Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Ρήματα ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαβὶδ βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ.
1
Λόγοι τοῦ Σολομῶντος, υἱοῦ τοῦ Δαυὶδ βασιλέως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ πρωτεύουσαν τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ ὁποῖος Σολομὼν ἐκλήθη Ἐκκλησιαστής, διότι εἶχε συγκαλέσει εἰς ἠθικοθρησκευτικὴν συγκέντρωσιν τοὺς Ἰσραηλίτας.
1
Ὅσα γράφονται εἰς τὸ βιβλίον αὐτό, εἶναι λόγια τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ, δηλαδὴ τοῦ Σολομῶντος, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς θρησκευτικὴν συνάθροισιν διὰ νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ. Ἦτο δὲ ὁ Σολομὼν παιδὶ τοῦ δοξασμένου Δαβὶδ καὶ διετέλεσε βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
2
Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.
2
Ἐντελῶς, μάταια καὶ ἀνωφελῆ, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής, ὅτι εἶναι ὅλα ὅσα δὲν σχετίζονται μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸ θέλημά του. Ματαιότης ματαιοτήτων, ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἐπίγεια εἶναι μάταια.
2
Ὅλα, ὅσα δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχήν, εἶναι μάταια εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής. Αὐτὸς τὰ ἀπήλαυσεν ὅλα καὶ τώρα ὁμιλεῖ ὡς βασιλεὺς καὶ κῆρυξ καὶ ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀνεξαιρέτως εἶναι μάταια.
3
Τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον;
3
Ποῖον κέρδος καὶ ποία ὠφέλεια ἀπομένει εἰς τὸν ἄνθρωπον ὕστερα ἀπὸ τὸν μεγάλον μόχθον, τὸν ὁποῖον καταβάλλει καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του;
3
Ποῖον εἶναι τὸ κέρδος τοῦ ἀνθρώπου ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη μέριμναν καὶ τοὺς κόπους, ποὺ καταβάλλει διὰ τὴν ὕλην ἐδῶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον; Κανὲν ἢ προσωρινόν.
4
Γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται, καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκε.
4
Ἡ μία ἀνθρωπίνη γενεὰ πορεύεται καὶ φεύγει, ἄλλη δὲ ἔρχεται καὶ τὴν διαδέχεται. Ἡ γῆ ὅμως ὡσὰν εἰς αἰώνια θεμέλια ἐστηριγμένη μένει πάντοτε.
4
Μία γενεὰ ἀνθρώπων φεύγει καὶ ἄλλη γενεὰ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν της, διὰ νὰ τὴν ἀντικαταστήσῃ, ἡ γῆ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως.
5
Καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει
5
Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει, ὁ ἥλιος δύει καὶ πάλιν ἐπανέρχεται εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀνέτειλεν, ὡς ἐὰν κάποια δύναμις τὸν ἑλκύῃ.
5
Καὶ ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ κατευθύνεται εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀνέτειλεν.
6
Αὐτὸς ἀνατέλλων ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.
6
Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει ἐκεῖ πρὸς τὰ βορειοανατολικὰ καὶ διαγράφων τὰς κυκλικὰς τροχιάς του προχωρεῖ πρὸς τὸν νότον καὶ πάλιν ἐπανέρχεται εἰς τὴν βορειοανατολικὴν περιοχήν. Ὁ ἄνεμος ἐπίσης διαγράφει κύκλους ἐν τῇ πορείᾳ του. Διανύει ταχέως τὸν δρόμον του καὶ ἐπανέρχεται πάλιν εἰς τοὺς κύκλους του.
6
Αὐτὸς ὁ ἥλιος, ἀφοῦ ἀνατείλῃ ἐκεῖ εἰς τὸ βορειοανατολικὸν μέρος, κατεβαίνει εἰς τὸ νοτιοδυτικὸν καί, ἀφοῦ διαγράψῃ κύκλους, ξαναγυρίζει εἰς τὸ βόρειον μέρος. Καὶ ὁ ἄνεμος μὲ κύκλους πολλοὺς κάμνει τάχιστα τὸν δρόμον του καὶ γυρίζει πάλιν εἰς τοὺς κύκλους του.
7
Πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἐμπιπλαμένη· εἰς τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσι τοῦ πορευθῆναι.
7
Ὅλοι οἱ ποταμοὶ χύνονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν γεμίζει. Μὲ τὴν ἐξάτμισιν δὲ καὶ τὴν βροχὴν οἱ ποταμοὶ ἐπανέρχονται εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πηγάζουν. Ἐκεῖ πάλιν γυρίζουν.
