Ψαλμοί

Ψαλμός Α' (1)

1 Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.
2 Ἀλλ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός.
3 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον πάρα τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται· καὶ πάντα, ὅσα ἂν ποιῇ, κατευοδωθήσεται.
4 Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ' ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
5 Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτωλοὶ ἐν βουλῇ δικαίων·
6 ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
1 Τρισευτυχισμένος καὶ εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἐπορεύθη ποτὲ δρόμον σύμφωνα μὲ τὰς σκέψεις καὶ τὰ θελήματα τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καὶ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἐστάθη ἐκεῖ, ὅπου διέρχονται οἱ ἁμαρτωλοί, οὔτε ἐκάθισε νὰ λάβῃ μέρος εἰς συναναστροφὰς ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι διεφθαρμένοι καὶ διαφθείρουν τὴν κοινωνίαν.
2 Ἀλλ' ἐξ ἀντιθέτου μὲ ὅλην του τὴν καρδίαν ἔχει δώσει τὴν θέλησίν του καὶ τὴν σκέψιν του εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ τὸν Νόμον αὐτὸν θὰ μελετᾷ ἡμέραν καὶ νύκτα.
3 Αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ δένδρον ποὺ εἶναι φυτευμένον εἰς τὰ πλούσια τρεχούμενα νερὰ καὶ τὸ ὁποῖον θὰ ἀποδώσῃ τοὺς ὡρίμους καρπούς του εἰς τὸν καταλληλον καιρόν, τὰ δὲ φύλλα του ποτὲ δὲν θὰ πέσουν. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ θὰ ἐπιχειρῇ, θὰ ἔχουν μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ αἴσιον πέρας.
4 Δὲν θὰ συμβαίνῃ ὅμως τὸ ἴδιον καὶ μέ, τοὺς ἀσεβεῖς, ὄχι· ἀλλὰ αὐτοὶ θὰ ὁμοιάζουν σὰν τὸ χνοῦδι, τὸ ὁποῖον παρασύρει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
5 Διὰ τοῦτο, ἠθικῶς ἀδύνατοι καὶ ἄτολμοι, οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ ἔχουν τὸ σθένος νὰ σταθοῦν ὄρθιοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν μέλλουσαν κρίσιν. Οὔτε καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ τολμήσουν, νὰ παρουσιασθοῦν εἰς τὴν σύναξιν τῶν δικαίων.
6 Διότι ὁ Κύριος γνωρίζει τὸν δρόμον, τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὰ ἔργα τῶν δικαίων καὶ τοὺς προστατεύει, ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὸν Θεόν, καταλήγουν εἰς τὴν ἀπώλειαν τὰ ἔργα των καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι.
1 Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐπῆγε ποτὲ εἰς συνέδριον καὶ σύσκεψιν ἀσεβῶν, ὅπου θὰ ἐπηρεάζετο ἀπὸ τὰς ἰδέας τῶν καὶ τὰ φρονήματά των, καὶ δὲν ἐστάθη εἰς δρόμον ἁμαρτωλῶν, ὅπου θὰ παρεσύρετο ἀπὸ τὰς κακὰς πράξεις καὶ συνηθείας των, καὶ δὲν ἐκάθισεν ἐκεῖ, ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νὰ κάθηνται διεφθαρμένοι καὶ φθοροποιοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅπου θὰ μετεδίδετο καὶ εἰς αὐτὸν τὸ ψυχοφθόρον καὶ ὀλέθριον μόλυσμά των.
2 Ἀλλ' ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μελετᾷ.
3 Καὶ θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σὰν τὸ δένδρον, ποὺ ἔχει φυτευθῇ ἐκεῖ ποὺ τρέχουν καὶ χύνονται ἄφθονα νερά, καὶ τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ τὸν καρπόν του εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν καὶ τὰ φύλλα του δὲν θὰ πέσουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀειθαλὲς καὶ πάντοτε καταπράσινον διότι καὶ αὐτὸς τρεφόμενος καὶ ποτιζόμενος ἀπὸ τὰ νάματα τῆς θείας διδασκαλίας καὶ θείας χάριτος θὰ καρποφορῇ πάντοτε πλούσια ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ μαραίνεται ποτέ· ἀλλὰ καὶ κάθε τι ποὺ θὰ κάνῃ, ἐπειδὴ θὰ εὐλογῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἔχῃ αἴσιον πέρας καὶ θὰ στέφεται ὑπὸ ἐπιτυχίας.
