Ἀμβακούμ

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Τὸ λῆμμα ὃ εἶδεν Ἀμβακούμ ὁ προφήτης.
2 Ἕως τίνος, Κύριε, κεκράξομαι καὶ οὐ μὴ εἰσακούσῃς; Βοήσομαι πρὸς σὲ ἀδικούμενος καὶ οὐ σώσεις;
3 Ἱνατὶ ἔδειξάς μοι κόπους καὶ πόνους, ἐπιβλέπειν ταλαιπωρίαν καὶ ἀσέβειαν; Ἐξεναντίας μου γέγονε κρίσις, καὶ ὁ κριτὴς λαμβάνει.
4 Διὰ τοῦτο διεσκέδασται νόμος, καὶ οὐ διεξάγεται εἰς τέλος κρίμα, ὅτι ὁ ἀσεβὴς καταδυναστεύει τὸν δίκαιον· ἕνεκεν τούτου ἐξελεύσεται τὸ κρίμα διεστραμμένον.
5 Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ ἐπιβλέψατε καὶ θαυμάσατε θαυμάσια καὶ ἀφανίσθητε, διότι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ὃ οὐ μὴ πιστεύσητε, ἐάν τις ἐκδιηγῆται.
6 Διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐφ' ὑμᾶς τοὺς Χαλδαίους τοὺς μαχητάς, τὸ ἔθνος τὸ πικρὸν καὶ τὸ ταχινόν, τὸ πορευόμενον ἐπὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς τοῦ κατακληρονομῆσαι σκηνώματα οὐκ αὐτοῦ.
7 Φοβερὸς καὶ ἐπιφανής ἐστιν, ἐξ αὐτοῦ τὸ κρίμα αὐτοῦ ἔσται καὶ τὸ λῆμμα αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ ἐξελεύσεται.
8 Καὶ ἐξαλοῦνται ὑπὲρ παρδάλεις οἱ ἵπποι αὐτοῦ καὶ ὀξύτεροι ὑπὲρ τοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας· καὶ ἐξιππάσονται οἱ ἱππεῖς αὐτοῦ καὶ ὁρμήσουσι μακρόθεν καὶ πετασθήσονται ὡς ἀετὸς πρόθυμος εἰς τὸ φαγεῖν.
9 Συντέλεια εἰς ἀσεβεῖς ἥξει, ἀνθεστηκότας προσώποις αὐτῶν ἐξεναντίας καὶ συνάξει ὡς ἄμμον αἰχμαλωσίαν.
10 Καὶ αὐτὸς ἐν βασιλεῦσιν ἐντρυφήσει καὶ τύραννοι παίγνια αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς εἰς πᾶν ὀχύρωμα ἐμπαίξεται καὶ βαλεῖ χῶμα καὶ κρατήσει αὐτοῦ.
11 Τότε μεταβαλεῖ τὸ πνεῦμα καὶ διελεύσεται καὶ ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ μου.
12 Οὐχὶ σὺ ἀπ' ἀρχῆς, Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ ἅγιός μου; Καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν. Κύριε, εἰς κρίμα τέταχας αὐτόν· καὶ ἔπλασέ με τοῦ ἐλέγχειν παιδείαν αὐτοῦ.
13 Καθαρὸς ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ μὴ ὁρᾶν πονηρά, καὶ ἐπιβλέπειν ἐπὶ πόνους οὐ δυνήσῃ· ἵνα τί ἐπιβλέπεις ἐπὶ καταφρονοῦντας; Παρασιωπήσῃ ἐν τῷ καταπίνειν ἀσεβῆ τὸν δίκαιον;
14 Καὶ ποιήσεις τοὺς ἀνθρώπους ὡς τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης καὶ ὡς τὰ ἐρπετὰ τὰ οὐκ ἔχοντα ἡγούμενον;
15 Συντέλειαν ἐν ἀγκίστρῳ ἀνέσπασε καὶ εἵλκυσεν αὐτὸν ἐν ἀμφιβλήστρῳ καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῖς σαγήναις αὐτοῦ.
16 Ἕνεκεν τούτου εὐφρανθήσεται καὶ χαρήσεται ἡ καρδία αὐτοῦ· ἕνεκεν τούτου θύσει τῇ σαγήνῃ αὐτοῦ καὶ θυμιάσει τῷ ἀμφιβλήστρῳ αὐτοῦ, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐλίπανε μερίδα αὐτοῦ, καὶ τὰ βρώματα αὐτοῦ ἐκλεκτά.
17 Διὰ τοῦτο ἀμφιβαλεῖ τὸ ἀμφίβληστρον αὐτοῦ καὶ διὰ παντὸς ἀποκτέννειν ἔθνη οὐ φείσεται.
