Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Ὁ δὲ Φιλοπάτωρ μαθὼν παρὰ τῶν ἀνακομισθέντων τὴν γενομένην τῶν ὑπ' αὐτοῦ κρατουμένων τόπων ἀφαίρεσιν ὑπὸ Ἀντιόχου παραγγείλας ταῖς πάσαις δυνάμεσι πεζικαῖς τε καὶ ἱππικαῖς αὐτοῦ καὶ τὴν ἀδελφὴν Ἀρσινόην συμπαραλαβών, ἐξώρμησε μέχρι τῶν κατὰ Ραφίαν τόπων, ὀποῦ παρεμβεβλήκεισαν οἱ περὶ Ἀντίοχον.
1
Ὁ Πτολεμαῖος Φιλοπάτωρ, ὅταν ἐπληροφορήθη ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας ἐκ τῆς Παλαιστίνης ἀνθρώπους, ὅτι ὁ Ἀντίοχος ἀφήρεσε τὰ κατεχόμενα ὑπ' αὐτοῦ πρότερον ἐδάφη τῆς Παλαιστίνης, διέταξεν ὅλας τὰς εἰς τὴν Αἴγυπτον πεζικὰς καὶ ἱππικὰς αὐτοῦ δυνάμεις νὰ ἐτοιμασθοῦν πρὸς πόλεμον. Ἀφοῦ δὲ παρέλαβε καὶ τὴν ἀδελφήν του Ἀρσινόην ἀνεχώρησε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Παλαιστίνην μέχρι τῶν τόπων τῆς πόλεως Ραφία, ὅπου εἶχε στρατοπεδεύσει ὁ Ἀντίοχος καὶ ὁ στρατός του.
1
Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαῖος Δ' ὁ Φιλοπάτωρ ἐπληροφορήθη ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην, ὅτι ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Γ' ὁ Μέγας κατέλαβε καὶ ἀφῄρεσεν ἀπὸ τὴν κατοχήν του τοὺς τόπους, τοὺς ὁποίους εἶχεν ὁ ἴδιος κατακτήσει, διέταξεν ὅλες τὶς στρατιωτικές του δυνάμεις, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Αἴγυπτον, πεζικὸν καὶ ἱππικόν, νὰ ἐτοιμασθοῦν διὰ πόλεμον ἀφοῦ δὲ ἐπῆρε μαζί του καὶ τὴν ἀδελφήν του Ἀρσινόην, ἀνεχώρησε καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Παλαιστίνην, κοντὰ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ραφίας, ὅπου εἶχε στρατοπεδεύσει ὁ Ἀντίοχος Γ' μαζὶ μὲ τὸν στρατόν του.
2
Θεόδοτος δέ τις ἐκπληρῶσαι τὴν ἐπιβουλὴν διανοηθείς, παραλαβὼν τῶν προϋποτεταγμένων αὐτῷ ὅπλων Πτολεμαϊκῶν τὰ κράτιστα, διεκομίσθη νύκτωρ ἐπὶ τὴν τοῦ Πτολεμαίου σκηνὴν ὡς μόνος κτεῖναι αὐτὸν καὶ ἐν τούτῳ διαλῦσαι τὸν πόλεμον.
2
Κάποιος ὅμως Θεόδοτος, ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἀντιόχου, ἐσκέφθη καὶ ἀπεφάσισε νὰ φέρῃ εἰς πέρας ἕνα ἰδικόν του δόλιον καὶ ἐγκληματικὸν σχέδιον διὰ τὴν κατάπαυσιν τοῦ πολέμου. Παρέλαβε, δηλαδή, αὐτὸς τοὺς γενναιοτάτους ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τοῦ Πτολεμαίου, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἦσαν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, ἀπεφάσισε καὶ μετέβη κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Πτολεμαίου, διὰ νὰ φονεύσῃ αὐτὸς μόνος του ἐκεῖνον καὶ νὰ θέσῃ ἔτσι τέρμα εἰς τὸν πόλεμον.
2
Κάποιος δὲ λεγόμενος Θεόδοτος (ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἀντιόχου Γ') ἐσκέφθη νὰ φέρῃ εἰς πέρας μίαν συνωμοσίαν, ποὺ ἐπενόησεν ὁ ἴδιος· ἔτσι, ἀφοῦ παρέλαβε τοὺς ἐκλεκτοτέρους καὶ γενναιοτέρους ἄνδρες τοῦ Πτολεμαϊκοῦ στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο προηγουμένως ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, ἐπῆγε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νύκτας εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Πτολεμαίου διὰ νὰ τὸν φονεύσῃ μόνος του, χωρὶς τὴν βοήθειαν κανενός, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ τερματίσῃ (νὰ ἐμποδίσῃ) τὸν πόλεμον.
