Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Kαὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Μιχαίαν τὸν τοῦ Μωρασθεὶ ἐν ἡμέραις Ἰωάθαμ καὶ Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου βασιλέων Ἰούδα, ὑπὲρ ὧν εἶδε περὶ Σαμαρείας καὶ περὶ Ἱερουσαλήμ.
1
Λόγος Κυρίου ἐλέχθη πρὸς τὸν Μιχαίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Μωρασθεὶ κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἰωάθαμ, τοῦ Ἄχαζ, καὶ τοῦ Ἐζεκίου, βασιλέων τοῦ Ἰούδα, ἐν συνδυασμῷ μὲ προφητικὰ ὁράματα, τὰ ὁποῖα αὐτὸς εἶδε σχετικῶς μὲ τὴν Σαμάρειαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ.
1
Τὸ βιβλίον αὐτὸ περιέχει τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους εἶπεν εἰς τὸν Μιχαίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Μωρασθεῖ «ἢ κατ’ ἄλλους: Τὸν καταγόμενον ἀπὸ τὴν Μωρασθεί», κατὰ τὶς ἡμέρες, ποὺ ἐβασίλευσαν ὡς βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα ὁ Ἰωάθαμ καὶ ὁ Ἄχαζ καὶ ὁ Ἐζεκίας· περιέχει τοὺς ὑπερφυσικοὺς λόγους, ποὺ τοῦ ἀπηύθυνεν ὁ Θεὸς ἐν συνδυασμῷ μὲ τὰ προφητικὰ ὁράματα, ποὺ εἶδεν ὁ Μιχαίας, τὰ ὁποῖα ἀφωροῦσαν τὴν Σαμάρειαν «τὸ βόρειον βασίλειον» καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ «τὸ νότιον βασίλειον».
2
Ἀκούσατε, λαοί, λόγους, καὶ προσεχέτω ἡ γῆ καὶ πάντες οἱ ἐν αὐτῇ, καὶ ἔσται Κύριος ἐν ὑμῖν εἰς μαρτύριον, Κύριος ἐξ οἴκου ἁγίου αὐτοῦ.
2
Σεῖς, οἱ λαοί, ἀκούσατε τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια. Ἂς προσέξῃ ἡ γῆ καὶ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν εἰς αὐτήν. Ὁ Κύριος θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ ἅγιον αὐτοῦ ἐν οὐρανοῖς κατοικητήριον καὶ θὰ σᾶς καταδικάσῃ.
2
Ἀκοῦστε μὲ προσοχήν, σεῖς οἱ λαοί, τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια· καὶ ἂς προσέξῃ ἡ γῆ καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν εἰς αὐτήν. Ὁ δικαιοκρίτης Κύριος θὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ ἅγιον καὶ ὑπερουράνιον κατοικητήριόν του καὶ θὰ γίνῃ μάρτυς κατηγορίας ἐναντίον σας.
3
Διότι ἰδοὺ Κύριος ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ καὶ καταβήσεται καὶ ἐπιβήσεται ἐπὶ τὰ ὕψη τῆς γῆς,
3
Ἰδού, ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἅγιον αὐτοῦ τόπον, κατεβαίνει εἰς τὴν γῆν, περιπατεῖ ἐπάνω εἰς τὰς ὑψηλὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων.
3
Διότι, νά! Ὁ Κύριος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ ἅγιον κατοικητήριον του· κατεβαίνει εἰς τὴν γῆν καὶ περιπατεῖ εἰς τὶς ὑψηλὲς κορυφὲς τῶν βουνῶν τῆς γῆς.
4
καὶ σαλευθήσεται τὰ ὄρη ὑποκάτωθεν αὐτοῦ, καὶ αἱ κοιλάδες τακήσονται ὡς κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς καὶ ὡς ὕδωρ καταφερόμενον ἐν καταβάσει.
4
Κάτω ἀπὸ αὐτὸν θὰ συγκλονισθοῦν ὄρη, αἱ δὲ κοιλάδες ἀπὸ τὴν ἀναταραχὴν αὐτὴν θὰ λυώσουν, ὅπως λυώνει τὸ κερὶ ἐμπρὸς εἰς τὴν φωτιὰν καὶ ὅπως τὸ νερό, τὸ ὁποῖον τρέχει εἰς τὴν κατωφέρειαν.