1 Ὅραμα τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ Ἀμβακούμ, περὶ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως τῆς ληφθείσης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης λέγει:
2 «Ἕως πότε, Κύριε, θὰ φωνάζω πρὸς σὲ καὶ σὺ δὲν θὰ εἰσακούῃς τὴν προσευχήν μου; Ἕως πότε ἐγὼ ὁ ἀδικούμενος θὰ βοῶ πρὸς σὲ καὶ δὲν θὰ μὲ σώζῃς;
3 Διατί, Κύριε, ἐπέτρεψες νὰ βλέπω κακοποιήσεις καὶ καταπονήσεις, ταλαιπωρίαν καὶ ἀσέβειαν; Ἰδού, ὅτι πολλὲς φορὲς ἐνώπιόν μου διεξάγεται δίκη καὶ ὁ δικαστὴς λαμβάνει δῶρα, δωροδοκεῖται.
4 Διὰ τοῦτο ὁ Νόμος σου ἔχει πλέον ἀπορριφθῆ, αἱ δίκαι δὲν διεξάγονται ὅπως πρέπει, ὁ ἀσεβὴς καταδυναστεύει τὸν δίκαιον. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς διεφθαρμένης καταστάσεως ἡ δικαστικὴ ἀπόφασις εἶναι διεστραμμένη». Καὶ ὁ Κύριος διαλαλεῖ·
5 «Παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν σεῖς, οἱ καταφρονηταὶ τοῦ δικαίου καὶ τῆς δικαιοσύνης. Κυττάξατε καὶ θαυμάσατε ἐξαιρετικὰ γεγονότα τῆς δυνάμεώς μου καὶ ἀφανισθῆτε, διότι ἐγὼ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ποὺ ζῆτε, θὰ πραγματοποιήσω ἔργον, τὸ ὁποῖον, ἐὰν κανεὶς σᾶς τὸ διηγηθῇ, δὲν θὰ τὸ πιστεύσετε.
6 Θὰ ἐξεγείρω ἐναντίον σας τοὺς πολεμιστὰς Χαλδαίους, ἔθνος φαρμακερὸν καὶ ταχυκίνητον, τὸ ὁποῖον διαπορεύεται πρὸς ὅλας τὰς κατευθύνσεις τῆς γῆς, διὰ νὰ κατακτήσῃ καὶ κληρονομήσῃ πόλεις καὶ κατοικίας, ποὺ δὲν εἶναι ἰδικαί του.
7 Γνωστὸς καὶ διαβόητος εἶναι ὁ λαὸς αὐτός. Ὅ,τι αὐτὸς κρίνῃ καὶ ἀποφασίσῃ, θέλει νὰ τὸ ἀποκτήσῃ καὶ τὸ πραγματοποιήσῃ. Αἱ ἀποφάσεις του προέρχονται ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, χωρὶς νὰ συμβουλεύεται κανένα ἄλλον.
8 Οἱ ἵπποι του πηδοῦν καὶ τρέχουν περισσότερον καὶ ταχύτερον ἀπὸ τὰς λεοπαρδάλεις. Εἶναι ὁρμητικώτεροι ἀπὸ τοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας. Ἐπάνω εἰς αὐτοὺς θὰ ἰππεύσουν οἱ ἱππεῖς του, θὰ ὀρμήσουν ἀπὸ τὰς μακρυνὰς ἀποστάσεις, θὰ πετάξουν ὡσὰν τὸν πεινασμένον ἀετόν, ποὺ ὁρμᾷ, μὲ ταχύτητα εἰς τὸ θήραμά του.
9 Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἐπέλθῃ πλήρης καταστροφὴ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς. Ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντισταθοῦν ἐναντίον των, θὰ τοὺς συγκεντρώσουν πρὸς αἰγμαλωσίαν πολυαρίθμους ὡσὰν τὴν ἄμμον.
10 Θὰ ἐντρυφήσῃ ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὴν ἧτταν καὶ ὑποδούλωσιν τῶν βασιλέων. Οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς θὰ εἶναι παιγνίδι δι' αὐτόν. Θὰ ἐμπαίξῃ ὅλα τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα, θὰ ὑψώσῃ λόφους ἀπὸ χῶμα γύρω των καὶ θὰ τὰ καταλάβῃ.
11 Ἐνδεχομένως μετὰ τὴν νίκην του νὰ μεταβάλῃ διαθέσεις, νὰ διέλθῃ διὰ μέσου τῆς ἡττηθείσης χώρας καὶ νὰ φύγῃ καὶ νὰ ἐξιλεωθῇ δι' αὐτήν. Αὐτὴ ὅμως ἡ μεταβολὴ εἶναι τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ μου».