3
Τοῦτον δὲ διαγαγὼν Δοσίθεος ὁ Δριμύλου λεγόμενος, τὸ γένος Ἰουδαῖος, ὕστερον δὲ μεταβολὼν τὰ νόμιμα καὶ τῶν πατρίων δογμάτων ἀπηλλοτριωμένος, ἄσημόν τινα κατέκλινεν ἐν τῇ σκηνῇ, ὃν συνέβη κομίσασθαι τὴν ἐκείνου κόλασιν.
3
Κάποιος ὅμως Δοσίθεος, υἱὸς τοῦ Δριμύλου - ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, ὕστερον ὅμως ἀπηρνήθη τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχεν ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὰς πατροπαραδότους ἱερὰς παραδόσεις - αὐτὸς λοιπὸν ὠδήγησε τὸν Πτολεμαῖον εἰς ἄλλην σκηνὴν καὶ ἔβαλε νὰ κατακλιθῇ εἰς τὴν βασιλικὴν κλίνην κάποιον ἄσημον Αἰγύπτιον. Εἰς αὐτὴν δὲ ὠδήγησε τὸν Θεόδοτον καὶ ἐκεῖνος ἐφόνευσε τὸν Αἰγύπτιον. Καὶ ἔτσι ὁ Αἰγύπτιος αὐτὸς ἔλαβε τιμωρίαν, ἡ ὁποία προωρίζετο διὰ τὸν Πτολεμαῖον τὸν Φιλοπάτορα. Ὁ πόλεμος φυσικὰ δὲν ἐματαιώθη.
3
Ἀλλὰ τὸν βασιλιᾶ Πτολεμαῖον μετεκίνησε καὶ ὠδήγησεν εἰς ἄλλον τόπον (σκηνήν) ὁ Δοσίθεος, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο υἱὸς τοῦ Δριμύλου, ἦταν δὲ Ἰουδαῖος ἐκ γενετῆς, ὕστερα ὅμως ἀπεστάτησεν, ἄλλαξε τὴν θρησκείαν του καὶ ἀπεξενώθη ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον καὶ τὶς ἱερὲς παραδόσεις τῶν πατέρων του. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Δοσίθεος ἔβαλε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βασιλικὴν σκηνὴν κάποιο ἄλλο ἄσημον πρόσωπον. Ἔτσι ὁ Θεόδοτος ἐφόνευσεν ἀντὶ τοῦ βασιλιᾶ τὸν ἄσημον αὐτὸν Αἰγύπτιον, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν, ποὺ προωρίζετο διὰ τὸν βασιλιᾶ Πτολεμαῖον Δ' τὸν Φιλοπάτορα.
4
Γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης καὶ τῶν πραγμάτων μᾶλλον ἐρρωμένων τῷ Ἀντιόχῳ, ἱκανῶς ἡ Ἀρσινόη ἐπιπορευσαμένη τὰς δυνάμεις παρεκάλει, μετὰ οἴκτου καὶ δακρύων τοὺς πλοκάμους λελυμένη, βοηθεῖν ἑαυτοῖς τε καὶ τοῖς τέκνοις καὶ γυναιξὶ θαρραλέως, ἀπαγγελλομένη δώσειν νικήσασιν ἑκάστῳ δύο μνᾶς χρυσίου.
4
Ἔλαβε χώραν μία σκληρὰ μάχη μεταξὺ Ἀντιόχου καὶ Φιλοπάτορος καὶ ἐφαίνετο ἀποκλίνουσα ἡ μάχη ὑπὲρ τοῦ Ἀντιόχου. Τότε ἡ Ἀρσινόη, διερχομένη εἰς ἀρκετὴν ἀπόστασιν διὰ μέσου τῶν δυνάμεων τοῦ στρατοῦ τῶν Αἰγυπτίων, μὲ ἔκφρασιν πόνου, μὲ δάκρυα, μὲ τὴν κόμην της λυμένην, παρακαλοῦσε θερμῶς νὰ ἀγωνισθοῦν γενναίως ὑπὲρ τῶν ἑαυτῶν των, ὑπὲρ τῶν τέκνων των καὶ τῶν γυναικῶν των. Ὑπέσχετο δὲ ὅτι θὰ δώσῃ, ἐὰν νικήσουν, εἰς τὸν κάθε στρατιώτην δύο μνᾶς χρυσᾶς.
4
Τοιουτοτρόπως δὲν ἀπεφεύχθη ὁ πόλεμος μεταξὺ τοῦ Ἀντιόχου καὶ τοῦ Πτολεμαίου. Ὅταν δὲ ἔγινε ἄγρια καὶ σκληρὰ μάχη, καὶ ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἡ νίκη ἔκλινε πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἀντιόχου, ἡ Ἀρσινόη ἔτρεχεν ἐπάνω καὶ κάτω μεταξὺ τῶν Αἰγυπτίων πολεμιστῶν μὲ ξέπλεκα τὰ μαλλιά της καὶ παρακαλοῦσε τοὺς στρατιῶτες μὲ τρόπον ἀξιοθρήνητον καὶ δάκρυα νὰ πολεμοῦν μὲ ἀνδρείαν καὶ γενναιότητα διὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ τὰ παιδιά των καὶ τὶς συζύγους των· ταυτοχρόνως ὑπέσχετο νὰ δώσῃ εἰς κάθε στρατιώτην, ἐὰν ἐνικοῦσαν, δύο χρυσᾶς μνᾶς.
