Επιστολή Πρός Τίτον

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Παῦλος, δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν Θεοῦ καὶ ἐπίγνωσιν ἀληθείας τῆς κατ' εὐσέβειαν
2 ἐπ' ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἣν ἐπηγγείλατο ὁ ἀψευδὴς Θεὸς πρὸς χρόνων αἰωνίων,
3 ἐφανέρωσε δὲ καιροῖς ἰδίοις τὸν λόγον αὐτοῦ ἐν κηρύγματι, ὃ ἐπιστεύθην ἐγὼ κατ' ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ,
4 Τίτῳ γνησίῳ τέκνῳ κατὰ κοινὴν πίστιν· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν.
5 Τούτου χάριν κατέλειπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην,
6 εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα.
7 Δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ,
8 ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ,
9 ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν.
10 Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ καὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι, καὶ φρεναπάται, μάλιστα οἱ ἐκ περιτομῆς,
11 οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν.
12 Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί.
13 Ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής. Δι' ἣν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτοὺς ἀπότομος, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει,
14 μὴ προσέχοντες Ἰουδαϊκοῖς μύθοις καὶ ἐντολαῖς ἀνθρώπων ἀποστρεφομένων τὴν ἀλήθειαν.
15 Πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς· τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις.
16 Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι.
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν εἰς τοὺς ἐκλεκτούς του, καὶ τὴν πλήρη γνῶσιν τῆς ἀληθείας, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐσέβειαν,
2 καὶ μᾶς θεμελιώνει ἐπάνω εἰς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς τὴν ὁποίαν ὁ ἀψευδὴς καὶ ἀπολύτως ἀληθὴς Θεὸς ἔχει ὑποσχεθῆ πρὸ πολλῶν αἰώνων,
3 τὴν ἐφανέρωσε δὲ εἰς καιρούς ποὺ ὁ ἴδιος εἶχεν ὁρίσει μὲ τὸν λόγον του, δηλαδὴ μὲ τὸ εὐαγγέλιον, μὲ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα, τὸ ὁποῖον κατὰ διαταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ εἶναι ἐμπιστευμένον ὡς πολύτιμος θησαυρὸς εἰς ἐμέ,
4 εἰς τὸν Τίτον, γνήσιον κατὰ τὴν κοινήν μας πίστιν πνευματικόν μου τέκνον, εἶθεν νὰ εἶναι ἡ χάρις, τὸ ἔλεος, ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Σωτῆρα μας.
5 Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς σὲ ἀφῆκα, διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κρήτην, διὰ νὰ ὀργανώσῃς καλύτερον καὶ συμπληρώσῃς ὅσα ἐγὼ βιαζόμενος νὰ φύγω παρέλειψα, καὶ νὰ ἐγκαταστήσῃς εἰς κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, ὅπως ἐγὼ σὲ διέταξα.
6 Καὶ προκειμένου νὰ ἐκλέξῃς πρεσβύτερον, θὰ ἐξετάζῃς πρῶτον, ἐὰν κανεὶς εἶναι ἀνεπίληπτος καὶ ἀκατηγόρητος, σύζυγος μιᾶς γυναικὸς εἰς ἑνὸς γάμου κοινωνίαν, ἐὰν ἔχῃ παιδιὰ πιστὰ εἰς τὸν Χριστόν, τὰ ὁποῖα δὲν κατηγοροῦνται ὡς ἄσωτα ἢ ἀνυπότακτα.
7 Διότι πρέπει ὁ ἐπίσκοπος, ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἐπιστάτου ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶναι ἔμεμπτος καὶ ἀκατηγόρητος, ὄχι αὐθάδης οὔτε εὐερέθιστος καὶ ὀργίλος, νὰ μὴ εἶναι φίλος τοῦ κρασιοῦ, νὰ μὴ χειροδικῇ, νὰ μὴ ἐπιδιώκῃ παράνομα καὶ αἰσχρὰ κέρδη.