12 «Κύριε, σὺ δὲν εἶσαι πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, ὁ αἰώνιος καὶ ἅγιος Θεός μου; Εἰς τὸ ἔλεός σου στηριζόμενοι λέγομεν, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐξαφανισθῶμεν. Κύριε, σὺ ἔχεις τάξει αὐτὸν τὸν λαόν, νὰ ἐφαρμόζῃ καὶ νὰ κηρύσσῃ τὴν δικαιοσύνην σου. Σὺ δὲ μὲ ἔπλασες καὶ μὲ ἐγκατέστησες, νὰ ἐλέγχω τὸν λαὸν αὐτὸν εἰς παιδαγωγίαν καὶ συνετισμόν.
13 Κύριε, ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι κατακάθαρος καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ βλέπῃ πονηρίας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ βλέπῃ κακοποιήσεις ἐναντίον τῶν δικαίων. Διατὶ ὅμως σὺ ἐπιβλέπεις καὶ φαίνεσαι σὰν νὰ προστατεύῃς ἐκείνους, ποὺ καταφρονοῦν τὴν δικαιοσύνην καὶ τὸ δίκαιον; Θὰ παραβλέψῃς τὸν ἀσεβῆ, ὅταν καταπίνῃ τὸν δίκαιον;
14 Θὰ κάμῃς τοὺς ἀνθρώπους ὡσὰν τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, ὡσὰν τὰ ἐρπετά, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἀρχηγὸν καὶ κυβερνήτην;
15 Ὁ ψαρᾶς μὲ ἀγκίστρι ἔπιασε καὶ ἀνέσυρε τὸν ἰχθῦν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἄλλα ψάρια ἐτράβηξε μὲ τὸ δίκτυ του καὶ ἄλλα συνεκέντρωσε μὲ τὰς σαγήνας του.
16 Ἀπὸ τὸ πλούσιον αὐτὸ ψάρευμά του θὰ εὐφρανθῇ, θὰ χαρῇ ἡ καρδία του. Διὰ τοῦτο, παραγνωρίζων σὲ τὸν ἀληθινὸν Θεόν, θὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὴν σαγήνην καὶ θυμίαμα εἰς τὸ δίκτυόν του, διότι χάρις εἰς αὐτὰ ἦτο πλουσία ἡ ἁλιεία του. Τὰ δὲ φαγητά, ποὺ θὰ παρασκευασθοῦν ἀπὸ αὐτά, θὰ εἶναι ἐκλεκτά.
17 Ἀκριβῶς κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ εἰδωλολάτρης Ἀσσύριος θὰ ρίξῃ ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸ δίκτυόν του, διὰ νὰ θανατώνῃ λαούς, χωρὶς νὰ λυπῆται κανένα.
1 Ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις, ποὺ ἐλήφθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὴν ὁποίαν εἶδεν εἰς ἀποκαλυπτικὴν ὀπτασίαν «ὅραμα» ὁ προφήτης Ἀμβακούμ.
2 Ὁ Προφήτης παραπονούμενος ἐρωτᾷ τὸν Θεόν: «Μέχρι πότε, Κύριε, θὰ φωνάζω πρὸς Σέ, διὰ νὰ ἀνακόψῃς τὴν ἀδικίαν καὶ ἀνομίαν, καὶ Σὺ δὲν θὰ εἰσακούῃς τὴν προσευχήν μου; Μέχρι πότε ἐγώ, ὁ ἀδικούμενος καὶ ταλαιπωρούμενος, θὰ φωνάζω πρὸς Σὲ καὶ θὰ ζητῶ βοήθειαν, καὶ Σὺ δὲν θὰ μὲ σώζῃς;
3 Διὰ ποῖον σκοπὸν ἔδειξες εἰς ἐμὲ τοὺς κόπους, τοὺς μόχθους καὶ τὶς καταπονήσεις τῶν ἀδικουμένων ἀνθρώπων, ὥστε νὰ παρατηρῶ τὴν ταλαιπωρίαν καὶ κακοπάθειαν τῶν βλαπτομένων αὐτῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσέβειαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀδικοῦν; Ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μου διεξάγεται δίκη καὶ ὁ δικαστὴς λαμβάνει δῶρα, ἔτσι ὅμως παραβαίνει τὸν νόμον καὶ ἀδικεῖ.
4 Ἐπειδὴ οἱ δικασταὶ δωροδοκοῦνται, ὁ νόμος ὁ ἰδικός σου ἀπορρίπτεται καὶ καταπατεῖται καὶ δὲν ἀπονέμεται τελικῶς ἡ πρέπουσα δικαιοσύνη· διότι ὁ ἄδικος καὶ ἀσεβής, καταχρώμενος τὴν δύναμίν του, τυραννεῖ καὶ καταθλίβει τὸν δίκαιον. Ἕνεκα τούτου ἡ δικαστικὴ ἀπόφασις, ποὺ ἐκδίδεται, εἶναι νόθος, ἄδικος, διεστραμμένη».