5
Καὶ οὕτω συνέβη τοὺς ἀντιπάλους ἐν χειρονομίαις διαφθαρῆναι, πολλοὺς δὲ καὶ δορυαλώτους συλληφθῆναι.
5
Ἀναθαρρήσαντες οἱ Αἰγύπτιοι ἐπολέμησαν μὲ ἡρωϊσμόν, ἦλθαν εἰς χεῖρας μὲ τοὺς ἐχθρούς των, ἐφόνευσαν πολλοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους συνέλαβαν αἰχμαλώτους κατὰ τὴν μάχην.
5
Ἔτσι, χάρις εἰς τὴν ἐνθάρρυνσιν τῆς Ἀρσινόης, ὁ στρατὸς τοῦ Πτολεμαίου ἐπολέμησε μὲ τόσην γενναιότητα, ὥστε οἰ ἐχθροί του ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν ὥραν τῆς συμπλοκῆς, ἐνῷ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι.
6
Κατακρατήσας δὲ τῆς ἐπιβουλῆς ἔκρινε τὰς πλησίον πόλεις ἐπελθὼν παρακαλέσαι.
6
Ὅταν ὁ Φιλοπάτωρ ὑπερίσχυσεν ἐναντίον τῆς ἐχθρικῆς αὐτῆς ἐπιθέσεως τοῦ Ἀντιόχου, ἔκρινε καλὸν νὰ ἐπισκεφθῇ τὰς γύρω πόλεις καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς κατοίκους των.
6
Ὅταν δὲ πλέον ὁ Πτολεμαῖος ἔγινε κύριος τῆς ἐχθρικῆς ἐπιθέσεως τοῦ Ἀντιόχου, ἀπεφάσισε νὰ ἐπισκεφθῇ τὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς κατοίκους των.
7
Ποιήσας δὲ τοῦτο καὶ τοῖς τεμένεσι δωρεὰς ἀπονείμας, εὐθαρσεῖς τοὺς ὑποτεταγμένους κατέστησε.
7
Ἐπραγματοποίησε δὲ ὄντως τὴν ἀπόφασίν του. Διένειμε δῶρα εἰς τοὺς ναοὺς τῶν χωρῶν αὐτῶν καὶ ἔτσι ἐνέπνευσε θάρρος εἰς τοὺς ὑπηκόους του.
7
Ἀφοῦ δὲ ἐπραγματοποίησε τὶς ἐπισκέψεις αὐτὲς καὶ προσέφερε καὶ ἀφιέρωσε δῶρα εἰς τοὺς ἱεροὺς τόπους τῶν πόλεων ἐκείνων, ἐνεψύχωσε καὶ ἐνίσχυσε τὸ ἠθικὸν τῶν ὑπηκόων του.
8
Τῶν δὲ Ἰουδαίων διαπεμψαμένων πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τῆς γερουσίας καὶ τῶν πρεσβυτέρων τοὺς ἀσπασομένους αὐτὸν καὶ ξενία κομιοῦντας καὶ ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι συγχαρησομένους, συνέβη μᾶλλον αὐτὸν προθυμηθῆναι ὡς τάχιστα πρὸς αὐτοὺς παραγενέσθαι.
8
Οἱ Ἰουδαῖοι ἔστειλαν πρὸς τὸν Φιλοπάτορα ἐκπροσώπους των ἀπὸ τὴν γερουσίαν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, νὰ τὸν χαιρετήσουν, νὰ τὸν συγχαροῦν διὰ τὴν νίκην του καὶ νὰ τοῦ δώσουν δῶρα. Αὐτὸς δὲ εὐχαριστήθη ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐπροθυμοποιήθη νὰ μεταβῇ πρὸς αὐτούς, ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον.
8
Ὅταν δὲ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέστειλαν πρὸς τὸν Πτολεμαῖον μερικοὺς ἀπὸ τὴν Γερουσίαν καὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους διὰ νὰ τὸν χαιρετίσουν, νὰ τοῦ προσφέρουν δῶρα καὶ νὰ τὸν συγχαροῦν δι’ ὅσα εἶχαν συμβῆ (δηλαδὴ τὴν νίκην τοῦ κατὰ τοῦ Ἀντιόχου), ὁ Πτολεμαῖος παρεκινήθη ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ἔγινε περισσότερον πρόθυμος εἰς τὸ νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον.
