Ἰησοῦς τοῦ Nαυῆ

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν τελευτὴν Μωυσῆ, εἶπε Κύριος τῷ Ἰησοῖ υἱῷ Ναυὴ τῷ ὑπουργῷ Μωυσῇ λέγων·
2 Μωυσῆς ὁ θεράπων μου τετελεύτηκε· νῦν οὖν ἀναστὰς διάβηθι τὸν Ἰορδάνην, σὺ καὶ πᾶς ὁ λαὸς οὗτος εἰς τὴν γῆν, ἣν ἐγὼ δίδωμι αὐτοῖς.
3 Πᾶς ὁ τόπος, ἐφ' ὃν ἂν ἐπιβῆτε τῷ ἴχνει τῶν ποδῶν ὑμῶν, ὑμῖν δώσω αὐτόν, ὃν τρόπον εἴρηκα τῷ Μωυσῇ,
4 τὴν ἔρημον καὶ τὸν Ἀντιλίβανον ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου, καὶ ἕως τῆς θαλάσσης τῆς ἐσχάτης ἀφ' ἡλίου δυσμῶν ἔσται τὰ ὅρια ὑμῶν.
5 Οὐκ ἀντιστήσεται ἄνθρωπος κατενώπιον ὑμῶν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ ὥσπερ ἥμην μετὰ Μωυσῆ, οὕτως ἔσομαι καὶ μετὰ σοῦ καὶ οὐκ ἐγκαταλείψω σε. Οὐδ' ὑπερόψομαί σε.
6 Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, σὺ γὰρ ἀποδιελεῖς τῷ λαῷ τούτῳ τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς.
7 Ἴσχυε οὖν καὶ ἀνδρίζου, φυλάσσεσθαι καὶ ποιεῖν καθότι ἐνετείλατό σοι Μωυσῆς ὁ παῖς μου, καὶ οὐκ ἐκκλινεῖς ἀπ' αὐτῶν εἰς δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερά, ἵνα συνῇς ἐν πᾶσιν οἶς ἐὰν πράσσῃς.
8 Καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἡ βίβλος τοῦ νόμου τούτου ἐκ τοῦ στόματός σου, καὶ μελετήσεις ἐν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτός, ἵνα εἰδῇς ποιεῖν πάντα τὰ γεγραμμένα· τότε εὐοδωθήσῃ, καὶ εὐοδώσεις τὰς ὁδούς σου καὶ τότε συνήσεις.
9 Ἰδοὺ ἐντέταλμαί σοι· ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, μὴ δειλιάσῃς, μηδὲ φοβηθῇς, ὅτι μετὰ σοῦ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς πάντα, οὖ ἐὰν πορεύῃ.
10 Καὶ ἐνετείλατο Ἰησοῦς τοῖς γραμματεῦσι τοῦ λαοῦ λέγων·
11 εἰσέλθατε κατὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς τοῦ λαοῦ καὶ ἐντείλασθε τῷ λαῷ λέγοντες· ἐτοιμάζεσθε ἐπισιτισμόν, ὅτι ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην τοῦτον εἰσελθόντες κατασχεῖν τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν.
12 Καὶ τῷ Ρουβὴν καὶ τῷ Γὰδ καὶ τῷ ἡμίσει φυλῆς Μανασσῆ εἶπεν Ἰησοῦς·
13 μνήσθητε τὸ ρῆμα, ὃ ἐνετείλατο ὑμῖν Μωυσῆς ὁ παῖς Κυρίου λέγων· Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν κατέπαυσεν ὑμᾶς καὶ ἔδωκεν ὑμῖν τὴν γῆν ταύτην.
14 Αἱ γυναῖκες ὑμῶν καὶ τὰ παιδία ὑμῶν καὶ τὰ κτήνη ὑμῶν κατοικείτωσαν ἐν τῇ γῇ, ᾖ ἔδωκεν ὑμῖν, ὑμεῖς δὲ διαβήσεσθε εὔζωνοι πρότεροι τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν. Πᾶς ὁ ἰσχύων, καὶ συμμαχήσετε αὐτοῖς,
15 ἕως ἂν καταπαύσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, ὥσπερ καὶ ὑμᾶς, καὶ κληρονομήσωσι καὶ οὗτοι τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν αὐτοῖς. Καὶ ἀπελεύσεσθε ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, ἣν ἔδωκεν ὑμῖν Μωυσῆς εἰς τὸ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐπ' ἀνατολῶν ἡλίου.