7
Ὅλοι οἱ ποταμοὶ πηγαίνουν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα δὲν ἔχει γεμίσει. Εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἱ ποταμοὶ πηγάζουν, ἐκεῖ γυρίζουν πάλιν.
8
Πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι· οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν, καὶ οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως.
8
Ὅλα τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων προκαλοῦν κόπωσιν καὶ ἀνίαν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ ἰκανοποίησιν καὶ ἀνάπαυσιν οὔτε εἰς τὰ ἰδικά του οὔτε εἰς τῶν ἄλλων τὰ λόγια. Τὸ μάτι δὲν χορταίνει νὰ βλέπῃ καὶ τὸ αὐτὶ δὲν γεμίζει ποτέ, ὅσα καὶ ἂν ἀκούσῃ.
8
Ὅλα τὰ λόγια, ὅσα θὰ εἴπουν οἱ ἄνθρωποι, προκαλοῦν κούρασιν καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἰκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν φλυαρίαν του, τὸ μάτι δὲν χορταίνει νὰ βλέπῃ καὶ τὸ αὐτὶ δὲν γεμίζει ποτέ, ὅσα καὶ ἂν ἀκούῃ.
9
Τί τὸ γεγονός; Αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τί τὸ πεποιημένον; Αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καὶ οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον.
9
Ποῖον εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἤδη γίνει ἐν τῇ ροῇ τοῦ χρόνου; Αὐτὸ τὸ γεγονὸς θὰ γίνῃ καὶ εἰς τὸ μέλλον. Ποιὸ εἶναι αὐτό, ποὺ ἔχει πραγματοποιηθῆ καὶ λάβει ὕπαρξιν; Αὐτὸ θὰ πραγματοποιηθῇ καὶ εἰς τὸ μέλλον. Τίποτε τὸ νέον δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
9
Τί ἔχει γίνει; Αὐτὸ θὰ ξαναγίνη· καὶ τί συνέβη εἰς τὸ παρελθόν; Αὐτὸ θὰ συμβῇ καὶ πάλιν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ νέον κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
10
Ὅς λαλήσει καὶ ἐρεῖ· ἰδὲ τοῦτο καινόν ἐστιν, ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς γενομένοις ἀπὸ ἔμπροσθεν ἡμῶν.
10
Εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ εἴπῃ· «ἰδοὺ αὐτὸ εἶναι νέον», θὰ τοῦ δοθῇ ἀπάντησις· «αὐτὸ ἔχει ἤδη γίνει κατὰ τοὺς παρελθόντος αἰῶνας εἰς τὰς γενεάς, αἰ ὁποῖαι ὑπῆρξαν καὶ ἔζησαν πρὸ ἡμῶν».
10
ὅποιος θὰ ὁμιλήσῃ καὶ θὰ εἴπῃ· κύτταξε, αὐτὸ εἶναι νέον. Μόλις εἴπῃ κάτι τέτοιο, θὰ λάβῃ τὴν ἀπάντησιν, ὅτι αὐτὸ ἔχει ἤδη γίνει εἰς τοὺς προηγηθέντας ἀπὸ ἡμᾶς αἰῶνας.
11
Οὐκ ἔστι μνήμη τοῖς πρώτοις, καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις οὐκ ἔστι αὐτῶν μνήμη μετὰ τῶν γενησομένων εἰς τὴν ἐσχάτην.
11
Τὰ παρελθόντα γεγονότα λησμονοῦνται, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ πρόσφατα δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀνάμνησις· ὅπως ἐπίσης καὶ δι' ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα θὰ συμβοῦν εἰς τὸ ἀπώτερον μέλλον.
11
Τὰ περασμένα λησμονοῦνται, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ τελευταῖα δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀνάμνησις, ὅπως ἐπίσης καὶ δι' ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν εἰς τὸ μακρινὸν μέλλον.
12
Ἐγὼ ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ·
12
Ἐγώ, ὁ Ἐκκλησιαστής, ἔγινα βασιλεὺς εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ μὲ πρωτεύουσαν τὴν Ἱερουσαλήμ.
12
Ἐγὼ ὁ Ἐκκλησιαστὴς ἔγινα βασιλεὺς ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
13
καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν οὐρανόν· ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπάσθαι ἐν αὐτῷ.
13
Ἐπεδόθην μὲ ὅλην μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιαν νὰ ἐρευνήσω κατὰ βάθος μὲ τὴν σοφίαν μου καὶ νὰ γνωρίσω ὅλα τὰ ἐπίγεια, ὅσα ἔγιναν καὶ γίνονται ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Καὶ τὸ συμπέρασμά μου εἶναι, ὅτι ὁ Θεὸς παρεχώρησε μεγάλην καταπόνησιν καὶ ταλαιπωρίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ καταπονοῦνται αὐτοὶ εἰς τὰς ἀσχολίας των.
