Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Τοῖς ἀδελφοῖς τοῖς κατ' Αἴγυπτον Ἰουδαίοις χαίρειν. Οἱ ἀδελφοὶ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας εἰρήνην ἀγαθήν·
1
Ἡμεῖς, οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ εὑρισκόμεθα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν ἄλλην χώραν τῆς Ἰουδαίας, χαιρετίζομεν τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Αἴγυπτον. Εὐχόμεθα εἰς σᾶς λαμπρὰν εἰρήνην.
1
Πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον, εὐχόμεθα εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν. Οἱ ἀδελφοί των Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, εὔχονται εἰς σᾶς τελείαν καὶ ἀδιατάρακτον εἰρήνην.
2
καὶ ἀγαθοποιήσαι ὑμῖν ὁ Θεός καὶ μνησθείη τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν πιστῶν·
2
Εὐχόμεθα, νὰ ἀποστείλῃ πλούσια πρὸς σᾶς τὰ ἀγαθά του ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν συνθήκην, τὴν ὁποίαν εἶχε συνάψει μὲ τοὺς πιστοὺς δούλους του, τὸν Ἁβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ.
2
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ, νὰ σᾶς τὰ φέρνῃ ὅλα δεξιά, νὰ ἐνθυμῆται τὴν διαθήκην, τὴν ὁποίαν συνῆψε μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, τοὺς πιστοὺς καὶ ἀφωσιωμένους δούλους του.
3
καὶ δῴη ὑμῖν καρδίαν πᾶσιν εἰς τὸ σέβεσθαι αὐτὸν καὶ ποιεῖν αὐτοῦ τὰ θελήματα καρδίᾳ μεγάλῃ καὶ ψυχῇ βουλομένῃ·
3
Εὐχόμεθα, νὰ δώσῃ εἰς ὅλους σας ὁ Κύριος καρδίαν εὐλαβῆ, ὥστε νὰ σέβεσθε αὐτὸν καὶ νὰ τηρῆτε τὰ θελήματά του μὲ ὅλην σας τὴν καρδίαν καὶ μὲ ὅλην σας τὴν θέλησιν.
3
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ εἰς ὅλους σας καρδία πρόθυμη, διὰ νὰ τὸν λατρεύετε καὶ νὰ ἐφαρμόζετε τὸ θέλημά του καὶ τὶς ἐντολές του μὲ γενναῖον καὶ ἀκμαῖον φρόνημα καὶ ὁλοπρόθυμον ψυχήν.
4
καὶ διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς προστάγμασι καὶ εἰρήνην ποιῆσαι
4
Νὰ διανοίξῃ ἀκόμη ὁ Κύριος τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ γνωρίσετε καὶ δεχθῆτε τὸν Νόμον του καὶ τὰς ἐντολάς του, καὶ νὰ θεμελιώσῃ εἰς σᾶς εἰρήνην.
4
Εὐχόμεθα ἐπίσης, ὅπως ὁ Θεὸς ἀνοίξῃ τὴν καρδία σας διὰ νὰ κατανοήσετε τὸν Νόμον του καὶ τὰ προστάγματά του καὶ νὰ σᾶς χαρίσῃ εἰρήνην.
5
καὶ ἐπακούσαι ὑμῶν τῶν δεήσεων καὶ καταλλαγείη ὑμῖν καὶ μὴ ὑμᾶς ἐγκαταλίποι ἐν καιρῷ πονηρῷ.
5
Εὐχόμεθα ἀκόμη νὰ εἰσακούσῃ ὁ Κύριος τὰς προσευχάς σας, νὰ συνδιαλλαγῇ πρὸς σᾶς καὶ νὰ μὴ σᾶς ἐγκαταλείψῃ εἰς καιρὸν θλίψεων.
5
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εἰσακούσῃ τὶς προσευχές σας καὶ νὰ συμφιλιωθῇ μαζί σας καὶ νὰ μὴ σᾶς ἐγκαταλείψῃ εἰς τὸν καιρὸν τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς δυστυχίας σας.
6
Καὶ νῦν ὧδέ ἐσμεν προσευχόμενοι περὶ ὑμῶν.
6
Ἡμεῖς ἐδῶ τώρα προσευχόμεθα καὶ διὰ σᾶς.
6
Καὶ τώρα ἐδῶ ἐμεῖς προσευχόμεθα καὶ κάμνομεν τέτοιου εἴδους δεήσεις εἰς τὸν Θεὸν ὑπὲρ ὑμῶν.
