Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
Π. Τρεμπέλας
1
Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἠγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς,
1
Ἐγὼ ὁ Ἰούδας, δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου, πρὸς τοὺς κεκλημένους εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιασθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα καὶ ἔχουν διαφυλαχθῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνον καὶ τὸν μολυσμὸν τῆς ἁμαρτίας πρὸς χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
1
Ἐγὼ ὁ Ἰούδας, ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου, γράφω τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, πρὸς τοὺς προσκαλεσμένους εἰς τὴν χριστιανικῶν πίστιν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιασθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα καὶ ἔχουν διαφυλαχθῆ ἀπὸ τόσους ἠθικοὺς κινδύνους διὰ νὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
2
ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη.
2
εὔχομαι νὰ αὐξάνῃ καὶ νὰ πλεονάζῃ εἰς σᾶς τὸ ἔλεος καὶ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη.
2
Εἴθε νὰ πλεονάσουν εἰς σᾶς τὸ ἔλεος καὶ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη.
3
Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει.
3
Ἀγαπητοί, μολονότι ᾐσθανόμην μεγάλον πόθον καὶ ἐνδιαφέρον νὰ σᾶς γράψω διὰ τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν εἰς ὅλους μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός, εὐρέθηκα καὶ εἰς τὴν ἀνάγκην ἀπὸ αὐτὰ ταῦτα τὰ πράγματα νὰ σᾶς γράψω, διὰ νὰ σας παρακαλέσω καὶ σᾶς προτρέψω νὰ ἀγωνίζεσθε μὲ δύναμιν καὶ ἐπιμονὴν ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ἅπαξ διὰ παντὸς ἔχει παραδοθῇ εἰς τοὺς Χριστιανούς.
3
Ἀγαπητοί, ἐνῶ εἶχον σφοδρὸν πόθον νὰ σᾶς γράψω περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ποὺ εἰς ὅλους μᾶς ἐχάρισεν ὁ Χριστός, ἠναγκάσθην ἀπὸ τὰς περιστάσεις νὰ σᾶς γράψω διὰ νὰ σᾶς προτρέψω νὰ ἀγωνίζεσθε μὲ δύναμιν ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία διὰ τοῦ προφορικοῦ κηρύγματος παρεδόθη μιὰ φορὰ γιὰ πάντα εἰς τοὺς Χριστιανούς.
4
Παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι.
4
Καὶ τοῦτο, διότι μὲ τρόπον δόλιον καὶ ἀπατηλὸν εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μερικοὶ ἄνθρωποι, διὰ τοὺς ὁποίους ἡ Γραφὴ πρὸ πολλοῦ χρόνου εἶχε προφυτεύσει καὶ ὁρίσει, ὅτι θα ἔπαιρναν ἐπάνω τους αὐτὴν τὴν φοβερὰ καταδίκην. Ἀσεβεῖς αὐτοί, νοθεύουν καὶ διαστρέφουν τὴν δωρεὰν καὶ τὴν ἀλήθειαν, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ζητοῦντες μὲ σοφιστικὰ καὶ πονηρὰ ἐπιχειρήματα νὰ δικαιολογήσουν τὴν φαυλότητα καὶ ἀνηθικότητα αὐτῶν καὶ ἀρνούμενοι τὸν ἕνα καὶ μόνον Δεσπότην καὶ Κύριον μας, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
4
Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγωνίζεσθε διὰ τὴν πίστιν αὐτήν, διότι ὕπουλα καὶ δόλια εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μερικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ χρόνου εἶχον προφητευθῆ καὶ καθορισθῆ εἰς τὰς Γραφάς, ὅτι θὰ ἀνεφαίνοντο καὶ θὰ κατεδικάζοντο εἰς τὴν κατάκρισιν καὶ τιμωρίαν αὐτήν, περὶ τῆς ὁποίας θὰ ὁμιλήσω κατωτέρω. Εἶναι ἀσεβεῖς, ποὺ διαστρέφουν καὶ παραχαράττουν τὴν χάριν τοῦ φωτισμοῦ τῆς ἀληθείας, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωκε δωρεὰν ὁ Θεός. Τὴν παραχαράττουν καὶ τὴν νοθεύουν ζητοῦντες ἐπιχειρήματα ἐξ αὐτῆς πρὸς δικαιολογίαν βίου ἀκολάστου καὶ ἀνηθίκου. Καὶ ἀρνοῦνται τὸν ἕνα καὶ μόνον Δεσπότην καὶ Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν.