8 Ἀλλὰ νὰ εἶναι φιλόξενος, φιλάγαθος, συνετὸς καὶ φρόνιμος, δίκαιος, εὐλαβὴς καὶ σεμνός, ἐγκρατής,
9 νὰ κρατῇ καλὰ καὶ νὰ μένῃ προσηλωμένος εἰς τὸν ἀξιόπιστον λόγον, τὸν σύμφωνον μὲ τὴν διδαχὴν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, διὰ νὰ εἶναι ἔτσι ἱκανὸς καὶ δυνατὸς νὰ νουθετῇ, νὰ προτρέπῃ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴν καὶ ἁγίαν διδασκαλίαν, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ ἀποστομώνῃ τοὺς ἀντιλέγοντας, ἀποδεικνύων ἀνυπόστατα τὰ λόγια των.
10 Διότι ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἀνυπόκτοι εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, ἄλλοι δὲ ποὺ διδάσκουν κούφια καὶ ἐπιβλαβῆ λόγια καὶ παραπλανοῦν καὶ σκοτίζουν τὸν νοῦν μερικῶν. Τέτοιοι δὲ προπαντὸς εἶναι αὐτοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
11 Αὐτοὺς πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ τοὺς ἀποστομώνῃ. Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναστατώνουν ὁλοκλήρους οἰκογενείας, διδάσκοντες ἐκεῖνα, ποὺ δὲν πρέπει, χάριν αἰσχροῦ κέρδους, ὡς ἱεροκάπηλοι.
12 Εἶπε δὲ κάποιος ἰδικός των ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Κρητικούς, ποὺ τὸν θεωροῦν ὡς προφήτην· «οἱ Κρῆτες εἶναι πάντοτε ψεῦστες, κακὰ καὶ ἁνήμερα θηρία, ἀχόρταστες κοιλιές».
13 Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι ἀληθινή. Διὰ τοῦτο ἔλεγχέ τους ἔντονα καὶ ἀνοικτά, διὰ νὰ κατορθώσουν ἔτσι νὰ κρατήσουν ἀνόθευτον καὶ ὑγιᾶ τὴν πίστιν,
14 χωρὶς νὰ δίδουν καμμίαν προσοχὴν εἰς Ἰουδαϊκοὺς μύθους καὶ εἰς ἐντολὰς ἀνθρώπων, ποὺ ἀποστρέφονται τὴν ἀλήθειαν.
15 Νὰ μὴ λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν των ὅσα περὶ καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων φαγητῶν διδάσκουν οἱ ψευδάδελφοι Ἰουδαῖοι. Διότι εἰς μὲν τοὺς καθαροὺς κατὰ τὴν καρδίαν εἶναι ὅλα καθαρά· εἰς δὲ τοὺς μολυσμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀπίστους τίποτε δὲν εἶναι καθαρόν, ἀλλὰ ἔχει μολυνθῆ ὁ νοῦς των καὶ ἡ συνείδησίς των.
16 Ὁμολογοῦν μὲ τὰ λόγια, ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεόν, μὲ τὰ ἔργα των ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Εἶναι δὲ ἔτσι βδελυροὶ καὶ ἀποτρόπαιοι καὶ ἀπειθεῖς καὶ διὰ κάθε καλὸν ἔργον ἀνίκανοι καὶ ἀνάξιοι.
1 Παῦλος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Ἀπόστολος δὲ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ νὰ διαδίδω μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ ἐξέλεξεν ὁ Θεός, τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐσέβειαν,
2 καὶ μᾶς στηρίζει εἰς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ψεύδεται ποτέ. Μᾶς ὑπεσχέθη δὲ ὁ Θεὸς τὴν αἰωνίαν ζωὴν πρὸ πολλῶν αἰώνων, διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν Παράδεισον, ὅταν ἐξεδιώκοντο οἱ πρωτόπλαστοι,
3 ἐφανέρωσε δὲ αὐτὴν εἰς χρόνους καταλλήλους, τοὺς ὁποίους αὐτὸς ὥρισεν. Ἐφανέρωσε δηλαδὴ τὸν λόγον του, τὸ εὐαγγέλιόν του, μὲ τὸ κήρυγμα, ποὺ ὡς θησαυρὸς πολύτιμος καὶ ἱερὸς ἐνεπιστεύθη καὶ ἀνετέθη εἰς ἐμὲ σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴν τοῦ σωτῆρος μας Θεοῦ.
