Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
1
Κατ' ἀρχὰς ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐδημιούργησεν ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸ σύμπαν, τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
1
Ὅταν ἦλθεν ἡ κατάλληλος ὥρα νὰ δημιουργηθῇ ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ ὑλικὸς κόσμος· εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκείνην τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἰδίαν ἀρχὴν μὲ τὴν ὑλικὴν δημιουργίαν, ὁ ἄναρχος καὶ παντοδύναμος Τριαδικὸς Θεός, ἡ μακαρία φύσις καὶ ἀνεξάντλητος ἀγαθότης, ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ὄντων καὶ ἡ ἄφθαστος σοφία ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδέν, «ἐξ οὐκ ὄντων», ἀπὸ ὕλην, ἡ ὁποία δὲν προϋπῆρχε, τὸ ὑλικὸν σύμπαν. Ἐδημιούργησε τὸν ἀπέραντον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἐδημιούργησε τὸν ὁρατὸν τοῦτον κόσμον, τὸν ἔθεσεν εἰς κίνησιν καὶ καθώρισε νόμους διὰ τὴν ἐξέλιξίν του, ἀκαριαίως· δηλαδὴ εὐθὺς μόλις ἐξεφράσθη τὸ παντοδύναμον καὶ πάνσοφον θέλημά του.
2
Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
2
Ἡ γῆ ἦτο ἀόρατος, ἀδιαμόρφωτος καὶ ἀπρόσφορος διὰ τὸν ζωϊκὸν καὶ φυτικὸν κόσμον· σκοτάδι δὲ ἠπλώνετο ἐπάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα ποὺ τὴν ἐσκέπαζον, τὸ δὲ ζωοποιὸν Πανάγιον Πνεῦμα ἐφέρετο ἐπάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα καὶ περιέβαλλεν αὐτήν.
2
Ἡ δὲ γῆ, ὄχι ὅπως τὴν βλέπομεν σήμερον, ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ πρωτόγονον χάος, ἦταν ἀθέατος, ἀδιαμόρφωτος καὶ ἀσχημάτιστος μᾶζα, χωρὶς τάξιν ἦταν χωρὶς κανένα στολισμόν. Ἦταν ἀθέατος, διότι σκοτάδι πηκτὸν ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν της ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως φωτὸς καὶ διότι τὴν ἐσκέπαζαν πολλὰ καὶ βαθειὰ νερά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἀκόμη συγκεντρωθῆ καὶ περιορισθῆ εἰς τὴν θέσιν, ποὺ θὰ τοὺς καθώριζεν ἀργότερα ὁ Θεός. Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκινεῖτο ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσον τῶν νερῶν καὶ μὲ τὴν ζωτικὴν ἐνέργειάν του συνέθαλπε καὶ ἐζωογονοῦσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὅπως τὸ πτηνόν, τὸ ὁποῖον κλωσσᾷ τὰ αὐγά του. Τοιουτοτρόπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συμμετεῖχε εἰς τὴν δημιουργικὴν ἐνέργειαν, προετοίμαζε καὶ διέπλασσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὥστε νὰ ἀναπηδήσῃ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης, ποὺ ἦσαν νεκρὰ καὶ ἄμορφα μεταξύ των, ἡ νέα δημιουργία μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς ζωῆς.
3
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.
3
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «νὰ γίνῃ φῶς ἐπὶ τῆς γῆς»· καὶ ἔγινε φῶς.
3
Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ φῶς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ἐδημιουργήθη τὸ ἀνέκφραστον κάλλος τοῦ φωτός.
4
Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
4
Καὶ εἶδεν ὁ παντογνώστης Θεὸς τὸ φῶς ὅτι εἶναι καλὸν καὶ σκόπιμον· καὶ ἐχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ σκότος ἀπὸ τὸ φῶς.
