Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
Π. Τρεμπέλας
1
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
1
Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δημιουργίας, ἄναρχος καὶ προαιώνιος, ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Λόγος ἦτο πάντοτε ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ πλησιέστατα πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Λόγος ἦτο Θεὸς ἀπειροτέλειος, ὅπως ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
1
Κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἄπειρος καὶ ζωντανὸς Λόγος ἀπὸ ἀπειροτέλειον καὶ πάνσοφον Νοῦν. Καὶ ὁ Λόγος ὡς δεύτερον πρόσωπον τῆς Θεότητος ὑπῆρχεν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἦτο πάντοτε πλησιέστατα πρὸς αὐτόν. Καὶ ἦτο Θεὸς τέλειος ὁ Λόγος.
2
Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.
2
Αὐτὸς ὑπῆρχεν εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἠνωμένος πρὸς τὸν Θεόν.
2
Οὗτος ὑπῆρχε κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἠνωμένος πρὸς τὸν Θεόν.
3
Πάντα δι'αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν.
3
Ὅλα τὰ δημιουργήματα ἔγιναν δι' αὐτοῦ καὶ χωρὶς αὐτὸν δὲν ἔλαβε ὕπαρξιν κανένα, ἀπὸ ὅσα ἔχουν γίνει.
3
Ὅλα τὰ δημιουργήματα ἔγιναν διὰ τῆς συνεργασίας του μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἄνευ αὐτοῦ δὲν ἔγινεν οὔτε τὸ παραμικρὸν ἀπὸ ὅσα ἔχουν γίνει.
4
Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.
4
Εἰς αὐτὸν ὑπῆρχε ζωὴ καὶ ὡς ἄπειρος πηγὴ ζωῆς ἐδημιούργησε καὶ διατηρεῖ κάθε ζωήν. Διὰ δὲ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τὸ πνευματικὸν φῶς, ποὺ φωτίζει τὸν νοῦν των εἰς κατανόησιν καὶ ἀποδοχὴν τῆς ἀληθείας.
4
Εἶχε μέσα του ζωήν, καὶ αὐτὸς ὡς πηγὴ τῆς ζωῆς ἐδημιούργησε καὶ συντηρεῖ κάθε ζωήν. Διὰ τοὺς λογικοὺς δὲ ἀνθρώπους ἦτο ἐξ ἀρχῆς καὶ τὸ πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν φῶς, ποὺ φωτίζει τὸν νοῦν τους καὶ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀλήθειαν.
5
Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
5
Καὶ τὸ φῶς λάμπει μέσα εἰς τὸ σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι δὲν ἠμπόρεσε ποτὲ νὰ τὸ ἐπισκιάσῃ καὶ τὸ ἐξουδετερώσῃ.
5
Καὶ τὸ φῶς σκορπίζει τὴν λάμψιν του καὶ μεταξὺ τῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν πλάνην ἀνθρώπων, διὰ νὰ φωτίσῃ καὶ αὐτούς, ἀλλ’ οἱ σκοτισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸ ἀντελήφθησαν καὶ δὲν τὸ ἐνεκολπώθησαν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸ ἐξουδετερώσουν καὶ νὰ τὸ κατανικήσουν.
6
Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης·
6
Προάγγελος αὐτοῦ τοῦ φωτὸς κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἔγινεν ἔνας ἄνθρωπος, σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτο Ἰωάννης.
6
Διὰ νὰ γνωρίσουν δὲ οἱ ἄνθρωποι τὸ φῶς, ἐνεφανίσθη κάποιος ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτο Ἰωάννης.
7
οὗτος ἦλθε εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ.
7
Αὐτὸς ἦλθε μὲ κύριον σκοπὸν νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, δηλαδὴ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του νὰ προπαρασκευάσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ πιστεύσουν ὅλοι εἰς τὸ φῶς.