9
Διακομισθεὶς δὲ εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ θύσας τῷ μεγίστῳ Θεῷ καὶ χάριτας ἀποδιδοὺς καὶ τῶν ἑξῆς τι τῷ τόπῳ ποιήσας καὶ δὴ παραγενόμενος εἰς τὸν τόπον καὶ τῇ σπουδαιότητι καὶ εὐπρεπείᾳ καταπλαγείς,
9
Ἦλθε πράγματι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐθυσίασεν εἰς τὸν μέγιστον Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ εὐχαρίστησεν αὐτόν. Ἀφοῦ δὲ ἔπραξε τὸ ἁρμόζον εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον τόπον, καὶ μάλιστα ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὸν ἱερὸν ναόν, ἐξεπλάγη, διότι εἶδε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν Ἰουδαίων διὰ τὸν ναόν των καὶ τὴν μεγαλοπρέπειαν τοῦ ναοῦ.
9
Καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν μέγιστον Θεὸν τῶν Ἰουδαίων καὶ Τὸν εὐχαρίστησε καὶ ἔκαμεν ὅ,τι ἦταν πρέπον διὰ τὸν ἱερὸν τόπον τοῦ Ναοῦ. Μάλιστα δέ, μόλις ἔφθασεν εἰς τὸν ἱερὸν τόπον τοῦ Ναοῦ, ἐκυριεύθη ἀπὸ κατάπληξιν, ὅταν εἶδε τὴν λεπτότητα, τὴν λαμπρότητα, τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν χάριν τοῦ Ναοῦ.
10
θαυμάσας δὲ καὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ εὐταξίαν, ἐνεθυμήθη βουλεύσασθαι εἰσελθεῖν εἰς τὸν ναόν.
10
Ἐθαύμασε δὲ καὶ τὴν εὐταξίαν τοῦ ναοῦ. Ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του καὶ ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτόν.
10
Ἀφοῦ ἐθαύμασεν ἐπίσης καὶ τὴν ὡραίαν τάξιν τοῦ Ναοῦ, ἔλαβε τὴν ἀπόφασιν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων!
11
Τῶν δὲ εἰπόντων μὴ καθήκειν γίνεσθαι τοῦτο, διὰ τὸ μηδὲ τοῖς ἐκ τοῦ ἔθνους ἐξεῖναι εἰσιέναι, μηδὲ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσιν, ἀλλ' ἢ μόνῳ τῷ προηγουμένῳ πάντων ἀρχιερεῖ, καὶ τούτῳ ἅπαξ κατ' ἐνιαυτόν, οὐδαμῶς ἠβούλετο πείθεσθαι.
11
Ἐκεῖνοι ὅμως τοῦ εἶπαν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο, διότι ἡ εἴσοδος εἰς τὸν ναὸν δὲν ἐπιτρέπεται ὄχι μόνον εἰς τοὺς λαϊκοὺς Ἰουδαίους ἀλλ' οὔτε καὶ εἰς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἱερεῖς. Ἐπιτρέπεται δὲ μόνον εἰς τὸν ἀρχηγόν των, εἰς τὸν ἀρχιερέα, καὶ εἰς αὐτὸν μίαν φορὰν τὸ ἔτος. Ὁ Φιλοπάτωρ ὅμως κατ' οὐδένα τρόπον ἤθελε νὰ πεισθῇ καὶ νὰ ὑποχωρήσῃ.
11
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως τοῦ εἶπαν, ὅτι δὲν ἐπετρέπετο νὰ γίνῃ αὐτό, διότι ἡ εἴσοδος εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων δὲν ἐπετρέπετο οὔτε εἰς τούς (λαϊκούς) Ἰουδαίους οὔτε καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἱερεῖς, παρὰ μόνον εἰς τὸν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἦταν ο πρῶτος, ὁ πλέον περιφανὴς ὅλων· ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὸν ἐπετρέπετο εἴσοδος μόνον μίαν φορὰν τὸ ἔτος (κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἐξιλασμοῦ). Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος δὲν ἤθελε νὰ πεισθῇ μὲ κανένα τρόπον, οὔτε νὰ ὑποχωρήσῃ.
12
Τοῦ τε νόμου παραναγνωσθέντος οὐδαμῶς ἀπέλιπε προφερόμενος ἑαυτὸν δεῖν εἰσελθεῖν λέγων· καὶ εἰ ἐκεῖνοι ἐστέρηνται ταύτης τῆς τιμῆς, ἐμὲ οὐ δεῖ.
12
Μολονότι δὲ ἀνεγνώσθη ἐνώπιόν του καὶ τὸ σχετικὸν χωρίον τοῦ Νόμου, αὐτὸς κατ' οὐδένα λόγον ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν ἀπόφασίν του λέγων, ὅτι πρέπει αὐτὸς νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναόν. Προσέθεσε δὲ ὅτι, «ἔστω καὶ ἂν οἱ ἄλλοι ἐστερήθησαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν τιμήν, ἐγὼ ὅμως δὲν πρέπει νὰ στερηθῶ».
12
Ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ σχετικὸν ἀπόσπασμα τοῦ Νόμου ἀνεγνώσθη ἐνώπιόν του, ὁ Πτολεμαῖος δὲν ἐσταμάτησε ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιμένῃ ὅτι πρέπει νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Ναόν, καὶ ἔλεγε: «Καὶ ἐὰν ἀκόμη ἐκεῖνοι ἔχουν στερηθῇ τῆς τιμῆς αὐτῆς, ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ στερηθῶ»!