4
Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι εἶναι ὡραῖον ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, διότι αὐτὸ θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασεν καὶ ὁ Θεὸς ἐχώρισε καὶ ἀπεμάκρυνε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀφώρισε διὰ τὸ καθένα ὡρισμένον καιρόν, ὥστε τὸ σκοτάδι νὰ διαδέχεται τὸ φῶς με τὴν καθημερινὴν ἐναλλαγήν.
5
Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.
5
Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ὠνόμασε νύκτα. Καὶ ἔγινεν ἑσπέρα καὶ ἔγινε πρωΐ καὶ ἔκλεισεν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
5
Καὶ ὁ Θεός, ὡς κύριος τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ὠνόμασε τὸ φῶς «ἡμέραν» καὶ τὸ σκοτάδι ὠνόμασε «νύκτα». Καὶ μὲ τὴν ἀρίστην αὐτὴν διαίρεσιν καὶ θαυμαστὴν δημιουργίαν ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ μία ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ πρώτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθῇ εἰς ἕξι φάσεις).
6
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
6
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «νὰ γίνῃ ὁ οὐράνιος θόλος τῆς γῆς μεταξὺ τῶν ὑδάτων, ποὺ καλύπτουν τὴν ἐπιφάνειάν της καὶ τῶν νεφῶν ποὺ αἰωροῦνται εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν, καὶ νὰ διαχωρίζῃ μεταξὺ τῶν ὑδάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ὑδάτων τοῦ οὐρανοῦ». Καὶ ἔγινεν ὅπως ὁ Θεὸς διέταξε.
6
Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ στερέωμα, δηλαδὴ νὰ ξετυλιχθῇ ἡ ἀτμόσφαιρα ὡς παραπέτασμα καὶ διάφραγμα, τὸ ὁποῖον νὰ διαιρῇ καὶ νὰ χωρίζῃ τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, ὥστε ἄλλα μὲν ὕδατα ὡς λεπτὰ καὶ ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑδρατμῶν νὰ τὰ σπρώχνῃ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ τὰ ἀποθηκεύῃ εἰς τὰ νέφη· ἄλλα δέ, ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑγράν, νὰ τὰ ἀφήνῃ κάτω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργoν.
7
Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος.
7
Καὶ ἔδωσεν ὕπαρξιν ὁ Θεὸς εἰς τὸν οὐράνιον θόλον καὶ διεχώρισε τὰ ὕδατα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ νερά, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐπάνω εἰς τὰ νέφη τοῦ οὐρανοῦ.
7
Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὸ στερέωμα, τὸ ὁποῖον διήρεσε τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον· καὶ ἐχώρισεν ὁ Θεὸς εἰς δύο μέρη τὰ ὕδατα εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα· καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν μετέωροι ὑδρατμοὶ ὑπὸ μορφὴν νεφῶν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα.
8
Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν· καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα.
8
Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὴν ἀτμόσφαιραν οὐρανόν. Καὶ εἶδεν ὁ παντογνώστης Θεὸς ὅτι τὸ ἔργον του αὐτὸ ἦτο ὡραῖον καὶ σκόπιμον. Καὶ ἔγινεν ἑσπέρα, ἔγινε πρωῒ καὶ ἔκλεισεν ἡ δευτέρα ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
8
Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐχώρισε τὰ ὕδατα εἰς ἄνω καὶ κάτω, «οὐρανόν»· αὐτός (δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸν πρῶτον στίχον, ἀλλά) εἶναι ἡ ἀχανὴς ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὡς λαμπρὸς καὶ πάγκαλος μανδύας περιβάλλει προστατευτικῶς τὴν γῆν καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ ἀπερίγραπτον κάλλος του εἶναι ἔτσι ὅπως τὸν εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸν εἶχε προορίσει. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ δευτέρα ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ δευτέρα φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
9
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. Καὶ ἐγένετο οὕτως. Καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.