5
Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότες ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ τῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντος ἀπώλεσεν,
5
Θέλω δὲ νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, μολονότι σεῖς τὸ ἔχετε μάθει καλὰ ἅπαξ διὰ παντός, ὅτι ὁ Κύριος ἀφοῦ πρῶτον διὰ πλήθους θαυμάτων ἔσωσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ἔπειτα ὅσους δὲν ἐπίστευσαν τοὺς κατεδίκασε νὰ ἀποθάνουν εἰς τὴν ἔρημον.
5
Θέλω δὲ νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, ἂν καὶ σεῖς ἐμάθετε τοῦτο μιὰ φορὰ για πάντα, ὅτι ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔσωσε διὰ θαυμάτων τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου, ἔπειτα ὅσους δὲν ἐπίστευσαν, κατεδίκασε νὰ ἀποθάνουν εἰς τὴν ἔρημον, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
6
ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν·
6
Καὶ τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι δὲν διεφύλαξαν τὴν ἀρχικὴν αὐτῶν ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα, τὸ ὑψηλὸν των ἀγγελικὸν ἀξίωμα, ἀλλ' ἐγκατέλειψαν τὴν οὐρανίαν αὐτῶν κατοικίαν καὶ ζωήν, τοὺς ἔχει φυλάξει δεμένους μὲ τὰ αἰώνια σκοτεινὰ δεσμὰ τῆς βαρείας ἐνοχῆς των, διὰ νὰ δικασθοῦν κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν τῆς κρίσεως.
6
Καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ δὲν ἐφύλαξαν τὸ ὑψηλόν τους ἀξίωμα, ἀλλ’ ἐγκατέλιπον τὴν ἐν οὐρανοῖς κατοικίαν των καὶ ζωήν, τοὺς ἔχει φυλάξει διὰ νὰ δικασθοῦν κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς παγκοσμίου Κρίσεως δεμένους ὑπὸ σκότος πνευματικὸν καὶ παντελῆ ἄγνοιαν τῆς θείας χάριτος καὶ ἀληθείας μὲ δεσμὰ αἰώνια, ποὺ δὲν θὰ συντριβοῦν ποτέ.
7
ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι.
7
Ὅπως ἐπίσης τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα καὶ αἱ ὁλόγυρά των πόλεις, αἱ ὁποῖαι κατὰ τρόπον ὅμοιον μὲ τοὺς ἀσεβεῖς, περὶ τῶν ὁποίων ἔγραψα πάρα πάνω, παρεδόθησαν, εἰς τὴν πορνείαν καὶ ἔτρεξαν πρὸς παρὰ φύσιν ἀσελγείας εἰς ἄλλα σώματα καὶ διεφθάρησαν καὶ ἐβεβηλώθησαν, εἶναι ἐνώπιόν μας παράδειγμα διεστραμμένων ἀνθρώπων, ποὺ ἐτιμωρήθησαν μὲ τὸ καταστρεπτικὸν πῦρ, ποὺ ἡ θεία ὀργὴ ἔστειλεν ἐξ οὐρανοῦ.
7
Ὅπως τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ αἱ τριγύρω των πόλεις, ποὺ κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτούς, περὶ τῶν ὁποίων ὡμίλησα ἀνωτέρω, παρέδωκαν ἑαυτὰς εἰς τὴν πορνείαν καὶ ἐπῆγαν ὀπίσω ἀπὸ ἄλλην σάρκα καὶ παρεσύρθησαν εἰς παρὰ φύσιν ἀσελγείας, εἶναι ἐνώπιόν μας παράδειγμα ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἐτιμωρήθησαν μὲ τὴν ποινὴν τῆς φωτιᾶς, ποὺ τοὺς ἔκαυσεν ἀμετακλήτως καὶ γιὰ πάντα.
8
Ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετούσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν.
8
Κατὰ ἕνα ὅμοιον τρόπον καὶ αὐτοὶ οἱ ἀσεβεῖς παραπλανώνται ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ ὄνειρα τῆς ἐξημμένης φαντασίας των, καὶ τὸ μὲν σῶμα μολύνουν μὲ τὰς αἰσχρὰς πράξεις, τὴν μεγαλειώδη δὲ ἐξουσίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπορρίπτουν, ὑβρίζουν δὲ καὶ χλευάζουν τοὺς ἐνδόξους ἀγγέλους.
