Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
Π. Τρεμπέλας
1
Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Σωσθένης ὁ ἀδελφός,
1
Ἐγώ, ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἔχω προσκληθῆ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶμαι Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ Σωσθένης, ὁ ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ,
1
Ἐγώ ὁ Παῦλος, προσκαλεσμένος νὰ εἶμαι Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι τὸ ἠθέλησεν ὁ Θεός, καὶ Σωσθένης ὁ γνωστός σας ἐν Χριστῷ ἀδελφός,
2
τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ, ἠγιασμένοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κλητοῖς ἁγίοις, σὺν πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν παντὶ τόπῳ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν·
2
ἀπευθύνομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς τὴν Κόρινθον, πρὸς σᾶς ποὺ ἀνήκετε εἰς αὐτὴν καὶ ἔχετε ἁγιασθῇ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχετε κληθῇ νὰ γίνετε καὶ νὰ εἶσθε ἅγιοι μαζί μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι εἰς κάθε τόπον ἐπικαλοῦνται μὲ πίστιν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος καὶ Σωτὴρ καὶ ἐκείνων καὶ ἡμῶν,
2
γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Κόρινθον καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἁγιασθῆ διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ προσεκλήθητε ἀπὸ τὸν Θεόν διὰ νὰ εἶσθε ἅγιοι μαζὶ μὲ ὅλους, ὅσοι εἰς κάθε τόπον ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος καὶ αὐτῶν καὶ ἡμῶν.
3
χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3
καὶ εὐχόμεθα νὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας καὶ νὰ βασιλεύῃ εἰς τὰς ψυχάς σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
3
Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
4
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε περὶ ὑμῶν ἐπὶ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ τῇ δοθείσῃ ὑμῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
4
Εὐχαριστῶ πάντοτε τὸν Θεόν μου διὰ τὴν κατάστασιν τῆς χάριτος καὶ τὰ ἄλλα χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐδόθησαν χάρις εἰς τὴν πίστιν, τὴν ἐπικοινωνίαν καὶ τὴν ἑνότητα, ποὺ ἔχετε μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
4
Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε διὰ σᾶς διὰ τὴν χάριν τῆς σωτηρίας καὶ τὰ λοιπὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐδόθησαν ὡς καρπὸς τῆς κοινωνίας σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
5
ὅτι ἐν παντὶ ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πᾶσῃ γνώσει,
5
Διότι ἀπὸ τὴν ἐν πίστει ἐπικοινωνίαν σας αὐτὴν μὲ τὸν Κύριον ἐγίνατε πλούσιοι εἰς ὅλα, εἰς κάθε διδασκαλίαν τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καὶ εἰς κάθε γνῶσιν, τὴν ὁποίαν αὐτὴ διδάσκει καὶ ἐμπνέει,
5
Διότι ἐκ τῆς ἐπικοινωνίας καὶ ἑνώσεώς σας μὲ αὐτὸν ἐγίνατε πλούσιοι εἰς ὅλα· δηλαδὴ εἰς κάθε λόγον χριστιανικῆς ἀληθείας καὶ εἰς κάθε γνῶσιν πνευματικήν·
6
καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν,
6
σύμφωνα μὲ τὸ μέτρον μὲ τὸ ὁποῖον ἔγινε ἀπὸ σᾶς δεκτὴ ὡς βεβαία καὶ ἐστερεώθη εἰς σᾶς ἡ ἀληθὴς μαρτυρία καὶ τὸ κήρυγμα περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
6
Μὲ τὰ χαρίσματα δὲ αὐτά, ποὺ ἐλάβατε, ἐπεβεβαιώθη μεταξύ σας ὡς ἀληθὴς ἡ μαρτυρία, τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ κηρύγματός μας ἐδώκαμεν περὶ τοῦ Χριστοῦ.