5 Ὁ Κύριος ἀποκρίνεται εἰς τὸν Προφήτην καὶ λέγει: «Προσέξατε σεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀψηφεῖτε καὶ περιφρονεῖτε χωρὶς κανένα φόβον τὸ δίκαιον καὶ τὶς ἀπελὲς τοῦ Θεοῦ. Παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν καὶ ἐπιμονὴν καὶ θαυμάσατε, διότι θὰ ἰδῆτε πράγματα ἀπρόσμενα, ἀνυπόφορα, ἄξια ἀπορίας καὶ θαυμασμοῦ, καὶ κρυφθῆτε ἀπὸ φόβον καὶ ἐντροπήν. Διότι ὄχι πολὺ ἀργά, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν σας ἐγώ, ὁ Θεός, θὰ ἐργασθῶ ἔργον τιμωρίας καὶ καταστροφῆς, τὸ ὁποῖον, ἐὰν κάποιος σᾶς τὸ διηγεῖτο ἐκ προτέρου, κατ’ οὐδένα λόγον θὰ τὸ ἐπιστεύατε.
6 Διότι, νά! Ἐγὼ θὰ ἐξεγείρω ἐναντίον σας τοὺς γενναίους πολεμιστὰς Χαλδαίους, τὸ ἔθνος τὸ ὠμόν, τὸ ἄγριον καὶ ταχύτατον εἰς τὶς κινήσεις καὶ τὶς ἐξορμήσεις του· τὸ ἔθνος, τὸ ὁποῖον προχωρεῖ ὁρμητικὸν καὶ ἀκάθεκτον πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις τῆς γῆς, διὰ νὰ κατακτήσ·ῃ κατοικήσιμες περιοχὲς ξένες, οἱ ὁποῖες δὲν τοῦ ἀνήκουν.
7 Οἱ Χαλδαῖοι εἶναι λαὸς τρομερός, ὠμός, ἀτίθασος καὶ περιβόητος διὰ τὴν φιλοδοξίαν του· δίκαιον θεωρεῖ αὐτό, ποὺ κρίνει ὁ ἴδιος ὡς δίκαιον καὶ νόμιμον, οἱ δὲ ἀποφάσεις ποὺ λαμβάνει, προέρχονται ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον καὶ δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ κανένα ἄλλον.
8 Οἱ ἵπποι τοῦ λαοῦ τῶν Χαλδαίων πηδοῦν καὶ τρέχουν περισσότερον ἀπὸ τὶς εὐέλικτες καὶ κατ’ ἐξοχὴν πηδηκτὲς καὶ ταχύτατες λεοπαρδάλεις· εἶναι δὲ περισσότερον ὁρμητικοὶ ἀπὸ τοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας. Οἱ ἱππεῖς τῶν Χαλδαίων, οἱ ὁποῖοι προχωροῦν ἔφιπποι, δὲν εἶναι μόνον γενναῖοι, δυνατοὶ καὶ ταχεῖς, ἀλλ’ ὁρμοῦν ἀκάθεκτοι κατὰ τῶν ἐχθρῶν των, ὅπως ὁ πεινασμένος ἀετὸς ἐφορμᾷ. ἀπὸ τὰ ὕψη ἀκάθεκτος κατὰ τοῦ θηράματός του.
9 Διὰ τῶν ὁρμητικῶν, ὠμῶν καὶ γενναίων Χαλδαίων θὰ ἐπέλθῃ πλήρης ὄλεθρος καὶ καταστροφὴ κατὰ τῶν ἀσεβῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντέστησαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τοῦ ἐφέρθησαν μὲ προπέτειαν καὶ ἀναίδειαν. «Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὅσους θὰ τολμήσουν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς αὐτούς, θὰ τοὺς συγκεντρώσουν διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν πολυαρίθμους, μὲ τὴν ἰδίαν εὐκολίαν, ποὺ συγκεντρώνομεν τὴν ἄμμον εἰς τὴν χούφτα μας».
10 Ὁ λαὸς τῶν Χαλδαίων θὰ εὐφραίνεται καὶ θὰ καυχᾶται διὰ τὴν ἧτταν καὶ ὑποδούλωσιν πολλῶν βασιλέων, οἱ δὲ τύραννοι τῶν ἐθνῶν θὰ εἶναι εἰς τὰ χέρια του διασκεδαστικὰ παιγνίδια· ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ περιγελάσῃ ὅλα τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα καὶ τὰ φρούρια τῶν πόλεων, τὰ ὁποῖα δύσκολα κυριεύονται, διότι θὰ ὑψώσῃ γύρω ἀπὸ αὐτὰ λόφους ἀπὸ χῶμα καὶ θὰ τὰ κυριεύσῃ μὲ εὐκολίαν.