9
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «ἂς συναχθῇ τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖον καλύπτει ὁλόκληρον τὴν γῆν, εἰς ὠρισμένην περιοχὴν καὶ ἂς φανῇ ἡ ξηρά». Καὶ ἔγινεν, ὅπως ὁ Θεὸς διέταξε· καὶ ἐμαζεύθη ὅλον τὸ ὕδωρ τῆς γῆς εἰς τὰς βαθείας περιοχὰς τῶν ὠκεανῶν καὶ θαλασσῶν, καὶ ἐφάνη ἡ ξηρά.
9
Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να συναχθοῦν τὰ νερά, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα καὶ καλύπτουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς μεγάλην καὶ τελειοτάτην συνάθροισιν καὶ νὰ φανῇ ἡ ξηρά»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον. Καὶ ἐσυνάχθησαν τὰ νερά, ποὺ ἐκάλυπταν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς τὶς συναθροίσεις των, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, καὶ ἐφάνη ἡ ξηρά.
10
Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
10
Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὴν ἐκτὸς τῆς θαλάσσης ἔκτασιν γῆν, τὰς δὲ μεγάλας περιοχὰς τῶν ὑδάτων ὠνόμασε θαλάσσας. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρὰ εἶναι καλαί, ἔχουν τὸν σκοπὸν καὶ τὴν χρησιμότητά των.
10
Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὴν ἐπιφάνειαν, ποὺ δὲν ἐκάλυπταν πλέον τὰ νερά, «γῆν»· καὶ τὰ νερά, ποὺ εἶχαν συναχθῇ καὶ ἐσχημάτισαν τοὺς μεγάλους ὠκεανοὺς καὶ τὶς θάλασσες μὲ τὰ ἰδιαίτερά των σχήματα, ὠνόμασε «θάλασσας. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι ὡραῖον, ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, καὶ ὅτι θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασε· διότι ἡ ὑγρασία τῆς θαλάσσης ἐπιστρέφει εἰς τὸ βάθος τῆς γῆς· διότι ἡ θάλασσα εἶναι δοχεῖον ὅλων τῶν ποταμῶν τῆς γῆς καὶ ὅμως μένει περιωρισμένη εἰς τὰ ὅριά της· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ὑδρατμῶν, ποὺ ἀνεβαίνουν ὑψηλὰ διὰ νὰ πέσουν ὡς βροχή, ἡ ὁποία ποτίζει καὶ λιπαίνει τὴν γῆν καὶ διότι ἡ θάλασσα περιβάλλει τὶς νήσους, τὶς στολίζει καὶ τὶς ἀσφαλίζει καὶ ταυτοχρόνως ἑνώνει μεταξύ των τὶς ἠπείρους.
11
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ' ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
11
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «ἂς φυτρώσουν καὶ ἂς ἀναπτυχθοῦν εἰς τὴν ξηρὰν χλόη καὶ ποώδεις θάμνοι, ποὺ τὸ κάθε εἶδος ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔχῃ τὸ ἰδικόν του σπέρμα, διὰ νὰ διαιωνίζεται ἐπὶ τῆς γῆς»· καὶ ἐν συνεχείᾳ διέταξεν ὁ Θεός· «νὰ φυτρώσουν καὶ νὰ μεγαλώσουν εἰς τὴν γῆν καρποφόρα ξυλώδη δένδρα, ἕκαστον ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ φέρῃ κατὰ τὸ εἶδος του τὸ ἰδικόν του σπέρμα».
11
Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να βλαστήσῃ ἡ γῆ χλόην, χορτάρι νὰ φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας τῶν ὁποίων νὰ παράγῃ σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, ὥστε νὰ διαιωνίζωνται νὰ φυτρώσουν δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων νὰ περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του· ἡ χλόη, οἱ θάμνοι, τὰ δένδρα νὰ καλύψουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
12
Καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ' ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς.