7
βασιλεύοντος Δημητρίου ἔτους ἑκατοστοῦ ἑξηκοστοῦ ἐνάτου, ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι γεγράφαμεν ὑμῖν ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῖν ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις, ἀφ' οὗ ἀπέστη Ἰάσων καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ἁγίας γῆς καὶ τῆς βασιλείας
7
Ὅταν ἐβασίλευεν ὁ Δημήτριος, καὶ συγκεκριμένως κατὰ τὸ ἐκατοστὸν ἑξηκοστὸν ἔνατον ἔτος, ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι εἴχομεν γράψει πρὸς σᾶς τότε, ὅτε εὑρισκόμεθα ὑπὸ τὸ κράτος θλίψεως καὶ μεγάλης κρίσεως κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἰάσων καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ἦσαν μαζί του, ἔγιναν ἀποστάται καὶ προδόται τῆς ἱερᾶς ἡμῶν χώρας καὶ τοῦ βασιλείου.
7
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Δημητρίου Β', τὸ ἑκατοστὸν ἑξηκοστὸν ἔνατον (169ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (τὸ 143 π.Χ.), ἠμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι εἴχομεν ἤδη γράψει εἰς σᾶς ὡς ἑξῆς: «Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ καὶ εἰς τὸ ἀποκορύφωμα τῆς μεγάλης θλίψεως καὶ δοκιμασίας, ποὺ μᾶς εὑρῆκε κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἰάσων καὶ οἱ σύντροφοί του ἀπεστάτησαν καὶ ἔτσι ἐπρόδωσαν τὴν ἁγίαν γῆν (τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας) καὶ τὸ βασίλειον,
8
καὶ ἐνεπύρισαν τὸν πυλῶνα καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον· καὶ ἐδεήθημεν τοῦ Κυρίου καὶ εἱσηκούσθημεν καὶ προσηνέγκαμεν θυσίαν καὶ σεμίδαλιν καὶ ἐξήψαμεν τοὺς λύχνους καὶ προεθήκαμεν τοὺς ἄρτους.
8
Αὐτοὶ ἔκαυσαν τὴν πύλην τοῦ ναοῦ καὶ ἔχυσαν αἷμα ἀθῶον. Ἡμεῖς προσηυχήθημεν πρὸς τὸν Κύριον, ὁ δὲ Κύριος εἱσήκουσε τὴν προσευχήν μας. Προσεφέραμεν θυσίαν αἱματηρὰν καὶ τὴν ἀνάλογον ἀναίμακτον θυσίαν ἀπὸ σημιγδάλι, ἀνάψαμεν τοὺς λύχνους τῆς λυχνίας καὶ ἐθέσαμεν τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως εἰς τὴν τράπεζάν των.
8
οἱ Σύροι ἔκαυσαν τὴν πόλην τοῦ Ναοῦ καὶ ἔχυσαν αἵματα ἀθώων Ἰουδαίων. Προσευχηθήκαμε ὅμως εἰς τὸν Κύριον καὶ εἰσακουσθήκαμε· καὶ τότε ἐπροσφέραμε αἱματηρὰν θυσίαν καὶ τὴν ἀνάλογον ἀναίμακτον θυσίαν ἀπὸ σιμιγδάλι καὶ ἀνάψαμε τοὺς λύχνους τῆς ἑπταφώτου Λυχνίας καὶ ἐθέσαμεν τοὺς ἄρτους ἐπάνω εἰς τὴν Τράπεζαν τῆς Προθέσεως).
9
Καὶ νῦν ἵνα ἄγητε τὰς ἡμέρας τῆς σκηνοπηγίας τοῦ Χασελεῦ μηνός. Ἔτους ἑκατοστοῦ ὀγδοηκοστοῦ καὶ ὀγδόου».
9
Τώρα δέ, σᾶς γράφομεν, διὰ νὰ ἑορτάζετε τὰς ἡμέρας τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ - ὅπως τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας - κατὰ τὸν μῆνα Χασελεῦ, τὸ ἑκατοστὸν ὀγδοηκοστὸν ὄγδοον ἔτος τῆς χρονολογίας τῶν Σελευκιδῶν».
9
Καὶ τώρα σᾶς ὑπενθυμίζομεν ἐπίσης νὰ ἑορτάζετε τὶς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας (δηλαδὴ τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ) κατὰ τὸν ἔνατον μῆνα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔτους, τὸν Χασελεῦ (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Νοέμβριον /Δεκέμβριον), τὸ ἑκατοστὸν ὀγδοηκοστὸν ὄγδοον (Ι88ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (τὸ 124 π.Χ.)».
10
«Οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἡ γερουσία καὶ Ἰούδας Ἀριστοβούλῳ διδασκάλῳ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως, ὄντι δὲ ἀπὸ τοῦ τῶν χριστῶν ἱερέων γένους, καὶ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ Ἰουδαίοις χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν.
