Πρός Κορινθίους Β'

Κεφάλαιον A'

1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ σὺν τοῖς ἁγίοις τοῖς οὔσιν ἐν ὅλῃ τῇ Ἀχαΐᾳ.
2 Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως,
4 ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ·
5 ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν.
6 Εἴτε δὲ θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν, καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν· εἴτε παρακαλούμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας,
7 εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοί ἐστε τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως.
8 Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν·
9 ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ' ἑαυτοῖς, ἀλλ' ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς·
10 ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρρύσατο ἡμᾶς καὶ ρύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ρύσεται,
11 συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.
12 Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς.
13 Οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ' ἢ ἃ ἀναγινώσκετε ἢ καὶ ἐπιγινώσκετε, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ ἕως τέλους ἐπιγνώσεσθε,
14 καθὼς καὶ ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀπὸ μέρους, ὅτι καύχημα ὑμῶν ἐσμεν, καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
15 Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν πρότερον, ἵνα δευτέραν χάριν ἔχητε,
16 καὶ δι' ὑμῶν διελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, καὶ πάλιν ἀπὸ Μακεδονίας ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑφ' ὑμῶν προπεμφθῆναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
17 Τοῦτο οὖν βουλόμενος μή τι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; Ἢ ἃ βουλεύομαι, κατὰ σάρκα βουλεύομαι, ἵνα ᾖ παρ' ἐμοὶ τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὐ οὔ;
18 Πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὅτι ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ.
19 Ὁ γὰρ τοῦ Θεοῦ υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐν ὑμῖν δι' ἡμῶν κηρυχθείς, δι' ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου, οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ, ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν·
20 ὅσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τὸ ναὶ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ ἀμήν, τῷ Θεῷ πρὸς δόξαν δι' ἡμῶν.
21 Ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός,
22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν.
23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον.
24 Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, ποὺ εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι εἰς τὴν Κόρινθον καὶ πρὸς πάντας τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς ὅλην τὴν Ἀχαΐαν,
2 εἴθε νὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
3 Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ χορηγὸς τῆς ἐσπλαγχνίας, τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συγκαταβάσεως, καὶ ὁ Θεὸς κάθε παρηγορίας διὰ τοὺς θλιβομένους ἀνθρώπους.
4 Αὐτὸς εἶναι ποὺ μᾶς παρηγορεῖ καὶ μᾶς γαληνεύει εἰς κάθε μας θλῖψιν, ὥστε νὰ ἠμποροῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ παρηγοροῦμεν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς εὑρισκομένους εἰς κάθε θλῖψιν μὲ τὴν παρηγορίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι παρηγορούμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν.
5 Εὐχαριστοῦμεν τὸν Κύριον, διότι ὅπως πλεονάζουν καὶ ἀφθονοῦν εἰς ἡμᾶς αἱ θλίψεις καὶ τὰ παθήματα σὰν τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι πλεονάζει καὶ περισσεύει καὶ ἡ παρηγορία, τὴν ὁποίαν διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ παίρνομεν.
6 Ἀλλ' εἴτε δοκιμάζομεν θλίψεις, τὰς δοκιμάζομεν διὰ τὴν ἰδικήν σας παρηγορίαν καὶ διὰ τὴν ἰδικήν σας σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ εἰς σᾶς, καὶ ἡ ὁποία χάρις σᾶς δίδει τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένετε τὰ ἴδια παθήματα, τὰ ὁποῖα καὶ ἡμεῖς πάσχομεν· εἴτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν πρὸς ἰδικήν σας παρηγορίαν καὶ σωτηρίαν, διὰ νὰ ἐνθαρρύνεσθε ἀπὸ τὸ παράδειγμά μας καὶ νὰ στηρίζεσθε εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ὑπομονήν.
7 Καὶ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀδιάψευστος ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχομεν γιὰ σᾶς, ἐπειδὴ γνωρίζομεν καλὰ ὅτι ὅπως συμμετέχετε εἰς τὰς θλίψεις καὶ τὰς κακοπαθείας μας, ἔτσι θὰ συμμετέχετε καὶ εἰς τὴν παρηγορίαν μας.
8 Δὲν θέλομεν δὲ νὰ ἀγνοῆτε, ἀδελφοί, τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς εὑρῆκεν εἰς τὴν Ἀσίαν, διότι ἐταλαιπωρήθημεν πάρα πολὺ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν ἔπεσεν ἐπάνω μας, παραπάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν μας, ὥστε νὰ χάσωμεν κάθε ἐλπίδα καὶ δι' αὐτὴν ἀκόμη τὴν ζωὴν μας.