12
Καὶ ἔβγαλε πράγματι ἡ γῆ ποώδη βλάστησιν, χλόην καὶ θάμνους, κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχε τὸ σπέρμα αὐτοῦ διὰ τὴν διατήρησίν του. Καὶ κατόπιν ἐφύτρωσαν καὶ ἐμεγάλωσαν ἐπὶ τῆς γῆς καρποφόρα δένδρα, ἕκαστον ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔφερε τὸ σπέρμα τοῦ εἴδους του, διὰ νὰ διαιωνίζεται ἐπὶ τῆς γῆς.
12
Καὶ ἡ γῆ, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν χωρὶς καλλιέργειαν ἢ ἄλλην βοήθειαν, ἀκολουθοῦσα τὸ πρόσταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Δημιουργοῦ, ἐβλάστησε χορτάρι, ποώδεις θάμνους, καθένας τῶν ὁποίων παράγει σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, καὶ δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του, ὥστε νὰ συνεχίζουν τὴν ὕπαρξίν των ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
13
Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.
13
Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι ἡ χλόη, οἱ θάμνοι καὶ τὰ δένδρα, ποὺ ἐκάλυψαν ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ξηρᾶς, ἦσαν καλά, σκόπιμα καὶ χρήσιμα. Ἔγινεν ἑσπέρα, ἔγινε πρωῒ καὶ συνεπληρώθη ἡ τρίτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
13
Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλόν, ἔτσι ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸ εἶχε προορίσει· διότι τὸ ἴδιον δημιουργικὸν πρόσταγμα συνεχίζει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν γῆν, ὥστε νὰ βλαστάνῃ τὸ χορτάρι, τοὺς θάμνους καὶ τὰ δένδρα τὸ καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ τρίτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ τρίτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
14
Καὶ εἶπεν Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς·
14
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «ἂς γίνουν (ἂς φανοῦν) εἰς τὸν οὐρανὸν τῆς γῆς φωτεινοὶ ἀστέρες, διὰ νὰ φωτίζουν τὴν γῆν καὶ νὰ χωρίζουν τὴν ἡμέραν ἀπὸ τὴν νύκτα. Ἂς εἶναι οἱ ἀστέρες αὐτοὶ εἰς σημεῖα μετεωρολογικῶν καὶ ἄλλων φαινομένων, καὶ ἂς χρησιμεύουν εἰς κανονικὴν μεταβολὴν καὶ διάκρισιν τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους, τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν ἐτῶν.
14
Καὶ ὁ Θεὸς ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ ἐμφανισθοῦν εἰς τὸν οὐράνιον θόλον φωτεινὰ σώματα, διὰ νὰ φωτίζουν τὴν γῆν, διὰ νὰ χωρίζουν τὴν ἡμέραν ἀπὸ τὴν νύκτα καὶ οἱ φωτεινοὶ αὐτοὶ ἀστέρες νὰ εἶναι κατάλληλοι διὰ τὴν ἐπισήμανσιν τῶν μετεωρολογικῶν καὶ καιρικῶν συνθηκῶν, διὰ τὴν κανονικὴν διαδοχὴν καὶ τὴν διάκρισιν τῶν ἐποχῶν τὸ ἔτους καὶ τῶν ἑορτῶν διὰ τὴν ἀρίθμησιν τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν ἐτῶν.
15
καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
15
Πρὸ παντὸς δὲ ἂς εἶναι αὐτοὶ εἰς τὸν οὐρανόν, ὥστε νὰ φωτίζουν τὴν γῆν». Καὶ ἔγινεν ὅπως ὁ Θεὸς διέταξε.
15
Καὶ τὰ φωτεινὰ αὐτὰ σώματα νὰ εἶναι φῶτα εἰς τὸν οὐράνιον θόλον, διὰ νὰ φωτίζουν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
16
Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας.