11 Μετὰ τὶς νῖκες του ὅμως αὐτὲς θὰ ἀλλάξῃ γνώμην καὶ διαθέσεις καὶ θὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ τὴν πόλιν, ποὺ ἐκυρίευσε, καὶ θὰ φύγῃ καὶ θὰ ἐξιλεωθῇ». Αὐτὴ ὅμως ἡ μεταβολὴ τῶν διαθέσεών του εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ μου! «Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Μετὰ τὶς νίκες του αὐτές, ὁ Θεὸς θὰ μεταβάλῃ τὴν ὀργήν του κατὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ θὰ προσπεράσῃ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ θὰ φανῇ ἵλεως εἰς αὐτούς. Καὶ ὁ Προφήτης γεμᾶτος θαυμασμὸν διὰ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ· ἡ τόση δύναμις τοῦ νὰ μεταβάλῃ τὴν τιμωρίαν εἰς εὐσπλαγχνίαν δὲν ἀνήκει εἰς κανένα ἄλλον, παρὰ μόνον εἰς Σέ, τὸν Θεόν μου!»
12 «Ἔστω καὶ ἂν ἡμεῖς παρέβημεν τὸν ἅγιον νόμον σου, μήπως δὲν εἶσαι Σύ, Κύριε, ἀϊδίως, ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀνάρχως, ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ ἅγιος Κύριός μου; Δι’ αὐτό, στηριζόμενοι εἰς τὴν ἀγαθότητά σου, λέγομεν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ καταστραφῶμεν, νὰ ὑποστῶμεν πανωλεθρίαν. Κύριε, Σὺ ὥρισες καὶ διέταξες τὸν λαὸν αὐτόν, ὥστε νὰ ἐφαρμόζῃ καὶ νὰ ἀπονέμῃ δικαιοσύνην. Ἐμὲ δέ, τὸν προφήτην, μὲ ἔπλασες καὶ μὲ ἐξεχώρισες, ὥστε καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας νὰ ἐλέγχω καὶ νὰ προλέγω τὶς παιδαγωγικὲς τιμωρίες, ποὺ πρόκειται νὰ τοὺς ἐπιβληθοῦν διὰ νὰ συνετίζωνται.
13 Κύριε, γνωρίζω ὅτι ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι πεντακάθαρος καὶ δὲν ἠμπορεῖ, οὔτε ἀνέχεται νὰ βλέπῃ πονηρὰ ἔργα, οὔτε δέχεται νὰ βλέπῃ τὶς κακουργίες, ποὺ προξενοῦν οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ εἰς τοὺς εἰλικρινεῖς, τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀδυνάτους. Διατὶ λοιπὸν ρίπτεις τὸ βλέμμα σου εἰς τοὺς ἀλαζόνας καὶ περιφρονητὰς τῶν ἁγίων νόμων σου Χαλδαίους, ὡσὰν νὰ τοὺς προστατεύῃς, καὶ τοὺς ἀφήνεις νὰ εὐημεροῦν; Θὰ παρατρέξῃς μὲ σιωπήν, ὅταν ὁ ἀσεβὴς Βαβυλώνιος καταπίνῃ τὸν Ἰσραηλίτην, τὸν δικαιότερον ἀπὸ αὐτόν;
14 Λόγῳ τῆς μακροθυμίας, τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς σιωπῆς σου αὐτῆς θὰ κάμῃς τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴ διαφέρουν καθόλου ἀπὸ τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν οὔτε νόμους οὔτε κριτὰς καὶ γίνονται τροφὴ τῶν μεγαλυτέρων ψαριῶν; Ἢ θὰ τοὺς κάμῃς νὰ μὴ διαφέρουν καθόλου ἀπὸ τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα ἕνεκα τῆς πονηρίας των δὲν ἔχουν ἀρχηγὸν καὶ μισοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο;
15 Διότι ὁ Βαβυλώνιος ἔχει τόσον μεγάλην δύναμιν, ὥστε ὡς ἄλλος ψαρᾶς ἀνέσυρεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν τοῦ κόσμου τούτου μὲ τὸ ἀγκίστρι του ὁλόκληρα ἔθνη καὶ τὰ ἔφερε πρὸς τὸ μέρος του μέσα εἰς τὸ δίκτυ καὶ τὰ συνεκέντρωσεν εἰς μεγαλύτερα δίκτυα μὲ τὶς πολεμικές του δυνάμεις.