13
Καὶ ἐπυνθάνετο διὰ τίνα αἰτίαν εἰσερχόμενον αὐτὸν εἰς πᾶν τέμενος οὐθεὶς ἐκώλυσε τῶν παρόντων.
13
Ἐζήτησε νὰ πληροφορηθῇ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν, ἐνῷ αὐτὸς εἰσήρχετο εἰς τὴν αὐλὴν παντὸς ναοῦ, κανεὶς ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους δὲν τὸν ἠμπόδισεν.
13
Ἐζητοῦσε ἐπίσης νὰ μάθῃ, διατί, ἐνῷ εἶχεν εἰσέλθει εἰς ὅλα τὰ μέρη τοῦ Ναοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου ἐκείνου, δὲν τὸν ἐμπόδισε κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν παρόντες.
14
Καί τις ἀπρονοήτως ἔφη κακῶς αὐτὸ τοῦτο τερατεύεσθαι.
14
Ἕνας δὲ Ἰουδαῖος κατὰ τρόπον ἀπερίσκεπτον ἀπήντησεν, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ παρανομία κακῶς ἔγινεν.
14
Τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους Ἰουδαίους, χωρὶς νὰ σκεφθῇ, ἀπάντησε πρὸς τὸν Πτολεμαῖον κατὰ τρόπον ἐπιπόλαιον καὶ βεβιασμένον, ὅτι κακῶς ἔγινε ἡ παρανομία ἐκείνη καὶ κακῶς ἐκαυχᾶτο δι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἐχρησιμοποιοῦσε ὡς ἐπιχείρημα.
15
Γενομένου δέ, φησι, τούτου διά τινα αἰτίαν, οὐχὶ πάντως εἰσελεύσεσθαι καὶ θελόντων αὐτῶν καὶ μή;
15
Ὁ βασιλεὺς ἀπήντησε· «ἀφοῦ ὀπωσδήποτε διὰ κάποιον αἰτίαν τοῦ ἐπετράπη ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ, δὲν θὰ πρέπει ὀπωσδήποτε νὰ εἰσέλθῃ καὶ εἰς τὸν ἴδιον τὸν ναὸν εἴτε τὸ θέλουν αὐτοὶ εἴτε ὄχι;»
15
«Ἀλλ’ ἐφ' ὅσον τοῦτο», ἀπάντησε ὁ βασιλιᾶς, «ἔγινε διὰ κάποιαν αἰτίαν, διατὶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἰσέλθω ὁπωσδήποτε εἰς τὸν Ναόν, εἴτε τὸ θέλουν αὐτοὶ εἴτε ὄχι;»
16
Τῶν δὲ ἱερέων ἐν τοῖς ἁγίαις ἐσθήσεσι προπεσόντων καὶ δεομένων τοῦ μεγίστου Θεοῦ βοηθεῖν τῇ ἐνεστώσῃ ἀνάγκῃ καὶ τὴν ὁρμὴν τοῦ κακῶς ἐπιβαλλομένου μεταθεῖναι κραυγῆς τε μετὰ δακρύων τὸ ἱερὸν ἐμπλησάντων,
16
Τότε οἱ ἱερεῖς μὲ τὰς ἱερατικάς των στολὰς ἔπεσαν κατά, γῆς ἐνώπιον τοῦ μεγίστου Θεοῦ καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς βοηθήσῃ εἰς τὴν παροῦσαν δύσκολον περίστασιν, νὰ μετατρέψῃ καὶ ματαιώσῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ κακῶς ἐπιμένοντος βασιλέως. Εἶχαν δὲ γεμίσει τὸν ἱερὸν ναὸν μὲ τὰς κραυγὰς καὶ τὰ δάκρυά των.
16
Τότε οἱ ἱερεῖς ντυμένοι με τὶς ἱερὲς λειτουργικὲς στολές των ἔπεσαν μπρούμυτα κατὰ γῆς ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ μεγίστου Θεοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ εἰς τὴν προκειμένην δύσκολον περίστασιν καὶ νὰ ἀπομακρύνῃ τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν ἕφοδον τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος κακῶς ἐπέμενεν εἰς τὴν ἀνόσιον ἀπόφασίν του. Ἐγέμισαν δὲ οἱ ἱερεῖς τὸν Ναὸν μὲ τὶς ἰκετήριες κραυγὲς καὶ τὰ δάκρυά των.
17
οἱ κατὰ τὴν πόλιν ἀπολιπόμενοι παραχθέντες ἐξεπήδησαν, ἄδηλον τιθέμενοι τὸ γινόμενον.
17
Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀπομείνει καὶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν, ἐταράχθησαν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ ἀνεπήδησαν ἔξω, διότι ἐνόμισαν ὅτι κάτι τὸ πολὺ παράδοξον γίνεται ἐκεῖ.