16 Καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπαν· πάντα ὅσα ἐὰν ἐντείλῃ ἡμῖν, ποιήσομεν καὶ εἰς πάντα τόπον, οὖ ἐὰν ἀποστείλῃς ἡμᾶς, πορευσόμεθα·
17 κατὰ πάντα, ὅσα ἠκούσαμεν Μωυσῇ, ἀκουσόμεθά σου, πλὴν ἔστω Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν μετά σοῦ, ὃν τρόπον ἦν μετὰ Μωυσῆ.
18 Ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὃς ἂν ἀπειθήσῃ σοι, καὶ ὅστις μὴ ἀκούσῃ τῶν ρημάτων σου καθότι ἐὰν ἐντείλῃ αὐτῷ, ἀποθανέτω. Ἀλλὰ ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου.
1 Ὅταν ὁ Μωϋσὴς ἐτελεύτησεν, εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυή, τὸν βοηθὸν τοῦ Μωϋσέως τὰ ἐξῆς·
2 «Ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος μου, ἀπέθανε. Τώρα, λοιπόν, σήκω νὰ διαβῇς τὸν Ἰορδάνην, σὺ καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαός, διὰ νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ δίδω εἰς ὅλους σας.
3 Θὰ δώσω εἰς σᾶς ὅλην τὴν περιοχήν, τὴν ὁποίαν θὰ πατήσουν τὰ πόδια σας, ὅπως ἔχω ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Μωϋσῆν.
4 Τὰ ὅρια τῆς χώρας αὐτῆς θὰ εἶναι πρὸς νότον μὲν ἡ ἔρημος (Κάδης), πρὸς βορρᾶν τὸ ὄρος Ἀντιλίβανος, πρὸς ἀνατολὰς ἕως τὸν μεγάλον ποταμὸν τὸν Εὐφράτην, πρὸς δὲ δυσμὰς μέχρι τῆς Μεσογείου Θαλάσσης.
5 Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀντισταθῇ ἐνώπιόν σας καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς σου· καὶ ὅπως ἤμην πάντοτε κοντὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, δύναμις καὶ προστασία του, ἔτσι θὰ εἶμαι καὶ μαζί μὲ σέ. Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω καὶ οὔτε ποτὲ θὰ σὲ παραβλέψω.
6 Ἔχε θάρρος καὶ ἀνδρείαν. Διότι σὺ θὰ κατακτήσῃς καὶ θὰ διανείμῃς εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν τὴν χώραν τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθην νὰ δώσω εἰς τοὺς προπάτοράς σας.
7 Ἔχε λοιπὸν θάρρος καὶ ἀνδρείαν, καὶ πρόσεχε νὰ ἐφαρμόζῃς πιστῶς, ὅ,τι ἔχει διατάξει ὁ δοῦλος μου Μωϋσῆς εἰς τὸν Νόμον. Ἀπὸ τὰς ἐντολὰς τοῦ Νόμου δὲν θὰ παρεκκλίνῃς καθόλου, οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά, διὰ νὰ ἀποκτήσῃς ἔτσι σύνεσιν καὶ νὰ φέρῃς εἰς πέρας ἐπιτυχῶς ὅλα τὰ ἔργα σου.
8 Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀφήσῃς ἀπὸ τὰ χέρια σου, ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὸ στόμα σου τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου τούτου. Θὰ τὸ μελετᾷς ἡμέραν καὶ νύκτα, διὰ νὰ μάθῃς καλὰ καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς πιστῶς ὅλα, ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς αὐτό. Τότε θὰ εὐοδωθῇς καὶ θὰ φέρῃς εἰς αἴσιον πέρας τοὺς σκοπούς σου καὶ θὰ ἀναδειχθῇς συνετὸς διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ διὰ τὸν λαόν.
9 Ἰδού· σοῦ ἔχω δώσει τὴν ἐντολήν· λάβε δύναμιν καὶ ἀνδρείαν, μὴ δειλιάσῃς ποτέ, μὴ φοβηθῇς κανένα, διότι ἐγώ, Κύριος ὁ Θεός σου, εἶμαι μαζί σου εἰς ὅλας τὰς ἐνεργείας σου καὶ ὅπου θὰ πορευθῇς».