13
Καὶ ἔστρεψα τὴν προσοχήν μου νὰ ἐρευνήσω βαθιὰ καὶ νὰ κατανοήσω λεπτομερῶς μὲ τὴν σοφίαν μου ὅλα τὰ ἐπίγεια, ὅσα ἔγιναν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωκε κοπιαστικὴν καὶ βασανιστικὴν ἀπασχόλησιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ βασανίζωνται καὶ νὰ ματαιοπονοῦν μὲ αὐτά.
14
Εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
14
Ἠρεύνησα λοιπὸν ἐγὼ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ ἔχουν γίνει εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ματαιότης, κυνηγητὸ ἀνέμου καὶ ματαιοπονία.
14
Ἐρεύνησα καὶ ἐξήτασα ἐγὼ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ ἔχουν γίνει κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. Καὶ ἰδοὺ ὅλα εἶναι ματαιότης, ἀεροκυνήγημα καὶ ματαιοπονία.
15
Διεστραμμένον οὐ δυνήσεται ἐπικοσμηθῆναι, καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται ἀριθμηθῆναι.
15
Τὸ στραβὸ καὶ ἀνάποδο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ εὐθυτενὲς καὶ ὡραῖον. Αἱ δὲ ἀτέλειαι καὶ ἐλλείψεις εἶναι τόσον μεγάλαι, ὥστε δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπολογισθοῦν
15
Τὸ στραβὸ δὲν ἰσιάζει διὰ νὰ γίνῃ ὡραῖον, καὶ ἐκεῖνο ποὺ λείπει, εἶναι τόσον μεγάλο, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπολογισθῇ.
16
Ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν, οἱ ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔδωκα καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν.
16
Ἔκαμα ἐγὼ ἀκόμη αὐτὰς τὰς σκέψεις καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου· «ἰδού, ἔγινα μεγάλος. Ἐδοξάσθην μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὡς πρὸς τὴν σοφίαν ἐξεπέρασα ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχον ζήσει πρὸ ἐμοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἔδωκα τὴν ψυχήν μου καὶ τὴν διάνοιάν μου εἰς τὸ νὰ γνωρίσω τὴν ἀνθρωπίνην σοφίαν καὶ γνῶσιν.
16
Ἔκαμα ἀκόμη ἐγὼ τὰς ἑξῆς σκέψεις: Ἰδοὺ ἔγινα μεγάλος καὶ ἐδοξάσθην καὶ κατὰ τὴν σοφίαν ἐξεπέρασα ὅλους, ὅσοι ἔζησαν πρωτύτερα ἀπὸ ἔμενα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐπέστησα τὴν προσοχήν μου εἰς τὸ νὰ γνωρίσω τὴν ἀνθρωπίνην σοφίαν καὶ γνῶσιν.
17
Καὶ καρδία μου εἶδε πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν, παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων ἐγώ, ὅτι καί γε τοῦτό ἐστι προαίρεσις πνεύματος·
17
Ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς μου ἐγνώρισαν πολλά. Ἀπέκτησα σοφίαν καὶ γνῶσιν. Ἔμαθα ἐγὼ διδακτικὰς παροιμίας καὶ ἐπιστήμην». Εἶδα ὅμως ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁρμὴ τοῦ παρερχομένου ἀνέμου.
17
Καὶ ὁ νοῦς μου ἐγνώρισε πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν. Ἀνοησίας καὶ λάθη τῶν ἀνθρώπων ἐγνώρισα ἐγώ, καὶ ὅμως καὶ τοῦτο εἶναι ματαιοπονία καὶ ἀεροκοπάνισμα.
18
ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως, καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα.
18
Εἰς τὴν πολλὴν σοφίαν ὑπάρχει βεβαίως καὶ πολλὴ γνῶσις. Ὁποιος ὅμως θέλει νὰ πλουτίσῃ αὐτὰς τὰς γνώσεις του, θὰ προσθέσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του κόπον καὶ πόνον καὶ ἀπογοήτευσιν.
18
Εἰς τὴν πολλὴν σοφίαν ὑπάρχει καὶ πολλὴ γνῶσις, καὶ ὅποιος θέλει νὰ πλουτίσῃ τὰς γνώσεις του, θὰ προσθέσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του κόπον, ταλαιπωρίαν καὶ ἀπογοήτευσιν.