7
Αὐτὸς ἦλθε ἔχων ὡς κυρίαν ἀποστολήν του νὰ δώσῃ μαρτυρίαν· ἦλθε δηλαδὴ νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶναι τὸ φῶς, διὰ νὰ πιστεύσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διὰ τοῦ κηρύγματος αὐτοῦ (τοῦ Ἰωάννου).
8
Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός.
8
Δὲν ἦτο ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἦλθε νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὸ φῶς.
8
Δὲν ἦτο ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἦλθεν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ φῶς.
9
Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.
9
Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦτο πάντοτε τὸ ἀληθινὸν φῶς, τὸ ὁποῖον φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸν κόσμον.
9
Ὡς Λόγος καὶ ὡς δεύτερον πρόσωπον τῆς Θεότητος ἦτο πάντοτε ὁ Χριστὸς τὸ ἀπολύτως τέλειον φῶς, ἡ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ φωτὸς ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔρχεται εἰς τὸν κόσμον.
10
Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.
10
Ἦτο ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸν κόσμον, ὡς δημιουργὸς καὶ κυβερνήτης, καὶ ὁ κόσμος ὅλος, ὁρατὸς καὶ ἀόρατος, ἔλαβεν ὕπαρξιν δι' αὐτοῦ. Καὶ ὅμως ὅταν τὸ φῶς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ κόσμος δὲν τὸν ἀνεγνώρισε καὶ δὲν τὸν ἐδέχθη.
10
Ἦτο ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸν κόσμον καὶ ἐπρονόει καὶ ἐκυβέρνα τὸν κόσμον, ὅλα δὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖται ὁ ἐπίγειος καὶ οὐράνιος κόσμος, ἔγιναν δι’ αὐτοῦ. Καὶ ὅμως ὅταν τὸ φῶς ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος, ὁ διεφθαρμένος καὶ εἰς τὰ γήϊνα προσκολλημένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων δὲν τὸν ἀνεγνώρισεν ὡς δημιουργόν του.
11
Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.
11
Ἦλθε μεταξὺ τῶν ἰδικῶν του, δηλαδὴ τῶν Ἰουδαίων, τοὺς ὁποίους μὲ ἰδιαιτέραν στοργὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων εἶχε προστατεύσει, καὶ αὐτοὶ οἱ ἰδικοί του δὲν τὸν ἐδέχθησαν ὡς Σωτῆρα καὶ Θεόν των.
11
Καὶ ὄχι μόνον ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἰδικοί του, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἀπέρριψαν. Ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔζησεν ὡς ἄνθρωπος εἰς τὴν χώραν, ἡ ὁποία ὡς γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἦτο ξεχωρισμένη πρὸ πολλοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ἰδιαιτέρως ἰδική του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν τὸν παρεδέχθησαν, ἀλλὰ τὸν ἠρνήθησαν σὰν ξένον καὶ ἐχθρόν.
12
Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ
12
Ἄλλοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν. Εἰς ὅσους δὲ τὸν ἐδέχθησαν μὲ πίστιν ὡς Σωτῆρα καὶ Θεόν των ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ, εἰς αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομά του.
12
Ὅσοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν καὶ τὸν ἐνεκολπώθησαν ὡς σωτῆρα τους, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὸ δικαίωμα καὶ τὴν χάριν νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ. Ναί· Ἔδωκε τὸ προνόμιον αὐτὸ εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν πιστεύουν ὡς ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων.
13
οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν.
13
Αὐτοὶ δὲν ἐγεννήθησαν ἀπὸ ἀνθρώπινα αἵματα οὔτε ἀπὸ θέλημα σαρκὸς οὔτε ἀπὸ θέλημα ἀνδρός, ἀλλὰ ἐγεννήθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν.
13
Αὐτοὶ δὲν ἐγεννήθησαν ἀπὸ γυναικεῖα αἵματα, οὔτε ἀπὸ ἐπιθυμίαν σαρκικήν, οὔτε ἀπὸ ἐπιθυμίαν καὶ θέλημα ἀνδρός, ἀλλ’ ἐγεννήθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν.