10 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ διέταξε τότε τοὺς γραμματεῖς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, λέγων·
11 «εἰσέλθετε ἀνὰ μέσον τοῦ στρατοπέδου καὶ παραγγείλατε εἰς τὸν λαὸν τὰ ἐξῆς· Ἐτοιμάσατε τροφάς, διότι ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας θὰ διαβῆτε τοῦτον τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, διὰ νὰ εἰσέλθετε καὶ κατακτήσετε τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας δίδει εἰς σᾶς».
12 Εἰς τὰς φυλὰς τοῦ Ρουβὴν καὶ τοῦ Γὰδ καὶ εἰς τὸ ἥμισυ τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, εἶπεν·
13 «ἐνθυμηθῆτε τὴν ἐντολήν, τὴν ὁποίαν ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου, σᾶς ἔδωσε λέγων· Κύριος ὁ Θεός σας παρεχώρησεν εἰς σᾶς αὐτὴν τὴν ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου χώραν καὶ σᾶς ἀνέπαυσεν ἀπὸ τὰς ἄλλας ταλαιπωρίας.
14 Αἱ γυναῖκες σας καὶ τὰ παιδιά σας καὶ τὰ κτήνη σας, ἂς παραμείνουν εἰς τὴν γῆν, ποὺ σᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος. Σεῖς ὅμως οἱ ἄνδρες μὲ ἐλαφρὸν ὁπλισμὸν θὰ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, προηγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς σας. Ὅλοι οἱ δυνάμενοι ἀπὸ σᾶς θὰ συμπολεμήσουν μὲ τοὺς ἀδελφούς σας ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Χαναάν,
15 μέχρις ὅτου Κύριος ὁ Θεός μᾶς ἐγκαταστήσῃ τοὺς ἀδελφούς σας, ὅπως καὶ σᾶς, καὶ κατακτήσουν καὶ αὐτοὶ τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ Θεὸς μᾶς δίδει εἰς αὐτούς. Ἔπειτα δὲ θὰ ἐπιστρέψῃ ὁ καθένας σας εἰς τὴν κληρονομίαν του, τὴν ὁποίαν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώραν».
16 Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυὴ καὶ εἶπαν· «ὅλα ὅσα θὰ μᾶς διατάξῃς θὰ τὰ ἐκτελέσωμεν καὶ εἰς κάθε τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ μᾶς ἀποστείλῃς, θὰ μεταβῶμεν.
17 Ὅπως δὲ ὑπηκούσαμεν εἰς ὅλα, ὅσα μᾶς διέταξεν ὁ Μωϋσῆς, θὰ ὑπακούσωμεν καὶ εἰς σέ. Μόνον εὐχόμεθα νὰ εἶναι μαζί σου Κύριος ὁ Θεός μας, ὅπως ἦτο καὶ μαζί μὲ τὸν Μωϋσῆν.
18 Ἐκεῖνος δὲ ὁ Ἰσραηλίτης, ὁ ὁποῖος θὰ δειχθῇ ἀπειθὴς εἰς σὲ καὶ δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς κάθε τι, ποὺ σὺ θὰ τὸν διατάξῃς, ἂς τιμωρηθῇ διὰ θανάτου. Σὺ δὲ λάβε δύναμιν καὶ θάρρος».