4
Καὶ τὰ ὄρη θὰ σαλευθοῦν κάτω ἀπὸ Αὐτόν, ἀπὸ δὲ τὸν συγκλονισμὸν τοῦτον οἱ κοιλάδες θὰ λειώσουν καὶ θὰ διαλυθοῦν, ὅπως λειώνει καὶ διαλύεται τὸ κερὶ κοντὰ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ ὅπως κυλᾷ καὶ φεύγει τὸ νερό, τὸ ὁποῖον τρέχει εἰς τὸ ἐπικλινὲς ἔδαφος.
5
Δι' ἀσέβειαν Ἰακώβ πάντα ταῦτα καὶ δι' ἁμαρτίαν οἴκου Ἰσραήλ, τίς ἡ ἀσέβεια τοῦ Ἰακώβ; Οὐ Σαμάρεια; Καὶ τίς ἡ ἁμαρτία οἴκου Ἰούδα; Οὐχὶ Ἱερουσαλήμ;
5
Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ, διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ποία εἶναι ἡ ἀσέβεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ; Δὲν εἶναι ἡ εἰδωλολατρικὴ Σαμάρεια; Ποία εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ; Δὲν εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ;
5
Ὅλα αὐτὰ θὰ συμβοῦν ἕνεκα τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῶν ἀχρειοτήτων τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ «τῶν Ἰσραηλιτῶν». Ποία εἶναι ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀποστασία τοῦ Ἰακώβ «τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ»; Δὲν εἶναι ἡ Σαμάρεια, ἡ πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, τὸ κέντρον τῆς λατρείας τοῦ Βάαλ; Καὶ ποία εἶναι ἡ ἁμαρτία τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ; Δὲν εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ;
6
Καὶ θήσομαι Σαμάρειαν εἰς ὀπωροφυλάκιον ἀγροῦ καὶ εἰς φυτείαν ἀμπελῶνος καὶ κατασπάσω εἰς χάος τοὺς λίθους αὐτῆς καὶ τὰ θεμέλια αὐτῆς ἀποκαλύψω.
6
Θὰ καταστήσω τὴν Σαμάρειαν ἔρημον καὶ ἐρειπωμένην σὰν ἄχρηστον πρόχειρον καλὺβην ἀγροῦ, ποὺ ἐφυλάσσοντο αἱ ὀπῶραι. Θὰ μεταβάλω αὐτὴν εἰς ἀμπελῶνας, θὰ ἀνασπάσω καὶ θὰ ρίψω εἰς τὸ χάος τοὺς λίθους τῶν οἰκιῶν της, θὰ ἀνασκάψω τὴν πόλιν ἀπὸ τὰ θεμέλιά της.
6
Διὰ τοῦτο θὰ κάμω τὴν Σαμάρειαν ὁμοίαν πρὸς πρόχειρον ἀγροτικὴν καλύβην ὀπωρικῶν καὶ φρούτων, ὅπως ἐκεῖνες ποὺ ἐγκαταλείπονται μετὰ τὸ θέρος καὶ ἐρημώνονται. Τὸν ὠραῖον λόφον, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι τώρα κτισμένη, θὰ τὸν μετατρέψω εἰς ἀμπελῶνα. θὰ ρίξω κάτω τοὺς λίθους τῶν κατοικιῶν της καὶ θὰ τοὺς κατακρημνίσω εἰς τὴν βαθεῖαν χαράδραν, θὰ ἀνασκάψω δὲ τὴν πόλιν ἀπὸ τὰ θεμέλιά της.
7
Καὶ πάντα τὰ γλυπτὰ αὐτῆς κατακόψουσι καὶ πάντα τὰ μισθώματα αὐτῆς ἐμπρήσουσιν ἐν πυρί, καὶ πάντα τὰ εἴδωλα αὐτῆς θήσομαι εἰς ἀφανισμόν· διότι ἐκ μισθωμάτων πορνείας συνήγαγε καὶ ἐκ μισθωμάτων πορνείας συνέστρεψεν.