14
Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.
14
Καὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ ὑπερφυσικὸν τρόπον καὶ κατεσκήνωσεν μὲ οἰκειότητα ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καὶ ἡμεῖς εἴδαμεν τὴν μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν ὄχι ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ θείαν καὶ ἀπέραντον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὡς φυσικήν του κατάστασιν ἀπὸ τὸν Πατέρα, σὰν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μονογενής, γεμᾶτος χάριν καὶ ἀλήθειαν.
14
Διὰ νὰ ἐντυπωθῇ δὲ περισσότερον εἰς τὸν καθένα τὸ μέσον τῆς ὑπερφυσικῆς αὐτῆς γεννήσεως καὶ υἱοθεσίας, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Λόγος ἔγινεν ἐν χρόνῳ ἄνθρωπος. Καὶ ἔχων ὡς σκηνὴν καὶ ὡς ναὸν ἅγιον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, παρέμεινε μὲ πολλὴν οἰκειότητα μεταξύ μας σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς. Καὶ ἐχορτάσαμεν μὲ τὰ μάτια μας τὴν ὑπέρλαμπρον καὶ θεοπρεπῆ δόξαν του, ποὺ ἐφανερώνετο μὲ τὰ θαύματά του καὶ τὴν διδασκαλίαν του καὶ τὴν ἄλλην λαμπρότητα τῆς ἀναμαρτήτου καὶ κατὰ πάντα ἁγίας ζωῆς του. Ἦτο δόξα τὴν ὁποίαν δὲν ἔλαβε κατὰ χάριν καὶ δωρεάν, ὅπως τὴν λαμβάνουν τὰ λογικὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ τὴν εἶχε φυσικὴν ἀπὸ τὸν Πατέρα, του Υἱὸς μονάκριβος ποὺ ἦτο, γεμᾶτος χάριν μὲ τὴν ὁποίαν τότε ἐθαυματούργει καὶ τώρα μᾶς ἀναγεννᾷ, καὶ γεμᾶτος ἀλήθειαν μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς διδάσκει.
15
Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
15
Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ δι' αὐτὸν καὶ κράζει μὲ μεγάλην φωνήν, λέγων· «αὐτὸς ἦτο ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ ἐρχόμενος ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπὸ ἐμέ, διότι ὡς Υἱὸς μονογενὴς τοῦ Πατρὸς ὑπῆρχε ἤδη, πρὶν ἐγὼ γεννηθῶ».
15
Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ δι’ αὐτὸν καὶ φωνάζει δημοσίᾳ καὶ χωρὶς κανένα δισταγμόν, μὲ παρρησίαν, καὶ λέγει· Αὐτὸς ἦτο περὶ τοῦ ὁποίου εἶπα, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, ὑπῆρξεν ἀσυγκρίτως λαμπρότερος, καὶ ἐνδοξότερος πολὺ πρωτύτερα ἀπὸ ἐμέ, βλεπόμενος καὶ κηρυττόμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς πατριάρχας καὶ προφήτας, διότι ὡς πρωτότοκος καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρὸ ἐμοῦ.
16
Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος·
16
Καὶ ἀπὸ τὸν ἄπειρον πνευματικὸν πλοῦτον αὐτοῦ ὅλοι ἡμεῖς ἐλάβαμεν καὶ χάριν ἐπάνω εἰς τὴν χάριν.
16
Καὶ ἀπὸ τὸν ἀνεξάντλητον πλοῦτον τῆς τελειότητος καὶ τῶν δωρεῶν του ἐλάβομεν ὅλοι ἡμεῖς. Καὶ ἐλάβομεν χάρη ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην χάριν· καὶ μετὰ τὴν χάριν τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐλάβομεν καὶ τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς καὶ ὁλονὲν προστίθεται νέα ὑπεράφθονος χάρις εἰς ἐκείνην, ποὺ προηγουμένως ἐλάβομεν.