10
«Οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν ἄλλην χώραν τῆς Ἰουδαίας, ἡ γερουσία καὶ ὁ Ἰούδας εὔχονται ὑγείαν καὶ εὐτυχίαν εἰς τὸν σοφὸν Ἀριστόβουλον, σύμβουλον τοῦ βασιλέως Πτολεμαίου, τὸν καταγόμενον ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῶν κεχρισμένων ἱερέων, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Αἴγυπτον.
10
«Ὁ λαὸς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἡ Γερουσία καὶ ὁ Ἰούδας πρὸς τὸν Ἀριστόβουλον, τὸν διδάσκαλον τοῦ βασιλιᾶ Πτολεμαίου (ΣΤ' τοῦ Φιλομήτορος), ὁ ὁποῖος (Ἀριστόβουλος) κατάγεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῶν ἱερέων, ποὺ ἔχουν χρισθῆ μὲ τὸ ἅγιον χρῖσμα, καὶ πρὸς τοὺς (ἄλλους) Ἰουδαίους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Αἴγυπτον, εὐχόμεθα εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν καὶ νὰ ὑγιαίνουν.
11
Ἐκ μεγάλων κινδύνων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ σεσωσμένοι μεγάλως εὐχαριστοῦμεν αὐτῷ, ὡς ἃν πρὸς βασιλέα παρατασσόμενοι·
11
Ἔχομεν σωθῆ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ εὐχαριστοῦμεν ὁλοψύχως τὸν Θεόν, ἕτοιμοι καὶ πάλιν νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον τοῦ βασιλέως.
11
Ἀφοῦ σωθήκαμε μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μεγάλους κινδύνους, εὐχαριστοῦμεν μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς μας τὸν Θεόν, ὡς ἄνθρωποι ποὺ εἴμεθα καὶ πάλιν ἕτοιμοι νὰ παραταχθῶμεν καὶ νὰ πολεμήσωμεν κατὰ τοῦ βασιλιᾶ.
12
αὐτὸς γὰρ ἐξέβρασε τοὺς παραταξαμένους ἐν τῇ ἁγίᾳ πόλει.
12
Διότι μαζί μας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐπέταξε μακρὰν ὅλους, ὅσοι παρετάχθησαν εἰς πόλεμον ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως.
12
Διότι αὐτός, ὁ Θεός, ἀπετίναξε καὶ ἀπέρριψεν εἰς τὴν Περσίαν ὅλους ἐκείνους τοὺς ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι παρετάχθησαν εἰς μάχην ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως, τῆς Ἱερουσαλήμ.
13
Εἰς γὰρ τὴν Περσίδα γενόμενος ὁ ἡγεμὼν καὶ ἡ περὶ αὐτὸν ἀνυπόστατος δοκοῦσα εἶναι δύναμις, κατεκόπησαν ἐν τῷ τῆς Ναναίας ἱερῷ, παραλογισμῷ χρησαμένων τῶν περὶ τὴν Ναναίαν ἱερέων.
13
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἐχθρῶν μας, ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανής, ἦλθεν εἰς τὴν Περσίαν μαζί μὲ τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο ἀκατανίκητος καὶ κατεκόπη εἰς τὸν ναὸν τῆς Ναναίας χάρις εἰς ἕνα στρατήγημα, ποὺ ἐχρησιμοποίησαν οἱ ἱερεῖς τῆς θεᾶς αὐτῆς.
13
Ἔχομεν δὲ σωθῇ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Δ' μετέβη εἰς τὴν Περσίαν μὲ στρατιωτικὴν δύναμιν, ἡ ὁποία ἐφαίνετο ἀκαταμάχητος, ὅλη ἡ στρατιωτικὴ δύναμίς του ἐκατακομματιάσθηκε εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν τῆς θεᾶς Ναναίας, χάρις εἰς ἕνα δόλιον στρατήγημα, ποὺ ἐχρησιμοποιήσαν οἱ ἱερεῖς τοῦ ἱεροῦ τῆς Ναναίας.
14
Ὡς γὰρ συνοικήσων αὐτῇ παρεγένετο εἰς τὸν τόπον ὅ τε Ἀντίοχος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ φίλοι χάριν τοῦ λαβεῖν τὰ χρήματα εἰς φερνῆς λόγον·
14
Ὁ Ἀντίοχος δηλαδὴ μὲ τοὺς φίλους του εἶχε μεταβῆ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον μὲ τὸν σκοπόν, τάχα, νὰ νυμφευθῇ τὴν θεάν. Πράγματι δέ, διὰ νὰ πάρῃ τοὺς θησαυρούς της ὡς προῖκα.
14
Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι θὰ νυμφευθῇ τὴν θεάν, μετέβη εἰς τὸν τόπον τοῦ ναοῦ αὐτὸς καὶ οἱ φίλοι του, ποὺ ἦσαν μαζί του, μὲ πραγματικὸν ὅμως σκοπὸν νὰ λάβῃ τοὺς πλουσίους θησαυροὺς τοῦ ναοῦ δῆθεν ὡς προῖκα!