4 Ἑγὼ λοιπὸν ὁ Παῦλος γράφω τὴν ἐπιστολὴν ταύτην πρὸς τὸν Τίτον, γνήσιον τέκνον, ποὺ ἀνεγεννήθη ἀπὸ ἑμὲ διὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ἑμέ. Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σου χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν Πατέρα καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Σωτῆρα μας.
5 Δι’ αὐτὸ σὲ ἀφῆκα εἰς τὴν Κρήτην, διὰ νὰ συμπληρώσῃς ὅσα παρέλειψα ἑγὼ καὶ ἐγκαταστήσῃς εἰς κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, ὅπως ἐγὼ προφορικῶς σὲ διέταξα.
6 Θὰ ἐγκαταστήσῃς δὲ πρεσβύτερον μόνον, ἐὰν ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κανεὶς δὲν διατελῇ ὑπὸ κατηγορίαν, ἐὰν εἶναι σύζυγος μιᾶς καὶ μόνης γυναικός, καὶ ἐὰν ἔχῃ παιδιά, τὰ ὁποῖα νὰ εἶναι πιστὰ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ μὴ κατηγοροῦνται ὡς ἄσωτα ἢ ἀνυπότακτα.
7 Διότι πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, ὡς ἐπιστάτης, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐμπιστεύθη τὴν διεύθυνσιν τοῦ οἴκου του, νὰ μὴ εἶναι αὐθάδης, ὀργίλος, φίλος τοῦ κρασιοῦ, νὰ μὴ εἶναι βίαιος καὶ δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, νὰ μὴ μαζεύῃ κέρδη παράνομα καὶ αἰσχρά.
8 Ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι φιλόξενος, νὰ ἀγαπᾷ τὸ καλόν, νὰ εἶναι φρόνιμος, δίκαιος, εὐσεβής, ἐγκρατής,
9 νὰ ὑπερασπίζῃ καὶ νὰ κρατῇ καλὰ τὸν ἀληθῆ καὶ ἀξιόπιστον λόγον, ποὺ συμφωνεῖ πρὸς τὴν ἀποστολικὴν διδαχήν, διὰ νὰ δύναται καὶ νὰ προτρέπῃ μὲ τὴν ὑγιᾶ καὶ ὀρθὴν διδασκαλίαν καὶ νὰ ἐξελέγχῃ καὶ ἀποστομώνῃ ἐκείνους, ποὺ ἀντιλέγουν.
10 Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν καὶ ἱκανότητα αὐτήν, διότι ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἀνυπότακτοι, ποὺ διδάσκουν λόγια κούφια καὶ μάταια καὶ μὲ αὐτὰ ἑξαπατοῦν τὰ μυαλὰ τῶν ἄλλων, πρὸ παντὸς αὐτοί, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς περιτετμημένους Ἰουδαίους.
11 Αὐτοὺς πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ ἀποστομώνῃ. Εἶναι ἄνθρωποι, ποὺ ἀναστατώνουν καὶ ἀναποδογυρίζουν ὁλόκληρα σπίτια, μὲ τὸ νὰ διδάσκουν ἐκεῖνα, ποὺ δὲν πρέπει, χάριν αἰσχροῦ κέρδους.
12 Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Κρῆτας αὐτούς, ποὺ τὸν ἔχουν ὡς προφήτην ἰδικόν τους· Οἱ Κρῆτες εἶναι πάντοτε ψεῦσται, κακὰ θηρία, ἄνθρωποι, ποὺ θέλουν νὰ τρώγουν πολὺ χωρὶς νὰ ἐργάζωνται.
13 Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι ἀληθής. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἔλεγχέ τους ἀπότομα, διὰ νὰ ὑγιαίνουν καὶ νὰ μὴ εἶναι ἀρρωστημένοι εἰς τὴν πίστιν,
14 καὶ νὰ μὴ προσέχουν εἰς Ἰουδαϊκοὺς μύθους καὶ εἰς ἐντολὰς ἀνθρώπων, ποὺ ἀποστρέφονται τὴν ἀλήθειαν.