9 Ὅλα δὲ αὐτὰ ἔγιναν αἰτία, ὥστε ἡμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ πάρωμεν σὰν ἀπάντησιν ἀπὸ τὰ γεγονότα τὴν πληροφορίαν καὶ τὴν βεβαιότητα, ὅτι πρόκειται νὰ ἀποθάνωμεν. Ἐπέτρεψε δὲ ὁ Κύριος τοὺς φοβεροὺς αὐτοὺς καὶ θανασίμους κινδύνους διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν πεποίθησιν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλ' εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς.
10 Αὐτὸς μᾶς ἐγλύτωσεν ἀπὸ ἕνα τόσον μεγάλον καὶ βέβαιον κίνδυνον θανάτου καὶ μᾶς γλυτώνει. Εἰς αὐτὸν δὲ ἔχομεν ἀναθέσει τὰς ἐλπίδας μας, ὅτι καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ μᾶς γλυτώσῃ καὶ ἀπὸ ἄλλους κινδύνους,
11 ἀφοῦ καὶ σεῖς ὑποβοηθεῖτε καὶ συνεργεῖτε μὲ τὰς προσευχάς σας ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Θεόν, ὥστε τὸ δῶρον ποὺ θὰ μᾶς χαρίσῃ ὁ Θεός, ἡ περιφρούρησις δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τοὺς κινδύνους, νὰ ὁμολογηθῇ καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς δωρεά του ἀπὸ πολλὰ πρόσωπα, ἀπὸ ἡμᾶς δηλαδὴ καὶ ἀπὸ σᾶς. Καὶ ἔτσι νὰ ἀναπεμφθῇ μὲ πολλοὺς τρόπους θερμὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Κύριον δι' ἡμᾶς.
12 Αὐτὸ τὸ ὁποῖον μᾶς κάμνει νὰ καυχώμεθα εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς μας, ὅτι ἔχομεν συμπεριφερθῆ καὶ ἐργασθῆ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἰδιαιτέρως μεταξύ σας, μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνειαν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὄχι μὲ τὴν κοσμικήν, τὴν ψευδῆ καὶ πλανωμένην σοφίαν, ἀλλὰ μὲ τὴν σοφίαν καὶ τὴν σύνεσιν, ποὺ μᾶς δίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
13 Διότι δὲν σᾶς γράφομεν ἄλλα, διαφορετικὰ ἀπὸ ὅσα προφορικῶς σᾶς ἐδιδάξαμεν, ἀλλὰ τὰ ἴδια αὐτά ποὺ διαβάζετε, καὶ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνετε πολὺ καλά. Ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ μέχρις τέλους θὰ τὰ γνωρίσετε μὲ ἀκρίβειαν καὶ βαθύτητα.
14 Θὰ γνωρίσετε δὲ καὶ ἡμᾶς τοὺς ἰδίους καλά, ὅπως εἰς κάποιον βαθμὸν μᾶς ἔχετε γνωρίσει, ὅτι εἴμεθα καύχημά σας, διότι ἔχετε τέτοιους διδασκάλους. Ἀκριβῶς δὲ τὰ ἴδια καὶ ἡμεῖς αἰσθανώμεθα γιὰ σᾳς, ὅτι εἶσθε δηλαδὴ καύχημά μας, διότι ἐδεχθήκατε μὲ προθυμίαν καὶ πίστιν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν νέαν ζωήν. Καὶ τὸ δίκαιον αὐτὸ καύχημά μας θὰ φανῇ ἀκόμη λαμπρότερον κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
15 Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πεποίθησιν καὶ διάθεσιν ἤθελα νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς, πρὶν περιοδεύσω τὴν Μακεδονίαν, ὥστε νὰ ἔχετε διπλῆν χαρὰν καὶ πνευματικὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὰς δύο αὐτὰς ἐπισκέψεις μου.
16 Διὰ μέσου δὲ τῆς πόλεώς σας ἤθελα νὰ διαβῶ ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν νὰ ἔλθω εἰς σᾶς, διὰ νὰ μὲ κατευοδώσετε εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
17 Αὐτά, λοιπόν, ἐσχεδίαζα καὶ ἀπεφάσιζα, ἀλλ' αἱ περιστάσεις δὲν μὲ ἐβοήθησαν νὰ τὰ πραγματοποιήσω. Μήπως ἀπὸ αὐτὸ βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅπως μὲ κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί μου, ὅτι μὲ πολλὴν ἐλαφρότητα ἐσκέφθην ἢ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σκέπτομαι καὶ ἀποφασίζω, τὰ σκέπτομαι σὰν σαρκικὸς ἄνθρωπος καὶ θέλω κατὰ τρόπον ἐγωϊστικὸν αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω ναί, νὰ εἶναι ναὶ καὶ τὸ ὄχι νὰ εἶναι ὄχι; (Ἐγὼ ὅμως δὲν ἀποφασίζω σὰν κοσμικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος ποὺ ὑποβάλλει τὰς ἀποφάσεις του εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ τὰς ὁποίας ἀποφάσεις ἠμπορεῖ τὸ Πνεῦμα ἄλλας νὰ εὐοδώσῃ καὶ ἄλλας νὰ ματαιώσῃ).