7
ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι, ἀπεκδεχομένους τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
7
Τόσον δὲ πλούσια χαρίσματα ἐπήρατε, ὥστε νὰ μὴ ὑπολείπεσθε εἰς κανένα χάρισμα, περιμένοντες μὲ ἐγκαρτέρησιν καὶ ἐλπίδα τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ φανερωθῇ εἰς ὅλην του τὴν δόξαν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
7
Ἐπλουτίσθητε δὲ τόσον πολύ, ὥστε νὰ μὴ ὑπολείπεσθε εἰς κανένα χάρισμα κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ χρόνου, κατὰ τὸν ὁποῖον περιμένετε μὲ ἐγκαρτέρησιν καὶ ἐλπίδα τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς Κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ φανερωθῇ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
8
ὃς καὶ βεβαιώσει ὑμᾶς ἕως τέλους ἀνεγκλήτους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
8
Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ σᾶς στερεώσῃ καὶ θὰ σᾶς κατασφαλίσῃ μέχρι τέλους, ὥστε νὰ εἶσθε ἄμεπτοι καὶ ἀκατηγόρητοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
8
Αὐτὸς καὶ θὰ σᾶς στερεώσῃ μέχρι τέλους, ὥστε νὰ εἶσθε ἀκατηγόρητοι καὶ ἄμεμπτοι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
9
Πιστὸς ὁ Θεὸς δι' οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
9
Εἶναι ἄλλωστε κατὰ πάντα ἀξιόπιστος ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔχετε κληθῇ νὰ γίνετε μέτοχοι εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δόξαν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.
9
Περὶ αὐτοῦ δὲ νὰ εἶσθε βέβαιοι, διότι ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκαλέσθητε νὰ γίνετε συμμέτοχοι τῆς ἐνδόξου ζωῆς τοῦ Υἱοῦ του, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἶναι ἀξιόπιστος καὶ τηρεῖ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις του, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ὀφείλει ὁ καθένας μας νὰ βασίζεται ἀδιστάκτως εἰς αὐτόν.
10
Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ,
10
Σᾶς παρακαλῶ δέ, ἀδελφοί μου, εἰς τὸ ὄνομα καὶ ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶσθε ὅλοι ὁμόφωνοι καὶ νὰ λέγετε σὰν ἀπὸ μιὰ καρδιὰ, τὴν ἴδια ὁμολογία τῆς πίστεώς σας καὶ νὰ μὴ ὑπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶσθε συγκρατημένοι, κατηρτησμένοι καὶ ἐνωμένοι μεταξύ σας μὲ τὰ αὐτὰ φρονήματα καὶ μὲ τὴν αὐτὴν γνώμην.
10
Σᾶς παρακαλῶ δέ, ἀδελφοί, διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ λέγετε ὅλοι τὴν αὐτὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως καὶ νὰ μὴ ὑπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶσθε ἁρμονικὰ ἐνωμένοι μὲ τὰ αὐτὰ ὅλοι σας φρονήματα καὶ μὲ τὰς αὐτὰς γνώμας καὶ ἀποφάσεις.
11
ἐδηλώθη γὰρ ἐμοὶ περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι.
11
Διότι -σᾶς τὸ καθιστῶ αὐτὸ γνωστόν- μοῦ ἀνεφέρθη ἀπὸ τοὺς οἰκιακοὺς καὶ συγγενεῖς τῆς Χλόης γιὰ σᾶς, ἀδελφοί μου, ὅτι ὑπάρχουν μεταξύ σας ἀντιθέσεις καὶ φιλονεικίαι.
11
Σᾶς κάνω δὲ τὴν προτροπὴν αὐτήν, διότι ἐπληροφορήθην διὰ σᾶς, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τοὺς οἰκιακοὺς τῆς Χλόης, ὅτι ὑπάρχουν μεταξύ σας φιλονεικίαι.
12
Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ.
12
Ἐννοῶ δὲ τοῦτο, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς, θέλων νὰ παρουσιάσῃ ἀνώτερον τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τοὺς ἄλλους, λέγει· «ἐγὼ μὲν εἶμαι τοῦ Παύλου μαθητής». Ἄλλος λέγει· «ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», καὶ ἄλλος· «ἐγὼ εἶμαι μαθητὴς τοῦ Κηφᾶ», καὶ ἄλλος· «ἐγὼ εἶμαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ».