17
ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
17
Διότι ἐνῶ ὁ νόμος ἐδόθη διὰ τοῦ Μωϋσέως, δούλου τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἦλθαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
17
Διότι ὁ νόμος, ποὺ τὸν παρέβαινον οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐγίνοντο ὡς ἐκ τούτου ἔνοχοι καὶ ἀνάξιοι νὰ λάβουν τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας, ἐδόθη δι’ ἀνθρώπου καὶ δούλου, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἐνῷ ἡ χάρις καὶ ἡ ἀντικαταστήσασα τὰς σκιὰς καὶ τὰ σύμβολα τοῦ νόμου τελεία ἀποκάλυψις τῆς ἀληθείας, ποὺ ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν ἀναγεννοῦν, ἦλθαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
18
Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.
18
Τὸν Θεὸν κανείς ποτὲ δὲν ἔχει ἴδει. Ὁ Υἱὸς ὁ μονογενής, ποὺ ὑπάρχει προαιωνίως πάντοτε εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐφανέρωσεν εἰς ἡμᾶς καὶ κατέστησε γνωστὸν τὸν Θεόν.
18
Φυσικὸν δὲ ἦτο ἀπὸ τὸν Χριστὸν νὰ λάβωμεν τὴν τελείαν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθείας. Διότι κανεὶς δὲν ἔχει ἴδει ποτὲ τὸν Θεόν. Ὁ Υἱός, ποὺ μόνον αὐτὸς ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν οὐσίαν τοῦ Πατρὸς καὶ εἶναι εἰς τὸν κόλπον του ἀχώριστος πάντοτε ἀπὸ αὐτόν, ἐκεῖνος μᾶς ἐξήγησε καὶ μᾶς ἐγνώρισε τὸν Θεόν.
19
Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ;
19
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅταν ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ ῾Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ Λευΐτας νὰ τὸν ἐρωτήσουν· «σὺ ποιὸς εἶσαι;»
19
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία, ποὺ ἔδωκεν ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ λευΐτας διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσουν· Σὺ ποῖος εἶσαι; Εἶσαι ὁ Μεσσίας; Ἢ εἶσαι κάποιος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θὰ ἔλθουν πρωτύτερα ἀπὸ αὐτόν;
20
Καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.
20
Καὶ ὡμολόγησε, καὶ δὲν ἠρνήθη. Καὶ ὡμολόγησεν ὅτι «δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός».
20
Καὶ ὡμολόγησε καὶ δὲν ἠρνήθη. Καὶ ὡμολόγησεν, ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός.
21
Καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; Καὶ λέγει· οὐκ εἶμι. Ὁ προφήτης εἶ σύ; Καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.
21
Καὶ τὸν ἠρώτησαν πάλιν· «λοιπὸν ποῖος εἶσαι; Μήπως εἶσαι ὁ Ἠλίας;» Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωάννης· «δὲν εἶμαι».«Εἶσαι σὺ ὁ προφήτης, ὁ ἕνας καὶ μοναδικός, τὸν ὁποῖον προανήγγειλε ὁ Μωϋσῆς;» καὶ ἀπήντησεν· «ὄχι».
21
Καὶ τὸν ἠρώτησαν· Τί εἶσαι λοιπὸν καὶ τί συνάγεται ἀπὸ τὴν ἄρνησίν σου αὐτήν; Εἶσαι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἐμφανισθῇ πρὸ τοῦ Μεσσίου; Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶπε· δὲν εἶμαι. Εἶσαι σὺ ὁ προφήτης, ποὺ προανήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς; Καὶ ἀπεκρίθη· Ὄχι, οὔτε ὁ προφήτης, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπεν ὁ Μωϋσῆς, εἶμαι.