18 Μὴ βγάλετε ὅμως τὸ συμπέρασμα, ὅτι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ σᾶς ἔχω διδάξει εἶναι ἀβέβαιον. Κάθε ἄλλο· εἶναι κατὰ πάντα ἀξιόπιστος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπιμαρτυρεῖ, ὅτι τὸ κήρυγμά μας πρὸς σᾶς δὲν εἶναι ἀμβίβολον, δὲν εἶναι καὶ ναὶ καὶ ὄχι.
19 Διότι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον ἡμεῖς, δηλαδὴ ἐγώ, ὁ Σιλουανὸς καὶ ὁ Τιμόθεος, σᾶς ἔχομεν κηρύξει, δὲν ἔγινε καὶ ναὶ καὶ ὄχι, δὲν ἀπεδείχθη δηλαδὴ κάτι τὸ ἄστατον καὶ ἀβέβαιον, ἀλλ' ὅπως καὶ ἡ προσωπική σας πεῖρα μαρτυρεῖ, ἐπεκυρώθησαν καὶ ἀπεδείχθησαν ἀληθινὰ καὶ ἀμετακίνητα ὅλα ὅσα ἀναφέρονται εἰς τὸν Χριστόν.
20 Διότι ὅλαι αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ περὶ τῆς σωτηρίας μας ἐπραγματοποιήθησαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπεδείχθησαν δι' αὐτοῦ ναὶ καὶ ἀμήν, (ἀληθιναὶ καὶ βέβαιαι) διὰ νὰ δοξάζεται ἔτσι δι' ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων ὁ Θεός.
21 Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος δίδει τὴν ἀκλόνητον καὶ βεβαίαν πεποίθησιν εἰς ἡμᾶς μαζί μὲ σᾶς, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ὁ Θεός.
22 Αὐτὸς καὶ ἔβαλε τὴν σφραγῖδα του ἐπάνω μας, διὰ νὰ δείξῃ, ὅτι εἴμεθα ἰδικοὶ του καὶ ἔδωσε τὸ Πνεῦμα του τὸ Ἅγιον εἰς τὰς καρδίας μας ὡς προκαταβολὴν καὶ ἐγγύησιν δι' ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει ὑποσχεθῆ.
23 Πρέπει δὲ νὰ σᾶς πῶ τοῦτο· ὅτι ἐγώ, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι, δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, διὰ νὰ μὴ σᾶς στενοχωρήσω μὲ τὰς παρατηρήσεις μου καὶ εἰς αὐτὸ ἐπικαλοῦμαι μάρτυρα τὸν Θεόν, ποὺ βλέπει τὴν ψυχήν μου.
24 Δὲν σᾶς τὰ λέγομεν αὐτά, διότι ἔχομεν ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς σᾶς καὶ εἰς τὴν πίστιν σας, ἀλλὰ διότι εἴμεθα συνεργάται εἰς τὴν ἰδικήν σας χαράν. Ἄλλωστε σεῖς στέκεσθε στερεοὶ εἰς τὴν πίστιν.
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι τὸ ἠθέλησεν ὁ Θεός, χωρὶς νὰ πάρω μόνος μου τὸ ἀξίωμα τοῦτο, καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ γνωστός σας ἀδελφός, πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν Κόρινθον, καθὼς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι εἰς ὅλην τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἀχαΐας.
2 Εἴθε ἡ χάρις καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς εἰρήνη νὰ σᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
3 Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν θείαν του φύσιν, ἀλλὰ καὶ Θεός του κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Ἂς εἶναι δοξασμένος, διότι αὐτὸς εἶναι Πατὴρ καὶ πηγὴ ἐλέους, συμπαθείας καὶ εὐσπλαγχνίας, καὶ Θεός, ποὺ χορηγεῖ κάθε παρηγορίαν.
4 Αὐτὸς μᾶς παρηγορεῖ εἰς κάθε θλῖψιν μας, διὰ νὰ ἠμποροῦμεν καὶ ἡμεῖς μὲ τὴν παρηγορίαν, μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεός, νὰ παρηγορῶμεν τοὺς ἄλλους εἰς ὁποιανδήποτε θλῖψιν καὶ ἂν εὑρίσκωνται.
5 Τὸν δοξάζομεν λοιπὸν καὶ τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι, καθὼς πάρα πολλὰ εἶναι τὰ παθήματα καὶ αἱ θλίψεις, ποὺ πάσχομεν σὰν τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς δόξαν αὐτοῦ, οὕτω πολλὴ καὶ ὑπὲρ ἄφθονος εἶναι καὶ ἡ παρηγορία, τὴν ὁποίαν διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ λαμβάνομεν.