8
Παρὰ τὰ φοβερὰ ὅμως παραδείγματα ταῦτα ὁμοίως καὶ αὐτοὶ οἰ σημερινοὶ ἀσεβεῖς παραπλανῶνται ἀπὸ τὰς φαντασίας καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπουν καὶ ὅταν δὲν κοιμῶνται, καὶ τὸ μὲν σῶμα τους μολύνουν μὲ τὰς αἰσχράς των πράξεις, τὴν ἐξουσίαν δὲ καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπορρίπτουν, περιυβρίζουν δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἔχουν τόσον μεγάλην δόξαν.
9
Ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ' εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος.
9
Ὁ δὲ Μιχαήλ, ὁ ἀρχάγγελος, ὅταν ἀντηγωνίζετο καὶ συνδιελέγετο μὲ τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἁρπάξῃ τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ Μωϋσέως, δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκφέρῃ ἐναντίον του καταδικαστικὴν κρίσιν μὲ ὑβριστικοὺς καὶ χλευαστικοὺς λόγους. Ἀλλ' εἶπεν εἰς τὸν διάβολον· «ὁ Κύριος νὰ σὲ τιμωρήσῃ διὰ τὴν δολίαν πρᾶξιν, ποὺ ἐπιχειρεῖς νὰ κάμῃς».
9
Ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς δείξω πόσον μὲ τὰς βλασφημίας των αὐτὰς ἁμαρτάνουν οὗτοι - ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅταν συνδιελέγετο μὲ τὸν διάβολον, ποὺ διεξεδίκει καὶ ἤθελε νὰ πάρῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ Μωϋσέως, δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκφέρῃ καταδικαστικὴν ἀπόφασιν συνοδευομένην μὲ ὑβριστικοὺς καὶ βλασφήμους λόγους κατ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ εἶπεν εἰς τὸν διάβολον· Ἀπὸ τὸν Θεόν νὰ τὸ εὕρῃς καὶ ὁ Κύριος νὰ σὲ ἐπιτιμήσῃ διὰ τὴν ἀδικίαν αὐτὴν ποὺ ἀποτολμᾷς.
10
Οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται.
10
Αὐτοὶ ὅμως ὅσα μὲν μεγάλα καὶ πνευματικὰ καὶ θεῖα δὲν γνωρίζουν, τὰ ὑβρίζουν καὶ τὰ χλευάζουν, ὅσα δὲ μὲ τὰς φυσικάς των αἰσθήσεις καὶ ἐπιθυμίας, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, γνωρίζουν, μέσα εἰς αὐτὰ διαφθείρονται καὶ καταστρέφονται.
10
Αὐτοὶ ὅμως, ὅσα μὲν δὲν γνωρίζουν, ἤτοι τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ θεῖα, τὰ περιϋβρίζουν καὶ τὰ βλασφημοῦν, ὅσα δὲ μὲ τὰς φυσικάς των αἰσθήσεις καὶ ὀρέξεις γνωρίζουν σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, τὰ μεταχειρίζονται καὶ τὰ ἔνεργοῦν διὰ νὰ διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν τοὺς ἑαυτούς των.
11
Οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο.
11
Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἐβάδισαν τὸν δρόμον τοῦ Κάϊν καὶ ἐγκληματοῦν μὲ τὸ παράδειγμά των καὶ τὰς ψευδολογίας των, ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν των. Ἀλλοίμονόν των διότι ἐχύθηκαν ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν πλάνην τοῦ Βαλαάμ, ἕνεκα ὑλικοῦ κέρδους, καὶ ἐχάθηκαν μέσα εἰς τὴν ἐπανάστασιν τοῦ Κόρε κατὰ τοῦ Θεοῦ.
11
Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἠκολούθησαν τὸν δρόμον τοῦ Κάϊν καὶ φονεύουν ἠθικῶς τοὺς ἀδελφούς των μὲ τὰς ψευδοδιδασκαλίας των. Ἀλλοίμονόν τους, διότι ἐρρίφθησαν ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν πλάνην τοῦ Βαλαὰμ ἕνεκα ὑλικοῦ κέρδους καὶ ἐχάθησαν εἰς τὸν ὄλεθρον τῆς Ἀντιλογίας καὶ ἀπειθείας τοῦ Κορέ.