17
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει εἰς τὴν πόλιν, συνεκλονίσθησαν καὶ ἀνεπήδησαν, διότι συνεπέραναν ὅτι κάτι τὸ παράδοξον, τρομερὸν καὶ μυστηριῶδες ἐπρόκειτο νὰ συμβῇ ἐκεῖ.
18
Αἵ τε κατάκλειστοι παρθένοι ἐν θαλάμοις σὺν ταῖς τεκούσαις ἐξώρμησαν καὶ σποδῷ καὶ κόνει τὰς κεφαλὰς πασάμεναι, γόων τε καὶ στεναγμῶν τὰς πλατείας ἐνεπίμπλων.
18
Αἱ παρθένοι, ποὺ ἦσαν κλεισμέναι εἰς τὰ δωμάτιά των μὲ τὰς μητέρας των, ὥρμησαν ἔξω, ἔθεσαν στάκτην καὶ χῶμα εἰς τὰς κεφαλάς των, ἐγέμισαν δὲ τὰς πλατείας τῆς Ἱερουσαλὴμ μὲ στεναγμοὺς καὶ θρήνους.
18
Παρθένες δὲ κόρες, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμον παρέμεναν κλεισμένες εἰς τὰ δωμάτιά των, ἀφῆκαν τὴν ἐντροπὴν καὶ ὥρμησαν πρὸς τὰ ἔξω μαζὶ μὲ τὶς μητέρες των, ἐπασπάλισαν τὶς κεφαλές των μὲ στάκτην καὶ χῶμα εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ ἐγέμισαν τὶς πλατεῖες τῆς Ἱερουσαλὴμ μὲ γοερὲς φωνές, στεναγμούς, μυρολόγια καὶ θρήνους.
19
Αἱ δὲ καὶ προσαρτίως ἐσταλμέναι τοὺς πρὸς ἀπάντησιν διατεταγμένους παστοὺς καὶ τὴν ἁρμόζουσαν αἰδὼ παραλείπουσαι, δρόμον ἄτακτον ἐν τῇ πόλει συνίσταντο.
19
Καὶ αἱ νεόνυμφοι, αἱ ὁποῖαι κατὰ τὰ Ἰουδαϊκὰ ἔθιμα ἔμεναν πρὸς καιρὸν χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους λόγῳ τοῦ προσφάτου γάμου των, ἐγκατέλειψαν τοὺς περιποιημένους νυμφικοὺς θαλάμους των, ἔθεσαν κατὰ μέρος τὴν ἁρμόζουσαν εἰς αὐτὰς αἰδημοσύνην καὶ ἔτρεχαν εἰς τὴν πόλιν ἀτάκτως.
19
Ἀκόμη καὶ οἱ ντροπαλὲς νεόνυμφες, ποὺ μόλις προσφάτως εἶχαν ὁδηγηθῆ εἰς τοὺς νυμφικοὺς θαλάμους των, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τοὺς καλοσυγυρισμένους καὶ στολισμένους γαμηλίους θαλάμους των καὶ ἀφοῦ παρεμέρισαν τὴν ἕνεκα τῆς θέσεως των ἁρμόζουσαν ἐντροπήν, ὥρμησαν ἔξω καὶ ἔτρεχαν κατὰ τρόπον ἄτακτον εἰς τοὺς δρόμους τῆς πόλεως.
20
Τὰ δὲ νεογνὰ τῶν τέκνων, αἵ τε πρὸς τούτοις μητέρες καὶ τιθηνοὶ παραλιποῦσαι ἄλλως καὶ ἄλλως, αἱ μὲν κατ' οἴκους, αἱ δὲ κατὰ τὰς ἀγυιάς, ἀνεπιστρέπτως εἰς τὸ πανυπέρτατον ἱερὸν ἠθροίζοντο.
20
Αἱ δὲ μητέρες καὶ αἱ τροφοὶ ἄφηναν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ μικρά των παιδιά, ἄλλαι μὲν εἰς τὰ σπίτια των ἄλλαι δὲ εἰς τοὺς δρόμους, καὶ συνεκεντρώνοντο ἀποφασιστικῶς εἰς τὸν πανσεβάσμιον ναόν των.
20
Ἐξ ἄλλου μητέρες καὶ τροφοὶ ἐγκατέλειπαν καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ νήπια καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλλὰ εἰς τὰ σπίτια των καὶ ἄλλα εἰς τοὺς δρόμους, καί, χωρὶς νὰ ἐπιστρέφουν πίσω διὰ νὰ φροντίσουν τὰ παιδιά των, συνεκεντρώνοντο εἰς τὸν πανσέβαστον καὶ ἀνώτατον ὅλων Ναόν.
21
Ποικίλη δὲ ἦν τῶν εἰς τοῦτο συλλεγομένων ἡ δέησις ἐπὶ τοῖς ἀνοσίως ὑπ' ἐκείνου κατεγχειρουμένοις.