15
καὶ προθέντων αὐτὰ τῶν ἱερέων τῆς Ναναίας κἀκείνου προσελθόντος μετ' ὀλίγων εἰς τὸν περίβολον τοῦ τεμένους, συγκλείσαντες τὸ ἱερόν, ὡς εἰσῆλθεν Ἀντίοχος,
15
Οἱ ἱερεῖς τῆς Ναναίας ἐξέθεσαν τοὺς θησαυροὺς αὐτούς, ὁ δὲ Ἀντίοχος μὲ ὀλίγους ἄνδρας του εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἱερὰν αὐλὴν τοῦ ναοῦ. Ὅταν δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὴν αὐλήν, οἱ ἱερεῖς ἔκλεισαν τὸν ναόν.
15
Οἱ ἱερεῖς τῆς Ναναίας ἐξέθεσαν τοὺς θησαυροὺς αὐτούς, ὁ δὲ Ἀντίοχος ἐπέρασε μὲ ὀλίγους φίλους του τὸ τεῖχος - περίφραγμα, ποὺ περιέβαλλε τὸν ναόν, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον. Ὅταν δὲ εἰσῆλθεν ὁ Ἀντίοχος, οἱ ἱερεῖς, ἀφοῦ ἔκλεισαν τὸ ἱερόν,
16
ἀνοίξαντες τὴν τοῦ φατνώματος κρυπτὴν θύραν, βάλλοντες πέτρους συνεκεραύνωσαν τὸν ἡγεμόνα καὶ μέλη ποιήσαντες καὶ τὰς κεφαλὰς ἀφελόντες τοῖς ἔξω παρέρριψαν.
16
Ἤνοιξαν δὲ κατόπιν μίαν μυστικὴν θύραν ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὀροφήν, ἔρριψαν λίθους καὶ κατακεραύνωσαν τὸν βασιλέα καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί του. Ἔπειτα κατέκοψαν αὐτοὺς εἰς τεμάχια, ἀπέκοψαν τὰς κεφαλάς των καὶ τὰς ἔρριψαν εἰς τοὺς ἔξω τοῦ βασιλέως συντρόφους του.
16
ἄνοιξαν τὴν μυστικὴν θύραν, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς τὸ φάτνωμα τῆς ὀροφῆς τοῦ ναοῦ, καὶ ρίπτοντες ἀπὸ ἐκεῖ λίθους ἐκτύπησαν τὸν βασιλιᾶ καὶ ὅσους ἦσαν μαζί του, τόσον ἔξαφνα καὶ καίρια, ὅσον κτυπὰ ὁ κεραυνός· κατόπιν ἐκατακομμάτιασαν τὸν βασιλιᾶ καὶ τοὺς συντρόφους του καί, ἀφοῦ ἀφήρεσαν τὰ κεφάλια των, τὰ ἔρριψαν εἰς τοὺς συντρόφους τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸν ναόν.
17
Κατὰ πάντα εὐλογητὸς ἡμῶν ὁ Θεός, ὃς παρέδωκε τοὺς ἀσεβήσαντας.
17
Ἂς εἶναι δι' ὅλα αὐτὰ δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος παρέδωκεν εἰς τέτοιον θάνατον τοὺς ἀσεβεῖς.
17
Ἂς εἶναι δι’ ὅλα αὐτὰ δοξασμένος ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος παρέδωκεν εἰς θάνατον ἐκείνους ποὺ ἐφέρθησαν μὲ ἀσέβειαν (τὸν Ἀντιόχον Δ' καὶ τοὺς συντρόφους του).
18
Μέλλοντες οὖν ἄγειν ἐν τῷ Χασελεῦ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τὸν καθαρισμὸν τοῦ ἱεροῦ, δέον ἡγησάμεθα διασαφῆσαι ὑμῖν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἄγητε τῆς σκηνοπηγίας καὶ τοῦ πυρός, ὅ τε Νεεμίας οἰκοδομήσας τό τε ἱερὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον ἀνήνεγκε θυσίαν.
18
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡμεῖς ἑτοιμαζόμεθα νὰ ἑορτάσωμεν κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ μηνὸς Χασελεῦ τὸν καθαρισμὸν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ἐθεωρήσαμεν πρέπον νὰ καταστήσωμεν καὶ εἰς σᾶς γνωστὸν τοῦτο, ὥστε καὶ σεῖς νὰ ἑορτάσετε τὰς ἡμέρας αὐτάς, ὅπως ἑορτάζετε τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, καὶ τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ἀνήφθη, ὅταν ὁ Νεεμίας ἀπεπεράτωσε τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ ἱεροῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ προσέφερε θυσίας.