16 Διὰ τὸ πλούσιον αὐτὸ ἁλίευμα ἡ καρδία τοῦ Βαβυλωνίου θὰ ἐντρυφᾷ, θὰ δοκιμάζῃ τέρψιν καὶ θὰ εὐφραίνεται. Ἕνεκα τούτου, περιφρονῶν Σέ, τὸν παντοδύναμον Θεόν, θὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὴν σαγήνην του καὶ θυμίαμα εἰς τὸ δίκτυ του, δηλαδὴ εἰς τὶς πολεμικές του δυνάμεις «οὐσιαστικὰ εἰς τὸν ἑαυτόν του», διότι μὲ τὴν βοήθειάν των «δηλαδὴ ἀπὸ μόνος του» ἐπέτυχε πλουσίαν ἐσοδείαν ψαριῶν· τὰ δὲ φαγητά, ποὺ παρεσκεύασεν ἀπὸ τὸ ἁλίευμα τοῦτο, ἦσαν ἐκλεκτά.
17 Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἀσεβὴς καὶ εἰδωλολάτρης Βαβυλώνιος συνάγει πλούσιες μερίδες καὶ ἔχει ἀπὸ αὐτὲς ἐκλεκτὲς τροφές, ὅλα δὲ τοῦ ἔρχονται δεξιὰ χωρὶς νὰ τοῦ ἐναντιώνεται κανείς, θὰ ἐκτραχυνθῇ καὶ θὰ σκληρυνθῇ τόσον πολύ, ὥστε δὲν θὰ παύσῃ νὰ ρίπτῃ τὰ δίκτυά του ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· δηλαδή, δὲν θὰ σταματήσῃ νὰ ἐπιτίθεται εἰς τὰ γύρω ἔθνη, χρησιμοποιῶν τὴν δύναμίν του, καὶ δὲν θὰ λυπηθῇ νὰ σκορπίζῃ ἀνηλεῶς καὶ μὲ πάντα τρόπον τὸν θάνατον εἰς τὰ ἔθνη».
Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
1 Τὸ λῆμμα ὃ εἶδεν Ἀμβακούμ ὁ προφήτης.
1 Ὅραμα τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ Ἀμβακούμ, περὶ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως τῆς ληφθείσης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης λέγει:
2 Ἕως τίνος, Κύριε, κεκράξομαι καὶ οὐ μὴ εἰσακούσῃς; Βοήσομαι πρὸς σὲ ἀδικούμενος καὶ οὐ σώσεις;
2 «Ἕως πότε, Κύριε, θὰ φωνάζω πρὸς σὲ καὶ σὺ δὲν θὰ εἰσακούῃς τὴν προσευχήν μου; Ἕως πότε ἐγὼ ὁ ἀδικούμενος θὰ βοῶ πρὸς σὲ καὶ δὲν θὰ μὲ σώζῃς;
3 Ἱνατὶ ἔδειξάς μοι κόπους καὶ πόνους, ἐπιβλέπειν ταλαιπωρίαν καὶ ἀσέβειαν; Ἐξεναντίας μου γέγονε κρίσις, καὶ ὁ κριτὴς λαμβάνει.
3 Διατί, Κύριε, ἐπέτρεψες νὰ βλέπω κακοποιήσεις καὶ καταπονήσεις, ταλαιπωρίαν καὶ ἀσέβειαν; Ἰδού, ὅτι πολλὲς φορὲς ἐνώπιόν μου διεξάγεται δίκη καὶ ὁ δικαστὴς λαμβάνει δῶρα, δωροδοκεῖται.
4 Διὰ τοῦτο διεσκέδασται νόμος, καὶ οὐ διεξάγεται εἰς τέλος κρίμα, ὅτι ὁ ἀσεβὴς καταδυναστεύει τὸν δίκαιον· ἕνεκεν τούτου ἐξελεύσεται τὸ κρίμα διεστραμμένον.
4 Διὰ τοῦτο ὁ Νόμος σου ἔχει πλέον ἀπορριφθῆ, αἱ δίκαι δὲν διεξάγονται ὅπως πρέπει, ὁ ἀσεβὴς καταδυναστεύει τὸν δίκαιον. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς διεφθαρμένης καταστάσεως ἡ δικαστικὴ ἀπόφασις εἶναι διεστραμμένη». Καὶ ὁ Κύριος διαλαλεῖ·
5 Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ ἐπιβλέψατε καὶ θαυμάσατε θαυμάσια καὶ ἀφανίσθητε, διότι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ὃ οὐ μὴ πιστεύσητε, ἐάν τις ἐκδιηγῆται.
