Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς βασίλευσεν ἐν Ἰσραήλ,
1
Ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι παροιμίαι, παραβολαὶ καὶ γνωμικὰ καὶ ἀποφθέγματα τοῦ Σολομῶντος, υἱοῦ τοῦ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
1
Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο περιέχονται αἱ παροιμίαι καὶ τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ τὸν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος.
2
γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως
2
Σκοπὸν ἔχουν αἱ παροιμίαι αὐταὶ νὰ καταστήσουν γνωστὴν τὴν θείαν σοφίαν καὶ τὴν ὠφέλιμον διὰ τὴν ψυχὴν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ παιδαγωγίαν καὶ νὰ κάμουν τὸν ἄνθρωπον ἱκανὸν νὰ κατανόησῃ τοὺς λόγους, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀποκτήσῃ φρόνησιν καὶ σύνεσιν.
2
Ἐγράφησαν δὲ αἱ παροιμίαι αὐταί, ὥστε ἐκεῖνος ποὺ τὰς μελετᾷ ἢ τὰς ἀκούει, νὰ ἀποκτήσῃ τὴν πραγματικὴν ἐπιστήμην, δηλαδὴ τὴν ἀληθῆ γνῶσιν, ποὺ ἐμπνέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς ἑπομένως τῶν παροιμιῶν αὐτῶν εἶναι νὰ γνωρίσῃ καλῶς ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, τὴν ὠφέλιμον διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν διὰ τὴν ψυχήν του καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσῃ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἱκανότητα, διὰ νὰ διακρίνῃ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ καὶ τί νὰ πράττῃ, ὥστε ἡ ὅλη του συμπεριφορὰ νὰ εἶναι θεάρεστος.
3
δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρῖμα κατευθύνειν,
3
Ἀκόμη δὲ νὰ δώσουν εἰς αὐτὸν τὴν ἱκανότητα, ὥστε νὰ κατανοῇ καὶ νὰ ἀποκρούῃ τὴν ἀπάτην τῶν περίτεχνων λόγων καὶ τὰ ὑποκρυπτόμενα αὐτῶν νοήματα, νὰ ἐννοήσῃ καὶ δεχθῇ τὴν ἀληθινὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐκφέρῃ δικαίας κρίσεις καὶ ἀποφάσεις.
3
Νὰ εἶναι ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ δεχθῇ καὶ νὰ ἀποκρούσῃ τὰς προσβολὰς ἀντιθέτων λόγων, ποὺ λέγονται ἢ γράφονται μὲ ρητορικὴν τέχνην καὶ σοφιστείαν, νὰ ἐννοήσῃ δὲ ποία εἶναι ἡ ἀληθὴς δικαιοσύνη, ὥστε νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις δικαίας καὶ εὐθείας ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε παρουσιαζομένων περιστάσεων.
4
ἵνα δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν·
4
Σκοπὸς ἐπίσης τῶν παροιμιῶν εἶναι, νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἀδόλους καὶ ἀπονηρεύτους σύνεσιν καὶ εὐφυΐαν, εἰς δὲ τὸν νεαρὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν συναίσθησιν καὶ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ.
4
Ἐπὶ πλέον τὸ βιβλίον τῶν Παροιμιῶν ἐγράφη διὰ νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους σύνεσιν καὶ ἐξυπνάδα πρὸς ὠφέλειαν ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, εἰς δὲ τὸν νεαρὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ στερούμενον πείρας συνείδησιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὡριμότητα σκέψεως πρὸς ὀρθὴν τῶν πραγμάτων ἀντίληψιν.
5
τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσετοι.
5
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ σοφός, ὅταν ἀκούσῃ τὰς παροιμίας αὐτάς, θὰ γίνῃ περισσότερον σοφός. Ὁ δὲ ἐκ φύσεως εὐφυὴς καὶ συνετὸς θὰ ἀποκτήσῃ περισσοτέραν σύνεσιν καὶ ἱκανότητα, ὥστε ὀρθῶς νὰ διακυβερνᾷ τὴν ζωήν του καὶ τοὺς ἄλλους.
5
Καίτοι δὲ τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπευθύνεται κυρίως πρὸς τὴν ἀνώριμον καὶ ἄπειρον νεότητα, ἐν τούτοις ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν μελέτην του καὶ αὐτὸς ὁ σοφός· πράγματι, ὅταν ὁ σοφὸς ἀκούσῃ τὰ ὅσα γράφονται εἰς αὐτό, θὰ γίνῃ περισσότερον σοφὸς καὶ γνωστικός, ὁ δὲ συνετὸς καὶ φρόνιμος θὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἱκανότητα νὰ κυβερνᾷ καὶ νὰ κατευθύνῃ θεαρέστως τὴν ζωήν του
6
Νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ρήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα.
6
Μὲ τὰς σοφὰς αὐτὰς παροιμίας καθένας θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοῇ παραβολὴν καὶ δυσνόητον λόγον, ὅπως ἐπίσης ρητὰ καὶ γνωμικὰ τῶν σοφῶν καὶ αἰνιγματώδεις ἐκφράσεις, ὑπὸ τὰς ὁποίας κρύπτεται κάποιο βαθύτερον νόημα.
6
Τόσον πολὺ δὲ θὰ ἐξασκηθῇ καὶ θὰ ἀναπτυχθῇ ἡ διάνοιά του, ὥστε θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοῇ κάθε παραβολήν, δυσνόητον καὶ ἀλληγορικὸν λόγον, καθὼς ἐπίσης τὰ ἀποφθέγματα καὶ τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰνίγματα, εἰς τὰ ὁποῖα κρύπτεται κάποια βαθύτερη ἀλήθεια.
7
Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσεις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτήν· εὐσέβεια δὲ εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως, σοφίαν δὲ καὶ παιδείαν ἀσεβεῖς ἐξουθενήσουσιν.
7
Ἀρχὴ καὶ θεμέλιον πάσης σοφίας εἶναι ὁ σεβασμὸς καὶ ὁ φόβος πρὸς τὸν Θεόν. Ἡ δὲ σύνεσις εἶναι κατ' ἐξοχὴν ὠφέλιμος εἰς ἐκείνους, ὁ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν τὰ σοφὰ προστάγματα της εἰς τὴν ζωήν των. Ἡ πρὸς τὸν Θεὸν εὐσέβεια εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς σοφίας καὶ γνώσεως. Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως, δι' ὃ καὶ ἀσύνετοι, θὰ περιφρονήσουν τὴν θείαν σοφίαν καὶ παιδαγωγίαν.
7
Ἀρχή, ρίζα καὶ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἡ σύνεσις δὲ τότε εἶναι ἀγαθὴ καὶ ἀποδίδει τοὺς καρπούς της, ὅταν ἐφαρμόζεται καὶ ἐπιτελῆται δι’ ἔργων. Ἡ εὐσέβεια δέ, δηλαδὴ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν εὐλάβεια, εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς γνώσεως· οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὴν θείαν παιδαγωγίαν.
8
Ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου·
8
Σὺ ὅμως, υἱέ, ἄκουε μετὰ προσοχῆς καὶ ὑπάκουε προθύμως εἰς τὴν διδασκαλίαν καὶ παιδαγωγίαν τοῦ πατρός σου. Ποτὲ δὲ νὰ μὴ ἀποστραφῇς καὶ ἀπορρίψῃς τὰς στοργικὰς παραγγελίας καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς μητρός σου.
8
Ἄκουε πάντοτε, παιδί μου, προσεκτικὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατέρα σου καὶ νὰ εἶσαι ὑπάκουος εἰς τὴν παιδαγωγίαν του, καὶ νὰ μὴ διώχνῃς μακριὰ ἀπὸ σένα τὰς συμβουλὰς καὶ ὁδηγίας τῆς μητέρας σου, τὰς ὁποίας ὡς θεσμοὺς καὶ νόμους ἱεροὺς νὰ μνημονεύῃς καθ’ ὅλην τὴν ζωήν σου·
9
στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ.
9
Διότι, ἐὰν προθύμως δεχθῇς τὴν παιδαγωγίαν τῶν γονέων σου, θὰ τιμηθῇς, θὰ δεχθῇς εἰς τὴν κεφαλήν σου στέφανον ἀπὸ τὰς χαρίτας τῶν ἀρετῶν καὶ περὶ τὸν λαιμόν σου περιδέραιον χρυσοῦν, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο κόσμημα.