18
Προκειμένου λοιπὸν νὰ ἑορτάσωμεν κατὰ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ μηνὸς Χασελεῦ (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μᾶα Νοέμβριον /Δεκέμβριον) τὴν ἑορτὴν τοῦ καθαρισμοῦ τοῦ Ναοῦ, ἐθεωρήσαμεν καθῆκον μας νὰ σᾶς πληροφορήσωμεν περὶ αὐτοῦ, ὥστε καὶ σεῖς νὰ ἑορτάσετε τὶς ἡμέρες (τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ Ναοῦ κατὰ τὸν τρόπον) τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας καὶ τοῦ ἱεροῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ἄναψε θαυματουργικῶς, ὅταν ὁ Νεεμίας, μετὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
19
Καὶ γὰρ ὅτε εἰς τὴν Περσικὴν ἤγοντο οἱ πατέρες ἡμῶν, οἱ τότε εὐσεβεῖς ἱερεῖς λαβόντες ἀπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου λαθραίως, κατέκρυψαν ἐν κοιλώματι φρέατος τάξιν ἔχοντος ἀνύδρου, ἐν ᾧ κατησφαλίσαντο ὥστε πᾶσιν ἄγνωστον εἶναι τὸν τόπον.
19
Ὅταν δηλαδὴ οἱ πατέρες μας ὠδηγοῦντο αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Περσίαν, οἱ εὐσεβεῖς τότε ἱερεῖς ἐπῆραν κρυφίως πῦρ ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τὸ ἔκρυψαν ἐπιμελῶς εἰς τὸ βάθος ἑνὸς φρέατος, ποὺ δὲν εἶχε νερό. Εἰς αὐτὸ τὸ ἠσφάλισαν μὲ κάθε μυστικότητα, ὥστε παρέμενεν αὐτὸς ὁ τόπος ἄγνωστος εἰς ὅλους.
19
(Διὰ τὸ ἱερὸν αὐτὸ πῦρ πρέπει νὰ γνωρίζετε τὰ ἀκόλουθα): Ὅταν οἱ προπάτορές μας ἐπρόκειτο νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν Περσίαν, οἱ εὐσεβεῖς ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφοῦ ἔλαβαν κρυφὰ φωτιὰ ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ ἦταν ἀναμμένη εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὴν ἔκρυψαν εἰς τὴν κοιλότητα ἑνὸς ξεροπήγαδου (ἢ πηγῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶχε νερό)· ἐκεῖ τὴν ἔκρυψαν μὲ ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἀσφάλισαν ἔτσι, ὥστε ὁ τόπος παρέμεινεν ἄγνωστος εἰς ὅλους.
20
Διελθόντων δὲ ἐτῶν ἱκανῶν, ὅτε ἔδοξε τῷ Θεῷ, ἀποσταλεὶς Νεεμίας ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῆς Περσίδος τοὺς ἐκγόνους τῶν ἱερέων τῶν ἀποκρυψάντων ἔπεμψεν ἐπὶ τὸ πῦρ· ὡς δὲ διεσάφησαν ἡμῖν μὴ εὑρηκέναι πῦρ, ἀλλὰ ὕδωρ παχύ,
20
Ἀφοῦ ἐπέρασαν ἀρκετὰ ἔτη, τότε ποὺ ὁ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ ἀποσταλῇ ὁ Νεεμίας ἀπὸ τὸν βασιλέα τῆς Περσίας εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ὁ Νεεμίας ἔστειλε τοὺς ἀπογόνους τῶν ἱερέων, ποὺ εἶχαν ἀποκρύψει τὸ πῦρ, εἰς ἀναζήτησίν του. Αὐτοὶ καὶ ἀνέφεραν πρὸς ἡμᾶς, ὅτι δὲν εὑρῆκαν τὸ πῦρ, ἀλλὰ ἕνα παχὺ ὕδωρ.
20
Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, ὅταν ἐφάνη καλὸν εἰς τὸν Θεόν, ἀπεστάλη ὁ Νεεμίας ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τῆς Περσίας εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Τότε ὁ Νεεμίας ἔστειλε τοὺς ἀπογόνους τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κρύψει τὴν φωτιά, διὰ νὰ τὴν ἀναζητήσουν. Ὅταν ὅμως ἐπέστρεψαν καὶ μᾶς ἐπληροφόρησαν ὅτι δὲν εὑρῆκαν τὴν φωτιά, ἀλλὰ νερὸ παχύ (παχύρρευστον καὶ πυκνὸν ὑγρόν),
21
ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἀποβάψαντας φέρειν. Ὡς δὲ ἀνηνέχθη τὰ τῶν θυσιῶν, ἐκέλευσε τοὺς ἱερεῖς Νεεμίας ἐπιρρᾶναι τῷ ὕδατι τά τε ξύλα καὶ τὰ ἐπικείμενα.
