 Ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ.
8 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι δίβουλος καὶ δίγνωμος, ἀκατάστατος καὶ εὐμετάβολος εἰς ὅλην τὴν πορείαν τῆς ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς του.
9 Καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ,
9 Ὁ ἀδελφὸς δέ, ποὺ δικιμάζεται ἀπὸ τὴν θλῖψιν τῆς πτωχείας καὶ εἶναι ἄσημος καὶ ἀφανὴς μέσα εἰς τὸν κόσμον, ἂς καυχᾶται διὰ τὸ ὕψος τῆς δόξης (εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀναβιβάσῃ διὰ τὴν ὑπομονήν του εἰς τὰς θλίψεις).
10 ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται.
10 Ὁ δὲ πλούσιος ἐξ ἄλλου, ἂς καυχᾶται διὰ τὴν ταπεινοφροσύνην του, (τὴν ὁποίαν γεννᾷ ἡ κατὰ Θεὸν συναίσθησις τῆς πνευματικῆς του πτωχείας καὶ τῆς προσωρινότητος τοῦ πλούτου), ἀφοῦ σὰν ταπεινὸ ἀγριολούλουδο καὶ αὐτὸς θὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν ἐπίγειον ζωήν.
11 Ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. Οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται.
11 Διότι ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος μὲ τὸ φλογερό του καῦμα καὶ ἐξήρανε τὸ ἀγριόχορτο, καὶ τὸ ἄνθος του ἔπεσε μαραμένο, καὶ ἡ ὡραιότης τῆς ἐμφανίσεως καὶ τῶν χρωμάτων του ἐχάθηκε. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος εἰς τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς του, θὰ μαρανθῇ καὶ θὰ σβήσῃ, παρ' ὅλα τὰ πλούτη καὶ τὴν δόξαν του.
12 Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
12 Μακάριος καὶ τρισευτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπομένει μὲ καρτερίαν καὶ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν τὴν δοκιμασίαν τῶν θλίψεων, διότι ἔτσι ἀναδεικνύεται ἐκλεκτὸς καὶ δοκιμασμένος ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ λάβῃ ὡς ἀμοιβήν του τὸν ἔνδοξον στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
13 Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.
13 Κανεὶς ὅμως ποτέ, ὅταν πειράζεται ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ πάθη καὶ τὰς ἀδυναμίας του καὶ δελεάζεται πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἂς μὴ λέγῃ, ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸν ὑφίσταμαι αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλὸν πειρασμόν. Αὐτὸ εἶναι φοβερὰ ὕβρις ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ πειρασθῇ ἀπὸ κάτι κακὸν καὶ πονηρόν, δι' αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς, ἄγευστος καὶ ἀπείραστος ἀπὸ κάθε κακὸν καθὼς εἶναι, δὲν στέλλει εἰς κανένα ποτὲ πειρασμόν, διὰ νὰ τὸν ἐξωθήσῃ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν.
14 Ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος·
14 Καθένας δὲ δελεάζεται καὶ παρακινεῖται πρὸς τὸ κακὸν ἀπὸ τὴν ἰδικήν του κακὴν ἐπιθυμίαν, παρασυρόμενος ἀπὸ τὸ δόλωμα τῆς ἁμαρτωλῆς ἡδονῆς.
15 εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποστελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον.
15 Ἔπειτα αὐτή του ἡ φαύλη ἐπιθυμία, ἀφοῦ σὰν πονηρὰ καὶ ἀκόλαστος γυνὴ συλλάβῃ τὸ κακόν, γεννᾷ τὴν ἁμαρτωλὴν πρᾶξιν· ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν πλέον προχωρήσῃ καὶ ὁλοκληρωθῇ καὶ ὑποδουλώσῃ τὴν ψυχήν, γεννᾷ τὸν θάνατον.
16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί·
16 Λοιπόν, μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, τίποτε τὸ κακὸν δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν.
17 πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαίνων ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ' ᾧ οὐκ ἑνὶ παραλλαγὴ ἢ τροπος ἀποσκίασμα.
17 Ἐξ ἀντιθέτου, κάθε ἀγαθὴ προσφορὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κάθε δῶρον τέλειον κατεβαίνει ἐκ τῶν ἄνω, ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὸν πανάγαθον Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πατέρας ὅλων τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν φώτων, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει καμμία ἀλλοίωσις, οὔτε ἡ παραμικροτέρα σκιὰ μεταβολῆς.
18 Βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων.