1 Καὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μωϋσῆ συνέβη τοῦτο: Ὁ Θεὸς ἐμίλησε εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ναυῆ, τὸν πιστὸν ἀκόλουθον, πρόθυμον βοηθὸν καὶ στενὸν φίλον τοῦ Μωϋσῆ, καὶ τοῦ εἶπε:
2 «Ὁ Μωϋσῆς, ὁ πιστὸς ὑπηρέτης μου, ἀπέθανε. Διὰ τοῦτο σὺ τώρα σήκω ἐπάνω καὶ ἐτοιμάσου νὰ περάσῃς τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην, ποὺ εἶναι ἀπέναντί σας, σὺ καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαός, διὰ νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ δίδω εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
3 Κάθε τόπον, τὸν ὁποῖον θὰ πατήσῃ τὸ πόδι σας, θὰ τὸν δώσω εἰς σᾶς, ὅπως ἀκριβῶς ἔχω ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Μωϋσῆν. Τὰ ὅρια τῆς χώρας, τὴν ὁποίαν θὰ δώσω ὑπὸ τὴν κατοχήν σας, εἶναι
4 ἡ περιοχὴ ἀπὸ τὴν ἔρημον Κάδης (πρὸς νότον) μέχρι τὰ ὅρη τοῦ Ἀντιλιβάνου (πρὸς βορρᾶν)· ἀπὸ τοῦ μεγάλου ποταμοῦ, τοῦ Εὐφράτη (πρὸς ἀνατολάς) (ὅλη ἡ περιοχὴ τῶν Χετταίων) μέχρι τῆς Μεσογείου θαλάσσης (πρὸς δυσμάς). Ὅλη ἡ μεγάλη χώρα, ποὺ περικλείεται εἰς τὰ σύνορα αὐτά, θὰ εἶναι ἡ ἐπικράτειά σας.
5 Κανένας ἄνθρωπος καὶ κανένα ἔθνος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀντισταθῇ εἰς σᾶς καὶ νὰ σὲ νικήσῃ, Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς σου· καὶ ὅπως ἤμουν πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν, τὸν ὁποῖον καθωδηγοῦσα καὶ ἐνίσχυα, ἔτσι θὰ εἶμαι καὶ μαζί σου καὶ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω ποτέ, οὔτε θὰ σὲ παραβλέψω, οὔτε θὰ σὲ ἀρνηθῶ εἰς τὸ ἐλάχιστον.
6 Ἔχε ἑπομένως θάρρος· ἀγωνίζου μὲ ἀποφασιστικότητα ὡς γενναῖος ἄνδρας, διότι ἂν καὶ ὁ λαὸς δὲν ἔχει πεῖραν πολέμου καὶ ἔχει μαζί του γυναικόπαιδα, σὺ θὰ κατακτήσῃς καὶ θὰ διαμοιράσῃς ὡς κληρονομίαν εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ἔχω ὑποσχεθῇ μὲ ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας σας ὅτι θὰ δώσω εἰς τὴν κατοχήν των.
7 Μόνον ἔχε θάρρος καὶ ἀγωνίζου μὲ ἀποφασιστικότητα ὡς γενναῖος ἄνδρας καὶ φρόντιζε νὰ πολιτεύεσαι μὲ ἀκρίβειαν καὶ σύμφωνα μὲ ὄσα σὲ ἔχει διατάξει καὶ ὅσα ἔχει νομοθετήσει ὁ πιστὸς δοῦλος μου Μωϋσῆς· πρόσεχε ὥστε νὰ μὴ παρεκκλίνῃς καθόλου ἀπὸ τὸν Νόμον αὐτὸν οὔτε πρὸς τὰ δεξιά, κάνοντας ὑπέρβασιν τοῦ νόμου, οὔτε πρὸς τὰ ἀριστερά, κάνοντας παράβασιν τοῦ νόμου. Ἐὰν τηρῇς μὲ πιστότητα καὶ ἀκρίβειαν τὸν νόμον, θὰ γνωρίζῃς πῶς πρέπει νὰ ἐνεργῇς καὶ ἔτσι θὰ ἔχῃς πάντοτε ἐπιτυχίαν εἰς ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὶς ἐπιχερήσεις σου.
8 Πρόσεχε, ὥστε τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου νὰ μὴ φύγῃ ποτὲ ἀπὸ τὰ χέρια σου, ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ ἀπὸ τὸ στόμα σου. Μὴ σταματήσῃς ποτὲ νὰ τὸ μελετᾷς μὲ πόθον, μὲ προσοχὴν καὶ αὐτοσυγκέντρωσιν ἡμέραν καὶ νύκτα, διὰ νὰ μάθῃς νὰ συμμορφώνεσαι πλήρως καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς πιστῶς ὅλα, ὅσα γράφονται εἰς αὐτό. Νὰ τὸ μελετᾷς καὶ νὰ τὸ κηρύττῃς. Διότι τότε μόνον θὰ εὐτυχῇς, θὰ σοῦ ἔρχονται ὅλα δεξιὰ καὶ θὰ ἐπιτυγχάνῃς εἰς τὰ ἔργα σου· τότε μόνον θὰ γίνῃς σοφὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος.