12
Μὲ αὐτὸ δὲ ποὺ λέγω, ἐννοῶ τοῦτο, ὅτι καθένας ἀπὸ σᾶς λέγει καυχώμενος· Ἐγὼ μὲν εἶμαι τοῦ Παύλου, ἐγὼ δέ, λέγει ὁ ἄλλος, εἶμαι θαυμαστὴς καὶ μαθητὴς τοῦ Ἀπολλώ· καὶ ὁ τρίτος λέγει· ἐγὼ ἀνήκω εἰς τὸν Κηφάν· καὶ ἄλλος πάλιν ἰσχυρίζεται· Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν ἔτσι κόμματα καὶ μερίδες διάφοροι.
13
Μεμέρισται δὲ ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; Ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;
13
Ἔχει, λοιπόν, διαιρεθῇ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του εἰς κόμματα καὶ εἰς μερίδας; Ἐρωτῶ εἰδικώτερα ἐσᾶς, ποὺ διαλαλεῖτε καὶ λέγετε ὅτι εἶσθε τοῦ Παύλου· μήπως ὁ Παῦλος ἐσταυρώθη πρὸς χάριν σας, διὰ νὰ λάβετε τὴν σωτηρίαν; Ἢ μήπως ἔχετε βαπτισθῆ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Παύλου;
13
Ἐκομματιάσθη λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἀπευθύνομαι εἰς ὅσους λέγουν· ἠμεῖς εἴμεθα τοῦ Παύλου καὶ τοὺς ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Παῦλος ἐσταυρώθη διὰ τὴν σωτηρίαν σας; Ἢ μήπως ἐβαπτίσθητε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Παύλου, ὥστε νὰ ἀνήκετε πλέον εἰς αὐτόν;
14
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον,
14
Ἄς εἶναι εὐλογημένον καὶ δοξασμένον τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφερεν ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ἀπὸ σᾶς νὰ μὴ βαπτίσω κανένα, εἰμὴ μόνον τὸν Κρίσπον καὶ τὸν Γάϊον.
14
Σὰν βλέπω τώρα, ποίαν κατάχρησιν κάνετε τοῦ ὀνόματός μου, εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι ἐπρονόησε νὰ μὴ βαπτίσω αὐτοπροσώπως κανένα ἀπὸ σᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κρίσπον καὶ τὸν Γάϊον.
15
ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα.
15
Καὶ ἔτσι δὲν ἠμπορεῖ νὰ πῇ κανείς, ὅτι ἐβάπτισα Χριστιανοὺς εἰς τὸ ἰδικόν μου ὄνομα.
15
Ὥστε τώρα δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἰδικόν μου ὄνομα ἐβάπτισα.
16
Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα.
16
Ἐβάπτισα ἀκόμη καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Στεφανᾶ· ἐκτὸς δὲ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνωρίζω, ἂν ἔχω βαπτίσει κανένα ἄλλον.
16
Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Στεφανᾶ. Ἐκτὸς αὐτῶν δὲν γνωρίζω, ἂν ἐβάπτισα κανένα ἄλλον.
17
Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν ἀλλ' εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
17
Ἄλλωστε ἐγὼ δὲν εἶχα ὡς κύριον ἔργον μου τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, διότι δὲν μὲ ἔστειλεν ὁ Χριστὸς ὡς Ἀπόστολόν του εἰς τὴν οἰκουμένην νὰ βαπτίζω, ἀλλὰ νὰ κηρύττω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ δὲ τὸ κήρυγμα δὲν τὸ κάνω μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὰ ρητορικὰ σχήματα τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, μὴ τυχὸν καὶ χάσῃ τὴν σωτήριον δύναμίν του καὶ τὴν ἄπειρον θείαν ἀξίαν του ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου.