21
Μεγάλη καὶ πολύτροπος ἦτο ἡ δέησις πρὸς τὸν Θεὸν εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον τόπον, διὰ τὸ ἐπιχαρούμενον ἀπὸ τὸν Φιλοπάτορα ἀνοσιούργημα.
21
Πολύμορφη δὲ καὶ πολλαπλὴ ἦταν ἡ δέησις πρὸς τὸν Θεὸν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συγκεντρωθῆ εἰς τὸν Ναόν, ἕνεκα τοῦ βεβήλου ἐγχειρήματος τοῦ βασιλιᾶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων.
22
Σύν τε τούτοις οἱ τῶν πολιτῶν θρασυνθέντες οὐκ ἠνείχοντο τέλεον αὐτοῦ ἐπικειμένου καὶ τὸ τῆς προθέσεως αὐτοῦ ἐκπληροῦν διανοουμένου.
22
Ἐκτὸς ὅμως αὐτῶν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πολίτας ἐξεγερθέντες δὲν ἠνείχοντο κατὰ κανένα τρόπον τὴν ἐπιμονὴν τοῦ Φιλοπάτορος, ὁ ὁποῖος ἐσκέπτετο ὀπωσδήποτε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀπόφασίν του.
22
Ἐπὶ πλέον, μαζὶ μὲ αὐτούς, οἱ τολμηρότεροι τῶν πολιτῶν δὲν ἠνείχοντο μὲ κανένα τρόπον τὴν ὁλοκληρώσῃ τοῦ σχεδίου το βασιλιᾶ καὶ τὴν ἀπόφασίν του νὰ ἐκπληρώσῃ, ὅσα αὐτὸς διενοήθη.
23
Φωνήσαντες δὲ τὴν ὁρμὴν ἐπὶ τὰ ὅπλα ποιήσασθαι καὶ θαρραλέως ὑπὲρ τοῦ πατρῴου νόμου τελευτᾶν, ἱκανὴν ἐποίησαν ἐν τῷ τόπῳ τραχύτητα, μόλις δὲ ὑπό τε τῶν γεραιῶν καὶ τῶν πρεσβυτέρων ἀποτραπέντες ἐπὶ τὴν αὐτὴν τῆς δεήσεως ἔστησαν στάσιν.
23
Ὅταν δὲ αὐτοὶ ἐκραύγασαν καὶ ἐξήγειραν τὴν ὁρμὴν τοῦ πλήθους νὰ πάρουν εἰς τὰ χέρια των τὰ ὅπλα καὶ μὲ θάρρος νὰ ἀποθάνουν χάριν τοῦ πατρικοῦ Νόμου, ἐπροκάλεσαν μεγάλην ἀναταραχὴν εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον τόπον. Μόλις δὲ καὶ μετὰ βίας συνεκρατήθησαν ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους Ἰουδαίους καὶ ἐπανῆλθαν εἰς τὴν αὐτὴν στάσιν τῆς προσευχῆς.
23
Αὐτοὶ λοιπόν, ὅταν ἐφώναξαν καὶ ἐπροκάλεσαν τὸ ὁρμητικὸν πλῆθος νὰ λάβουν τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀποθάνουν μὲ θάρρος χάριν τοῦ Νόμου τῶν πατέρων των, ἐδημιούργησαν σοβαρὰν ἀναταραχὴν καὶ μεγάλον θόρυβον εἰς τὸν ἱερὸν τόπον. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ μὲ πολλὴν δυσκολίαν συνεκρατήθησαν ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους καὶ πρεσβυτέρους, ὥστε νὰ ἐγκαταλειψουν τὴν ἔνοπλον ἀντίστασιν, νὰ τηρήσουν δὲ καὶ αὐτοὶ τὴν ἰδίαν στάσιν τῆς ἱκεσίας, ὅπως καὶ ὁ ὑπόλοιπος λαός.
24
Καὶ τὸ μὲν πλῆθος ὡς ἔμπροσθεν ἐν τούτοις ἀνεστρέφετο δεόμενον.
24
Καὶ τὸ μὲν πλῆθος, καθ' ὃν χρόνον ἐξειλίσσοντο τὰ γεγονότα αὐτά, εἶχεν ἐπιδοθῆ, ὅπως καὶ προηγουμένως εἰς τὴν προσευχήν.
24
Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων συνέχιζε νὰ προσεύχεται εἰς τὸν Θεόν, ὅπως καὶ προηγουμένως.
25
Οἱ δὲ περὶ τὸν βασιλέα πρεσβύτεροι πολλαχῶς ἐπειρῶντο τὸν ἀγέρωχον αὐτοῦ νοῦν ἐξιστάνειν τῆς ἐντεθυμημένης βουλῆς.
25
Οἱ πρεσβύτεροι ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν βασιλέα, προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπον νὰ ἀπομακρύνουν καὶ ματαιώσουν τὴν ἀλαζονικὴν ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος εἶχε πάρει.