9 Νά· σοῦ ἐτόνισα, σοῦ τονίζω καὶ πάλιν καὶ σοῦ δίδω τὴν ἐντολήν: Ἔχε θάρρος, ἀγωνίζου ὡς γενναῖος καὶ ἀποφασιστικὸς ἄνδρας· μὴ τρομοκρατῆσαι, μὴ φοβῆσαι καὶ μὴ ἀποθαρρύνεσαι ποτέ, διότι ἐγώ, Κύριος ὁ Θεός σου, εἶμαι μαζί σου εἰς ὅλα, ὅσα θὰ ἐνεργῇς καὶ ἐπιχειρῇς».
10 Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τοὺς γραμματεῖς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τοὺς εἶπε:
11 «Διατρέξετε καὶ διασχίσετε τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ παραγγείλετε εἰς τὸν λαὸν τὰ ἀκόλουθα: «Προετοιμάστε τροφές, διότι μετὰ τρεῖς ἡμέρες θὰ περάσετε τὸν Ἰορδάνην, τὸν ποταμὸν αὐτὸν ποὺ εἶναι ἐμπρός σας, διὰ νὰ εἰσβάλετε καὶ κατακτήσετε τὴν χώραν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας, σᾶς δίδει ὡς κληρονομίαν καὶ ἐγκατάστασιν».
12 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Ρουβὴν καὶ εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Γὰδ καὶ εἰς τὸ ἥμισυ τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ:
13 «Ἐνθυμηθῆτε τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα σᾶς ἔδωσεν ὡς ἐντολὴν ὁ Μωϋσῆς, ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ ἀφωσιωμένος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Σᾶς εἶπε: «Κύριος ὁ Θεός σας ἀνέπαυσε καὶ σᾶς ἐγκατέστησεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν (ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου), τὴν ὁποίαν σᾶς ἔδωκεν ὡς κληρονομίαν».
14 Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ζῶα σας ἂς κατοικήσουν εἰς τὴν περιοχὴν (ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου), τὴν ὁποίαν σᾶς ἔδωκεν ὁ Θεός· σεῖς ὅμως οἱ ἐμπειροπόλεμοι θὰ διασταυρώσετε καὶ θὰ περάσετε τὸν Ἰορδάνην μόνον μὲ τὰ ἐλαφρὰ ὅπλα σας πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς σας, τοὺς Ἰσραηλίτες. Θὰ περάσετε ὅλοι οἱ μάχιμοι μὲ τὰ ὅπλα σας καὶ θὰ βοηθήσετε τοὺς ἄλλους
ἀδελφούς σας εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Χαναναίων,
15 μέχρις ὅτου ὁ Κύριος ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκαταστήσῃ καὶ ἀναπαύσῃ τοὺς ἀδελφούς σας Ἰσραηλίτες ὅπως καὶ σᾶς, καὶ μέχρις ὅτου κατακτήσουν καὶ κληρονομήσουν ἐπίσης καὶ αὐτοὶ τὴν χώραν Χαναάν, τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ Θεὸς μᾶς δίδει εἰς αὐτούς. Κατόπιν ἠμπορεῖτε νὰ ἐπιστρέψετε ὁ καθένας εἰς τὴν περιοχὴν τῆς κληρονομίας του, τὴν ὁποίαν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς εἰς αὐτὴν ἐδῶ τὴν χώραν, ποὺ εὑρίσκεται πέραν τοῦ Ἰορδάνη, εἰς τὰ ἀνατολικά του».
16 Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὅλα, ὅσα μᾶς διατάξῃς, θὰ τὰ κάμωμεν χωρὶς γογγυσμόν, καὶ εἰς ὁποιονδήποτε τόπον μᾶς ἀποστείλῃς, θὰ μεταβῶμεν μὲ προθυμίαν·
17 ὅπως ἀκριβῶς ὑπακούσαμε εἰς ὅλα, ὅσα μᾶς διέταξεν ὁ Μωϋσῆς, ἔτσι θὰ ὑπακούσωμεν καὶ εἰς σέ. Μόνον εὐχόμεθα νὰ εἶναι μαζί σου Κύριος ὁ Θεὸς ἠμῶν, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν, ὥστε νὰ σὲ εὐλογῇ, νὰ σὲ σοφίζῃ καὶ σὲ ἐνισχύη!