15 Τέτοιοι μῦθοι καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων εἶναι καὶ αἱ διακρίσεις τῶν φαγητῶν εἰς καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα. Ἂς ἠξεύρουν δὲ αὐτοί, ποὺ κάνουν τὰς διακρίσεις αὐτάς, ὅτι ὅλα μὲν εἶναι καθαρὰ εἰς τοὺς καθαροὺς κατὰ τὴν καρδίαν καὶ τὴν συνείδησιν, εἰς τοὺς μολυσμένους ὅμως καὶ ἀπίστους δὲν εἶναι τίποτε καθαρόν, ἀλλ’ ἔχει μολυνθῇ καὶ ὁ νοῦς των καὶ ἡ συνείδησίς των.
16 Ὁμολογοῦν, ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεόν, μὲ τὰ ἔργα των ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Εἶναι σιχαμένοι καὶ ἀπειθεῖς καὶ ἄχρηστοι διὰ κάθε ἔργον ἀγαθόν.
Πρωτότυπο
Ι. Κολιτσάρας
1 Παῦλος, δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν Θεοῦ καὶ ἐπίγνωσιν ἀληθείας τῆς κατ' εὐσέβειαν
1 Ἐγὼ ὁ Παῦλος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν εἰς τοὺς ἐκλεκτούς του, καὶ τὴν πλήρη γνῶσιν τῆς ἀληθείας, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐσέβειαν,
2 ἐπ' ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἣν ἐπηγγείλατο ὁ ἀψευδὴς Θεὸς πρὸς χρόνων αἰωνίων,
2 καὶ μᾶς θεμελιώνει ἐπάνω εἰς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς τὴν ὁποίαν ὁ ἀψευδὴς καὶ ἀπολύτως ἀληθὴς Θεὸς ἔχει ὑποσχεθῆ πρὸ πολλῶν αἰώνων,
3 ἐφανέρωσε δὲ καιροῖς ἰδίοις τὸν λόγον αὐτοῦ ἐν κηρύγματι, ὃ ἐπιστεύθην ἐγὼ κατ' ἐπιταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ,
3 τὴν ἐφανέρωσε δὲ εἰς καιρούς ποὺ ὁ ἴδιος εἶχεν ὁρίσει μὲ τὸν λόγον του, δηλαδὴ μὲ τὸ εὐαγγέλιον, μὲ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα, τὸ ὁποῖον κατὰ διαταγὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ εἶναι ἐμπιστευμένον ὡς πολύτιμος θησαυρὸς εἰς ἐμέ,
4 Τίτῳ γνησίῳ τέκνῳ κατὰ κοινὴν πίστιν· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν.
4 εἰς τὸν Τίτον, γνήσιον κατὰ τὴν κοινήν μας πίστιν πνευματικόν μου τέκνον, εἶθεν νὰ εἶναι ἡ χάρις, τὸ ἔλεος, ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Σωτῆρα μας.
5 Τούτου χάριν κατέλειπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην,
5 Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς σὲ ἀφῆκα, διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κρήτην, διὰ νὰ ὀργανώσῃς καλύτερον καὶ συμπληρώσῃς ὅσα ἐγὼ βιαζόμενος νὰ φύγω παρέλειψα, καὶ νὰ ἐγκαταστήσῃς εἰς κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, ὅπως ἐγὼ σὲ διέταξα.
6 εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα.
6 Καὶ προκειμένου νὰ ἐκλέξῃς πρεσβύτερον, θὰ ἐξετάζῃς πρῶτον, ἐὰν κανεὶς εἶναι ἀνεπίληπτος καὶ ἀκατηγόρητος, σύζυγος μιᾶς γυναικὸς εἰς ἑνὸς γάμου κοινωνίαν, ἐὰν ἔχῃ παιδιὰ πιστὰ εἰς τὸν Χριστόν, τὰ ὁποῖα δὲν κατηγοροῦνται ὡς ἄσωτα ἢ ἀνυπότακτα.