16
Καὶ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο μεγάλους ἀστέρας, τὸν ἥλιον, τὸν μεγάλον ἀστέρα, νὰ ἄρχῃ μὲ τὸ φῶς του ὅλην τὴν ἡμέραν. Καὶ τὸν μικρότερον ἀστέρα, τὴν σελήνην, νὰ ἄρχῃ μὲ τὸ φῶς της κατὰ τὴν νύκτα. Ἐπίσης διέταξε νὰ φανοῦν καὶ οἱ ἄλλοι ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ.
16
Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὰ δύο μεγάλα φωτεινὰ σώματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν διαστάσεις τέτοιες, ὥστε ἐπαρκεῖ τὸ φῶς των νὰ καταφωτίζῃ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὸν μεγάλον ἀστέρα, τὸν ἥλιον, διὰ νὰ ἐξουσίαζῃ καὶ βασιλεύῃ μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν θερμότητά του κατὰ τὴν ἡμέραν, καὶ τὸν μικρότερον ἀστέρα, τὴν σελήνην, διὰ νὰ ἐξουσιάζῃ καὶ βασιλεύῃ κατὰ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς, ποὺ τῆς δανείζει ὁ ἥλιος ἐπίσης διέπλασε καὶ διεμόρφωσε καὶ τοὺς ἄλλους ἀστέρας.
17
Καὶ ἔθετο αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς
17
Καὶ ἔθεσεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς τὸ οὐράνιον στερέωμα, διὰ νὰ στέλλουν τὸ φῶς των ἐπάνω εἰς τὴν γῆν·
17
Καὶ ὁ Θεὸς ἔθεσεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀστέρας εἰς τὸν οὐράνιον θόλον καὶ τοὺς ἔταξεν εἰς τροχιὰν κανονικὴν καὶ εἰς ἀνάλογον ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ μὲ θερμότητα τόσην, ὅση χρειάζεται νὰ τὴν φωτίζουν καὶ νὰ τὴν ζωογονοῦν.
18
καὶ ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
18
νὰ ἐξουσιάζουν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα καὶ νὰ ξεχωρίζουν τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος. Καὶ εἶδεν ὁ παντογνώστης Θεός, ὅτι τὸ ἔργον του αὐτὸ ἦτο καλόν, χρήσιμον καὶ σκόπιμον.
18
Καὶ τοὺς ἔταξε νὰ ἐξουσιάζουν ὁ μὲν ἥλιος κατὰ τὴν ἡμέραν, ὥστε νὰ τὴν καθιστᾷ φαιδροτέραν καὶ λαμπροτέραν, ἡ δὲ σελήνη κατὰ τὴν νύκτα, ὥστε νὰ διαλύῃ τὸ σκοτάδι καὶ νὰ καθιστᾲ τὴν νύκτα ἤρεμον καὶ γλυκεῖαν καὶ ἀκόμη, διὰ νὰ χωρίζουν τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλόν, ἔτσι ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸ εἶχε προορίσει.
19
Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη.
19
Ἔγινεν ἑσπέρα, ἔγινε πρωῒ καὶ συνεπληρώθη ἡ τετάρτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
19
Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ τετάρτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ τετάρτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
20
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἐρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα τῆς γῆς, κατὰ τῷ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
20
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «νὰ βγάλουν τὰ ὕδατα τῶν θαλασσῶν ψάρια καὶ ἐρπετὰ καὶ πτηνά, τὰ ὁποῖα θὰ πετοῦν εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν μεταξὺ τοῦ οὐρανίου θόλου καὶ τῆς γῆς». Καὶ ἔγινεν ἔτσι.
20
Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ βγάλουν, νὰ παραγάγουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν μὲ πλῆθος ἀπὸ ζωντανοὺς ὀργανισμούς, ψάρια ζωοτόκα καὶ ὠοτόκα, καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα νὰ γεμίσῃ μὲ πλῆθος ἀπὸ πτηνά, τὰ ὁποῖα νὰ πετοῦν μεταξὺ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανίου θόλου». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
21
Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
21
Καὶ ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὰ μεγάλα κήτη καὶ τὰ ψάρια καὶ τὰ ἐρπετά, τὰ ὁποῖα σύμφωνα μὲ τὴν διαταγήν του ἔβγαλαν τὰ ὕδατα ἕκαστον κατὰ τὸ εἰδὸς αὐτοῦ· καθὼς καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν πτηνῶν καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι ὅλα ἦσαν καλὰ καὶ χρήσιμα διὰ τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγιναν.