18 Ὁποιοσδήποτε δὲ θὰ ἀπειθήσῃ ἢ θὰ ἐπαναστατήσῃ ἐναντίον σου, καὶ δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς ὅλες τὶς ἐντολές, ποὺ θὰ τὸν διατάξῃς νὰ ἐκτελέσῃ, ἂς τιμωρηθῇ μὲ θάνατον! Μόνον ἔχε θάρρος καὶ ἀγωνίζου μὲ ἀποφασιστικότητα ὡς γενναῖος ἄνδρας!»
Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
1 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν τελευτὴν Μωυσῆ, εἶπε Κύριος τῷ Ἰησοῖ υἱῷ Ναυὴ τῷ ὑπουργῷ Μωυσῇ λέγων·
1 Ὅταν ὁ Μωϋσὴς ἐτελεύτησεν, εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυή, τὸν βοηθὸν τοῦ Μωϋσέως τὰ ἐξῆς·
2 Μωυσῆς ὁ θεράπων μου τετελεύτηκε· νῦν οὖν ἀναστὰς διάβηθι τὸν Ἰορδάνην, σὺ καὶ πᾶς ὁ λαὸς οὗτος εἰς τὴν γῆν, ἣν ἐγὼ δίδωμι αὐτοῖς.
2 «Ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος μου, ἀπέθανε. Τώρα, λοιπόν, σήκω νὰ διαβῇς τὸν Ἰορδάνην, σὺ καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαός, διὰ νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ δίδω εἰς ὅλους σας.
3 Πᾶς ὁ τόπος, ἐφ' ὃν ἂν ἐπιβῆτε τῷ ἴχνει τῶν ποδῶν ὑμῶν, ὑμῖν δώσω αὐτόν, ὃν τρόπον εἴρηκα τῷ Μωυσῇ,
3 Θὰ δώσω εἰς σᾶς ὅλην τὴν περιοχήν, τὴν ὁποίαν θὰ πατήσουν τὰ πόδια σας, ὅπως ἔχω ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Μωϋσῆν.
4 τὴν ἔρημον καὶ τὸν Ἀντιλίβανον ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου, καὶ ἕως τῆς θαλάσσης τῆς ἐσχάτης ἀφ' ἡλίου δυσμῶν ἔσται τὰ ὅρια ὑμῶν.
4 Τὰ ὅρια τῆς χώρας αὐτῆς θὰ εἶναι πρὸς νότον μὲν ἡ ἔρημος (Κάδης), πρὸς βορρᾶν τὸ ὄρος Ἀντιλίβανος, πρὸς ἀνατολὰς ἕως τὸν μεγάλον ποταμὸν τὸν Εὐφράτην, πρὸς δὲ δυσμὰς μέχρι τῆς Μεσογείου Θαλάσσης.
5 Οὐκ ἀντιστήσεται ἄνθρωπος κατενώπιον ὑμῶν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ ὥσπερ ἥμην μετὰ Μωυσῆ, οὕτως ἔσομαι καὶ μετὰ σοῦ καὶ οὐκ ἐγκαταλείψω σε. Οὐδ' ὑπερόψομαί σε.
5 Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀντισταθῇ ἐνώπιόν σας καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς σου· καὶ ὅπως ἤμην πάντοτε κοντὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, δύναμις καὶ προστασία του, ἔτσι θὰ εἶμαι καὶ μαζί μὲ σέ. Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω καὶ οὔτε ποτὲ θὰ σὲ παραβλέψω.
6 Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, σὺ γὰρ ἀποδιελεῖς τῷ λαῷ τούτῳ τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς.
6 Ἔχε θάρρος καὶ ἀνδρείαν. Διότι σὺ θὰ κατακτήσῃς καὶ θὰ διανείμῃς εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν τὴν χώραν τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθην νὰ δώσω εἰς τοὺς προπάτοράς σας.