17
Καὶ δὲν ἔκαμα κύριον ἔργον μου τὸ βάπτισμα, διότι ὁ Χριστὸς δὲν μοῦ ἀνέθεσε τὴν διακονίαν τοῦ Ἀποστόλου διὰ νὰ βαπτίζω, πρᾶγμα ποὺ ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ καὶ ἕνας ἁπλοῦς λειτουργός. Ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον. Καὶ νὰ τὸ κηρύττω ὄχι μὲ ἀνθρωπίνην τέχνην καὶ ἀπατηλὰ ἐπιχειρήματα, ὥστε νὰ παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία μου σοφὴ καὶ λαμπρά, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὴν θείαν του δύναμιν τὸ περὶ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ κήρυγμα.
18
Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι.
18
Διότι τὸ περὶ σταυροῦ θεῖον κήρυγμα εἰς ἐκείνους μέν, ποὺ ἀπιστοῦν καὶ ἐπιμένουν νὰ βαδίζουν τὸν δρόμον τῆς ἀπωλείας, φαίνεται καὶ θεωρεῖται μωρία· εἰς ἡμᾶς ὅμως, ποὺ τὸ ἐδέχθημεν καὶ εὑρισκόμεθα εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας, εἶναι, ὅπως καὶ ἡ προσωπική μας πεῖρα βεβαιώνει, δύναμις Θεοῦ.
18
Πράγματι δὲ εἰς τὴν θείαν δύναμιν του ὀφείλεται ἡ διάδοσίς του, διότι τὸ περὶ τοῦ σταυροῦ κήρυγμα εἰς ἐκείνους μέν, ποὺ βαδίζουν τὸν δρόμον τῆς ἀπωλείας, φαίνεται μωρία καὶ κουταμάρα. Εἰς ἡμᾶς ὅμως ποὺ εἴμεθα εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας, εἶναι δύναμις Θεοῦ, ποὺ σώζει.
19
Γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω.
19
Οἱ ἄπιστοι, σκοτισμένοι ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐννοήσουν τὸ ὕψος τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας, τὰ ἔχουν κυριολεκτικῶς χαμένα, διότι ἔχει γραφῆ δι' αὐτοὺς ἀπὸ τὸν προφήτην Ἡσαΐαν· «θὰ καταστρέψω καὶ θὰ ἐξαφανίσω, λέγει ὁ Θεός, τὴν σοφίαν αὐτῶν, ποὺ παρουσιάζονται ὡς σοφοὶ καὶ θὰ ἐκτοπίσω ὡς ἀνόητον τὴν φρόνησιν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται ὡς συνετοί».
19
Ναί· τοὺς φαίνεται μωρία καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ νοιώσουν τὴν δύναμιν τοῦ εὐαγγελίου, καίτοι παρουσιάζονται μὲ τὴν ἀξίωσιν, ὅτι εἶναι σοφοί. Διότι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν, ποὺ ὡμίλησεν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· θὰ ἐξαφανίσω τὴν σοφίαν αὐτῶν, ποὺ παρουσιάζονται ὡς σοφοί, καὶ θὰ παραμερίσω ὡς ἀνωφελῆ καὶ ἄχρηστον τὴν φρόνησιν ἐκείνων, ποὺ κομπάζουν μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι συνετοί.
20
Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;
20
Ποῦ εἶναι, λοιπόν, τώρα σοφός; Ποῦ εἶναι Ἑβραῖος γραμματεὺς ὁ ὁποῖος κατέχει καὶ διδάσκει τὸν Νόμον; Ποῦ εἶναι ἱκανὸς συζητητὴς καὶ ἀπολογητὴς τῆς πλάνης, ποὺ ἐπικρατεῖ κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτήν; Διὰ τῶν πραγμάτων δὲν ἀπέδειξεν ὁ Θεὸς μωρὰν καὶ ἀνωφελῆ τὴν σοφίαν, τὴν ὁποίαν ἐμπνέει καὶ καλλιεργεῖ ὁ κόσμος, ποὺ εὑρίσκεται μακρὰν ἀπὸ τὴν θείαν ἀλήθειαν;
20
Ποῦ ὑπάρχει τώρα σοφός; Ποῦ ὑπάρχει ἔμπειρος διδάσκαλος τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου; Ποῦ ἐπιδέξιος συζητητὴς τῆς ἀπίστου καὶ ἀθέου αὐτῆς ἐποχῆς; Δὲν ἀπέδειξεν ὁ Θεὸς μωρὰν τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν τὰ κοσμικὰ φρονήματα τῆς ἐποχῆς μας;
21
Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας.