5 «Παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν σεῖς, οἱ καταφρονηταὶ τοῦ δικαίου καὶ τῆς δικαιοσύνης. Κυττάξατε καὶ θαυμάσατε ἐξαιρετικὰ γεγονότα τῆς δυνάμεώς μου καὶ ἀφανισθῆτε, διότι ἐγὼ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ποὺ ζῆτε, θὰ πραγματοποιήσω ἔργον, τὸ ὁποῖον, ἐὰν κανεὶς σᾶς τὸ διηγηθῇ, δὲν θὰ τὸ πιστεύσετε.
6 Διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐφ' ὑμᾶς τοὺς Χαλδαίους τοὺς μαχητάς, τὸ ἔθνος τὸ πικρὸν καὶ τὸ ταχινόν, τὸ πορευόμενον ἐπὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς τοῦ κατακληρονομῆσαι σκηνώματα οὐκ αὐτοῦ.
6 Θὰ ἐξεγείρω ἐναντίον σας τοὺς πολεμιστὰς Χαλδαίους, ἔθνος φαρμακερὸν καὶ ταχυκίνητον, τὸ ὁποῖον διαπορεύεται πρὸς ὅλας τὰς κατευθύνσεις τῆς γῆς, διὰ νὰ κατακτήσῃ καὶ κληρονομήσῃ πόλεις καὶ κατοικίας, ποὺ δὲν εἶναι ἰδικαί του.
7 Φοβερὸς καὶ ἐπιφανής ἐστιν, ἐξ αὐτοῦ τὸ κρίμα αὐτοῦ ἔσται καὶ τὸ λῆμμα αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ ἐξελεύσεται.
7 Γνωστὸς καὶ διαβόητος εἶναι ὁ λαὸς αὐτός. Ὅ,τι αὐτὸς κρίνῃ καὶ ἀποφασίσῃ, θέλει νὰ τὸ ἀποκτήσῃ καὶ τὸ πραγματοποιήσῃ. Αἱ ἀποφάσεις του προέρχονται ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, χωρὶς νὰ συμβουλεύεται κανένα ἄλλον.
8 Καὶ ἐξαλοῦνται ὑπὲρ παρδάλεις οἱ ἵπποι αὐτοῦ καὶ ὀξύτεροι ὑπὲρ τοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας· καὶ ἐξιππάσονται οἱ ἱππεῖς αὐτοῦ καὶ ὁρμήσουσι μακρόθεν καὶ πετασθήσονται ὡς ἀετὸς πρόθυμος εἰς τὸ φαγεῖν.
8 Οἱ ἵπποι του πηδοῦν καὶ τρέχουν περισσότερον καὶ ταχύτερον ἀπὸ τὰς λεοπαρδάλεις. Εἶναι ὁρμητικώτεροι ἀπὸ τοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας. Ἐπάνω εἰς αὐτοὺς θὰ ἰππεύσουν οἱ ἱππεῖς του, θὰ ὀρμήσουν ἀπὸ τὰς μακρυνὰς ἀποστάσεις, θὰ πετάξουν ὡσὰν τὸν πεινασμένον ἀετόν, ποὺ ὁρμᾷ, μὲ ταχύτητα εἰς τὸ θήραμά του.
9 Συντέλεια εἰς ἀσεβεῖς ἥξει, ἀνθεστηκότας προσώποις αὐτῶν ἐξεναντίας καὶ συνάξει ὡς ἄμμον αἰχμαλωσίαν.
9 Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἐπέλθῃ πλήρης καταστροφὴ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς. Ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντισταθοῦν ἐναντίον των, θὰ τοὺς συγκεντρώσουν πρὸς αἰγμαλωσίαν πολυαρίθμους ὡσὰν τὴν ἄμμον.
10 Καὶ αὐτὸς ἐν βασιλεῦσιν ἐντρυφήσει καὶ τύραννοι παίγνια αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς εἰς πᾶν ὀχύρωμα ἐμπαίξεται καὶ βαλεῖ χῶμα καὶ κρατήσει αὐτοῦ.
10 Θὰ ἐντρυφήσῃ ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὴν ἧτταν καὶ ὑποδούλωσιν τῶν βασιλέων. Οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς θὰ εἶναι παιγνίδι δι' αὐτόν. Θὰ ἐμπαίξῃ ὅλα τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα, θὰ ὑψώσῃ λόφους ἀπὸ χῶμα γύρω των καὶ θὰ τὰ καταλάβῃ.
11 Τότε μεταβαλεῖ τὸ πνεῦμα καὶ διελεύσεται καὶ ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ μου.
11 Ἐνδεχομένως μετὰ τὴν νίκην του νὰ μεταβάλῃ διαθέσεις, νὰ διέλθῃ διὰ μέσου τῆς ἡττηθείσης χώρας καὶ νὰ φύγῃ καὶ νὰ ἐξιλεωθῇ δι' αὐτήν. Αὐτὴ ὅμως ἡ μεταβολὴ εἶναι τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ μου».