6 Καὶ εἴτε θλιβόμεθα, θλιβόμεθα καὶ κακοπαθοῦμεν διὰ νὰ σᾶς κηρύξωμεν τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσωμεν εἰς τὴν πίστιν, ὥστε νὰ ἐπιτύχετε τὴν παρηγορίαν καὶ σωτηρίαν σας. Τὴν παρηγορίαν δὲ καὶ σωτηρίαν σας ἐνεργεῖ ἡ θεία χάρις, ἡ ὁποία σᾶς ἐνισχύει νὰ ὑπομένετε τὰ ἴδια παθήματα καὶ τὰς ἰδίας θλίψεις, τὰς ὁποίας καὶ ἡμεῖς πάσχομεν. Εἴτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν διὰ τὴν παρηγορίαν καὶ σωτηρίαν σας, διότι ὅταν μᾶς βλέπετε παρηγορημένους, ἐνθαρρύνεσθε καὶ παρηγορεῖσθε καὶ στηρίζεσθε εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ ὑπομονήν, αἱ ὁποῖαι θὰ σᾶς ἑξασφαλίσουν τὴν σωτηρίαν.
7 Καὶ εἶναι βεβαία ἡ ἐλπίς, ποὺ ἔχομεν διὰ σᾶς, ὅτι τὰ δεινὰ καὶ αἱ θλίψεις δὲν θὰ κλονίσουν τὴν πίστιν σας. Διότι γνωρίζομεν ὅτι, ὅπως συμμετέχετε εἰς τὰ παθήματα καὶ τὰς κακοπαθείας μας, ἔτσι θὰ γίνετε συμμέτοχοι καὶ εἰς τὴν παρηγορίαν μας. Καὶ θὰ ἐνισχυθῆτε ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅπως καὶ ἡμεῖς, διὰ νὰ ὑποφέρετε μὲ γενναιότητα καὶ μὲ παρηγορημένην καρδίαν τὰς δοκιμασίας καὶ κακοπαθείας.
8 Σᾶς ὁμιλῶ δὲ περὶ παθημάτων καὶ παρηγορίας μας, διότι δὲν θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοιαν, ἀδελφοί, διὰ τὴν θλῖψιν, ποὺ μᾶς εὗρεν εἰς τὴν Ἀσίαν. Διότι ἔπεσεν ἐπάνω μας μεγάλο βάρος ὑπερβολικῶν δοκιμασιῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ ἦσαν πάρα πάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν μας τόσον πολύ, ὥστε νὰ ἀπελπισθῶμεν καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ζωήν μας.
9 Καὶ ἦσαν τέτοια τὰ γεγονότα, ὥστε ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς κινδύνους ποὺ διετρέχαμεν, ἐγίνετο φανερὸν καὶ μᾶς ἐδίδετο ἡ ἀπόκρισις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν καὶ ἡμεῖς οἰ ἴδιοι εἴχομεν πεισθῆ, ὅτι ὁ θάνατος μας ἦτο πλέον βέβαιος. Καὶ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς οἱ πρωτοφανεῖς αὐτοὶ κίνδυνοι νὰ μᾶς προκαλοῦν τὴν βεβαιότητα αὐτήν, διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν πεποίθησιν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς.
10 Αὐτὸς ἀπὸ ἕνα τόσον μεγάλον κίνδυνον, ποὺ μᾶς ἀπειλοῦσε μὲ βέβαιον θάνατον, μᾶς ἐγλύτωσε καὶ ἑξακολουθεῖ νὰ μᾶς γλυτώνῃ. Εἰς αὐτὸν δὲ ἔχομεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας μας, ὅτι ἀκόμη καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ μᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ κάθε κίνδυνον.
11 Ναί· θὰ μᾶς γλυτώσῃ, ἀφοῦ καὶ σεῖς θὰ συνεργῆτε μὲ τὰς προσευχὰς καὶ δεήσεις σας ὑπὲρ ἡμῶν, ὥστε ἡ ζωή, ποὺ θὰ μᾶς χαρίζῃ ὁ Θεός, νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς δωρεά του ἀπὸ πολλὰ πρόσωπα, καὶ ἀπὸ ἡμᾶς δηλαδὴ καὶ ἀπὸ σᾶς. Καὶ ἔτσι μὲ πολλὰς εὐχαριστίας νὰ ἐκφρασθῇ πρὸς τὸν Θεόν ἡ διὰ τὴν σωτηρίαν μας εὐγνωμοσύνη ὅλων.
12 Ἔχομεν δὲ κάποιο δικαίωμα νὰ ζητῶμεν τὰς προσευχὰς ὅλων σας. Διότι ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον καυχώμεθα, εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως μας, ὅτι συμπεριεφέρθημεν μέσα εἰς τὸν κόσμον καὶ πρὸ παντὸς ἀπέναντί σας μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν, ὅπως ζητεῖ ὁ Θεός. Ὄχι μὲ σοφιστείαν καὶ μὲ χρησιμοποίησιν ἀπατηλῶν συλλογισμῶν, ποὺ μεταχειρίζονται οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ μᾶς χαρίζει ὡς δωρεάν του ὁ Θεός.