21
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν κατώρθωσαν καὶ δὲν ἠθέλησαν διὰ μέσου τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ διαλαλεῖται μὲ ὅλην τὴν δημιουργίαν, νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου μὲ τὴν σοφίαν των τὸν Θεόν, ἀπεφάσισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ σώσῃ τοὺς καλοπροαιρέτους καὶ τοὺς προθύμους νὰ πιστεύσουν ἀνθρώπους μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον εἰς τοὺς σκοτισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἀνθρώπους φαίνεται μωρόν.
21
Καὶ ἡ ἀποδοκιμασία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἐν πάσῃ δικαιοσύνῃ. Διότι, ἀφοῦ διὰ μέσου τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καταφαίνεται εἰς τὰ δημιουργήματά του, δὲν ἐγνώρισαν οἰ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἔμφυτον λογικὴν καὶ τὴν ἄλλην σοφίαν τους τὸν Θεόν, ἀπεφάσισεν ἐν τῇ ἀγαθότητί του ὁ Θεὸς νὰ σώσῃ ὅλους, ὅσοι θὰ πιστεύσουν εἰς κάθε ἐποχήν, μὲ τὸ κήρυγμα, ποὺ φαίνεται μωρὸν καὶ ἀνόητον εἰς τοὺς σοφοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου.
22
Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,
22
Φαίνεται δὲ μωρόν, ἐπειδὴ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ κρίνει μὲ τὰ ἰδικά του κριτήρια. Οἱ Ἰουδαῖοι π.χ. ζητοῦν ὑπερφυσικὸν σημεῖον διὰ νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος καὶ πιστεύσουν εἰς αὐτό. Οἱ δὲ Ἕλληνες ζητοῦν φιλοσοφικοὺς συλλογισμοὺς καὶ ἀκλονήτους ἀποδείξεις.
22
Φαίνεται δὲ μωρὸν καὶ ἀνόητον, ἐπειδὴ καὶ οἰ Ἰουδαῖοι ἀπαιτοῦν ὑπερφυσικὸν σημεῖον διὰ νὰ πιστεύσουν. Καὶ οἰ Ἕλληνες ζητοῦν συλλογισμοὺς φιλοσοφικούς, ποὺ νὰ ἰκανοποιοῦν τὸ περίεργον πνεῦμα των.
23
ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοι μὲν σκάνδαλον,Ἕλλησι δὲ μωρίαν,
23
Ἡμεῖς ὅμως κηρύσσομεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον Χριστόν, ποὺ ἔχει σταυρωθῆ. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς καὶ σωτήρ, διὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἐπερίμεναν ἔνδοξον βασιλέαν τὸν Μεσσίαν των, εἶναι σκάνδαλον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον σκοντάπτουν· διὰ δὲ τοὺς Ἕλληνας εἶναι μωρία καὶ ἀδυναμία, ἀφοῦ δὲν κατώρθωσε νὰ ἀντιπαραταχθῇ καὶ νικήσῃ τοὺς ἐχθρούς του.
23
Ἡμεῖς ὅμως κηρύττομεν τὸν Χριστόν, ποὺ ἔχει σταυρωθῆ. Καὶ ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς διὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ περιμένουν τὸν Χριστὸν Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέα, εἶναι πρόσκομμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου σκοντάπτουν καὶ δὲν πιστεύουν. Διὰ δὲ τοὺς Ἕλληνας ὁ ἐσταυρωμένος Θεός, ποὺ δὲν ἐνίκησε τοὺς ἐχθρούς του, παρουσιάζεται ὡς ἰδέα μωρὰ καὶ ἀνόητος.