12 Οὐχὶ σὺ ἀπ' ἀρχῆς, Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ ἅγιός μου; Καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν. Κύριε, εἰς κρίμα τέταχας αὐτόν· καὶ ἔπλασέ με τοῦ ἐλέγχειν παιδείαν αὐτοῦ.
12 «Κύριε, σὺ δὲν εἶσαι πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, ὁ αἰώνιος καὶ ἅγιος Θεός μου; Εἰς τὸ ἔλεός σου στηριζόμενοι λέγομεν, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐξαφανισθῶμεν. Κύριε, σὺ ἔχεις τάξει αὐτὸν τὸν λαόν, νὰ ἐφαρμόζῃ καὶ νὰ κηρύσσῃ τὴν δικαιοσύνην σου. Σὺ δὲ μὲ ἔπλασες καὶ μὲ ἐγκατέστησες, νὰ ἐλέγχω τὸν λαὸν αὐτὸν εἰς παιδαγωγίαν καὶ συνετισμόν.
13 Καθαρὸς ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ μὴ ὁρᾶν πονηρά, καὶ ἐπιβλέπειν ἐπὶ πόνους οὐ δυνήσῃ· ἵνα τί ἐπιβλέπεις ἐπὶ καταφρονοῦντας; Παρασιωπήσῃ ἐν τῷ καταπίνειν ἀσεβῆ τὸν δίκαιον;
13 Κύριε, ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι κατακάθαρος καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ βλέπῃ πονηρίας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ βλέπῃ κακοποιήσεις ἐναντίον τῶν δικαίων. Διατὶ ὅμως σὺ ἐπιβλέπεις καὶ φαίνεσαι σὰν νὰ προστατεύῃς ἐκείνους, ποὺ καταφρονοῦν τὴν δικαιοσύνην καὶ τὸ δίκαιον; Θὰ παραβλέψῃς τὸν ἀσεβῆ, ὅταν καταπίνῃ τὸν δίκαιον;
14 Καὶ ποιήσεις τοὺς ἀνθρώπους ὡς τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης καὶ ὡς τὰ ἐρπετὰ τὰ οὐκ ἔχοντα ἡγούμενον;
14 Θὰ κάμῃς τοὺς ἀνθρώπους ὡσὰν τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, ὡσὰν τὰ ἐρπετά, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἀρχηγὸν καὶ κυβερνήτην;
15 Συντέλειαν ἐν ἀγκίστρῳ ἀνέσπασε καὶ εἵλκυσεν αὐτὸν ἐν ἀμφιβλήστρῳ καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῖς σαγήναις αὐτοῦ.
15 Ὁ ψαρᾶς μὲ ἀγκίστρι ἔπιασε καὶ ἀνέσυρε τὸν ἰχθῦν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἄλλα ψάρια ἐτράβηξε μὲ τὸ δίκτυ του καὶ ἄλλα συνεκέντρωσε μὲ τὰς σαγήνας του.
16 Ἕνεκεν τούτου εὐφρανθήσεται καὶ χαρήσεται ἡ καρδία αὐτοῦ· ἕνεκεν τούτου θύσει τῇ σαγήνῃ αὐτοῦ καὶ θυμιάσει τῷ ἀμφιβλήστρῳ αὐτοῦ, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐλίπανε μερίδα αὐτοῦ, καὶ τὰ βρώματα αὐτοῦ ἐκλεκτά.
16 Ἀπὸ τὸ πλούσιον αὐτὸ ψάρευμά του θὰ εὐφρανθῇ, θὰ χαρῇ ἡ καρδία του. Διὰ τοῦτο, παραγνωρίζων σὲ τὸν ἀληθινὸν Θεόν, θὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὴν σαγήνην καὶ θυμίαμα εἰς τὸ δίκτυόν του, διότι χάρις εἰς αὐτὰ ἦτο πλουσία ἡ ἁλιεία του. Τὰ δὲ φαγητά, ποὺ θὰ παρασκευασθοῦν ἀπὸ αὐτά, θὰ εἶναι ἐκλεκτά.
17 Διὰ τοῦτο ἀμφιβαλεῖ τὸ ἀμφίβληστρον αὐτοῦ καὶ διὰ παντὸς ἀποκτέννειν ἔθνη οὐ φείσεται.
17 Ἀκριβῶς κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ εἰδωλολάτρης Ἀσσύριος θὰ ρίξῃ ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸ δίκτυόν του, διὰ νὰ θανατώνῃ λαούς, χωρὶς νὰ λυπῆται κανένα.