7 Ἴσχυε οὖν καὶ ἀνδρίζου, φυλάσσεσθαι καὶ ποιεῖν καθότι ἐνετείλατό σοι Μωυσῆς ὁ παῖς μου, καὶ οὐκ ἐκκλινεῖς ἀπ' αὐτῶν εἰς δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερά, ἵνα συνῇς ἐν πᾶσιν οἶς ἐὰν πράσσῃς.
7 Ἔχε λοιπὸν θάρρος καὶ ἀνδρείαν, καὶ πρόσεχε νὰ ἐφαρμόζῃς πιστῶς, ὅ,τι ἔχει διατάξει ὁ δοῦλος μου Μωϋσῆς εἰς τὸν Νόμον. Ἀπὸ τὰς ἐντολὰς τοῦ Νόμου δὲν θὰ παρεκκλίνῃς καθόλου, οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά, διὰ νὰ ἀποκτήσῃς ἔτσι σύνεσιν καὶ νὰ φέρῃς εἰς πέρας ἐπιτυχῶς ὅλα τὰ ἔργα σου.
8 Καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἡ βίβλος τοῦ νόμου τούτου ἐκ τοῦ στόματός σου, καὶ μελετήσεις ἐν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτός, ἵνα εἰδῇς ποιεῖν πάντα τὰ γεγραμμένα· τότε εὐοδωθήσῃ, καὶ εὐοδώσεις τὰς ὁδούς σου καὶ τότε συνήσεις.
8 Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀφήσῃς ἀπὸ τὰ χέρια σου, ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὸ στόμα σου τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου τούτου. Θὰ τὸ μελετᾷς ἡμέραν καὶ νύκτα, διὰ νὰ μάθῃς καλὰ καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς πιστῶς ὅλα, ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς αὐτό. Τότε θὰ εὐοδωθῇς καὶ θὰ φέρῃς εἰς αἴσιον πέρας τοὺς σκοπούς σου καὶ θὰ ἀναδειχθῇς συνετὸς διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ διὰ τὸν λαόν.
9 Ἰδοὺ ἐντέταλμαί σοι· ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, μὴ δειλιάσῃς, μηδὲ φοβηθῇς, ὅτι μετὰ σοῦ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς πάντα, οὖ ἐὰν πορεύῃ.
9 Ἰδού· σοῦ ἔχω δώσει τὴν ἐντολήν· λάβε δύναμιν καὶ ἀνδρείαν, μὴ δειλιάσῃς ποτέ, μὴ φοβηθῇς κανένα, διότι ἐγώ, Κύριος ὁ Θεός σου, εἶμαι μαζί σου εἰς ὅλας τὰς ἐνεργείας σου καὶ ὅπου θὰ πορευθῇς».
10 Καὶ ἐνετείλατο Ἰησοῦς τοῖς γραμματεῦσι τοῦ λαοῦ λέγων·
10 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ διέταξε τότε τοὺς γραμματεῖς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, λέγων·
11 εἰσέλθατε κατὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς τοῦ λαοῦ καὶ ἐντείλασθε τῷ λαῷ λέγοντες· ἐτοιμάζεσθε ἐπισιτισμόν, ὅτι ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην τοῦτον εἰσελθόντες κατασχεῖν τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν.
11 «εἰσέλθετε ἀνὰ μέσον τοῦ στρατοπέδου καὶ παραγγείλατε εἰς τὸν λαὸν τὰ ἐξῆς· Ἐτοιμάσατε τροφάς, διότι ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας θὰ διαβῆτε τοῦτον τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, διὰ νὰ εἰσέλθετε καὶ κατακτήσετε τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας δίδει εἰς σᾶς».
12 Καὶ τῷ Ρουβὴν καὶ τῷ Γὰδ καὶ τῷ ἡμίσει φυλῆς Μανασσῆ εἶπεν Ἰησοῦς·
12 Εἰς τὰς φυλὰς τοῦ Ρουβὴν καὶ τοῦ Γὰδ καὶ εἰς τὸ ἥμισυ τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, εἶπεν·
13 μνήσθητε τὸ ρῆμα, ὃ ἐνετείλατο ὑμῖν Μωυσῆς ὁ παῖς Κυρίου λέγων· Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν κατέπαυσεν ὑμᾶς καὶ ἔδωκεν ὑμῖν τὴν γῆν ταύτην.