21
Καὶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδὲν τὰ μεγάλα θαλάσσια κήτη, τὰ ψάρια καὶ ὅλους τοὺς ζωντανοὺς θαλασσίους ὀργανισμούς, ποὺ γλιστροῦν εἰς τὰ νερά, τοὺς ὁποίους κατὰ τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔβγαλαν μὲ ἀφθονίαν τὰ νερά, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του· ἐπίσης καὶ κάθε εἶδος πτηνοῦ, τὸ ὁποῖον μὲ τὰ πτερά του διασχίζει τοὺς ὁρίζοντες, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὰ ἔργα του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλά, ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὰ εἶχε προορίσει.
22
Καὶ εὐλόγησεν αὐτὰ ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς.
22
Καὶ εὐλόγησεν αὐτὰ ὁ Θεὸς λέγων· «γίνεσθε γόνιμα, αὐξάνεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε καὶ γεμίσατε τὰ ὕδατα τῶν θαλασσῶν. Καὶ τὰ πετεινὰ ἐπίσης ἂς πληθυνθοῦν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
22
Καὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἤθελε διὰ τῆς πολυγονίας νὰ γεμίσουν τὴν θάλασσαν καὶ νὰ καλύψουν τὴν ξηρὰν καὶ νὰ ἔχουν τὴν ὕπαρξιν παντοτεινήν, τὰ εὐλόγησε καὶ εἶπεν· «ἀναπαράγεσθε, καρποφορεῖτε, μεγαλώνετε, πολλαπλασιάζεσθε καὶ γεμίσετε τὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν· καὶ τὰ πτηνά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, νὰ πολλαπλασιάζωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
23
Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη.
23
Καὶ ἔγινεν ἑσπέρα καὶ ἔγινε πρωΐ καὶ συνεπληρώθη ἡ πέμπτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
23
Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισεν ἡ πέμπτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ vὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ πέμπτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
24
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἐρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
24
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· «ἂς βγάλῃ ἡ γῆ ζῶα διαφόρων εἰδῶν, τετράποδα καὶ ἐρπετὰ καὶ θηρία τῆς ξηρᾶς, τὸ καθένα κατὰ τὸ εἴδος του». Καὶ ἔγινε ἔτσι.
24
Καὶ ὁ Θεός, έκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ βγάλῃ καὶ νὰ γεμίσῃ ἡ γῆ μὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, τῶν ζώων· νὰ βγάλῃ ζῶα μεγάλα, ἥμερα καὶ κατοικίδια, ἑρπετὰ καὶ ἔντομα, ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα νὰ ζοῦν εἰς τὰ δάση, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
25
Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἐρπετὰ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
25
Καὶ ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ τὰ εἴδη αὐτῶν, καὶ τὰ κτήνη κατὰ τὰ εἴδη αὐτῶν καὶ ὅλα τὰ ἐρπετὰ τῆς γῆς κατὰ τὰ εἴδη αὐτῶν. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι καλά, σκόπιμα καὶ χρήσιμα.
25
Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα ζοῦν εἰς τὰ δάση καθένα κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ τὰ μεγάλα, ἥμερα καὶ κατοικίδια ζῶα καθένα κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ ὅλα τὰ μικρὰ ζῶα, ἑρπετὰ καὶ ἔντομα καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὰ ἔργα του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλά, ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθή βουλή του καὶ ὅπως τὰ εἶχε προορίσει.