13 Διότι δὲν σᾶς γράφομεν ἄλλα, διφορούμενα ἢ διάφορα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σᾶς ἐκηρύξαμεν, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ διαβάζετε καὶ ἀντιλαμβάνεσθε ἀπὸ τὴν ἔννοιαν καὶ σημασίαν τῶν λέξεων ποὺ σᾶς γράφομεν, ἡ ὁποία εἶναι καθαρὰ καὶ σαφής. Ἢ καὶ ὅπως μᾶς ἠξεύρετε καλὰ ἀπὸ τὴν προτέραν διδασκαλίαν μας καὶ συμπεριφοράν μας, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας θὰ μᾶς γνωρίσετε.
14 Καὶ θὰ μᾶς γνωρίσετε τοὺς ἰδίους πάντοτε. Εἴμεθα δηλαδὴ καὶ τώρα, θὰ εἴμεθα καὶ εἰς τὸ μέλλον, καθὼς μᾶς ἐγνωρίσατε εἰς κάποιον βαθμόν, ὅτι εἴμεθα καύχημά σας, διότι τόσον εἰλικρινεῖς καὶ θεοφωτίστους ἀπεκτήσατε διδασκάλους. Ὁμολογῶ δὲ ὅτι καὶ σεῖς εἶσθε καύχημά μας, διότι ἐδείχθητε εὐπειθεῖς καὶ πρόθυμοι εἰς τὸ κήρυγμά μας. Καὶ ἀκόμη καλύτερα θὰ μᾶς γνωρίσετε κατὰ τὴν ἡμέράν του Κυρίου Ἰησοῦ, ὁπότε ὁ ὑπέρτατος Κριτὴς θὰ διακηρύξῃ τὴν εἰλικρίνειάν μας καὶ τὸν ἀποστολικὸν ζῆλον μας.
15 Καὶ μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν πεποίθησιν αὐτήν, ὅτι εἴμεθα καύχημά σας καὶ σεῖς ἰδικόν μας καύχημα, ἤθελα νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς πρωτύτερα, προτοῦ ὑπάγω εἰς Μακεδονίαν, ὥστε νὰ κάμω δύο ταξίδια εἰς Κόρινθον, διὰ νὰ ἔχετε διπλὴν χαρὰν καὶ παρηγορίαν καὶ πνευματικὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὰς δύο αὐτὰς ἐπισκέψεις μου.
16 Ἤθελα δηλαδὴ νὰ ἔλθω πρῶτον εἰς Κόρινθον καὶ διὰ μέσου τῆς Κορίνθου νὰ διαβῶ εἰς Μακεδονίαν καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν νὰ ἐπιστρέψω εἰς σᾶς καὶ ἀπὸ σᾶς νὰ προπεμφθῶ εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
17 Ἐνῳ λοιπὸν ἐσκεπτόμην καὶ ἐσχεδίαζα τοῦτο, δὲν τὸ ἐπραγματοποίησα. Μήπως ἄραγε ἀπὸ τὴν ματαίωσιν τοῦ σχεδίου μου αὐτοῦ ἠμπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ τὸ συμπέρασμα, ὅτι μετεχειρίσθην τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἐπιπολαιότητα, τὴν ὁποίαν μερικοὶ μοῦ ἀποδίδουν; Ὄχι. Ἢ μήπως ἐκεῖνα, ποὺ ἀποφασίζω, τὰ ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικός, ποὺ ὁρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν διευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Μόνον ἐὰν ὤριζα τὸν ἑαυτόν μου, θὰ ἦτο βέβαιον τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι μου. Ἀλλὰ δὲν ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικὸς καὶ ἔτσι ἀναγκάζομαι νὰ ἀθετῶ τὸν λόγον μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου, ὅταν τὸ Πνεῦμα, ποὺ μὲ κυβερνᾷ, διατάσσῃ διαφορετικά.
18 Μὴ ὑποθέσετε ὅμως ἐξ αὐτοῦ, ὅτι ὅλα ὅσα λέγω, εἶναι ἄστατα καὶ ἀβέβαια. Εἶναι ἄξιος πάσης ἐμπιστοσύνης ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐγγυᾶται, ὅτι ὁ λόγος μας, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐκηρύξαμεν καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι λόγος ἰδικός του, δὲν ἔγινεν ἀμφίβολος καὶ ἀβέβαιος, ναὶ καὶ ὄχι.