24
αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν·
24
Εἰς αὐτοὺς ὅμως, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς διὰ τὴν καλήν των διάθεσιν τοὺς ἔχει καλέσει εἰς σωτηρίαν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι εἴτε Ἕλληνες, ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι κηρύττομεν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεοῦ δύναμις εἰς σωτηρίαν καὶ Θεοῦ σοφία, ποὺ κάμνει τὸν πιστὸν ἀνώτερον ἀπὸ ὅλους τοὺς σοφούς.
24
Εἰς αὐτοὺς ὅμως, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς εὗρεν ἀξίους νὰ καλέσῃ εἰς τὴν σωτηρίαν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι, εἴτε Ἕλληνες, κηρύττομεν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεοῦ δύναμις, ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ ἁγιάζει, καὶ Θεοῦ σοφία, ποὺ φωτίζει κάθε πιστόν.
25
ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί.
25
Διότι ἐκεῖνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τὸ θεωροῦν μωρόν, εἶναι σοφώτερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ὅσην γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ ἂν ἔχουν οὗτοι. Καὶ τὸ ἀσθενὲς φαινομενικῶς κήρυγμα τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ἰσχυρότερον ἀπὸ τοὺς ἰσχυροτέρους κατὰ κόσμον ἀνθρώπους.
25
Διότι ἐκεῖνο, ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς καὶ τὸ θεωροῦν οἰ ἄπιστοι ἄνθρωποι μωρὸν καὶ ἀνόητον, εἶναι σοφώτερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν ἔχουν καὶ ὅσην σοφίαν καὶ ἂν ἐπιδεικνύουν οὗτοι. Καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ἀδυνάτου κατὰ τὸ φαινόμενον Ἐσταυρωμένου, ποὺ τὸ ἐνεργεῖ δι’ ἠμῶν ὁ Θεός, εἶναι ἰσχυρότερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσον δυνατοὶ κατὰ κόσμον καὶ ἂν εἶναι οὗτοι.
26
Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς,
26
Οἱ κατὰ κόσμον σοφοὶ κλείουν ἕνεκα τοῦ ἐγωϊσμοῦ τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιά των εἰς τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ· Ἄλλωστε κυττάξετε καὶ σεῖς, ἀδελφοί, ὅτι εἰς τὴν πρόσκλησιν, ποὺ σᾶς ἀπηύθυνεν ὁ Θεός, δὲν ὑπήκουσαν καὶ δὲν τὴν ἐδέχθησαν πολλοὶ σοφοὶ κατὰ κόσμον οὔτε πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν δύναμιν καὶ ἐξουσίαν οὔτε πολλοὶ μὲ εὐγενῆ καὶ ἀριστοκρατικὴν τὴν καταγωγήν,
26
Καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω εἶναι ἀληθές, παρατηρήσατε διὰ νὰ πεισθῆτε, ἀδελφοί, τοὺς ἑαυτούς σας, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐκάλεσε εἰς σωτηρίαν. Παρατηρήσατε, ὅτι δὲν εἶναι πολλοὶ ἀπὸ σᾶς σοφοὶ κατὰ κόσμον, δὲν εἶναι πολλοὶ μὲ δύναμιν καὶ ἐπιρροήν· δὲν εἶναι πολλοὶ ἀριστοκράται καὶ μὲ εὐγενῆ καταγωγήν.
27
ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά,
27
ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ Θεὸς ἐδιάλεξε, διὰ τὴν καλήν των διάθεσιν, τοὺς ἁπλοϊκοὺς αὐτούς, τοὺς ὁποίους ὁ κόσμος θεωρεῖ μωρούς, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ ἔτσι τοὺς σοφούς. Καὶ ἐδιάλεξε τοὺς ἀδυνάτους κατὰ κόσμον, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἰσχὺν καὶ ἐπιρροήν.