21
Ὁ Νεεμίας διέταξεν αὐτοὺς νὰ πάρουν καὶ νὰ φέρουν ἀπὸ τὸ ὕδωρ αὐτό. Ὅταν δὲ ἐστοιβάσθησαν ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τὰ πρὸς θυσίαν ξύλα καὶ τὰ θύματα, ὁ Νεεμίας διέταξε τοὺς ἱερεῖς νὰ ραντίσουν μὲ τὸ ὕδωρ καὶ τὰ ξύλα καὶ τὰς θυσίας, ποὺ ἦσαν ἐπάνω εἰς αὐτά.
21
ὁ Νεεμίας τοὺς διέταξε νὰ κατέβουν, νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ τοῦ τὸ φέρουν. Ὅταν δὲ ἐτοποθέτηθησαν τὰ ξύλα καὶ προσεφέρθησαν πάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τὰ πρὸς θυσίαν ζῶα, ὁ Νεεμίας διέταξε τοὺς ἱερεῖς νὰ ραντίσουν μὲ τὸ παχὺ ἐκεῖνο νερὸ καὶ τὰ ξύλα καὶ τὰ πρὸς θυσίαν κρέατα, ποὺ εὑρίσκοντο ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα.
22
Ὡς δὲ ἐγένετο τοῦτο καὶ χρόνος διῆλθεν ὅ τε ἥλιος ἀνέλαμψε, πρότερον ἐπινεφὴς ὤν, ἀνήφθη πυρὰ μεγάλη ὥστε θαυμάσαι πάντας.
22
Ὅταν δὲ ἐξετελέσθη ἡ ἐντολὴ τοῦ Νεεμίου καὶ ἦλθεν ἡ στιγμή, ποὺ ἀνέλαμψεν ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἦτο προηγουμένως σκεπασμένος ἀπὸ τὰ νέφη, ἄναψε μεγάλη φωτιά, ὥστε ὅλοι ἐθαύμασαν.
22
Ὅταν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε κάποιο χρονικὸν διάστημα, ὁ δὲ ἥλιος, τὸν ὁποῖον ἐσκέπαζαν προηγουμένως τὰ σύννεφα, ἔλαμψε, τότε ἄναψε φωτιὰ μεγάλη τόσον, ὥστε ἐθαύμασαν ὅλοι!
23
Προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῖς δαπανωμένης τῆς θυσίας, οἵ τε ἱερεῖς καὶ πάντες, καταρχομένου Ἰωνάθου, τῶν δὲ λοιπῶν ἐπιφωνούντων ὡς Νεεμίου.
23
Καθ' ὃν χρόνον ἡ θυσία ἐκαίετο, οἱ ἱερεῖς κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς καύσεως ἔκαμαν προσευχήν, μαζί δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ὁ Ἰωνάθαν ἤρχισε τὴν προσευχὴν καὶ ὁ Νεεμίας καὶ οἱ ἄλλοι συνώδευαν τὴν φωνήν του.
23
Καὶ ἐνῷ ἡ φωτιὰ κατέκαιε τὴν θυσίαν, οἱ ἱερεῖς ἀνέπεμπαν προσευχὴν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὅλοι, ὅσοι ἦσαν παρόντες· ὁ Ἰωνάθαν ἄρχισε τὴν προσευχήν, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τὸν Νεεμίαν.
24
Ἦν δὲ ἡ προσευχὴ τὸν τρόπον ἔχουσα τοῦτον· Κύριε Κύριε ὁ Θεὸς ὁ πάντων κτίστης, ὁ φοβερὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ χρηστός.
24
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶχεν αὐτὸν τὸν τύπον· «Κύριε, Κύριε, ὁ Θεός, σὺ εἶσαι ὁ δημιουργὸς τῶν πάντων, ὁ φοβερὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ πανάγαθος.
24
Ἡ προσευχὴ εἶχε τὸ ἀκόλουθον περιεχόμενον: (Κύριε, Κύριε ὁ Θεός, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ δημιουργὸς ὅλων τῶν κτισμάτων, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ φοβερὸς καὶ ὁ ἰσχυρὸς καὶ ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ ὁ μόνος ἀγαθός,
25
Ὁ μόνος χορηγός, ὁ μόνος δίκαιος καὶ Παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος, ὁ διασώζων τὸν Ἰσραὴλ ἐκ παντὸς κακοῦ, ὁ ποιήσας τοὺς πατέρας ἐκλεκτοὺς καὶ ἁγιάσας αὐτούς,
25
Ὁ μόνος χορηγὸς τῶν ἀγαθῶν, ὁ μόνος δίκαιος καὶ Παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος. Σύ, ποὺ διασώζεις τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ὅλα τὰ κακά. Σύ, ὁ ὁποῖος ἀνέδειξας τοὺς πατέρας μας ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς ἡγίασας.