25
Οἱ δὲ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἐπεριστοίχιζαν τὸν βασιλιᾶ, ἐπροσπαθοῦσαν μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ μεταβάλουν καὶ νὰ ἀλλάξουν τὴν ὑπερήφανον ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος (ὁ Φιλοπάτωρ) ἠθέλησε νὰ ἐκτελέσῃ κατὰ τρόπον παράνομον.
26
Θρασυνθεὶς δὲ καὶ πάντα παραπέμψας ἤδη καὶ πρόσβασιν ἐποιεῖτο, τέλος ἐπιθήσειν δοκῶν τῷ προειρημένῳ.
26
Ὁ Φιλοπάτωρ ὅμως ἐξωργίσθη καὶ ὅλας τὰς παρακλήσεις ἐκείνων τὰς ἔθεσε κατὰ μέρος, ἀπεφάσισε δὲ νὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὸ προλεχθὲν αὐτὸ ζήτημα καὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναόν.
26
Ἀλλ' ὁ Πτολεμαῖος, φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωϊσμόν, ἐπείσμωσε, ἔγινε θρασύτερος καὶ ἀπέκρουσεν ὅλες τὶς παρακλήσεις· ἄρχισε μάλιστα νὰ πλησιάζῃ πλέον εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον, διὰ νὰ φέρῃ, ὅπως ἐνόμιζεν, εἰς πέρας τὴν ἀνόσιον ἀπόφασιν, ποὺ ἤδη ἐξήγγειλε· νὰ εἰσέλθῃ δηλαδὴ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων.
27
Ταῦτα οὖν καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ὄντες θεωροῦντες ἐτράπησαν εἰς τὸ σὺν τοῖς ἡμετέροις ἐπικαλεῖσθαι τὸν πᾶν κράτος ἔχοντα τοῖς παροῦσιν ἐπαμῦναι, μὴ παριδόντα τὴν ἄνομον καὶ ὑπερήφανον πρᾶξιν.
27
Αὐτά, λοιπόν, βλέποντες καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν βασιλέα, ἠνώθησαν καὶ αὐτοὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἰδικούς μας Ἰουδαίους καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ὑπερασπίσῃ τὸν ναόν του ἀπὸ τὴν ἐπικρεμαμένην ἀπειλὴν καὶ νὰ μὴ παραβλέψῃ τὴν παράνομον καὶ ὑπερήφανον αὐτὴν πρᾶξιν.
27
Ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ἐπεριστοίχιζαν, εἶδαν τὴν κίνησιν αὐτὴν τοῦ βασιλιᾶ, ἐστράφησαν καὶ ἠνώθησαν μὲ τὸν Ἰουδαϊκον λαόν μας. Ἄρχισαν δὲ καὶ αὐτοὶ νὰ παρακαλοῦν Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἔχει ὅλην τὴν δύναμιν, νὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ κατὰ τὴν παροῦσαν δεινὴν περίστασιν καὶ νὰ μὴ παραβλέψῃ τὴν παράνομον καὶ ἀλαζονικὴν αὐτὴν πρᾶξιν τοῦ Πτολεμαίου.
28
Ἐκ δὲ τῆς πυκνοτάτης τε καὶ ἐμπόνον τῶν ὄχλων συναγομένης κραυγῆς ἀνείκαστός τις ἦν βοή·
28
Μία δὲ ἀπερίγραπτος βοὴ ἠκούετο καθ' ὅλην τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ἐπαναλαμβανομένην ὀδυνηρὰν κραυγὴν τῶν ὄχλων, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ.
28
Ἀπὸ δὲ τὴν ἀδιάκοπον, συνεχῆ, γεμάτην ὀδύνην καὶ πόνον, κοπιαστικὴν καὶ ὁμόφωνον ὐσχυρὰν κραυγὴν τῶν ὄχλων, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ, ἀνέβαινε καὶ ἀντηχοῦσε μία ἀπερίγραπτος βοή.
29
δοκεῖν γὰρ ἦν μὴ μόνον τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ τείχη καὶ τὸ πᾶν ἔδαφος ἠχεῖν, ἅτε δὴ τῶν πάντων τότε θάνατον ἀλλασσομένων ἀντὶ τῆς τοῦ τόπου βεβηλώσεως.
29
Ἐνόμιζε κανεὶς ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι ἐφώναζαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ τείχη καὶ ὁλόκληρον τὸ ἔδαφος ἀντηχοῦσε, διότι ὅλοι ἐπροτιμοῦσαν τὸν θάνατον ἀντὶ τῆς βεβηλώσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ.
29
Ἕνεκα τῆς βοῆς αὐτῆς ἐνόμιζε κανείς, ὅτι ἐφώναζεν ὄχι μόνον τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἀντηχοῦσαν καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ τείχη καὶ ὅλον τὸ ἔδαφος, διότι πράγματι ὅλοι καὶ ὅλα τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπροτιμοῦσαν τὸν θάνατον, παρὰ τὴν βεβήλωσιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖον τὸν Φιλοπάτορα.