22
Εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; Ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;
22
Εἶπαν ἐν τέλει εἰς αὐτόν· «ποῖος εἶσαι; Πές μας, διὰ νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν εἰς ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί λέγεις διὰ τὸν ἑαυτόν του;»
22
Κατόπιν λοιπὸν τῶν ἐπανειλημμένων αὐτῶν ἀρνήσεων τοῦ εἶπαν ἐκεῖνοι· Ποῖος εἶσαι; Εἰπέ μας διὰ νὰ δώσωμεν ἀπόκρισιν εἰς ἐκείνους, ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί λέγεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου;
23
Ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαῒας ὁ προφήτης.
23
Εἶπεν ὁ Ἰωάννης· «ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει δυνατὰ εἰς τὴν ἔρημον τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἡσαΐου· κάμετε εὐθὺν τὸν δρόμον τοῦ Κυρίου· προετοιμάσατε τὰς ψυχάς σας, διὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Χριστόν».
23
Εἶπεν ὁ Ἰωάννης· Ἐγὼ εἶμαι φωνὴ κάποιου, ποὺ φωνάζει δυνατὰ εἰς τὴν ἔρημον καὶ λέγει, καθὼς εἶπεν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης: Κάμετε ἴσιον τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ περάσῃ ὁ Κύριος· προετοιμάσατε δηλαδὴ τὰς ψυχάς σας διὰ νὰ δεχθῆτε τὸν Κύριον, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθῃ.
24
Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων·
24
Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν Φαρισαίων.
24
Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι, ποὺ ἔλαβαν τώρα τὸν λόγον, ἦσαν ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν Φαρισαίων, εἰς τοὺς ὁποίους τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου παρουσιάζετο ὡς καινοτομία.
25
καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
25
Καὶ μὲ τόνον ἐπιτιμητικὸν τὸν ἠρώτησαν καὶ τοῦ εἶπαν· «διατὶ λοιπὸν βαπτίζεις, ἀφοῦ σὺ δὲν εἶσαι ὁ Χριστὸς οὔτε ὁ Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;»
25
Καὶ ἠρώτησαν τὸν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπαν· διατὶ λοιπὸν βαπτίζεις, ἀφοῦ σὺ δὲν εἶσαι οὔτε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ Ἠλίας, οὔτε ὁ προφήτης; Μόνοι αὐτοὶ θὰ ἔχουν δικαίωμα καὶ ἐξουσίαν νὰ κάνουν αὐτό, ποὺ κάνεις σύ.
26
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
26
Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε· «ἐγὼ μὲν σᾶς βαπτίζω μὲ νερό· ἀνάμεσά σας δὲ στέκει καὶ θὰ ἐμφανισθῇ ἐντὸς ὀλίγου ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν γνωρίζετε.
26
Τοὺς ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπεν· Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ Μεσσίου. Καὶ ἐγὼ ὡς πρόδρομος τοῦ Μεσσίου βαπτίζω μὲ νερόν. Στέκει δὲ μεταξύ σας καὶ μετ’ ὀλίγον θὰ ἐμφανισθῇ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ξεύρετε.
27
Αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἶμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.
27
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, ὁ ὁποῖος ὅμως ὑπῆρξε πρὸ ἐμοῦ ὡς προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ὁποίου ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω οὔτε τὸ λωρὶ τοῦ ὑποδήματός του».
27
Αὐτὸς ἔρχεται καὶ θὰ φανῇ εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ὑπῆρξεν ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος πολὺ πρωτύτερα ἀπὸ ἐμέ, ὡς προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ βλεπόμενος καὶ προκηρυττόμενος ἀπὸ τοὺς πατριάρχας καὶ προφήτας. Αὐτοῦ δὲν εἶμαι ἐγὼ ἄξιος οὔτε ὡς ὁ τελευταῖος δοῦλος νὰ λύσω τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματός του.
28
Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων.
28
Αὐτὰ συνέβησαν εἰς τὴν Βηθανίαν, πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην ὅπου ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης.
28
Αὐτὰ ἔγιναν εἰς τὴν Βηθανίαν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, ὅπου ὁ Ἰωάννης ἐξηκολούθει νὰ βαπτίζῃ.