12
Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα,
12
Αὐτοὶ εἶναι ἐστίαι μολύνσεως εἰς τὰ κοινὰ δεῖπνα σας, τὰ συνδεδεμένα μὲ τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας. Συντρώγουν μαζί σας, χωρὶς κανένα φόβον καὶ καμμίαν ἐντροπήν. Αὐτοὶ ποιμένουν κατὰ τὰς ὀρέξεις των τὸν ἑαυτόν των καὶ ζοῦν εἰς βάρος τῶν ἄλλων, χωρὶς νὰ προσφέρουν τίποτε, ἄστατοι καὶ χωρὶς περιεχόμενον, σὰν σύννεφα χωρὶς νερό, ποὺ σπρώχνονται καὶ στροβιλίζονται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους. Εἶναι δένδρα φθινωπορινά, ποὺ καὶ ἂν τύχῃ καὶ ἀνθίσουν, μένουν ὀπωσδήποτε ἄκαρπα, δύο φορὲς πεθαμένα καὶ ξηρά, (μίαν πρὶν πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ δευτέραν, ποὺ ἔχουν ἀπαρνηθῆ καὶ ξεκόψει ἀπ' τὸν Χριστόν)· δένδρα, ποὺ ἔχουν ξερριζωθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
12
Αὐτοὶ εἶναι μιάσματα εἰς τὰ κοινά σας δεῖπνα τὰ συνδεδεμένα μὲ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν. Συντρώγουν μαζί σας ἐκεῖ χωρὶς κανένα φόβον. Αὐτοὶ δὲν ποιμαίνουν τὸ χριστιανικὸν ποίμνιον, ἀλλὰ ποιμαίνουν τοὺς ἑαυτούς των καὶ παχύνονται εἰς βάρος τοῦ ποιμνίου. Εἶναι σύννεφα χωρὶς νερό, ποὺ σπρώχνονται μὲ βίαν ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς πλανημένης διδασκαλίας καὶ τῶν ἀσυγκράτητων παθῶν των. Εἶναι δένδρα τοῦ φθινοπώρου, ποὺ δὲν ἔχουν ἐπάνω τους οὔτε φύλλα· δένδρα ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραγάγουν καρπόν, τὰ ὁποῖα ἀπέθανον καὶ ἐξεράθησαν δύο φοράς, μίαν προτοῦ νὰ πιστεύσουν καὶ ἄλλην μίαν μετὰ τὴν ἐπιστροφήν τους εἰς τὸν Χριστόν· δένδρα ποὺ ἐξερριζώθησαν, διότι ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὸν Χριστόν.
13
κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται.
13
Εἶναι ἄγρια κύματα θαλάσσης ποὺ χύνουν πρὸς τὰ ἔξω σὰν ἀηδιαστικὸν ἀφρὸν τὰς αἰσχρὰς καὶ ἐπαισχύντους πράξεις των. Εἶναι ἀστέρια, ποὺ πλανῶνται ἔξω ἀπὸ τὴν τροχιάν των ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, διὰ νὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ταξιδεύοντας, νὰ βαδίζουν δὲ καὶ οἱ ἴδιοι πρὸς τὸν ὄλεθρον. Εἰς αὐτοὺς ἔχει ἐπιφυλαχθῆ αἰωνία ἡ τιμωρία, τὸ πυκνὸν καὶ ἀδιαπέραστον σκότος τοῦ Ἅδου.
13
Εἶναι κύματα ἄγρια θαλάσσης, τὰ ὁποῖα ὡς ἀφρὸν ἀηδῆ χύνουν ἔξω ἀπὸ τὰς ταρασσομένας ὑπὸ τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας καρδίας των τὰς αἰσχρὰς πράξεις των, ποὺ προκαλοῦν ἐντροπήν. Εἶναι ἀστέρες ποὺ ἐξέφυγαν ἀπὸ τὴν τροχιάν τους καὶ πλανῶνται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐξαπατῶντες τοὺς ταξιδιώτας ποὺ ζητοῦν νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπὸ αὐτούς. Εἰς αὐτοὺς ἔχει ἐπιφυλαχθῆ ὡς αἰωνία τιμωρία των τὸ πυκνὸν σκότος τοῦ Ἅδου.
14
Προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἐνὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ,
14
Ἔχει δὲ προφητεύσει δι' αὐτοὺς καὶ ὁ Ἐνώχ, ἕβδομος εἰς τοὺς γενεαλογικοὺς καταλόγους ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, λέγων· «ἰδοὺ ἦλθεν ὁ Κύριος μὲ τὰς μυριάδας τῶν ἁγίων αὐτοῦ ἀγγέλων καὶ δικαίων,
14
Ἐπροφήτευσε δὲ καὶ δι’ αὐτοὺς ὁ Ἐνώχ, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τοὺς γενεαλογικοὺς καταλόγους ἕβδομος ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπε· Ἰδοὺ θὰ ἔλθῃ ὠρισμένως ὁ Κύριος συνοδευόμενος ἀπὸ τὰς πολυπληθεῖς ἁγίας στρατιάς του,
15
ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ' αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς.