7
Οἱ ἐχθροί της θὰ καταστρέψουν, ὄχι μόνον αὐτήν, ἀλλὰ θὰ κατακόψουν καὶ θὰ ἐξαφανίσουν καὶ ὅλα τὰ γλυπτὰ εἴδωλά της. Θὰ παραδώσουν εἰς καταστρεπτικὸν πῦρ ὅλα τὰ ἀφιερώματα τῶν εἰδώλων. Καὶ γενικῶς ὅλα τὰ εἴδωλά των ἐγὼ θὰ τὰ ἐξαφανίσω ἀπὸ τὴν χώραν των. Διότι αὐτὰ ἔχουν ἀποκτηθῆ καὶ συγκεντρωθῆ ἀπὸ τὸν μισθὸν τῆς πορνείας, τὰ συνεκέντρωσεν ἡ Σαμάρεια διὰ χρημάτων τῆς πνευματικῆς της πορνείας, τῆς ἐκτροπῆς της ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὴν εἰδωλολατρείαν.
7
Οἱ ἐχθροὶ θὰ καταστρέψουν καὶ θὰ θρυμματίσουν ὅλα τὰ γλυπτὰ εἴδωλά της καὶ θὰ παραδώσουν εἰς τὴν φωτιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀφιερωμάτων εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ τεμένη, τὰ ὁποῖα προσέφεραν ὡς μισθὸν εἰς τὰ εἴδωλα, τοὺς δῆθεν εὐεργέτας των, καὶ θὰ ἐξαφανίσω ὅλα τὰ εἴδωλά της. Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς συνεκέντρωσε τὰ ἀφιερώματα αὐτὰ ἀπὸ τὴν πνευματικήν του πορνείαν, δηλαδὴ τὴν εἰδωλολατρίαν. Τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ἀφιερώματα αὐτὰ τὰ ἀπέκτησε καὶ τὰ συνεκέντρωσεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπὸ εἰσφορὲς καὶ ἀφιερώματα, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ τὴν ἀποστασίαν του, τὴν πνευματικήν του πορνείαν, δηλαδὴ τὴν εἰδωλολατρίαν «ἢ κατ’ ἄλλους: Ἀπὸ τὴν πορνείαν τῶν ἱεροδούλων».
8
Ἕνεκεν τούτου κόψεται καὶ θρηνήσει, πορεύσεται ἀνυπόδετος καὶ γυμνή, ποιήσεται κοπετὸν ὡς δρακόντων καὶ πένθος ὡς θυγατέρων σειρήνων·
8
Διὰ τὴν ἀσέβειάν της αὐτὴν θὰ τιμωρηθῇ, θὰ ἀναλυθῇ εἰς κοπετοὺς καὶ θρήνους, θὰ πορευθῇ ἀνυπόδητος καὶ γυμνὴ πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν. Ὁ κοπετὸς καὶ ὁ θρῆνος της θὰ εἶναι ὡσὰν τὰ οὐρλιάσματα τῶν θηρίων, καὶ τὸ πένθος της ὅπως εἶναι ὁ θρῆνος τῶν σειρήνων «κουκουβάγιας.
8
Ἕνεκα τῆς ἀσεβείας της αὐτῆς ἡ Σαμάρεια θὰ κτυπᾷ τὸ στῆθος της καὶ θὰ θρηνῇ· θὰ πορευθῇ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ἀνυπόδητη καὶ γυμνή, ὁ δὲ μεγάλος κοπετὸς καὶ θρῆνος διὰ τὴν συμφορὰν θὰ εἶναι τόσον βαρύς, ὡσὰν τοὺς μυκηθμοὺς καὶ τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν ἀγρίων θηρίων κατὰ τὴν νύκτα· καὶ τὸ πένθος της θὰ εἶναι ὡσὰν τοὺς θρήνους τῶν μυθικῶν σειρήνων «ἢ τῆς κουκουβάγιας, ἡ ὁποία ἀρέσκεται νὰ λαλῇ εἰς ἔρημα μέρη».
9
ὅτι κατεκράτησεν ἡ πληγὴ αὐτῆς, διότι ἦλθεν ἕως Ἰούδα καὶ ἥψατο ἕως πύλης λαοῦ μου, ἕως Ἱερουσαλήμ.