26
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ' ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἐρπετῶν τῶν ἐρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
26
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶπε καθ' ἑαυτόν· «ἂς δημιουργήσωμεν τώρα τὸν ἄνθρωπον, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν μας εἰκόνα, καὶ νὰ ἔχῃ τὴν δυνατότητα νὰ ὁμοιάσῃ μὲ ἡμᾶς. Αὐτοί, ἄνδρας καὶ γυναῖκα, ἂς εἶναι ἄρχοντες καὶ κύριοι τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης, τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ, τῶν κτηνῶν καὶ ὅλης τῆς γῆς καὶ ὅλων ὅσα ἔρπουν ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς».
26
Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλὴν καὶ σκέψιν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς Αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς Αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα, εἶπεν· «ἂς κάμωμεν μέγα καὶ θαυμαστὸν δημιούργημα, τὸ τιμιώτερον ὅλων τῶν ζωντανῶν κτισμάτων, διὰ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτὰ ἂς κάμωμεν ἄνθρωπον, ἄνδρα καὶ γυναῖκα, καὶ ἂς τὸν τιμήσωμεν μὲ ἔξοχα χαρίσματα καὶ θεῖες ἱκανότητες· δηλαδὴ μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου καὶ ἂς τὸν κάμωμεν ἔτσι, ὥστε νὰ ἠμπορῇ, ἐὰν θέλῃ, νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ ἡμᾶς κατὰ τὴν ἀρετήν, τὴν ὁσιότητα καὶ ἁγιότητα, ὅσον τοῦτο εἶναι δυνατὸν εἰς τὸ κτίσμα νὰ ὁμοιάσῃ τὸν κτίστην του. Καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἄρχουν ὡς ἄλλοι ἀντιβασιλεῖς ἐπὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πτηνῶν, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ τῶν μεγάλων ζώων τῆς γῆς, ἀγρίων καὶ ἡμέρων καὶ ἐπὶ ὅλων τῶν ἄλλων μικρῶν ζώων, ποὺ κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται καὶ ἐπὶ τῶν ἐντόμων, τὰ ὁποῖα ζοῦν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
27
Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
27
Καὶ πράγματι ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἐπροίκισε μὲ ἰδικά του χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, ὥστε νὰ εἶναι μὲ αὐτὰ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ. Ἐδημιούργησεν ἀπ' ἀρχῆς ἄνδρα καὶ γυναῖκα.
27
Καὶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε καὶ διέπλασε τὸν ἄνθρωπον μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου· ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῆς ἀνδρόγυνον, ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα.
28
Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἐρπετῶν τῶν ἐρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
28
Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς λέγων· «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, γεμίσατε ὅλην τὴν γῆν καὶ γενῆτε κύριοι αὐτῆς· σᾶς δίδω τὴν δύναμιν νὰ εἶσθε κύριοι καὶ ἐξουσιασταὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὅλων τῶν κτηνῶν καὶ ὅλης τῆς γῆς καὶ ὅλων ὅσα, ὡς ἐρπετά, σύρονται ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς».
28
Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, λέγων· «σεῖς, τὸ ἕνα ζεῦγος, καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε· μὲ τοὺς ἀπογόνους, ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν μίαν ρίζαν, τὴν ἰδικήν σας, γεμίσατε καὶ καλύψατε τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ κυρίαρχοι, ποὺ θὰ τὴν ὑποτάξετε καὶ γίνετε δεσπόται καὶ ἐξουσιασταὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, καὶ τῶν μεγάλων ζώων, ἀγρίων καὶ ἡμέρων, καὶ ὁλοκλήρου τῆς γῆς καὶ ὅλων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
29
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρειν σπέρμα, ὃ ἐστιν ἐπάνω πάσης γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὅ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν.