19 Διότι τὸ κήρυγμά μου περὶ τοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκηρύχθη μεταξύ σας διὰ μέσου ἡμῶν, ἤτοι δι’ ἐμοῦ καὶ τοῦ Σιλουανοῦ καὶ τοῦ Τιμοθέου, δὲν ἀπεδείχθη ἀπὸ τὴν πεῖραν σας ναὶ καὶ ὄχι, ἀβέβαιον δηλαδὴ καὶ ἄστατον, ἀλλ’ ἀπεδείχθησαν τὰ ἀναφερόμενα εἰς αὐτόν (τὸν Χριστὸν) βέβαια καὶ ἀπαρασάλευτα.
20 Διότι ὅλαι αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ ἐπραγματοποιήθησαν καὶ ἐβεβαιώθησαν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ἀπεδείχθησαν ναὶ καὶ ἀμήν, διὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τῆς διακονίας καὶ τοῦ κηρύγματος ἠμῶν τῶν Ἀποστόλων.
21 Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος δίδει τὴν βεβαιότητα καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς σᾶς, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς στηρίζει, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός.
22 Αὐτὸς καὶ μᾶς ἐσφράγισεν ὡς ἰδικούς του καὶ ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ πληρώσῃ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ μᾶς δίδει μὲ τὸ εὐαγγέλιόν του.
23 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ταξιδίου μου, ἐπικαλοῦμαι τὸν καρδιογνώστην Θεόν νὰ ἴδῃ αὐτὸς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ νὰ μαρτυρήσῃ, ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι καὶ δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου.
24 Λέγω δὲ τὸ τελευταῖον αὐτό, ὄχι διότι εἴμεθα κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχομεν ἐξουσίαν εἰς σᾶς σὰν νὰ εἶσθε δοῦλοι μας. Εἴμεθα ὅμως συνεργάται τῆς χαρᾶς σας καὶ θέλομεν νὰ συντελῶμεν, ὅπως αὐξάνῃ ἡ χαρά σας. Ἀποκλείεται δὲ ὁλότελα τὸ νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν πίστιν σας, διότι σεῖς στέκεσθε καλὰ καὶ εἶσθε στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν.
Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ σὺν τοῖς ἁγίοις τοῖς οὔσιν ἐν ὅλῃ τῇ Ἀχαΐᾳ.
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, ποὺ εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι εἰς τὴν Κόρινθον καὶ πρὸς πάντας τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς ὅλην τὴν Ἀχαΐαν,
2 Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
2 εἴθε νὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα μας καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως,
3 Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ χορηγὸς τῆς ἐσπλαγχνίας, τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συγκαταβάσεως, καὶ ὁ Θεὸς κάθε παρηγορίας διὰ τοὺς θλιβομένους ἀνθρώπους.
4 ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ·
4 Αὐτὸς εἶναι ποὺ μᾶς παρηγορεῖ καὶ μᾶς γαληνεύει εἰς κάθε μας θλῖψιν, ὥστε νὰ ἠμποροῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ παρηγοροῦμεν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς εὑρισκομένους εἰς κάθε θλῖψιν μὲ τὴν παρηγορίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι παρηγορούμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν.
5 ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν.
5 Εὐχαριστοῦμεν τὸν Κύριον, διότι ὅπως πλεονάζουν καὶ ἀφθονοῦν εἰς ἡμᾶς αἱ θλίψεις καὶ τὰ παθήματα σὰν τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι πλεονάζει καὶ περισσεύει καὶ ἡ παρηγορία, τὴν ὁποίαν διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ παίρνομεν.
6 Εἴτε δὲ θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν, καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν· εἴτε παρακαλούμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας,
6 Ἀλλ' εἴτε δοκιμάζομεν θλίψεις, τὰς δοκιμάζομεν διὰ τὴν ἰδικήν σας παρηγορίαν καὶ διὰ τὴν ἰδικήν σας σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ εἰς σᾶς, καὶ ἡ ὁποία χάρις σᾶς δίδει τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένετε τὰ ἴδια παθήματα, τὰ ὁποῖα καὶ ἡμεῖς πάσχομεν· εἴτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν πρὸς ἰδικήν σας παρηγορίαν καὶ σωτηρίαν, διὰ νὰ ἐνθαρρύνεσθε ἀπὸ τὸ παράδειγμά μας καὶ νὰ στηρίζεσθε εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ὑπομονήν.
7 εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοί ἐστε τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως.
7 Καὶ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀδιάψευστος ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχομεν γιὰ σᾶς, ἐπειδὴ γνωρίζομεν καλὰ ὅτι ὅπως συμμετέχετε εἰς τὰς θλίψεις καὶ τὰς κακοπαθείας μας, ἔτσι θὰ συμμετέχετε καὶ εἰς τὴν παρηγορίαν μας.
8 Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν·
8 Δὲν θέλομεν δὲ νὰ ἀγνοῆτε, ἀδελφοί, τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς εὑρῆκεν εἰς τὴν Ἀσίαν, διότι ἐταλαιπωρήθημεν πάρα πολὺ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν ἔπεσεν ἐπάνω μας, παραπάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν μας, ὥστε νὰ χάσωμεν κάθε ἐλπίδα καὶ δι' αὐτὴν ἀκόμη τὴν ζωὴν μας.