9
Διότι ἡ πληγὴ τῆς διαφθορᾶς καὶ κακίας της ἔχει πλέον κυριαρχήσει, ἔχει ἐπεκταθῇ καὶ ἦλθε μέχρι τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα. Ἤγγισε τὴν πύλην τοῦ Ἰουδαϊκοῦ μου λαοῦ, ἕως εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
9
Ὅλα δὲ αὐτὰ θὰ συμβοῦν, διότι ἡ πληγὴ τῆς κακίας τῆς Σαμαρείας ὑπῆρξε τόσον μεγάλη, βαθεῖα καὶ ἀθεράπευτος, ὥστε ἐπεξετάθη μέχρι τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἡ τιμωρία ἔφθασε καὶ ἤγγισε τὴν πύλην τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ μου, αὐτὴν ταύτην τὴν Ἱερουσαλήμ.
10
Οἱ ἐν Γέθ, μὴ μεγαλύνεσθε· οἱ ἐν Ἀκείμ, μὴ ἀνοικοδομεῖτε ἐξ οἴκου κατὰ γέλωτα, γῆν καταπάσασθε κατὰ γέλωτα ὑμῶν.
10
Οἱ Φιλισταῖοι, ποὺ κατοικεῖτε τὴν Γέθ, μὴ κομπάζετε καὶ μὴ μεγαλοφέρνετε. Μὴ ἀνοικοδομῆτε μὲ χαρὰν καὶ γέλια τὰ σπίτια σας, ἀλλὰ ἀντὶ τοῦ γέλιου ρίψατε χῶμα εἰς ἔνδειξιν πένθους ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς σας.
10
Ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν φιλισταϊκὴν πόλιν Γέθ, μὴ φρονεῖτε μεγάλα καὶ ὑψηλά, βλέποντες τὴν καταστροφὴν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀκούοντες τὴν ἀπειλὴν κατὰ τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἀκείμ «ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Γέθ, οἱ Ἐνακείμ, οἱ ἀπόγονοι τοῦ γίγαντος Ἐνάκ», μὴ κτίζετε τὰ σπίτια σας μὲ χαρὲς καὶ γέλια, ἐπιχαίροντες διὰ τὴν συμφορὰν τῶν ἄλλων, ὡσὰν νὰ πρόκειται σεῖς νὰ μείνετε ἄθικτοι. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ γελᾶτε καὶ νὰ διασκεδάζετε, πασπαλίσατε μὲ σκόνην τῆς γῆς τὰ κεφάλια σας εἰς ἔνδειξιν πένθους.
11
Κατοικοῦσα καλῶς τὰς πόλεις αὐτῆς, οὐκ ἐξῆλθε κατοικοῦσα Σενναὰν κόψασθαι οἶκον ἐχόμενον αὐτῆς, λήψεται ἐξ ὑμῶν πληγὴν ὀδύνης.
11
Αἱ πόλεις ὅμως τῆς Ἰουδαίας, τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι ἦσαν καλοί, δὲν ὑπέφεραν ὅπως αἱ ἄλλαι. Οἱ κάτοικοι τῆς Σενναάν, ἀναίσθητοι εἰς τὸν ξένον πόνον, δὲν ἐξῆλθον νὰ θρηνήσουν τὴν καταστροφὴν μιᾶς γειτονικῆς των πόλεως. Θὰ δεχθοῦν ὅμως ὀδυνηρὰ πλήγματα ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν των.
11
Ἐπειδὴ δὲ οἱ κάτοικοι τῆς Σενναὰν ἐνόμιζαν ὅτι εἶναι ἀσφαλισμένοι καὶ δὲν ἐδοκιμάζοντο, ὅπως ἐκεῖνοι τῶν ἄλλων πόλεων, δὲν ἐβγῆκαν νὰ συμμετάσχουν εἰς τὸ πένθος, τὸν θρῆνον καὶ τὴν συμφορὰν γειτονικῆς των πόλεως, ποὺ κατεστράφη· διὰ τοῦτο δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· διὰ τὴν ἀνάλγητον αὐτὴν συμπεριφοράν των θὰ συμμετάσχουν καὶ αὐτοί, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, εἰς τὴν συμφοράν σας· θὰ ἐρημωθῇ καὶ ἡ Σενναὰν μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες πόλεις.