29
Καὶ ἐν συνεχείᾳ εἶπεν ὁ Θεός· «ἰδοὺ ἔχω δώσει ὑπὸ τὴν κυριότητά σας καὶ εἰς ἐξυπηρέτησίν σας ὅλα τὰ εἰδη τοῦ χόρτου, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐν ἑαυτοῖς σπέρματα καὶ εἶναι ἀπλωμένα εἰς ὁλόκληρον τὴν γῆν, καὶ κάθε δένδρον, τὸ ὁποῖον φέρει καρπὸν πρὸς τροφήν σας καὶ σπέρμα πρὸς πολλαπλασιασμὸν καὶ διαιώνισίν του. Ὅλα αὐτά, χόρτα τῆς γῆς καὶ καρποὶ τῶν δένδρων, θὰ εἶναι εἰς διατροφήν σας.
29
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: «Νά· ἔχω δώσει εἰς σᾶς, τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, ὅλα τὰ εἴδη τῶν χόρτων καὶ φυτῶν, ποὺ ἔχουν σπόρον καὶ ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὁλοκλήρου τῆς γῆς, καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν δένδρων, ποὺ ἔχουν εἰς τοὺς καρπούς των τὸν σπόρον διὰ πολλαπλασιασμὸν ὅλα αὐτά, χόρτα καὶ φυτὰ καὶ καρποὶ τῶν δένδρων, ἂς εἶναι διὰ τὴν διατροφὴν καὶ τὴν συντήρησίν σας.
30
Καὶ πᾶσι τῆς πετοινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἐρπετῷ ἔρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
30
Σᾶς δίδω ἐπίσης κυριότητα ἐπὶ ὅλων τῶν θηρίων τῆς γῆς, ἐπὶ ὅλων τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ ὅλων τῶν ἐρπετῶν, ποὺ σύρονται εἰς τὴν γῆν· εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς ζώσας ὑπάρξεις δίδω ἐπίσης ὡς τροφὴν τὸ χλωρὸν χόρτον τῆς γῆς». Καὶ ἔγινεν ὅπως ὁ Θεὸς διέταξε.
30
Καὶ εἰς ὅλα τὰ μεγάλα ἄγρια ζῶα τῆς γῆς καὶ εἰς ὅλα τὰ πετεινά, τὰ ὁποῖα διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, καὶ εἰς ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι ζωντανὲς ὑπάρζεις, δίδω διὰ διατροφὴν καὶ συντήρησίν των κάθε εἶδος χόρτου χλωροῦ, πρασίνου καὶ τρυφεροῦ». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ὅλα εἰς ὅσα ὁ Θεὸς ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ γίνουν, ἐπραγματοποιήθησαν καὶ ἔλαβαν τὴν πρέπουσαν θέσιν καὶ ἀποστολὴν εἰς τὸν κόσμον.
31
Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
31
Καὶ ἐπεθεώρησεν ὁ παντογνώστης Θεὸς ὅλα ὅσα ἐδημιούργησε, καὶ εἶδεν ὅτι τὰ πάντα ἦσαν ἐξαιρετικῶς καλά, τὸ καθένα μὲ τὸν σκοπὸν καὶ τὴν χρησιμότητά του. Καὶ ἔγινεν ἑσπέρα, ἔγινε πρωΐ καὶ συνεπληρώθη ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
31
Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ἀτενίζων καὶ ἐπιθεωρῶν μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του ὅλα ὅσα ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ διέπλασεν, ἄψυχα καὶ ἔμψυχα, μὲ τὸν ἄνθρωπον ἀντιβασιλέα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, καὶ νά· τοῦ ἐφάνησαν ὅλα ἑξαιρετικῶς τέλεια καὶ ἄριστα, χωρὶς κανένα μειονέκτημα. Ὅλα ἦσαν ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του· ἦσαν σύνολον ὠλοκληρωμένον, ἁρμονικὸν καὶ ἀπείρου ὡραιότητος· καὶ ὅλα ἔγιναν ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε προορίσει νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Δημιουργόν των. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ, καὶ ἔκλεισεν ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ ἕκτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).