15
διὰ νὰ κάμῃ κρίσιν ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ ἐλέγξῃ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς μεταξὺ αὐτῶν, δι' ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀσεβείας των, μὲ τὰ ὁποῖα ὕβρισαν τὸν Θεόν, καὶ δι' ὅλα τὰ βλάσφημα καὶ διεστραμμένα λόγια, τὰ ὁποῖα ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς εἶπαν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ».
15
διὰ νὰ κάμῃ κρίσιν ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ διὰ νὰ ἐλέγξῃ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῶν δι’ ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀσεβείας των, τὰ ὁποῖα ἀσεβοῦντες πρὸς τὸν Θεόν διέπραξαν, καὶ δι’ ὅλους τοὺς βλασφήμους λόγους καὶ τὰς διδασκαλίας, ποὺ ἐλάλησαν κατ’ αὐτοῦ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀσέβειαν καὶ χωρὶς φόβον Θεοῦ ἁμαρτάνουν.
16
Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν.
16
Αὐτοὶ γογγύζουν πάντοτε καὶ μεμψιμοιροῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ζῶντες καὶ συμπεριφερόμενοι σύμφωνα μὲ τὰς ἁμαρτωλὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας των, τὸ στόμα των λαλεῖ ἀλαζονικὰ καὶ πομπώδη λόγια, προσποιούμενοι ὅτι θαυμάζουν πρόσωπα πλούσια καὶ ἰσχυρά, τὰ ὁποῖα καὶ κολακεύουν, διὰ νὰ ἐπιτύχουν μὲ τὰς κολακείας των ὑλικὰ κέρδη.
16
Αὐτοὶ γογγύζουν καὶ μεμψιμοιροῦν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς προνοίας του, συμπεριφερόμενοι σύμφωνα πρὸς τὰς πονηρὰς καὶ ἀχορτάστους ἐπιθυμίας των. Καὶ τὸ στόμα τους λαλεῖ λόγους ὑπερηφάνους καὶ ἀλαζονικούς, καὶ κολακεύουν μὲ ὑποκριτικὸν θαυμασμὸν πρόσωπα πλούσια καὶ ἰσχυρὰ διὰ τὰ ὑλικὰ ὀφέλη, ποὺ περιμένουν νὰ καρπωθοῦν ἀπὸ αὐτά.
17
Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ρημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
17
Σεῖς δέ, ἀγαπητοί, ἐνθυμηθῆτε τὰ λόγια τὰ ὁποῖα ἐκ τῶν προτέρων καὶ ὡς προφητικὰ ἔχουν λεχθῇ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
17
Σεῖς ὅμως, ἀγαπητοί, ἐνθυμηθῆτε τοὺς λόγους, ποὺ ἔχουν προρρηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
18
ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν.
18
Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι αὐτοὶ σᾶς ἔλεγαν, πὼς κατὰ τοὺς τελευταίους καιρούς, ποὺ θὰ προηγηθοῦν ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ, θα ὑπάρξουν ἄνθρωποι εἴρωνες καὶ χλευασταὶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός του, ποὺ θὰ ζοῦν καὶ θὰ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὰς φαύλας ἐπιθυμίας των, διὰ νὰ διαπράττουν ἔτσι ἀσεβείας.
18
Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι σᾶς ἔλεγον οἰ ἀπόστολοι, ὅτι κατὰ τὸν πρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας χρόνον θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ θὰ ἐμπαίζουν τὰ ἱερώτατα, οἱ ὁποῖοι θὰ πορεύωνται κατὰ τὰς αἰσχράς των ἐπιθυμίας, ποὺ θὰ τοὺς παρασύρουν εἰς ἀσεβείας.
19
Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες.
19
Αὐτοὶ εἶναι ποὺ δημιουργοῦν διαιρέσεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωποι ζωώδεις ποὺ κυριαρχονται ἀπὸ τὰ κατώτερα ἔνστικτα καὶ οἱ ὁποῖοι οὔτε Πνεῦμα Θεοῦ ἔχουν οὔτε καὶ τὸ ἰδικόν των πνεῦμα ἔχουν καλλιεργημένον καὶ προικισμένον μὲ τὴν θείαν χάριν.