9 ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ' ἑαυτοῖς, ἀλλ' ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς·
9 Ὅλα δὲ αὐτὰ ἔγιναν αἰτία, ὥστε ἡμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ πάρωμεν σὰν ἀπάντησιν ἀπὸ τὰ γεγονότα τὴν πληροφορίαν καὶ τὴν βεβαιότητα, ὅτι πρόκειται νὰ ἀποθάνωμεν. Ἐπέτρεψε δὲ ὁ Κύριος τοὺς φοβεροὺς αὐτοὺς καὶ θανασίμους κινδύνους διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν πεποίθησιν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλ' εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς.
10 ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρρύσατο ἡμᾶς καὶ ρύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ρύσεται,
10 Αὐτὸς μᾶς ἐγλύτωσεν ἀπὸ ἕνα τόσον μεγάλον καὶ βέβαιον κίνδυνον θανάτου καὶ μᾶς γλυτώνει. Εἰς αὐτὸν δὲ ἔχομεν ἀναθέσει τὰς ἐλπίδας μας, ὅτι καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ μᾶς γλυτώσῃ καὶ ἀπὸ ἄλλους κινδύνους,
11 συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.
11 ἀφοῦ καὶ σεῖς ὑποβοηθεῖτε καὶ συνεργεῖτε μὲ τὰς προσευχάς σας ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Θεόν, ὥστε τὸ δῶρον ποὺ θὰ μᾶς χαρίσῃ ὁ Θεός, ἡ περιφρούρησις δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τοὺς κινδύνους, νὰ ὁμολογηθῇ καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς δωρεά του ἀπὸ πολλὰ πρόσωπα, ἀπὸ ἡμᾶς δηλαδὴ καὶ ἀπὸ σᾶς. Καὶ ἔτσι νὰ ἀναπεμφθῇ μὲ πολλοὺς τρόπους θερμὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Κύριον δι' ἡμᾶς.
12 Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς.
12 Αὐτὸ τὸ ὁποῖον μᾶς κάμνει νὰ καυχώμεθα εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς μας, ὅτι ἔχομεν συμπεριφερθῆ καὶ ἐργασθῆ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἰδιαιτέρως μεταξύ σας, μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνειαν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὄχι μὲ τὴν κοσμικήν, τὴν ψευδῆ καὶ πλανωμένην σοφίαν, ἀλλὰ μὲ τὴν σοφίαν καὶ τὴν σύνεσιν, ποὺ μᾶς δίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
13 Οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ' ἢ ἃ ἀναγινώσκετε ἢ καὶ ἐπιγινώσκετε, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ ἕως τέλους ἐπιγνώσεσθε,
13 Διότι δὲν σᾶς γράφομεν ἄλλα, διαφορετικὰ ἀπὸ ὅσα προφορικῶς σᾶς ἐδιδάξαμεν, ἀλλὰ τὰ ἴδια αὐτά ποὺ διαβάζετε, καὶ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνετε πολὺ καλά. Ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ μέχρις τέλους θὰ τὰ γνωρίσετε μὲ ἀκρίβειαν καὶ βαθύτητα.
14 καθὼς καὶ ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀπὸ μέρους, ὅτι καύχημα ὑμῶν ἐσμεν, καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
14 Θὰ γνωρίσετε δὲ καὶ ἡμᾶς τοὺς ἰδίους καλά, ὅπως εἰς κάποιον βαθμὸν μᾶς ἔχετε γνωρίσει, ὅτι εἴμεθα καύχημά σας, διότι ἔχετε τέτοιους διδασκάλους. Ἀκριβῶς δὲ τὰ ἴδια καὶ ἡμεῖς αἰσθανώμεθα γιὰ σᾳς, ὅτι εἶσθε δηλαδὴ καύχημά μας, διότι ἐδεχθήκατε μὲ προθυμίαν καὶ πίστιν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν νέαν ζωήν. Καὶ τὸ δίκαιον αὐτὸ καύχημά μας θὰ φανῇ ἀκόμη λαμπρότερον κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
15 Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν πρότερον, ἵνα δευτέραν χάριν ἔχητε,
15 Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πεποίθησιν καὶ διάθεσιν ἤθελα νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς, πρὶν περιοδεύσω τὴν Μακεδονίαν, ὥστε νὰ ἔχετε διπλῆν χαρὰν καὶ πνευματικὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὰς δύο αὐτὰς ἐπισκέψεις μου.