25
ὁ μόνος ποὺ χορηγεῖ μὲ ἀφθονίαν καὶ γενναιοδωρίαν, ὁ μόνος δίκαιος καὶ Παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος, ἐκεῖνος ποὺ διασώζει τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν ἀπὸ κάθε κακόν, Σὺ ὁ ὁποῖος ἔκαμες τοὺς προπάτορές μας ἐκλεκτούς σου καὶ τοὺς ἁγίασες,
26
πρόσδεξαι τὴν θυσίαν ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου Ἰσραὴλ καὶ διαφύλαξον τὴν μερίδα σου καὶ καθαγίασον.
26
Πρόσδεξαι, λοιπόν, Κύριε, τὴν θυσίαν αὐτὴν ὑπὲρ ὅλου τοῦ λαοῦ σου καὶ διαφύλαξε τὴν κληρονομίαν σου καὶ ἁγίασε αὐτήν.
26
πρόσδεξαι τὴν θυσίαν μας ὑπὲρ ὁλοκλήρου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ σου καὶ διαφύλαξε τὸν λαόν σου, ποὺ εἶναι ἐκλεκτὴ κληρονομία σου, καὶ ἁγίασέ τον.
27
Ἐπισυνάγαγε τὴν διασπορὰν ἡμῶν, ἐλευθέρωσαν τοὺς δουλεύοντας ἐν ταῖς ἔθνεσι, τοὺς ἐξουθενημένους καὶ βδελυκτοὺς ἔπιδε, καὶ γνώτωσαν τὰ ἔθνη, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν.
27
Ἐπανάφερε εἰς τὴν χώραν των τοὺς διασκορπισμένους ἀδελφούς μας, ἐλευθέρωσε τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι εἶναι δοῦλοι εἰς τὰ ἔθνη, ρίψε βλέμμα στοργῆς εἰς τοὺς ἐξουθενημένους καὶ μισουμένους καὶ ἂς μάθουν ὅλα τὰ ἔθνη, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας.
27
Μάζεψε καὶ πάλιν ὅλους μαζὶ τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ εἶναι διεσπαρμένοι, ἐλευθέρωσε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι δοῦλοι μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, ρῖψε εὐνοϊκὸν καὶ εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶναι περιφρονημένοι, ἀπεχθεῖς καὶ μισητοί· καὶ ἂς γνωρίσουν τὰ ἔθνη ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας.
28
Βασάνισον τοὺς καταδυναστεύοντας καὶ ἐξυβρίζοντας ἐν ὑπερηφανίᾳ.
28
Τιμώρησε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς καταδυναστεύουν καὶ ὅσους ἐπάνω εἰς τὴν ὑπερηφάνειάν των μᾶς ὑβρίζουν.
28
Τιμώρησε σκληρὰ ὅσους μᾶς καταπιέζουν μὲ βάρβαρον τρόπον καὶ ὅσους μᾶς ὑβρίζουν καὶ ἐξευτελίζουν μὲ τρόπον ἀλαζονικόν.
29
Καταφύτευσον τὸν λαόν σου εἰς τὸν τόπον τὸν ἅγιόν σου, καθὼς εἶπε Μωυσῆς.
29
Καταφύτευσε καὶ ἐγκατάστησε ἀσφαλῆ τὸν λαόν σου εἰς τὸν τόπον τοῦτον τὸν ἅγιόν σου, ὅπως εἶπεν ὁ Μωϋσῆς».
29
Φύτευσε βαθιὰ καὶ ρίζωσε στερεὰ τὸν λαόν σου εἰς τὸν ἅγιον τόπον σου, ὅπως εἶπεν ὁ Μωϋσῆς).
30
Οἱ δὲ ἱερεῖς ἐπέψαλλον τοὺς ὕμνους.
30
Οἱ ἱερεῖς ἔψαλλον τοὺς καταλλήλους ὕμνους.
30
Οἱ δὲ ἱερεῖς ἔψαλλαν τοὺς καθωρισμένους ὕμνους.
31
Καθὼς δὲ ἀνηλώθη τὰ τῆς θυσίας καὶ τὸ περιλειπόμενον ὕδωρ, ὁ Νεεμίας ἐκέλευσε λίθους μείζονας κατασχεῖν.
31
Ὅταν δὲ ἡ θυσία ἐτελείωσε, διέταξεν ὁ Νεεμίας καὶ ἔχυσαν τὸ ὑπόλοιπο νερὸ ἐπάνω εἰς τοὺς μεγάλους λίθους.