12
Τίς ἤρξατο εἰς ἀγαθὰ κατοικούσῃ ὀδύνας; Ὅτι κατέβη κακὰ παρὰ Κυρίου ἐπὶ πύλας Ἱερουσαλήμ,
12
Ποῖος ἤρχισε τὰς συμφορὰς καὶ τὰς θλίψεις ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἀνεπαύετο εἰς τὰ ἀγαθά της; Ὁ Θεός. Διότι αὐτὸς κατεβίβασε καὶ ἔρριψεν ἐναντίον τῶν πυλῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ τὰς συμφοράς.
12
Ποῖος ἄρχισε νὰ προκαλῇ τὶς ὀδυνηρὲς τιμωρίες εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία προηγουμένως ἤκμαζεν, εἶχεν ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ ἀπελάμβανεν εἰρήνην; Ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὶς συμφορές. Διότι κατὰ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου οἱ συμφορὲς ἔπεσαν καὶ ἐκτύπησαν τὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ.
13
ψόφος ἁρμάτων καὶ ἱππευόντων. Κατοικοῦσα Λαχίς, ἀρχηγὸς ἁμαρτίας αὐτή ἐστι τῇ θυγατρὶ Σιών, ὅτι ἐν σοὶ εὑρέθησαν ἀσέβειαι τοῦ Ἰσραήλ.
13
Ἠκούσθη τότε ἐκεῖ ὁ κρότος τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων καὶ τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ. Ἐτιμωρήθησαν οἱ κάτοικοι τῆς Λαχίς, ποὺ αὐτὴ ἡ πόλις προεπορεύετο καὶ τὸ ἡ πηγὴ τῆς ἁμαρτίας διὰ τὴν θυγατέρα Σιών. Διότι εἰς αὐτὴν εὑρέθησαν πολυάριθμοι καὶ ἀνεπτυγμέναι αἱ ἀσέβειαι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
13
Οἱ συμφορὲς δὲ αὐτές εἶναι ὁ κρότος τῶν ἐχθρικῶν πολεμικῶν ἁρμάτων καὶ ὁ θόρυβος τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ· διότι οἱ ἀσεβεῖς κάτοικοι τῆς Λαχὶς ὑπῆρξαν οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἀσεβείας τῶν εἰδώλων διὰ τὴν θυγατέρα τῆς Σιών, τὴν Ἰερουσαλήμ· σύ, πόλις Λαχίς, θὰ δεχθῇς τὴν τιμωρίαν πρὶν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι σὺ ἐζήλωσες καὶ εἰς σὲ εὑρέθησαν πρῶτα οἱ ἀσέβειες τοῦ βορείου βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ καὶ διότι σὺ παρέσυρες εἰς τὴν παρανομίαν καὶ εἰδωλολατρίαν τὴν Ἱερουσαλήμ.
14
Διὰ τοῦτο δώσεις ἐξαποστελλομένους ἕως κληρονομίας Γὲθ οἴκους ματαίους· εἰς κενὸν ἐγένοντο τοῖς βασιλεῦσι τοῦ Ἰσραήλ,
14
Διὰ τοῦτο, σὺ Κύριε, θὰ ἐξαποστείλῃς ἐχθροὺς νὰ καταλάβουν τὴν Γὲθ καὶ τοὺς πολλοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναούς της. Καθόλου αὐτοὶ δὲν ἐβοήθησαν τοὺς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
14
Διὰ τοῦτο σύ, Κύριε, θὰ ἐξαποστείλῃς ἐχθροὺς διὰ νὰ πολιορκήσουν καὶ καταλάβουν τὴν Γέθ, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς μὲ πάμπολλα μάταια, ψευδῆ εἴδωλα. «Ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπειδὴ σύ, ἡ πόλις Λαχίς, ἀσέβησες, θὰ δώσῃς καὶ σὺ πλῆθος αἰχμαλώτων καὶ ἀποίκων ἀπὸ ὅλα τὰ ὅριά σου μέχρι τῆς Γέθ, ἡ ὁποία θὰ ἐρημωθῇ, διότι ἀκολούθησες τὴν ἀσέβειαν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἐγέμισες μὲ μάταια εἴδωλα». Οἱ εἰδωλολατρικοὶ αὐτοὶ ναοὶ καὶ τὰ μάταια, ψευδῆ εἴδωλα ἀπεδείχθησαν ἐντελῶς ἀνίσχυροι εἰς τὸ νὰ βοηθήσουν τοὺς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ «τοῦ βορείου βασιλείου».