29
Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
29
Τὴν ἑπομένην ἡμέραν βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔρχεται εἰς αὐτὸν καὶ λέγει· «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαῒας, ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτής, ὁ ὁποῖος θὰ θυσιασθῇ διὰ νὰ πάρῃ ἐπάνω του καὶ ἐξαλείψη τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἐνοχήν τοῦ κόσμου.
29
Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν εἶδεν ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαΐας καὶ τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς διὰ θυσιασθῇ ὡς ἀρνίον καὶ σηκώσῃ μὲ τὴν σφαγὴν καὶ θυσίας του ὁλόκληρον τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἐνοχὴν τοῦ κόσμου ἐξαλείφων αὐτήν.
30
Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
30
Αὐτὸς εἶναι, διὰ τὸν ὁποῖον σᾶς εἶπα· ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος σὰν αἰώνιος Θεὸς ὑπάρχει πολὺ πρωτύτερα ἀπὸ ἐμέ, ἀσύγκριτα λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος.
30
Αὐτὸς εἶναι, διὰ τὸν ὁποῖον σᾶς εἶπα ἐγώ· Ὕστερον ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πολὺ πρωτύτερα ἀπὸ ἐμὲ ὑπῆρξεν ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος, διότι ὡς Θεὸς ὑπῆρχε πρὸ ἐμοῦ.
31
Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
31
Καὶ ἐγὼ δὲν τὸν ἐγνώριζα προηγουμένως, ἀλλὰ διὰ νὰ φανερωθῇ αὐτὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ τοῦτο ἦλθα ἐγὼ καὶ βαπτίζω εἰς τὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου».
31
Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν τὸν ἤξευρα, οὔτε ὑπωπτευόμην ποτέ, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ Μεσσίας. Ἀλλὰ διὰ νὰ γίνῃ γνωστὸς καὶ φανερὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, δι’ αὖτο ἦλθον ἐγὼ καὶ βαπτίζω εἰς τὰ νερὰ αὐτὰ τοῦ Ἰορδάνου.
32
Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ' αὐτόν.
32
Καὶ ἐβεβαίωσεν ὁ Ἰωάννης λέγων ὅτι «εἶδα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ ὡσὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμεινεν εἰς αὐτὸν μονίμως.
32
Καὶ ἔδωκε μαρτυρίαν ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπεν ὅτι: Ἔχω ἴδει Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ σὰν περιστέρι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτοῦ μονίμως καὶ διαρκῶς καὶ οὐχὶ ὅπως εἰς προφήτας, οἱ ὁποῖοι προσκαίρους μόνον ἐμπνεύσεις τοῦ Πνεύματος ἐλάμβανον.
33
Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' ὁ πέμψας μὲ βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπον· ἐφ' ὃν ἂν ἴδης τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
33
Καὶ ἐγώ, ὅπως καὶ σεῖς, δὲν τὸν ἐγνώριζα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· Εἰς ὅποιον ἴδῃς νὰ κατεβαίνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νὰ μένῃ εἰς αὐτόν, αὐτὸς εἶναι, ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιον.
33
Ὅπως σεῖς, ἔτσι καὶ ἐγὼ δὲν τὸν ἐγνώριζα, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας· ἀλλ’ ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ ἁπλοῦν νερόν, ἐκεῖνος μοῦ εἶπεν· εἰς ὅποιον ἴδῃς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ καὶ νὰ μένῃ μονίμως ἐπ’ αὐτοῦ, αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ αὐτὸς χορηγεῖ τὰς δωρεὰς καὶ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς λαμβάνοντας τὸ βάπτισμά του.
34
Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
34
Καὶ ἐγὼ πράγματι εἶδα, ὅπως μοῦ εἶπεν ὁ Θεός, καὶ ἔχω δώσει μαρτυρίαν καὶ ὁμολογίαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος».
34
Πράγματι δὲ ἐγὼ εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ καὶ νὰ μένει ἐπ’ αὐτόν. Καὶ ἔχω δώσει μαρτυρίαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
35
Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἰστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο,
35
Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν τόπον αὐτὸν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του.