27
Ἀλλὰ τουναντίον ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς ἐκείνους, ποὺ ὁ κόσμος περιφρονεῖ ὡς μωροὺς καὶ ἀνοήτους, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ τοὺς σοφούς, ἀντὶ τῶν ὁποίων ἐπροτίμησεν ὡς ὄργανά του τὰ μωρά. Καὶ τοὺς κατὰ κόσμον ἀδυνάτους ἐξέλεξεν ὁ Θεός, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἰσχυρὰν κοσμικὴν ἐπιρροήν.
28
καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήση,
28
Καὶ ἐδιάλεξεν ἀκόμη ὁ Θεὸς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἄσημον κατὰ κόσμον τὴν καταγωγήν, καὶ τοὺς περιφρονημένους ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου· καὶ ἐκείνους ποὺ οἱ σοφοὶ καὶ ἰσχυροὶ τοὺς ἀντιπαρέρχονται μὲ περιφρόνησιν, σὰν νὰ μὴ ὑπάρχουν κἄν. Τοὺς ἐδιάλεξεν ὁ Θεός, διὰ νὰ καταλύσῃ καὶ νὰ ἀποδείξῃ χωρὶς καμμίαν ἀξίαν ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ὁ κόσμος θεωρεῖ μεγάλους καὶ ἰσχυρούς.
28
Καὶ ἐκείνους, ποὺ κατάγονται ἀπὸ ἄσημον κατὰ κόσμον γένος καὶ τοὺς περιφρονημένους ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς καὶ ἐκείνους, ποὺ δὲν τοὺς λογαριάζει κανεὶς διόλου σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχον, διὰ νὰ ἀποδείξῃ τιποτένιους ἐκείνους, ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ πρόσωπα ἰσχυρὰ καὶ ὑψηλά.
29
ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
29
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ καυχηθῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κανεὶς ἀπολύτως (οὔτε οἱ κατὰ κόσμον σοφοί, διότι ἡ σοφία των ἀποδεικνύεται μωρία οὔτε οἱ πιστοὶ εἰς τὸν Χριστόν, διότι ἡ σωτηρία των ὀφείλεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὄχι εἰς αὐτούς).
29
Ἔπραξε δὲ τοῦτο ὁ Θεὸς διὰ νὰ μὴ δικαιοῦται νὰ καυχηθῇ κανένας ἄνθρωπος ἐμπρὸς εἰς αὐτόν.
30
Ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἔστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις,
30
Ἀπὸ αὐτὸν δέ, τὸν Θεόν, καὶ χάρις εἰς αὐτόν, καὶ σεῖς εἶσθε ἐνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ σωσμένοι ἀπὸ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔγινε καὶ ἀπεδείχθη εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς ἄπειρος σοφία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, δικαίωσίς μας χάρις εἰς τὴν θυσίαν του, ἁγιασμὸς καὶ ἀναγέννησις τῶν καρδιῶν μας, ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔνδοξος σωτηρία μας.
30
Ἀπὸ αὐτὸν δὲ καὶ σεῖς εἶσθε ἐνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἔγινεν εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς σοφία ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὴν διδασκαλίαν του καὶ δικαίωσις μὲ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασίν του καὶ ἁγιασμὸς μὲ τὴν ἀνάληψίν του καὶ μὲ τὴν ἀποστολὴν τοῦ Πνεύματός του καὶ πλήρης ἀπελευθέρωσις μὲ τὴν ἔνδοξον ἐπάνοδον καὶ δευτέραν παρουσίαν του.
31
ἵνα, καθὼς γέγραπται, ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω.
31
Καὶ τοῦτο ἔγινε, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ εἰς ἡμᾶς ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην· «ὅποιος καυχᾶται διὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔχει, ἂς καυχᾶται δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ ἀποδίδων αὐτὰ εἰς Ἐκεῖνον καὶ ὄχι εἰς τὸν ἑαυτόν του».
31
Ἔτσι κάθε χάρις πνευματική, ποὺ ἔχομεν, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὀφείλομεν τὸ πᾶν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ: Ὅποιος καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ἀποδίδων τὴν δόξαν εἰς τὸν Κύριον καὶ ὄχι εἰς τὸν ἑαυτόν του.