13 «ἐνθυμηθῆτε τὴν ἐντολήν, τὴν ὁποίαν ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου, σᾶς ἔδωσε λέγων· Κύριος ὁ Θεός σας παρεχώρησεν εἰς σᾶς αὐτὴν τὴν ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου χώραν καὶ σᾶς ἀνέπαυσεν ἀπὸ τὰς ἄλλας ταλαιπωρίας.
14 Αἱ γυναῖκες ὑμῶν καὶ τὰ παιδία ὑμῶν καὶ τὰ κτήνη ὑμῶν κατοικείτωσαν ἐν τῇ γῇ, ᾖ ἔδωκεν ὑμῖν, ὑμεῖς δὲ διαβήσεσθε εὔζωνοι πρότεροι τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν. Πᾶς ὁ ἰσχύων, καὶ συμμαχήσετε αὐτοῖς,
14 Αἱ γυναῖκες σας καὶ τὰ παιδιά σας καὶ τὰ κτήνη σας, ἂς παραμείνουν εἰς τὴν γῆν, ποὺ σᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος. Σεῖς ὅμως οἱ ἄνδρες μὲ ἐλαφρὸν ὁπλισμὸν θὰ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, προηγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς σας. Ὅλοι οἱ δυνάμενοι ἀπὸ σᾶς θὰ συμπολεμήσουν μὲ τοὺς ἀδελφούς σας ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Χαναάν,
15 ἕως ἂν καταπαύσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, ὥσπερ καὶ ὑμᾶς, καὶ κληρονομήσωσι καὶ οὗτοι τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν αὐτοῖς. Καὶ ἀπελεύσεσθε ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, ἣν ἔδωκεν ὑμῖν Μωυσῆς εἰς τὸ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐπ' ἀνατολῶν ἡλίου.
15 μέχρις ὅτου Κύριος ὁ Θεός μᾶς ἐγκαταστήσῃ τοὺς ἀδελφούς σας, ὅπως καὶ σᾶς, καὶ κατακτήσουν καὶ αὐτοὶ τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν Κύριος ὁ Θεὸς μᾶς δίδει εἰς αὐτούς. Ἔπειτα δὲ θὰ ἐπιστρέψῃ ὁ καθένας σας εἰς τὴν κληρονομίαν του, τὴν ὁποίαν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώραν».
16 Καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπαν· πάντα ὅσα ἐὰν ἐντείλῃ ἡμῖν, ποιήσομεν καὶ εἰς πάντα τόπον, οὖ ἐὰν ἀποστείλῃς ἡμᾶς, πορευσόμεθα·
16 Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυὴ καὶ εἶπαν· «ὅλα ὅσα θὰ μᾶς διατάξῃς θὰ τὰ ἐκτελέσωμεν καὶ εἰς κάθε τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ μᾶς ἀποστείλῃς, θὰ μεταβῶμεν.
17 κατὰ πάντα, ὅσα ἠκούσαμεν Μωυσῇ, ἀκουσόμεθά σου, πλὴν ἔστω Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν μετά σοῦ, ὃν τρόπον ἦν μετὰ Μωυσῆ.
17 Ὅπως δὲ ὑπηκούσαμεν εἰς ὅλα, ὅσα μᾶς διέταξεν ὁ Μωϋσῆς, θὰ ὑπακούσωμεν καὶ εἰς σέ. Μόνον εὐχόμεθα νὰ εἶναι μαζί σου Κύριος ὁ Θεός μας, ὅπως ἦτο καὶ μαζί μὲ τὸν Μωϋσῆν.
18 Ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὃς ἂν ἀπειθήσῃ σοι, καὶ ὅστις μὴ ἀκούσῃ τῶν ρημάτων σου καθότι ἐὰν ἐντείλῃ αὐτῷ, ἀποθανέτω. Ἀλλὰ ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου.
18 Ἐκεῖνος δὲ ὁ Ἰσραηλίτης, ὁ ὁποῖος θὰ δειχθῇ ἀπειθὴς εἰς σὲ καὶ δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς κάθε τι, ποὺ σὺ θὰ τὸν διατάξῃς, ἂς τιμωρηθῇ διὰ θανάτου. Σὺ δὲ λάβε δύναμιν καὶ θάρρος».