35
Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του.
36
καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ.
36
Καὶ καθὼς μὲ ἀπέραντον σεβασμὸν ἐκοίταξε τὸν Ἰησοῦν, ποὺ περιπατοῦσε κάπου ἐκεῖ, λέγει· «ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ».
35
Κατὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔστεκε πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ συνηθισμένον μέρος, ποὺ ἐκήρυττε, καὶ μαζί του ἦσαν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του.
37
Καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ.
37
Καὶ οἱ δύο μαθηταί του ἤκουσαν τὰ λόγια του αὐτὰ καὶ ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν.
37
Καὶ οἱ δύο μαθηταὶ ἤκουσαν αὐτὸν νὰ λέγῃ ταῦτα καὶ ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν.
38
Στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς·
38
Ἐγύρισε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, λέγει εἰς αὐτούς.
38
Ἔστρεψε δὲ ὀπίσω ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν σιωπηλοὶ παρ’ ὅλον τὸν πόθον, ποὺ εἶχαν νὰ τοῦ ὁμιλήσουν, τοὺς εἶπε·
39
τί ζητεῖτε; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ραββί, ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις;
39
«Τί ζητεῖτε;» Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· «ραββί - ποὺ σημαίνει εἰς τὰ ἑλληνικὰ διδάσκαλε - ποῦ μένεις;»
39
Τί θέλετε καὶ τί ζητεῖτε ἀπὸ ἐμέ; Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· Ραββί, (τὸ ὁποῖον ὅταν μεταφρασθῇ σημαίνει διδάσκαλε), ποὺ μένεις, διὰ νὰ σὲ ἐπισκεφθῶμεν ἐκεῖ καὶ συνομιλήσωμεν;
40
Λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. Ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη.
40
Εἶπεν εἰς αὐτούς· «ἐλᾶτε καὶ ἰδέτε ποῦ μένω». Ἦλθαν, λοιπόν, καὶ εἶδαν ποῦ μένει καὶ ἔμειναν κοντά του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἡ ὥρα δὲ ἦτο τέσσαρες τὸ ἀπόγευμα.
40
Εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐλᾶτε τώρα καὶ ἴδετε, ποὺ μένω. Ἦλθον λοιπὸν καὶ εἶδον ποὺ μένει. Καὶ παρέμειναν πλησίον του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἡ ὥρα δέ, ποὺ συνήντησαν τὸν Ἰησοῦν οἱ δύο μαθηταί, ἦτο περίπου δέκα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ τέσσαρες τὸ ἀπόγευμα.
41
Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἰς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ.
41
Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ ἤκουσαν τὰ ὅσα ὁ Ἰωάννης εἶπε περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἠκολούθησαν αὐτόν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου.
41
Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς μαθητάς, ποὺ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὰ ὅσα εἶπε περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἠκολούθησαν αὐτόν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου.
42
Εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός·
42
Αὐτός, λοιπόν, πρῶτος εὑρίσκει τὸν ἀδελφόν του τὸν Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὄνομα πού ἑρμηνεύεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν Χριστός».
42
Προτοῦ δὲ καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς εὕρῃ τὸν ἀδελφόν του, εὑρίσκει ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, (ὄνομα ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Χριστός).
43
καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος.
43
Καὶ ὠδήγησεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τὸν ἐκοίταξε μὲ βλέμμα βαθὺ καὶ στοργικὸν εἶπε· «σὺ εἶσαι Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· σὺ θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς, ὄνομα ποὺ ἑρμηνεύεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν Πέτρος».
43
Καὶ μολονότι εἶχεν ἀρχίσει πλέον νὰ νυκτώνῃ, τὸν ἔφερε κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἐκοίταξε μὲ βλέμμα ἐρευνητικὸν καὶ εὐμενὲς καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· σὺ λόγῳ τοῦ ὅτι θὰ γίνῃς σὰν πέτρα στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς (τὸ ὁποῖον μεταφράζεται Πέτρος).