18 Ὁ πανάγαθος Θεός, ὑπὸ τῆς ἀπείρου αὐτοῦ ἀγαθότητος κινούμενος, ἠθέλησεν αὐτὸς καὶ μᾶς ἐγέννησεν πνευματικῶς μὲ τὴν εὐαγγελικὴν διδασκαλίαν τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ εἴμεθα ἡμεῖς σὰν τὰ πλέον εὐγενῆ καὶ ἐκλεκτὰ πρωτόλεια μεταξὺ ὅλων τῶν δημιουργημάτων.
19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν·
19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἂς εἶναι κάθε ἄνθρωπος γρήγορος καὶ πρόθυμος νὰ ἀκούῃ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀναγεννᾷ καὶ σώζει, καὶ ἂς εἶναι ἀκόμη ἀργὸς καὶ δυσκίνητος εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ (διὰ τὸν φόβον μήπως πῇ κάτι τὸ ἄστοχον, τὸ ἁμαρτωλὸν καὶ ὑβριστικόν). Ἂς εἶναι δὲ ἀκόμη ἀργὸς καὶ δυσκίνητος εἰς τὴν ὀργήν, ὁποιαιδήποτε ἀφορμαὶ καὶ ἂν τοῦ δίδωνται.
20 ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται.
20 Διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸν σκοτίζει, τὸν ἐξάπτει, τὸν παρασύρει εἰς ἀδικήματα καὶ δὲν ἐργάζεται μέσα εἰς αὐτὸν δικαιοσύνην Θεοῦ.
21 Διὸ ἀποθέμενοι πᾶσαν ρυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξεσθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν.
21 Δι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ σεῖς πετάξτε ἀπὸ τὰς ψυχάς σας κάθε ἠθικὴν ἀκαθαρσίαν, ὅ,τι ὑπολείπεται μέσα σας ἀπὸ τὰς διαφόρους κακίας, καὶ δεχθῆτε μὲ πρᾳότητα τὸν εὐαγγελικὸν λόγον, ποὺ ἐφυτεύθη μέσα σας διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ὁποῖος μόνος ἠμπορεῖ νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς σας.
22 Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς.
22 Νὰ γίνεσθε δὲ τηρηταῖ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μόνον ἀκροαταί, ἐξαπατῶντες τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἁπλῆν μόνον ἀκρόασιν τοῦ θείου θελήματος.
23 Ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ·
23 Διότι, ἐὰν κανεὶς εἶναι ἀκροατὴς μόνον τοῦ λόγου καὶ ὄχι τηρητής, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἁπλῶς καὶ μόνον ἐκοίταξε καλὰ εἰς τὸν καθρέπτην τὴν φυσιογνωμίαν του·
24 κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν.
24 διότι αὐτὸς εἶδε μὲν καλὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθρέπτην καὶ ἔφυγε, ἀλλὰ ἀμέσως ἐξέχασε ποῖος ἦτο. (Καθρέπτης εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ γνωρίσωμεν τὰς ἐλλείψεις μας· ἐὰν δὲν τὰς προσέξωμεν καὶ δὲν ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὴν διόρθωσίν των, λησμονοῦμεν ἐντὸς ὀλίγου τὸν ἑαυτόν μας καὶ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ).
25 Ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται.
25 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔσκυψε μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ ἐμελέτησε προσεκτικὰ τὸν τέλειον νόμον τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος χαρίζει τὴν ἠθικὴν ἐλευθερίαν καὶ ἔμεινε μὲ σταθερότητα εἰς τὸν νόμον αὐτόν, αὐτὸς δὲν ἔγινε ἀκροατὴς ἁπλῶς, ποὺ λησμονεῖ, ἀλλὰ τηρητὴς τῶν ἔργων, ποὺ διατάσσει ὁ νόμος. Αὐτὸς θὰ εἶναι μακάριος καὶ τρισευτυχισμένος διὰ τὴν τήρησιν τοῦ θείου θελήματος.
26 Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ' ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία.
26 Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ σᾶς νομίζῃ ὅτι εἶναι εὐσεβὴς καὶ πιστὸς εἰς τὰ καθήκοντα, ποὺ ἐπιβάλλει ἡ θρησκεία, δὲν χαλιναγωγῇ ὅμως τὴν γλῶσσαν του, ἀλλ' ἐξαπατᾷ τὴν καρδίαν του μὲ τὴν πλανεμένην αὐτὴν ἀντίληψίν του, μάθετε ὅτι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι ἀνωφελὴς καὶ ἄχρηστος ἡ θρησκεία.
27 Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου.
27 Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι αὐτή, νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς μὲ ἀγάπην καὶ καλωσύνην τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας, διὰ νὰ τοὺς προσφέρῃ τὴν προστασίαν καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν θλῖψιν των, καὶ συγχρόνως νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ κυριαρχεῖ εἰς τὸν κόσμον.