4 Δὲν εὐδοκιμοῦν οὕτω πως οἱ ἀσεβεῖς. Ὄχι. Ἀλλὰ σὰν ψιλὸ καὶ τριμμένον ἄχυρον, σὰν χνούδι ποὺ τὸ ἁρπάξει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ρίπτει μακρὰν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, οὕτω θὰ ἐκμηδενισθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ σχέδιά των.
5 Δι’ αὐτὸ οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ σταθοῦν ὄρθιοι καὶ μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, ἀλλὰ θὰ πέσουν κάτω ἐντροπιασμένοι καὶ συντριμμένοι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ κάμῃ τὴν κρίσιν του. Οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἔνδοξον καὶ μακαρίαν σύναξιν καὶ ὁμήγυριν τῶν δικαίων.
6 Διότι ὁ Κύριος, ποὺ ἠξεύρει καὶ πρὸ τῆς κρίσεως ὅλας τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, παρακολουθεῖ ἀπ’ ἐδῶ μὲ στοργικὸν καὶ προστατευτικὸν βλέμμα τὴν πορείαν καὶ τὴν εὐδοκίμησιν τῶν δικαίων, ἐνῷ ὅλα αὐτὰ ποὺ σχεδιάζουν καὶ ἐπιχειροῦν οἱ ἀσεβεῖς θὰ καταλήξουν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν καὶ καταστροφήν.
Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
1 Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.
1 Τρισευτυχισμένος καὶ εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἐπορεύθη ποτὲ δρόμον σύμφωνα μὲ τὰς σκέψεις καὶ τὰ θελήματα τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καὶ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἐστάθη ἐκεῖ, ὅπου διέρχονται οἱ ἁμαρτωλοί, οὔτε ἐκάθισε νὰ λάβῃ μέρος εἰς συναναστροφὰς ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι διεφθαρμένοι καὶ διαφθείρουν τὴν κοινωνίαν.
2 Ἀλλ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός.
2 Ἀλλ' ἐξ ἀντιθέτου μὲ ὅλην του τὴν καρδίαν ἔχει δώσει τὴν θέλησίν του καὶ τὴν σκέψιν του εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ τὸν Νόμον αὐτὸν θὰ μελετᾷ ἡμέραν καὶ νύκτα.
3 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον πάρα τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται· καὶ πάντα, ὅσα ἂν ποιῇ, κατευοδωθήσεται.
3 Αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ δένδρον ποὺ εἶναι φυτευμένον εἰς τὰ πλούσια τρεχούμενα νερὰ καὶ τὸ ὁποῖον θὰ ἀποδώσῃ τοὺς ὡρίμους καρπούς του εἰς τὸν καταλληλον καιρόν, τὰ δὲ φύλλα του ποτὲ δὲν θὰ πέσουν. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ θὰ ἐπιχειρῇ, θὰ ἔχουν μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ αἴσιον πέρας.
4 Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ' ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
4 Δὲν θὰ συμβαίνῃ ὅμως τὸ ἴδιον καὶ μέ, τοὺς ἀσεβεῖς, ὄχι· ἀλλὰ αὐτοὶ θὰ ὁμοιάζουν σὰν τὸ χνοῦδι, τὸ ὁποῖον παρασύρει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
5 Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτωλοὶ ἐν βουλῇ δικαίων·
5 Διὰ τοῦτο, ἠθικῶς ἀδύνατοι καὶ ἄτολμοι, οἱ ἀσεβεῖς δὲν θὰ ἔχουν τὸ σθένος νὰ σταθοῦν ὄρθιοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν μέλλουσαν κρίσιν. Οὔτε καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ τολμήσουν, νὰ παρουσιασθοῦν εἰς τὴν σύναξιν τῶν δικαίων.
6 ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἀσεβῶν ἀπολεῖται.
6 Διότι ὁ Κύριος γνωρίζει τὸν δρόμον, τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὰ ἔργα τῶν δικαίων καὶ τοὺς προστατεύει, ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὸν Θεόν, καταλήγουν εἰς τὴν ἀπώλειαν τὰ ἔργα των καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι.