Ὀβδιού

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Ὅρασις Ὀβδιού. Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός τῆς Ἰδουμαίᾳ· ἀκοὴν ἤκουσα παρὰ Κυρίου, καὶ περιοχὴν εἰς τὰ ἔθνη ἐξαπέστειλεν, ἀνάστητε, καὶ ἐξαναστῶμεν ἐπ' αὐτὴν εἰς πόλεμον.
2 Ἰδοὺ ὀλιγοστὸν δέδωκά σε ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἠτιμωμένος εἶ σὺ σφόδρα.
3 Ὑπερηφανία τῆς καρδίας σου ἐπῇρε σὲ κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· τίς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν;
4 Ἐὰν μετεωρισθῇς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιάν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος.
5 Εἰ κλέπται εἰσῆλθον πρὸς σὲ ἢ λῃσταὶ νυκτός, ποῦ ἂν ἀπερρίφης; Οὐκ ἂν ἔκλεψαν τὰ ἱκανὰ ἑαυτοῖς; Καὶ εἰ τρυγηταὶ εἰσῆλθον πρὸς σέ, οὐκ ἐν ὑπελίποντο ἐπιφυλλίδα;
6 Πῶς ἐξηρευνήθη Ἡσαῦ καὶ κατελήφθη τὰ κεκρυμμένα αὐτοῦ;
7 Ἕως τῶν ὁρίων ἐξαπέστειλάν σε πάντες οἱ ἄνδρες τῆς διαθήκης σου, ἀντέστησάν σοι, ἠδυνάσθησαν πρὸς σὲ ἄνδρες εἰρηνικοί σου, ἔθηκαν ἐνέδρα ὑποκάτω σου, οὐκ ἔστὶ σύνεσις αὐτοῖς.
8 Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, ἀπολῶ σοφοὺς ἐκ τῆς ἰδουμαίας καὶ σύνεσιν ἐξ ὄρους Ἡσαῦ·
9 καὶ πτοηθήσονται οἱ μαχηταί σου οἱ ἐκ Θαιμάν, ὅπως ἐξαρθῇ ἄνθρωπος ἐξ ὄρους Ἡσαῦ
10 διὰ τὴν σφαγὴν καὶ τὴν ἀσέβειαν τὴν εἰς τὸν ἀδελφόν σου Ἰακώβ, καὶ καλύψει σε αἰσχύνη καὶ ἐξαρθήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
11 Ἀφ ἧς ἡμέρας ἀντέστης ἐξεναντίας ἐν ἡμέραις αἰχμαλωτευόντων ἀλλογενῶν δύναμιν αὐτοῦ καὶ ἀλλότριοι εἰσῆλθον εἰς πύλας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ἔβαλαν κλήρους, καὶ σὺ ἧς ὡς εἶς ἐξ αὐτῶν.
12 Καὶ μὴ ἐπίδῃς ἡμέραν ἀδελφοῦ σου ἐν ἡμέρᾳ ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἐπιχαρῇς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς Ἰούδα ἐν ἡμέρᾳ ἀπωλείας αὐτῶν καὶ μὴ μεγαλορρημονήσῃς ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως,
13 μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς πύλας λαῶν ἐν ἡμέρᾳ πόνων αὐτῶν, μηδὲ ἐπίδῃς καὶ σὺ τὴν συναγωγὴν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ὀλέθρου αὐτῶν καὶ μὴ συνεπιθῇ ἐπὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἀπωλείας αὐτῶν·
14 μηδὲ ἐπιστῇς ἐπὶ τὰς διεκβολὰς αὐτῶν τοῦ ἐξολοθρεῦσαι τοὺς ἀνασῳζομένους αὐτῶν, μηδὲ συγκλβείσῃς τοὺς φεύγοντας ἐξ αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως.
15 Διότι ἐγγὺς ἡμέρᾳ Κυρίου ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη· ὃν τρόπον ἐποίησας, οὕτως ἔσται σοι· τὸ ἀνταπόδομά σου ἀνταποδοθήσεται εἰς κεφαλήν σου.
16 Διότι ὃν τρόπον ἔπιες ἐπὶ τὸ ὅρος τὸ ἅγιόν μου, πίονται πάντα τὰ ἔθνη οἶνον· πίονται καὶ καταβήσονται καὶ ἔσονται καθὼς οὐχ ὑπάρχοντες.
17 Ἐν δὲ τῷ ὄρει Σιὼν ἔσται ἡ σωτηρία, καὶ ἔσται ἅγιον· καὶ κατακληρονομήσουσιν ὁ οἶκος Ἰακώβ τοὺς κατακληρονομήσαντας αὐτούς.
18 Καὶ ἔσται ὁ οἶκος Ἰακώβ πῦρ, ὁ δὲ οἶκος Ἰωσὴφ φλόξ, δὲ οἶκος Ἡσαῦ εἰς καλάμην, καὶ ἐκκαυθήσονται εἰς αὐτοὺς καὶ καταφάγονται αὐτούς, καὶ οὐκ ἔσται πυροφόρος ἐν τῷ οἰκῶ Ἡσαῦ, διότι Κύριος ἐλάλησε.
19 Καὶ κατακληρονομήσουσιν οἱ ἐν Ναγὲβ τὸ ὅρος τὸ Ἡσαῦ καὶ οἱ ἐν τῇ Σεφηλὰ τοὺς ἀλλοφύλους καὶ κατακληρονομήσουσι τὸ ὅρος Ἐφραὶμ καὶ τὸ πεδίον Σαμαρείας καὶ Βενιαμὶν καὶ τὴν Γαλααδῖτιν.
20 Καὶ τῆς μετοικεσίας ἡ ἀρχὴ αὕτη· τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ γῆ τῶν Χαναναίων ἕως Σαρεπτῶν καὶ ἡ μετοικεσία Ἱερουσαλὴμ ἕως Ἐφραθά, καὶ κληρονομήσουσι τὰς πόλεις τοῦ Ναγέβ.
21 Καὶ ἀναβήσονται ἀνασῳζόμενοι ἐξ ὄρους Σιὼν τοῦ ἐκδικῆσαι τὸ ὅρος Ἡσαῦ, καὶ ἔσται τῷ Κυρίῳ ἡ βασιλεία.
1 Ὅραμα τοῦ Ὀβδιού. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας. Ἐγὼ ἤκουσα αὐτὴν τὴν πληροφορίαν ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅτι ἐξαπέστειλεν εἰς τὰ γύρω ἔθνη πολεμικὴν ἐξέγερσιν κατὰ τῆς Ἰδουμαίας, ὥστε νὰ λέγουν αὐτὰ τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο. «Σηκωθῆτε, ἂς ξεσηκωθῶμεν ὅλοι εἰς πόλεμον ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας».
2 Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς λέγει κατὰ τῆς Ἰδουμαίας· «Ἰδού, θὰ σὲ καταστήσω πολὺ μικρὸν καὶ ἄσημον ἔθνος μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Θὰ γίνῃς λαὸς πολὺ ἐξευτελισμένος καὶ περιφρονημένος.
3 Ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδίας σου σὲ ἔκαμε νὰ φρονῇς πολὺ ὑψηλὰ διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἐπειδὴ κατοικεῖς εἰς τὰς φάραγγας καὶ τὰ σπήλαια τῶν ὀρέων, εἰς ἀπορθήτους τάχα περιοχάς. Ἔχεις κτίσει τὰς κατοικίας σου εἰς πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι λαὸς ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λέγεις ἐσωτερικῶς· Ποιὸς θὰ μπορέσῃ νὰ μὲ καταβιβάσῃ εἰς τὴν γῆν;
4 Καὶ ἐὰν ἀκόμη πετάξῃς εἰς μεγάλα ὕψη ὡσὰν τὸν ἀετόν, καὶ ἐὰν στήσῃς τὴν φωλεάν σου ὑψηλὰ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀστέρας, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταρρίψω καὶ θὰ σὲ καταβιβάσω, λέγει ὁ Κύριος.
5 Ἐὰν κλέπται ἢ λῃσταὶ ἐν καιρῷ νυκτὸς εἰσήρχοντο εἰς τὴν οἰκίαν σου, ποῦ θὰ ἐρρίπτεσο διὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ ἐκείνους; Ἐκεῖνοι τότε δὲν θὰ ἔκλεπτον ὅλα, ὅσα ἐνόμιζαν, ὅτι τοὺς ἐχρειάζοντο; Καὶ ἐὰν τρυγηταὶ εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἄμπελόν σου δὲν θὰ ἄφηναν καὶ μερικὰ τσαμπίδια, ὑπολείμματα τοῦ τρυγητοῦ των; Εἰς τὴν Ἰδουμαίαν ὅμως ἡ λεηλασία καὶ ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι πλήρης.
6 Πὼς ἡ Ἰδουμαία ἠρευνήθη συστηματικὰ καὶ μὲ προσοχὴν ἐκ μέρους τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ὅλαι αἱ κρύπται αὐτῆς, ὅπου ὑπῆρχαν οἱ θησαυροὶ ἀνεκαλύφθησαν;
7 Ὅλαι αἱ πόλεις, μὲ τὰς ὁποίας εἶχε συνάψει συμμαχίαν, σὲἀπέπεμψαν κενὴν ἕως εἰς τὰ σύνορά σου. Ἠρνήθησαν νὰ σοῦ δώσουν βοήθειαν. Ἐπὶ πλέον οἱ φίλοι σου ἀντέστησαν ἐναντίον σου, ἐκυριάρχησαν εἰς βάρος σου, ἔστησαν ἐνέδραν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου. Δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς φρόνησις.
8 Κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν τῆς δικαίας τιμωρίας, λέγει ὁ Κύριος, θὰ ἐξαφανίσω τοὺς σοφοὺς ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ τοὺς συνετοὺς ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἡσαῦ.
9 Οἱ ὑπερασπισταί σου οἱ ἀπὸ τὴν Θαιμὰν θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον· δὲν θὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς ἐχθρούς, διὰ νὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῶν ὀρέων τῆς ἰδουμαίας.
10 Τοῦτο δὲ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας σου καὶ τῆς ἀδίκου σφαγῆς τῶν ἀδελφῶν σου, τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ. Τότε θὰ σὲ σκεπάσῃ ἐντροπὴ καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇς εἰς αἰῶνας αἰώνων.
11 Διέπραξες φοβερὰ ἐγκλήματα ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐστάθης πολέμιος ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας. Κατὰ τὰς ἡμέρας, δηλαδή, κατὰ τὰς ὁποίας ἀλλοεθνεῖς ἠχμαλώτευσαν αὐτὴν καὶ ἐλεηλάτησαν τὰ πλούτη της καὶ οἱ ξένοι εἰσῆλθον εἰς τὰςπύλας τῆς Ἰουδαίας καὶ ἔβαλαν κλήρους, διὰ νὰ διανείμουν μεταξύ των τὰ λάφυρατῆς Ἱερουσαλήμ. Καὶ σὺ ὑπῆρξες ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἰουδαίας.
12 Δὲν ἔπρεπε μὲ χαιρεκακίαν νὰ ἴδῃς τὴν τρομερὰνδιὰ τοὺς ἀδελφούς σουἡμέραν, τὴν ἡμέραν του ὀλέθρου των ἀπὸ τοὺς ξένους λαούς. Δὲν ἔπρεπε νὰ χαιρεκακήσῃς διὰ τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς των καὶ νὰ μὴ κομπάζῃς κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ οἱ ἀδελφοί σου ὑφίσταντο τὰς φοβερὰς θλίψεις.
13 Δὲν ἔπρεπε νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων, μαζί μὲ τοὺς ξένους ἐπιδρομεῖς, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δυστυχίας τῶν ἀδελφῶν σου, οὔτε νὰ ἴδῃς μὲ εὐχαρίστησιν καὶ σὺ τὴν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἐξολοθρεμοῦ συγκέντρωσίν των. Οὔτε καὶ νὰ ἐπιτεθῇς μαζί μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἐναντίον τοῦ στρατοῦ τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς των.
14 Οὔτε νὰ σταθῇς εἰς τοὺς δρόμους τῆς διαφυγῆς των καὶ νὰ ἐξολοθρεύσῃςἐκείνους, ποὺ κατώρθωναν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, οὔτε δὲ νὰ περικυκλώσῃς καὶ νὰ συλλάβῃς τοὺς φεύγοντας κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς θλίψεώς των».
15 Διότι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ὀργή του ἐναντίον ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ὅπως σύ, Ἰδουμαία, ἔκαμες ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας, ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ ἐναντίον σοῦ ἐκ μέρους ἐχθρῶν. Τὸ κακόν, ποὺ ἔκαμες εἰς τοὺς Ἰουδαίους, θὰ πέσῃ εἰς τὴν κεφαλήν σου.
16 Διότι, ὅπως σύ, εὐφραινομένη διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν ἀδελφῶν σου, ἔπιες οἶνον εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, ὅπου ὁ ναός, ἔτσι καὶ σὺ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη θὰ πίετε τὸν οἶνον τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου. Θὰ πίουν καὶ θὰ συντριβοῦν ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου. Θὰ ἀφανισθοῦν καὶ θὰ γίνουν ὡς ἐὰν ποτὲ δὲν ὑπῆρξαν.
17 Εἰς τὸ ὅρος ὅμως Σιὼν θὰ ὑπάρξῃ σωτηρία. Ὁ τόπος ἐκεῖνος θὰ εἶναι ἅγιος καὶ ἀφιερωμένος εἰς ἐμέ. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶχαν προηγουμένωςὑποδουλώσει.
18 Μὲ ὁρμητικὴ φωτιὰ θὰ ὁμοιάζουν οἱ Ἰουδαῖοι τότε. Καταστρεπτικὴν δύναμιν φλογῶν θὰ ἔχουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωσήφ. Οἱ δὲ Ἰδουμαῖοι θὰ εἶναι σὰν τὴν καλαμιά. ΟἱἸουδαῖοι καὶ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ τοὺς καταφάγουν, θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσουν. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ δὲν θὰ ἔχῃ φλόγα ἀντιστάσεως, διότι ὁ Κύριος ὡμίλησε.
19 Τότε οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ναγέβ, τὴν μεσημβρινὴνδηλαδὴ Ἰουδαίαν, θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν ὡς ἰδικήν των τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς Ἰδουμαίας, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν πεδιάδα Σεφηλά, θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν τοὺς Φιλισταίους. Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Ἐφραίμ, ὅπως ἐπίσης τὴν πεδιάδα τῆς Σαμαρείας. Οἱ δὲ ἀπόγονοι τοῦ Βενιαμὶν θὰ καταλάβουν τὴν περιοχὴν Γαλαάδ.
20 Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν αἰχμαλώτων Ἰσραηλιτῶν θὰ εἶναι αὐτή· οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ὑποτάξουν καὶ θὰ καταλάβουν τὴν γῆν Χαναὰν ἕως εἰς τὰ Σάρεπτα. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, θὰ φθάσουν μέχρι Ἐφραθὰ καὶ θὰ κληρονομήσουν τὰς πόλεις τῆς περιοχῆς Ναγέβ.
21 Λυτρωμένοι καὶ σωσμένοι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, θὰ ἐξορμήσουν ἀπὸ τὸ ὅρος Σιών, διὰ νὰ τιμωρήσουν τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς Ἰδουμαίας. Ἡ δὲ βασιλεία αὐτή, θὰ εἶναι βασιλεία τοῦ Κυρίου.
1 Ὅραμα τοῦ Ὀβδιού. Αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς περὶ τῆς Ἰδουμαίας. β Ἐγώ, ὁ προφήτης Ὀβδιού, ἄκουσα μίαν ἀγγελίαν (πληροφορίαν) ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅτι πολεμικὸν μένος ἐξαπέστειλεν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς λαοὺς κατὰ τῆς Ἰδουμαίας, ὥστε νὰ λέγουν μεταξύ των: «Σηκωθῆτε· ἂς ξεσηκωθῶμεν ὅλοι ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας εἰς πόλεμον».
2 Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς λέγει εἰς τοὺς Ἰδουμαίους: «Νά· θὰ σὲ καταστήσω πολὺ μικρόν, ἄσημον καὶ ὀλιγάριθμον ἔθνος μεταξὺ τῶν ἄλλων εἰδωλαλατρικῶν ἐθνῶν· θὰ γίνῃς ὁ πλέον εὐτελὴς καὶ περιφρονημένος λαός.
3 Ἡ ἀλαζονικὴ καὶ ὑπερήφανη καρδία σου σὲ ἀπατᾷ καὶ σὲ ἔκαμε νὰ νομίζῃς ὅτι δύσκολα ἠμπορεῖς νὰ νικηθῇς καὶ νὰ λεηλατηθῇς, ἐπειδὴ ἔχεις κατασκηνώσει εἰς ἀπρόσιτα μέρη, εἰς τὶς σχισμές, τὰ φαράγγια τῶν βράχων καὶ τὶς σπηλιὲς τῶν βουνῶν. Σύ, ποὺ κτίζεις τὴν κατοικίαν σου εἰς τόσον ὑψηλὰ καὶ δυσπρόσιτα μέρη, λέγεις εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου μὲ ἀλαζονικὴν αὐτοπεποίθηση: «Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ μὲ κατεβάσῃ ἀπὸ τὸ ὕψος αὐτὸ εἰς τὴν γῆν;»
4 Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἀκόμη ἀνυψωθῇς πολὺ ὑψηλά, ὅπως ὁ ἀετός, καὶ ἂν ἀκόμη κτίσῃς τὴν φωλιά σου ὑψηλὰ μεταξὺ τῶν ἄστρων, καὶ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ ρίξω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω», λέγει ὁ Κύριος.
5 «Ἐὰν εἰσήρχοντο εἰς τὸ σπίτι σου κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νύκτας κλέπται ἢ λῃσταί, ποὺ θὰ ἔρριπτες τὸν ἑαυτόν σου διὰ νὰ σωθῇς; Ἐκεῖνοι δὲ δὲν θὰ ἔκλεπταν τότε ὅλα, ὅσα θὰ τοὺς ἐχρειάζοντο; Ἐὰν πάλιν εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἀμπέλι σου τρυγηταί, δὲν θὰ ἄφηναν μετὰ τὸν τρυγητὸν ὡς λείμματα καὶ μερικὰ τσαμπιὰ μὲ μικρὲς ρῶγες; Ἀσφαλῶς, ναί. Ἀλλὰ μὲ σέ, τὴν Ἰδουμαίαν, δὲν θὰ συμβῇ τὸ ἴδιον· ἡ ἰδική σου λεηλασία καὶ καταστροφὴ θὰ εἶναι πλήρης.
6 Πῶς ἠρευνήθη λεπτομερῶς καὶ συστηματικῶς ἡ χώρα τοῦ Ἡσαῦ, ἡ Ἰδουμαία, ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της καὶ πῶς ἀνευρέθησαν καὶ ἐλεηλατήθησαν οἱ κρυμμένοι εἰς τοὺς δυσπροσίτους καὶ ὑψηλοὺς βράχους θησαυροί της;
7 Ὅλοι οἱ ὁμόσπονδοι καὶ σύμμαχοί σου σὲ κατεδίωξαν μέχρι τὰ σύνορά σου, ἠρνήθησαν νὰ σὲ βοηθήσουν ἄνδρες, ποὺ ἦσαν εἰρηνικοὶ καὶ φιλικοὶ ἀπέναντί σου, ἐκυριάρχησαν ἐπάνω σου, ἔστησαν ἐνέδραν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου· εἰς αὐτοὺς ὑπάρχει ἀνοησία καὶ ὄχι σύνεσις «ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπειδὴ ἕνεκα τῆς πολλῆς ἀνοησίας σου δὲν γνωρίζεις νὰ ξεχωρίζῃς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς».
8 Κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν, λέγει ὁ Κύριος, θὰ ἐξαφανίσω τοὺς σοφοὺς ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ τὴν φρόνησιν καὶ ἐξυπνάδα ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν χώραν τοῦ Ἡσαῦ «τὴν Ἰδουμαίαν».
9 Καὶ θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ πανικὸν οἱ παρουσιαζόμενοι ὡς ἀνδρεῖοι μαχηταὶ καὶ ὑπερασπισταί σου, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴν Θαιμάν, διὰ νὰ ἐξολοθρευθῇ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ὅρη τῆς χώρας τοῦ Ἡσαῦ «τῆς Ἰδουμαίας».
10 «Ἡ μεγάλη αὐτὴ καταστροφὴ θὰ γίνῃ ἕνεκα τῆς ἀδίκου σφαγῆς καὶ τῆς ἀσεβείας, μὲ τίς ὁποῖες ἐφέρθης πρὸς τοὺς ἀδελφούς σου, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ «ἀδελφοῦ τοῦ Ἡσαῦ». Τότε θὰ σὲ καλύψῃ ἐντροπὴ καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇς ὁριστικὰ καὶ παντοτινά.
11 Ἔδειξες ἐχθρικὴν διάθεσιν κατὰ τῶν Ἰουδαίων καὶ διέπραξες εἰς βάρος των πολλὰ ἐγκλήματα τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐστάθης ἀδιάφορος καὶ ἐχθρικὸς ἀπέναντι τῆς Ἰουδαίας. Τότε ποὺ ἐχθροὶ ἀλλογενεῖς αἰχμαλώτισαν καὶ ἐσύλησαν τὰ πλούτη τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ καὶ τότε ποὺ ξένοι διέβησαν τὶς πύλες τῶν πόλεών του, εἰς δὲ τὰ πλούσια λάφυρα τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔβαλαν κλήρους διὰ νὰ τὰ μοιρασθοῦν μεταξύ των, ἤσουν καὶ σὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῶν Ἰουδαίων.
12 Καὶ σὺ δὲν ἔπρεπε νὰ ἰδῇς μὲ χαρὰν τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς τοῦ ἀδελφοῦ σου, τότε ποὺ τοῦ ἐπετίθεντο οἱ ξένοι λαοί· δὲν ἔπρεπε νὰ χαιρεκακήσῃς διὰ τοὺς Ἰουδαίους «τοὺς ἀπογόνους τοῦ ἀδελφοῦ σου Ἰακώβ» κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐρημώσεώς των· καὶ ἔπρεπε νὰ μὴ καυχηθῇς μὲ μεγάλα καὶ ὑπεροπτικὰ λόγια κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀπελπισίας των.
13 Ἀκόμη, δὲν ἔπρεπε νὰ εἰσέλθῃς μαζὶ μὲ τοὺς ξένους ἐχθρικοὺς λαοὺς τὶς πύλες «τῶν πόλεων» τῶν συγγενῶν σου Ἰουδαίων κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δυστυχίας καὶ τῆς συμφορᾶς των, καὶ πρὸ παντὸς σὺ δὲν ἔπρεπε νὰ ἰδῇς μὲ χαιρεκακίαν τὴν συνάθροισιν τῶν ἀδελφῶν σου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀθλίας ἐξολοθρεύσεώς των· οὔτε ἔπρεπε νὰ ἐπιτεθῇς καὶ σὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἐχθρούς των ἐναντίον τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἀφανισμοῦ καὶ τῆς συμφορᾶς των.
14 Ἀλλ’ οὔτε καὶ ἔπρεπε νὰ σταθῇς καὶ νὰ παραφυλάττῃς εἰς τὰ σταυροδρόμια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔτρεχαν νὰ διαφύγουν καὶ νὰ γλυτώσουν, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃς ὅσους ἐσώθησαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς· οὔτε ἔπρεπε νὰ περικυκλώσῃς καὶ νὰ συλλάβῃς ὅσους Ἰουδαίους διέφευγαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀπελπισίας, τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς θλίψεώς των».
15 Διότι εἶναι πλησίον ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ κρίνῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ ὅλα τὰ ἔθνη. «Τότε, Ἰδουμαία, θὰ θερίσῃς ὅ,τι ἔσπειρες. Ὅπως ἔχεις συμπεριφερθῇ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔτσι θὰ συμπεριφερθοῦν καὶ πρὸς σὲ οἱ ἐχθροί σου· τὰ κακά, ποὺ ἐπροξένησες εἰς τὴν Ἰουδαίαν, θὰ ἐπιστρέψουν καὶ θὰ πέσουν εἰς τὴν κεφαλήν σου».
16 «Διότι ὅπως καὶ σύ, ἡ Ἰδουμαία, ὠργίασες πίνουσα κρασὶ μὲ τοὺς ἐθνικοὺς μετὰ τὴν νίκην των εἰς τὸν Ναόν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ ἅγιόν μου ὄρος, ἔτσι θὰ πιῇς καὶ σὺ καὶ ὅλα τὰ ἔθνη τὸν οἶνον τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου· θὰ πιοῦν, θὰ συντριβοῦν καὶ θὰ κατεβοῦν εἰς τὸν Ἅδην καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν, ὡσὰν νὰ μὴ ὑπῆρξαν ποτέ!
17 Ὅμως εἰς τὸ ὄρος Σιὼν θὰ ὑπάρξῃ ἡ σωτηρία, καὶ τὸ ὄρος αὐτό, ὅπου εἶναι κτισμένος ὁ Ναός, θὰ εἶναι ἅγιον, ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν. Οἱ δὲ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ θὰ λάβουν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν των ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶχαν προηγουμένως καταλάβει καὶ ὑποτάξει.
18 Καὶ τότε, ὅταν πλέον ἀποκατασταθοῦν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἀποκτήσουν δύναμιν, οἱ μὲν Ἰουδαῖοι (οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ» θὰ γίνουν ὡς φωτιὰ ποὺ κατακαίει, οἱ δὲ Ἰσραηλῖται «οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωσήφ» ὡς φλόγα πυρός, οἱ δὲ Ἰδουμαῖοι «οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ» ὡς εὔφλεκτος καλαμιὰ σταχυοῦ. Καὶ τότε οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἰσραηλῖται - ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ «τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Ἰσραήλ», ὅλον τὸ θεοκρατικὸν βασίλειον ἠνωμένον - θὰ κατακαύσουν καὶ θὰ ἀναλώσουν τοὺς Ἰδουμαίους, ὅπως ἡ φωτιὰ κατακαίει καὶ ἀναλώνει τὴν καλαμιά, ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὶς φλόγες. Καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ δὲν θὰ διαθέτῃ δύναμιν φωτιᾶς, ὥστε νὰ ἠμπορέσῃ νὰ προβάλῃ ἀντίστασιν καὶ νὰ διασωθῇ», διότι ὁ Κύριος ὡμίλησε.
19 «Καὶ οἱ μὲν Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὴν περιοχὴν Ναγέβ, δηλαδὴ εἰς τὴν μεσημβρινὴν Ἰουδαίαν, θὰ λάβουν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν των τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἡσαῦ «τὴν Ἰδουμαίαν»· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν περιοχὴν Σεφηλά, δηλαδὴ εἰς τὴν πεδινὴν Ἰουδαίαν, θὰ κατακτήσουν καὶ θὰ λάβουν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν των τὴν χώραν τῶν ἀλλοφύλων Φιλισταίων. Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ κατακτήσουν καὶ θὰ λάβουν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν των τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Ἐφραὶμ καὶ τὴν πεδιάδα τῆς Σαμαρείας· οἱ δὲ ἀπόγονοι τοῦ Βενιαμὶν τὴν περιοχὴν Γαλαάδ.
20 Καὶ ὁ κλῆρος τῆς γῆς, ποὺ θὰ εἶναι ὑπὸ τὴν κατοχὴν καὶ ἐξουσίαν τῶν πρῴην αἰχμαλώτων Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς τὴν πατρίδα των, θὰ εἶναι αὐτός: Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κρατήσουν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν των τὴν γῆν τῶν Χαναναίων μέχρι τὰ Σαρεπτά· οἱ αἰχμάλωτοι κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐπιστρέφουν ἐλεύθεροι εἰς τὴν πατρίδα των, θὰ ἐπεκταθοῦν μέχρι τὴν Ἐφραθά, καὶ θὰ κρατήσουν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν των τὶς πόλεις τῆς περιοχῆς Ναγέβ.
21 Καὶ τότε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, νικηφόροι καὶ θριαμβευταὶ οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ θὰ ἐξορμήσουν ἀπὸ τὸ ὄρος Σιὼν διὰ νὰ τιμωρήσουν καὶ κυριεύσουν τὴν ὀρεινὴν χώραν τοῦ Ἡσαῦ «τὴν Ἰδουμαίαν»· καὶ ἡ αἰώνιος βασιλεία θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος διαμέσου τῶν αἰώνων κατευθύνει, ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα!»
Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
1 Ὅρασις Ὀβδιού. Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός τῆς Ἰδουμαίᾳ· ἀκοὴν ἤκουσα παρὰ Κυρίου, καὶ περιοχὴν εἰς τὰ ἔθνη ἐξαπέστειλεν, ἀνάστητε, καὶ ἐξαναστῶμεν ἐπ' αὐτὴν εἰς πόλεμον
1 Ὅραμα τοῦ Ὀβδιού. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας. Ἐγὼ ἤκουσα αὐτὴν τὴν πληροφορίαν ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅτι ἐξαπέστειλεν εἰς τὰ γύρω ἔθνη πολεμικὴν ἐξέγερσιν κατὰ τῆς Ἰδουμαίας, ὥστε νὰ λέγουν αὐτὰ τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο. «Σηκωθῆτε, ἂς ξεσηκωθῶμεν ὅλοι εἰς πόλεμον ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας».
2 Ἰδοὺ ὀλιγοστὸν δέδωκά σε ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἠτιμωμένος εἶ σὺ σφόδρα.
2 Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς λέγει κατὰ τῆς Ἰδουμαίας· «Ἰδού, θὰ σὲ καταστήσω πολὺ μικρὸν καὶ ἄσημον ἔθνος μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Θὰ γίνῃς λαὸς πολὺ ἐξευτελισμένος καὶ περιφρονημένος.
3 Ὑπερηφανία τῆς καρδίας σου ἐπῇρε σὲ κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· τίς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν;
3 Ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδίας σου σὲ ἔκαμε νὰ φρονῇς πολὺ ὑψηλὰ διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἐπειδὴ κατοικεῖς εἰς τὰς φάραγγας καὶ τὰ σπήλαια τῶν ὀρέων, εἰς ἀπορθήτους τάχα περιοχάς. Ἔχεις κτίσει τὰς κατοικίας σου εἰς πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι λαὸς ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λέγεις ἐσωτερικῶς· Ποιὸς θὰ μπορέσῃ νὰ μὲ καταβιβάσῃ εἰς τὴν γῆν;
4 Ἐὰν μετεωρισθῇς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιάν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος.
4 Καὶ ἐὰν ἀκόμη πετάξῃς εἰς μεγάλα ὕψη ὡσὰν τὸν ἀετόν, καὶ ἐὰν στήσῃς τὴν φωλεάν σου ὑψηλὰ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀστέρας, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταρρίψω καὶ θὰ σὲ καταβιβάσω, λέγει ὁ Κύριος.
5 Εἰ κλέπται εἰσῆλθον πρὸς σὲ ἢ λῃσταὶ νυκτός, ποῦ ἂν ἀπερρίφης; Οὐκ ἂν ἔκλεψαν τὰ ἱκανὰ ἑαυτοῖς; Καὶ εἰ τρυγηταὶ εἰσῆλθον πρὸς σέ, οὐκ ἐν ὑπελίποντο ἐπιφυλλίδα;
5 Ἐὰν κλέπται ἢ λῃσταὶ ἐν καιρῷ νυκτὸς εἰσήρχοντο εἰς τὴν οἰκίαν σου, ποῦ θὰ ἐρρίπτεσο διὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ ἐκείνους; Ἐκεῖνοι τότε δὲν θὰ ἔκλεπτον ὅλα, ὅσα ἐνόμιζαν, ὅτι τοὺς ἐχρειάζοντο; Καὶ ἐὰν τρυγηταὶ εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἄμπελόν σου δὲν θὰ ἄφηναν καὶ μερικὰ τσαμπίδια, ὑπολείμματα τοῦ τρυγητοῦ των; Εἰς τὴν Ἰδουμαίαν ὅμως ἡ λεηλασία καὶ ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι πλήρης.
6 Πῶς ἐξηρευνήθη Ἡσαῦ καὶ κατελήφθη τὰ κεκρυμμένα αὐτοῦ;
6 Πὼς ἡ Ἰδουμαία ἠρευνήθη συστηματικὰ καὶ μὲ προσοχὴν ἐκ μέρους τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ὅλαι αἱ κρύπται αὐτῆς, ὅπου ὑπῆρχαν οἱ θησαυροὶ ἀνεκαλύφθησαν;
7 Ἕως τῶν ὁρίων ἐξαπέστειλάν σε πάντες οἱ ἄνδρες τῆς διαθήκης σου, ἀντέστησάν σοι, ἠδυνάσθησαν πρὸς σὲ ἄνδρες εἰρηνικοί σου, ἔθηκαν ἐνέδρα ὑποκάτω σου, οὐκ ἔστὶ σύνεσις αὐτοῖς.
7 Ὅλαι αἱ πόλεις, μὲ τὰς ὁποίας εἶχε συνάψει συμμαχίαν, σὲ ἀπέπεμψαν κενὴν ἕως εἰς τὰ σύνορά σου. Ἠρνήθησαν νὰ σοῦ δώσουν βοήθειαν. Ἐπὶ πλέον οἱ φίλοι σου ἀντέστησαν ἐναντίον σου, ἐκυριάρχησαν εἰς βάρος σου, ἔστησαν ἐνέδραν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου. Δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς φρόνησις.
8 Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, ἀπολῶ σοφοὺς ἐκ τῆς ἰδουμαίας καὶ σύνεσιν ἐξ ὄρους Ἡσαῦ·
8 Κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν τῆς δικαίας τιμωρίας, λέγει ὁ Κύριος, θὰ ἐξαφανίσω τοὺς σοφοὺς ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ τοὺς συνετοὺς ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἡσαῦ.
9 καὶ πτοηθήσονται οἱ μαχηταί σου οἱ ἐκ Θαιμάν, ὅπως ἐξαρθῇ ἄνθρωπος ἐξ ὄρους Ἡσαῦ
9 Οἱ ὑπερασπισταί σου οἱ ἀπὸ τὴν Θαιμὰν θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον· δὲν θὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς ἐχθρούς, διὰ νὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῶν ὀρέων τῆς ἰδουμαίας.
10 διὰ τὴν σφαγὴν καὶ τὴν ἀσέβειαν τὴν εἰς τὸν ἀδελφόν σου Ἰακώβ, καὶ καλύψει σε αἰσχύνη καὶ ἐξαρθήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
10 Τοῦτο δὲ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας σου καὶ τῆς ἀδίκου σφαγῆς τῶν ἀδελφῶν σου, τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ. Τότε θὰ σὲ σκεπάσῃ ἐντροπὴ καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇς εἰς αἰῶνας αἰώνων.
11 Ἀφ ἧς ἡμέρας ἀντέστης ἐξεναντίας ἐν ἡμέραις αἰχμαλωτευόντων ἀλλογενῶν δύναμιν αὐτοῦ καὶ ἀλλότριοι εἰσῆλθον εἰς πύλας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ἔβαλαν κλήρους, καὶ σὺ ἧς ὡς εἶς ἐξ αὐτῶν.
11 Διέπραξες φοβερὰ ἐγκλήματα ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐστάθης πολέμιος ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας. Κατὰ τὰς ἡμέρας, δηλαδή, κατὰ τὰς ὁποίας ἀλλοεθνεῖς ἠχμαλώτευσαν αὐτὴν καὶ ἐλεηλάτησαν τὰ πλούτη της καὶ οἱ ξένοι εἰσῆλθον εἰς τὰς πύλας τῆς Ἰουδαίας καὶ ἔβαλαν κλήρους, διὰ νὰ διανείμουν μεταξύ των τὰ λάφυρα τῆς Ἱερουσαλήμ. Καὶ σὺ ὑπῆρξες ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἰουδαίας.
12 Καὶ μὴ ἐπίδῃς ἡμέραν ἀδελφοῦ σου ἐν ἡμέρᾳ ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἐπιχαρῇς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς Ἰούδα ἐν ἡμέρᾳ ἀπωλείας αὐτῶν καὶ μὴ μεγαλορρημονήσῃς ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως,
12 Δὲν ἔπρεπε μὲ χαιρεκακίαν νὰ ἴδῃς τὴν τρομερὰνδιὰ τοὺς ἀδελφούς σουἡμέραν, τὴν ἡμέραν του ὀλέθρου των ἀπὸ τοὺς ξένους λαούς. Δὲν ἔπρεπε νὰ χαιρεκακήσῃς διὰ τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς των καὶ νὰ μὴ κομπάζῃς κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ οἱ ἀδελφοί σου ὑφίσταντο τὰς φοβερὰς θλίψεις.
13 μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς πύλας λαῶν ἐν ἡμέρᾳ πόνων αὐτῶν, μηδὲ ἐπίδῃς καὶ σὺ τὴν συναγωγὴν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ὀλέθρου αὐτῶν καὶ μὴ συνεπιθῇ ἐπὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἀπωλείας αὐτῶν·
13 Δὲν ἔπρεπε νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων, μαζί μὲ τοὺς ξένους ἐπιδρομεῖς, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δυστυχίας τῶν ἀδελφῶν σου, οὔτε νὰ ἴδῃς μὲ εὐχαρίστησιν καὶ σὺ τὴν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἐξολοθρεμοῦ συγκέντρωσίν των. Οὔτε καὶ νὰ ἐπιτεθῇς μαζί μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἐναντίον τοῦ στρατοῦ τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς των.
14 μηδὲ ἐπιστῇς ἐπὶ τὰς διεκβολὰς αὐτῶν τοῦ ἐξολοθρεῦσαι τοὺς ἀνασῳζομένους αὐτῶν, μηδὲ συγκλβείσῃς τοὺς φεύγοντας ἐξ αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως.
14 Οὔτε νὰ σταθῇς εἰς τοὺς δρόμους τῆς διαφυγῆς των καὶ νὰ ἐξολοθρεύσῃςἐκείνους, ποὺ κατώρθωναν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, οὔτε δὲ νὰ περικυκλώσῃς καὶ νὰ συλλάβῃς τοὺς φεύγοντας κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς θλίψεώς των».
15 Διότι ἐγγὺς ἡμέρᾳ Κυρίου ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη· ὃν τρόπον ἐποίησας, οὕτως ἔσται σοι· τὸ ἀνταπόδομά σου ἀνταποδοθήσεται εἰς κεφαλήν σου.
15 Διότι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ὀργή του ἐναντίον ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ὅπως σύ, Ἰδουμαία, ἔκαμες ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας, ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ ἐναντίον σοῦ ἐκ μέρους ἐχθρῶν. Τὸ κακόν, ποὺ ἔκαμες εἰς τοὺς Ἰουδαίους, θὰ πέσῃ εἰς τὴν κεφαλήν σου.
16 Διότι ὃν τρόπον ἔπιες ἐπὶ τὸ ὅρος τὸ ἅγιόν μου, πίονται πάντα τὰ ἔθνη οἶνον· πίονται καὶ καταβήσονται καὶ ἔσονται καθὼς οὐχ ὑπάρχοντες.
16 Διότι, ὅπως σύ, εὐφραινομένη διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν ἀδελφῶν σου, ἔπιες οἶνον εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, ὅπου ὁ ναός, ἔτσι καὶ σὺ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη θὰ πίετε τὸν οἶνον τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου. Θὰ πίουν καὶ θὰ συντριβοῦν ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου. Θὰ ἀφανισθοῦν καὶ θὰ γίνουν ὡς ἐὰν ποτὲ δὲν ὑπῆρξαν.
17 Ἐν δὲ τῷ ὄρει Σιὼν ἔσται ἡ σωτηρία, καὶ ἔσται ἅγιον· καὶ κατακληρονομήσουσιν ὁ οἶκος Ἰακώβ τοὺς κατακληρονομήσαντας αὐτούς.
17 Εἰς τὸ ὅρος ὅμως Σιὼν θὰ ὑπάρξῃ σωτηρία. Ὁ τόπος ἐκεῖνος θὰ εἶναι ἅγιος καὶ ἀφιερωμένος εἰς ἐμέ. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶχαν προηγουμένως ὑποδουλώσει.
18 Καὶ ἔσται ὁ οἶκος Ἰακώβ πῦρ, ὁ δὲ οἶκος Ἰωσὴφ φλόξ, δὲ οἶκος Ἡσαῦ εἰς καλάμην, καὶ ἐκκαυθήσονται εἰς αὐτοὺς καὶ καταφάγονται αὐτούς, καὶ οὐκ ἔσται πυροφόρος ἐν τῷ οἰκῶ Ἡσαῦ, διότι Κύριος ἐλάλησε.
18 Μὲ ὁρμητικὴ φωτιὰ θὰ ὁμοιάζουν οἱ Ἰουδαῖοι τότε. Καταστρεπτικὴν δύναμιν φλογῶν θὰ ἔχουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰωσήφ. Οἱ δὲ Ἰδουμαῖοι θὰ εἶναι σὰν τὴν καλαμιά. ΟἱἸουδαῖοι καὶ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ τοὺς καταφάγουν, θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσουν. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ δὲν θὰ ἔχῃ φλόγα ἀντιστάσεως, διότι ὁ Κύριος ὡμίλησε.
19 Καὶ κατακληρονομήσουσιν οἱ ἐν Ναγὲβ τὸ ὅρος τὸ Ἡσαῦ καὶ οἱ ἐν τῇ Σεφηλὰ τοὺς ἀλλοφύλους καὶ κατακληρονομήσουσι τὸ ὅρος Ἐφραὶμ καὶ τὸ πεδίον Σαμαρείας καὶ Βενιαμὶν καὶ τὴν Γαλααδῖτιν.
19 Τότε οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ναγέβ, τὴν μεσημβρινὴνδηλαδὴ Ἰουδαίαν, θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν ὡς ἰδικήν των τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς Ἰδουμαίας, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν πεδιάδα Σεφηλά, θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν τοὺς Φιλισταίους. Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ καταλάβουν καὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Ἐφραίμ, ὅπως ἐπίσης τὴν πεδιάδα τῆς Σαμαρείας. Οἱ δὲ ἀπόγονοι τοῦ Βενιαμὶν θὰ καταλάβουν τὴν περιοχὴν Γαλαάδ.
20 Καὶ τῆς μετοικεσίας ἡ ἀρχὴ αὕτη· τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ γῆ τῶν Χαναναίων ἕως Σαρεπτῶν καὶ ἡ μετοικεσία Ἱερουσαλὴμ ἕως Ἐφραθά, καὶ κληρονομήσουσι τὰς πόλεις τοῦ Ναγέβ.
20 Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν αἰχμαλώτων Ἰσραηλιτῶν θὰ εἶναι αὐτή· οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ὑποτάξουν καὶ θὰ καταλάβουν τὴν γῆν Χαναὰν ἕως εἰς τὰ Σάρεπτα. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, θὰ φθάσουν μέχρι Ἐφραθὰ καὶ θὰ κληρονομήσουν τὰς πόλεις τῆς περιοχῆς Ναγέβ.
21 Καὶ ἀναβήσονται ἀνασῳζόμενοι ἐξ ὄρους Σιὼν τοῦ ἐκδικῆσαι τὸ ὅρος Ἡσαῦ, καὶ ἔσται τῷ Κυρίῳ ἡ βασιλεία.
21 Λυτρωμένοι καὶ σωσμένοι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, θὰ ἐξορμήσουν ἀπὸ τὸ ὅρος Σιών, διὰ νὰ τιμωρήσουν τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς Ἰδουμαίας. Ἡ δὲ βασιλεία αὐτή, θὰ εἶναι βασιλεία τοῦ Κυρίου.