44
Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
44
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ Χριστὸς νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν διὰ τὴν Γαλιλαίαν. Εὑρίσκει τὸν Φίλιππον (μαθητὴν καὶ αὐτὸς τοῦ Βαπτιστοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πολλὰ εἶχε ἀκούσει περὶ τοῦ Μεσσίου) καὶ τοῦ λέγει· «ἔλα κοντά μου».
44
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀπεφάσισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει· Ἀκολούθησέ με εἰς τὸ ταξίδιον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ κάμω.
45
Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου.
45
Ὁ δὲ Φίλιππος κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ τοῦ Πέτρου.
45
Ἦτο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βησθαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ τοῦ Πέτρου.
46
Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
46
Εὑρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει· «αὐτὸν ποὺ ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν Νόμον καὶ προανήγγειλαν οἱ προφῆται εἰς τὰ προφητικά των βιβλία τὸν εὑρήκαμεν· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ».
46
Εὑρίσκει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον καὶ τὸν ὁποῖον προανήγγειλαν οἱ προφῆται, τὸν εὑρήκαμεν. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ.
47
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.
47
Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως εἶπεν εἰς αὐτόν· «ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ εἶναι δυνατὸν νὰ βγῇ κάτι καλόν;» Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· «ἔλα καὶ ἰδὲ μόνος σου, διὰ νὰ πεισθῇς».
47
Ἀλλ’ ὁ Ναθαναὴλ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, τὸ κακὸ καὶ ἄσημον αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλόν; Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Ἔλα καὶ ὅταν τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ πεισθῇς.
48
Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἐστί.
48
Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· «ἰδοὺ ἔνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία».
48
Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει δι’ αὐτόν· Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ’ ὁ ὁποῖος μὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθειαν.
49
Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
49
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· «ἀπὸ ποὺ μὲ γνωρίζεις;» Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· «προτοῦ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν ἤσουνα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, μακρυὰ ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινον μάτι, ἐγὼ σὲ εἶδα».
49
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ναθαναήλ· Ἀπὸ ποὺ μὲ γνωρίζεις; Καὶ πῶς εἶσαι πληροφορημένος περὶ τῆς εἰλικρινείας τῶν ἀποκρύφων σκέψεων καὶ ἐλατηρίων μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Προτοῦ νὰ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, ὅταν μακρὰν ἀπὸ κάθε μάτι ἀνθρώπου ἦσο κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν καὶ προσηύχεσο, ἐγὼ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν καὶ θεῖον μάτι μου σὲ εἶδα.
50
Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
50
Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ὁποῖον, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες, ἐπεριμέναμεν».
50
Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, πράγματι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἐπεριμέναμε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας.
51
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει.
51
Τοῦ ἀπήντησεν δὲ ὁ Ἰησοῦς· «Διότι σοῦ εἶπα ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς ἀκόμη μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά».
51
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκῆν, πιστεύεις; Θὰ ἴδῃς μεγαλύτερα καὶ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτά.
52
Καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸ οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
52
Καὶ ἐν συνεχείᾳ λέγει πρὸς αὐτόν, ὥστε νὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί· «σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ ἴδετε ἀνοικτὸν τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν' ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, νὰ συνοδεύουν καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου (ὁ ὁποῖος ὡς Θεὸς εἶναι κύριος καὶ τῶν ἀγγέλων)».
52
Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ἀπὸ τώρα, ποὺ ἤνοιξε κατὰ τὴν βάπτισίν μου ὁ οὐρανός, θὰ τὸν ἴδετε καὶ σεῖς ἀνοιγμένον καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοναδικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πρόκειται νὰ ἔλθῃ πάλιν κριτὴς ἔνδοξος καθήμενος ἐπὶ τῶν νεφελῶν. Θὰ ἀνεβαίνουν δὲ καὶ θὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι διὰ νὰ ὑπηρετοῦν αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν του.