16 καὶ δι' ὑμῶν διελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, καὶ πάλιν ἀπὸ Μακεδονίας ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑφ' ὑμῶν προπεμφθῆναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
16 Διὰ μέσου δὲ τῆς πόλεώς σας ἤθελα νὰ διαβῶ ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν νὰ ἔλθω εἰς σᾶς, διὰ νὰ μὲ κατευοδώσετε εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
17 Τοῦτο οὖν βουλόμενος μή τι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; Ἢ ἃ βουλεύομαι, κατὰ σάρκα βουλεύομαι, ἵνα ᾖ παρ' ἐμοὶ τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὐ οὔ;
17 Αὐτά, λοιπόν, ἐσχεδίαζα καὶ ἀπεφάσιζα, ἀλλ' αἱ περιστάσεις δὲν μὲ ἐβοήθησαν νὰ τὰ πραγματοποιήσω. Μήπως ἀπὸ αὐτὸ βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅπως μὲ κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί μου, ὅτι μὲ πολλὴν ἐλαφρότητα ἐσκέφθην ἢ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σκέπτομαι καὶ ἀποφασίζω, τὰ σκέπτομαι σὰν σαρκικὸς ἄνθρωπος καὶ θέλω κατὰ τρόπον ἐγωϊστικὸν αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω ναί, νὰ εἶναι ναὶ καὶ τὸ ὄχι νὰ εἶναι ὄχι; (Ἐγὼ ὅμως δὲν ἀποφασίζω σὰν κοσμικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος ποὺ ὑποβάλλει τὰς ἀποφάσεις του εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ τὰς ὁποίας ἀποφάσεις ἠμπορεῖ τὸ Πνεῦμα ἄλλας νὰ εὐοδώσῃ καὶ ἄλλας νὰ ματαιώσῃ).
18 Πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὅτι ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ.
18 Μὴ βγάλετε ὅμως τὸ συμπέρασμα, ὅτι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ σᾶς ἔχω διδάξει εἶναι ἀβέβαιον. Κάθε ἄλλο· εἶναι κατὰ πάντα ἀξιόπιστος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπιμαρτυρεῖ, ὅτι τὸ κήρυγμά μας πρὸς σᾶς δὲν εἶναι ἀμβίβολον, δὲν εἶναι καὶ ναὶ καὶ ὄχι.
19 Ὁ γὰρ τοῦ Θεοῦ υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐν ὑμῖν δι' ἡμῶν κηρυχθείς, δι' ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου, οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ, ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν·
Τιμόθεος, σᾶς ἔχομεν κηρύξει, δὲν ἔγινε καὶ ναὶ καὶ ὄχι, δὲν ἀπεδείχθη δηλαδὴ κάτι τὸ ἄστατον καὶ ἀβέβαιον, ἀλλ' ὅπως καὶ ἡ προσωπική σας πεῖρα μαρτυρεῖ, ἐπεκυρώθησαν καὶ ἀπεδείχθησαν ἀληθινὰ καὶ ἀμετακίνητα ὅλα ὅσα ἀναφέρονται εἰς τὸν Χριστόν.
20 ὅσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τὸ ναὶ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ ἀμήν, τῷ Θεῷ πρὸς δόξαν δι' ἡμῶν.
20 Διότι ὅλαι αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ περὶ τῆς σωτηρίας μας ἐπραγματοποιήθησαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπεδείχθησαν δι' αὐτοῦ ναὶ καὶ ἀμήν, (ἀληθιναὶ καὶ βέβαιαι) διὰ νὰ δοξάζεται ἔτσι δι' ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων ὁ Θεός.
21 Ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός,
21 Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος δίδει τὴν ἀκλόνητον καὶ βεβαίαν πεποίθησιν εἰς ἡμᾶς μαζί μὲ σᾶς, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ὁ Θεός.
22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν.
22 Αὐτὸς καὶ ἔβαλε τὴν σφραγῖδα του ἐπάνω μας, διὰ νὰ δείξῃ, ὅτι εἴμεθα ἰδικοὶ του καὶ ἔδωσε τὸ Πνεῦμα του τὸ Ἅγιον εἰς τὰς καρδίας μας ὡς προκαταβολὴν καὶ ἐγγύησιν δι' ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει ὑποσχεθῆ.
23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον.
23 Πρέπει δὲ νὰ σᾶς πῶ τοῦτο· ὅτι ἐγώ, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι, δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, διὰ νὰ μὴ σᾶς στενοχωρήσω μὲ τὰς παρατηρήσεις μου καὶ εἰς αὐτὸ ἐπικαλοῦμαι μάρτυρα τὸν Θεόν, ποὺ βλέπει τὴν ψυχήν μου.
24 Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
24 Δὲν σᾶς τὰ λέγομεν αὐτά, διότι ἔχομεν ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς σᾶς καὶ εἰς τὴν πίστιν σας, ἀλλὰ διότι εἴμεθα συνεργάται εἰς τὴν ἰδικήν σας χαράν. Ἄλλωστε σεῖς στέκεσθε στερεοὶ εἰς τὴν πίστιν.