19
Αὐτοὶ εἶναι οἰ δημιουργοῦντες τὰ σχίσματα καὶ τὰς διαιρέσεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἄνθρωποι φυσικοί, οἱ ὁποῖοι σύρονται ὑπὸ τῆς ζωώδους φύσεως καὶ δὲν ἔχουν ἀναγεγεννημένας ὑπό του Ἁγίου Πνεύματος τὰς ἀνωτέρας ψυχικάς των δυνάμεις.
20
Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ προσευχόμενοι,
20
Σεῖς ὅμως, ἀγαπητοί, οἰκοδομοῦντες τοὺς ἑαυτούς σας ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον τῆς ἁγιωτάτης πίστεώς σας, προσευχόμενοι μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
20
Σεῖς ὅμως, ἀγαπητοί, ἀντιθέτως πρὸς ἐκείνους οἰκοδομοῦντες τοὺς ἑαυτους σας ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον τῆς ἁγιωτάτης πίστεως σας διὰ μέσου τῆς προσευχῆς, ποὺ θὰ κάνετε ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
21
ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον.
21
φυλάξατε τοὺς ἑαυτούς σας μέσα εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, περιμένοντες μὲ ἐμπιστοσύνην καὶ ὑπομονὴν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ ἀξιωθῆτε ἔτσι νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.
21
φυλάξατε καὶ διατηρήσατε τοὺς ἑαυτούς σας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, περιμένοντες μετὰ πεποιθήσεως καὶ ἐμπιστοσύνης τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ ἐπιτύχωμεν δι’ αὐτοῦ τὴν αἰώνιον ζωήν.
22
Καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι,
22
Καὶ εἰς ἄλλους μὲν νὰ δείχνετε ἔλεος καὶ καλωσύνην, συνομιλοῦντες καὶ καθοδηγοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ,
22
Καὶ εἰς ἄλλους μὲν νὰ δεικνύετε ἔλεος καὶ συμπάθειαν συζητοῦντες μαζί των καὶ πείθοντες αὐτοὺς περὶ τῶν πλανῶν των.
23
οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα.
23
ἄλλους δὲ μὲ φόβον καὶ σύνεσιν μήπως καὶ σεῖς βλαβῆτε ἀπὸ τὸ κακὸν των παράδειγμα, ἀγωνισθῆτε νὰ τοὺς σώζετε, ἁρπάζοντες αὐτοὺς ἀπὸ τὴν φωτιὰν τῶν θανασίμων κινδύνων τῆς ἁμαρτίας καὶ μισοῦντες σὰν ρυπαρὸν χιτῶνα τὴν ζωήν, τὴν μολυσμένην ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας καὶ τὰ πάθη τῆς σαρκός.
23
Ἄλλους δὲ μὲ φόβον, μήπως βλαβῆτε ἐκ τῆς μετ’ αὐτὸν συναναστροφῆς, νὰ προσπαθῆτε νὰ τοὺς σώσετε, ἀποσπῶντες αὐτοὺς ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ ἔσχατου κινδύνου καὶ μισοῦντες σὰν ἄλλο βρωμερὸν ὑποκάμισον τὸν βίον τὸν μολυσμένον ἀπὸ τὰ πάθη τῆς σαρκός.
24
Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει,
24
Εἰς αὐτὸν δέ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νὰ σᾶς προφυλάξῃ καὶ διατηρήσῃ ἀπταίστους καὶ νὰ σᾶς παρουσιάσῃ ἐμπρὸς εἰς τὴν ἄπειρον δόξαν τοῦ ἀκηλιδώτους καὶ ἁγνούς, γεμάτους ἀγαλλίασιν,
24
Εἰς αὐτὸν δέ, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ σᾶς φυλάξῃ χωρὶς σκόνταμμα καὶ νὰ σᾶς κάμῃ νὰ σταθῆτε ἄμωμοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως ἐμπρὸς εἰς τὴν δόξαν του, γεμᾶτοι χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν αἰωνίαν σωτηρίαν σας,
25
μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
25
εἰς τὸν μόνον σοφὸν Θεόν, τὸν Σωτῆρα μας, ἂς εἶναι ἡ ἄπειρος δόξα καὶ μεγαλειότης, ἡ ἀπόλυτος κυριαρχία καὶ ἐξουσία καὶ τώρα καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἀμὴν
25
τὸν μόνον σοφὸν Θεόν, τὸν Σωτῆρα μας, ἂς εἶναι δόξα καὶ εὐλαβὴς ἀναγνώρισις τοῦ μεγαλείου τοῦ, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ τώρα καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.