31
Ὅταν δὲ ἡ θυσία τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἀναλώθηκε ἀπὸ τὴν φωτιά, ὁ Νεεμίας διέταξε νὰ περιχύσουν τὸ ὑπόλοιπον παχὺ ὑγρὸν ἐπάνω εἰς τὶς ὀγκώδεις πέτρες.
32
Ὡς δὲ τοῦτο ἐγενήθη, φλὸξ ἀνήφθη· τοῦ δὲ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντιλάμψαντος φωτὸς ἐδαπανήθη.
32
Ὅταν τοῦτο ἔγινε, ἄναψε μία φλόγα. Τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἀναλάμψαν ὡς φῶς ὑγρὸν ἐκάη.
32
Μόλις ἔγινε τοῦτο, ἄναψε μία φλόγα· καὶ ὅταν τὸ φῶς ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντανάκλασε τὴν λάμψιν του, τὸ παχύρρευστον ἐκεῖνο ὑγρὸν ἐκάη ἐξ ὁλοκλήρου.
33
Ὡς δὲ φανερὸν ἐγενήθη τὸ πρᾶγμα, καὶ διηγγέλη τῷ βασιλεῖ τῶν Περσῶν ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ τὸ πῦρ ἀπέκρυψαν οἱ μεταχθέντες ἱερεῖς τὸ ὕδωρ ἐφάνη, ἀφ' οὗ καὶ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν ἥγνισαν τὰ τῆς θυσίας,
33
Ὅταν δὲ τὸ καταπληκτικὸν αὐτὸ γεγονὸς διεδόθη καὶ ἔγινε γνωστὸν καὶ εἰς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν, ὅτι εἰς τὸν τόπον, ὅπου οἱ ἀπαχθέντες εἰς αἰχμαλωσίαν ἱερεῖς εἶχαν κάποτε ἀποκρύψει τὸ ἱερὸν πῦρ, εὑρῆκαν βραδύτερον ὕδωρ καὶ ὅτι ὁ Νεεμίας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἄνδρες καθηγίασαν αὐτὸ μὲ τὰς θυσίας,
33
Ὅταν τὸ θαυμαστὸν τοῦτο γεγονὸς ἔγινε εὐρυτερα γνωστὸν καὶ ὅταν ἀνήγγειλαν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῶν Περσῶν ὅτι εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν κρύψει τὴν φωτιὰ οἱ ἱερεῖς, ποὺ ὠδηγήθησαν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, παρουσιάσθη τὸ παχὺ νερό (παχύρρευστον ὑγρόν), ἀπὸ αὐτὸ δὲ ὁ Νεεμίας καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του καθαγίασαν τὰ μέλη τῶν πρὸς θυσίαν ζώων,
34
περιφράξας δὲ ὁ βασιλεὺς ἱερὸν ἐποίησε, δοκιμάσας τὸ πρᾶγμα.
34
ὁ βασιλεὺς διέταξε νὰ περιφράξουν τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον καὶ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν ἅγιον καὶ ἐπεβεβαίωσεν ἔτσι τὸ γεγονός.
34
τότε ὁ βασιλιᾶς περιέφραξε τὸν χῶρον ἐκεῖνον καὶ τὸν ἀνεκήρυξεν ἱερόν, ἀφοῦ ἐξηκρίβωσε καὶ ἐπεβεβαίωσε τὸ γεγονός.
35
Καὶ οἷς ἐχαρίζετο ὁ βασιλεὺς πολλὰ διάφορα ἐλάμβανε καὶ μετεδίδου.
35
Ὁ βασιλεὺς ἐπῆρε καὶ ἐχάρισε πολλὰ καὶ διάφορα δῶρα εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῶν γεγονότων αὐτῶν.
35
Καὶ εἰς ὅσους ὁ βασιλιᾶς ἐδείκνυε τὴν εὔνοιάν του, ἐλάμβανεν ἀπὸ αὐτούς, διένεμε δὲ καὶ αὐτὸς πολλὰ καὶ ποικίλα δῶρα.
36
Προσηγόρευσαν δὲ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν τοῦτο νέφθαρ, ὃ διερμηνεύεται Καθαρισμός· καλεῖται δὲ παρὰ τοῖς πολλοῖς Νεφθαεί.
36
Οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν ὠνόμασαν αὐτὸ τὸ ὕδωρ νέφθαρ, ποὺ σημαίνει καθαρισμός. Ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ὠνομάσθη παρεφθαρμένως Νεφθαεί.
36
Ὅσοι δὲ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Νεεμίαν, ὠνόμασαν τὸ παχὺ ἐκεῖνο νερό (νέφθαρ), τὸ ὁποῖον σημαίνει (καθαρισμός)· ἀλλ’ οἱ περισσότεροι τὸ ὀνομάζουν (νεφθαεί).