7 Δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ,
7 Διότι πρέπει ὁ ἐπίσκοπος, ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἐπιστάτου ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶναι ἔμεμπτος καὶ ἀκατηγόρητος, ὄχι αὐθάδης οὔτε εὐερέθιστος καὶ ὀργίλος, νὰ μὴ εἶναι φίλος τοῦ κρασιοῦ, νὰ μὴ χειροδικῇ, νὰ μὴ ἐπιδιώκῃ παράνομα καὶ αἰσχρὰ κέρδη.
8 ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ,
8 Ἀλλὰ νὰ εἶναι φιλόξενος, φιλάγαθος, συνετὸς καὶ φρόνιμος, δίκαιος, εὐλαβὴς καὶ σεμνός, ἐγκρατής,
9 ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν.
9 νὰ κρατῇ καλὰ καὶ νὰ μένῃ προσηλωμένος εἰς τὸν ἀξιόπιστον λόγον, τὸν σύμφωνον μὲ τὴν διδαχὴν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, διὰ νὰ εἶναι ἔτσι ἱκανὸς καὶ δυνατὸς νὰ νουθετῇ, νὰ προτρέπῃ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴν καὶ ἁγίαν διδασκαλίαν, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ ἀποστομώνῃ τοὺς ἀντιλέγοντας, ἀποδεικνύων ἀνυπόστατα τὰ λόγια των.
10 Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ καὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι, καὶ φρεναπάται, μάλιστα οἱ ἐκ περιτομῆς,
10 Διότι ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἀνυπόκτοι εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, ἄλλοι δὲ ποὺ διδάσκουν κούφια καὶ ἐπιβλαβῆ λόγια καὶ παραπλανοῦν καὶ σκοτίζουν τὸν νοῦν μερικῶν. Τέτοιοι δὲ προπαντὸς εἶναι αὐτοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
11 οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν.
11 Αὐτοὺς πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ τοὺς ἀποστομώνῃ. Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναστατώνουν ὁλοκλήρους οἰκογενείας, διδάσκοντες ἐκεῖνα, ποὺ δὲν πρέπει, χάριν αἰσχροῦ κέρδους, ὡς ἱεροκάπηλοι.
12 Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί.
12 Εἶπε δὲ κάποιος ἰδικός των ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Κρητικούς, ποὺ τὸν θεωροῦν ὡς προφήτην· «οἱ Κρῆτες εἶναι πάντοτε ψεῦστες, κακὰ καὶ ἁνήμερα θηρία, ἀχόρταστες κοιλιές».
13 Ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής. Δι' ἣν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτοὺς ἀπότομος, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει,
13 Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι ἀληθινή. Διὰ τοῦτο ἔλεγχέ τους ἔντονα καὶ ἀνοικτά, διὰ νὰ κατορθώσουν ἔτσι νὰ κρατήσουν ἀνόθευτον καὶ ὑγιᾶ τὴν πίστιν,
14 μὴ προσέχοντες Ἰουδαϊκοῖς μύθοις καὶ ἐντολαῖς ἀνθρώπων ἀποστρεφομένων τὴν ἀλήθειαν.
14 χωρὶς νὰ δίδουν καμμίαν προσοχὴν εἰς Ἰουδαϊκοὺς μύθους καὶ εἰς ἐντολὰς ἀνθρώπων, ποὺ ἀποστρέφονται τὴν ἀλήθειαν.
15 Πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς· τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις.
15 Νὰ μὴ λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν των ὅσα περὶ καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων φαγητῶν διδάσκουν οἱ ψευδάδελφοι Ἰουδαῖοι. Διότι εἰς μὲν τοὺς καθαροὺς κατὰ τὴν καρδίαν εἶναι ὅλα καθαρά· εἰς δὲ τοὺς μολυσμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀπίστους τίποτε δὲν εἶναι καθαρόν, ἀλλὰ ἔχει μολυνθῆ ὁ νοῦς των καὶ ἡ συνείδησίς των.
16 Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι.
16 Ὁμολογοῦν μὲ τὰ λόγια, ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεόν, μὲ τὰ ἔργα των ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Εἶναι δὲ ἔτσι βδελυροὶ καὶ ἀποτρόπαιοι καὶ ἀπειθεῖς καὶ διὰ κάθε καλὸν ἔργον ἀνίκανοι καὶ ἀνάξιοι.