15
ἕως τοὺς κληρονόμους ἀγάγωσι, κατοικοῦσα Λαχὶς κληρονομία, ἕως Ὀδολλὰμ ἥξει ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς Ἰσραήλ.
15
Ὠδήγησαν τοὺς ἐχθροὺς νὰ κατακτήσουν καὶ κληρονομήσουν τὴν χώραν μέχρι καὶ τῆς Λαχίς, καὶ ἔτσι ἡ ἔνδοξος κληρονομία τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰσραηλ θὰ φθάσῃ πανικόβλητος ἕως τὴν Ὀδολλάμ.
15
Καὶ ὄχι μόνον δὲν ἐβοήθησαν τὸν Ἰσραήλ, ἀλλ' ἀπεναντίας ὡδήγησαν τοὺς ἐχθροὺς νὰ κατακτήσουν καὶ νὰ κληρονομήσουν τὴν χώραν· οἱ Ἀσσύριοι κατακτηταὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν Λαχίς, τῆς ὁποίας ἔγιναν οἱ μόνιμοι κληρονόμοι τῆς γῆς. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ ἄδοξος δόξα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ φεύγῃ κατατρομαγμένος, θὰ φθάσῃ μέχρι τῆς πόλεως Ὀδολλάμ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ ἀπώτατον ὅριον τῆς Ἰουδαίας. Ἑπομένως ἡ αἰχμαλωσία καὶ ἡ ἐρήμωσις θὰ ἀπλωθοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς Ἰουδαίας μέχρι τὸ ἀλλο. «Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἡ ἐρημία δὲν θὰ κτυπήσῃ μόνον τὴν Λαχίς, ἀλλὰ θὰ ἐπεκταθῇ μέχρι τὴν Ὀδολλάμ, θὰ κυριεύσῃ δὲ καὶ τὴν ἔνδοξον Ἱερουσαλήμ· διότι αὐτὴν προσηγόρευσε θυγατέρα Σιὼν πρὸς αὐτὴν δὲ στρέφεται εἰς τὴν συνέχειαν καὶ ἀπευθύνει τὸν λόγον».
16
Ξύρησαι καὶ κεῖραι ἐπὶ τὰ τέκνα τὰ τρυφερά σου, ἐμπλάτυνον τὴν χηρειάν σου ὡς ἀετός, ὅτι ᾐχμαλωτεύθησαν ἀπὸ σοῦ.
16
Εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ κοπετοῦ διὰ τὰς συμφοράς σου ξύρισε καὶ κούρεψε τὰς κεφαλὰς τῶν τρυφερῶν σου τέκνων. Ἄπλωσε τὴν χηρείαν σου, ὅπως ἀπλώνει ὁ ἀετὸς τὰς ἀσθενικὰς πλέον πτέρυγάς του, διότι τὰ τέκνα σου θὰ ὁδηγηθοῦν αἰχμάλωτα μακρὰν ἀπὸ σέ.
16
Διὰ τοῦτο σύ, ἡ Σιὼν «ἢ ὅλη ἡ Ἰουδαία», εἰς ἔνδειξιν πένθους ξύρισε καὶ κούρευσε τὶς κεφαλὲς τῶν τρυφερῶν σου τέκνων, τὰ ὁποῖα προηγουμένως ἐζοῦσαν κατὰ τρόπον ἡδονικὸν καὶ ἀλαζονικόν, τώρα ὅμως θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ δυστυχίαν. Ἄπλωσε καὶ μεγάλωσε τὴν χηρείαν σου, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀποβάλλει τὰ πτερά του καὶ ἀπογυμνοῦται, μέχρι σημείου νὰ μὴ ἠμπορῇ καθόλου νὰ θηρεύῃ τὴν τροφήν του· μεγάλωσε τὴν χηρείαν σου, διότι θὰ εἶσαι ἔρημος καὶ εὐάλωτος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀφοῦ θὰ ἔχῃς ἀπογυμνωθῆ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστασίαν· καὶ ἔτσι τὰ τέκνα σου, τὰ ὁποῖα ἀνέτρεφες μὲ κάθε τρυφήν, θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μακριὰ ἀπὸ σέ. Διὰ τὴν στέρησιν αὐτὴν θὰ πονέσῃς πολύ, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀλγεῖ πάρα πολύ, ὅταν στερηθῇ τοὺς νεοσσούς του.