9
διότι ἔτσι θὰ τιμηθῇς καὶ θὰ δεχθῇς εἰς τὴν κεφαλήν σου στέφανον ἀπὸ χάριτας ἀρετῶν καὶ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου θὰ στολισθῇς μὲ χρυσοῦν περιδέραιον, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέταλλον.
10
Υἱέ, μὴ σὲ πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ βουληθῇς,
10
Παιδί μου, πρόσεχε νὰ μὴ σὲ παραπλανήσουν πρὸς τὸ κακὸν ἀσεβεῖς ἄνθρωποι καὶ ποτὲ νὰ μὴ συγκατατεθῇς εἰς τὰς ἁμαρτωλὰς αὐτῶν σκέψεις καὶ προτάσεις.
10
Παιδί μου, πρόσεχε μὴ σὲ ἀποπλανήσουν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς, οὔτε νὰ συγκατατεθῇς θεληματικῶς εἰς ὅσα σοῦ προτείνουν.
11
Ἐὰν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ἐλθὲ μεθ' ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως,
11
Ἐὰν παρουσιασθοῦν ὡς φίλοι σου καὶ σὲ προσκαλέσουν καὶ σοῦ εἴπουν· «ἔλα μαζί μας, λάβε μέρος καὶ σὺ εἰς τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον θὰ χύσωμεν· ἂς θανατώσωμεν ἀδίκως ἄνδρα δίκαιον καὶ τὸ πτῶμα του ἂς τὸ κρύψωμεν βαθειὰ εἰς τὸν τάφον.
11
Ἐὰν σὲ προσκαλέσουν μὲ τρόπον φιλικὸν καὶ σοῦ εἴπουν· ἔλα μαζί μας, λάβε μέρος εἰς τὰ αἵματα, ποὺ θὰ χύσωμεν, ἂς κρύψωμεν δὲ καὶ ἂς θάψωμεν εἰς τὴν γῆν ὅλως ἀδίκως τὸν δίκαιον ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἂν δὲν μᾶς ἔκαμε ποτὲ κακὸν ἢ ἀδικίαν,
12
καταπίωμεν δὲ αὐτὸν ὥσπερ ᾅδης ζῶντα καὶ ἄρωμεν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἐκ γῆς·
12
Ζωντανὸν ἂς τὸν καταπίωμεν, ὅπως ὁ ᾅδης. Ἂς σβήσωμεν τὸ ὄνομα του καὶ τὴν ἀνάμνησίν του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, ὥστε κανεὶς πλέον νὰ μὴ τὸν ἐνθυμῆται.
12
ἂς τὸν καταπίωμεν δὲ ζωντανόν, ὅπως ὁ ἀχόρταστος Ἅδης, καὶ ἂς ἐξαλείψωμεν τὴν μνήμην του ἀπὸ τὴν γῆν, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἐνθυμῆται πλέον κανείς·
13
τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δὲ οἴκους ἡμετέρους σκύλων·
13
Ἂς βάλωμεν χέρι καὶ ἂς κάμωμεν ἰδικήν μας τὴν μεγάλην περιουσίαν του, ἂς γεμίσωμεν δὲ τὰ σπίτια μας ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἁρπάσωμεν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μὲ τὰς ληστείας καὶ τὰ ἐγκλήματά μας.
13
ἂς καταλάβωμεν καὶ ἂς κάμωμεν ἰδιοκτησίαν μας τὴν μεγάλην καὶ πολύτιμον περιουσίαν του, ἂς γεμίσωμεν δὲ τὰ σπίτια μας ἀπὸ λάφυρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀρπάσωμεν χύνοντες αἵματα ἀθώων καὶ πατοῦντες ἐπὶ πτωμάτων·
14
τὸν δὲ σὸν κλῆρον βάλε ἐν ἡμῖν, κοινὸν δὲ βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, καὶ μαρσίππιον ἓν γενηθήτω ἡμῖν.
14
Ὅσα χρήματα καὶ κτήματα ἔχεις κληρονομήσει ἀπὸ τὸν πατέρα σου βάλε τα ἐδῶ μαζί μὲ τὰ ἰδικά μας. Ταύτισε τὴν τύχην σου μαζί μας καὶ ἂς ἔχωμεν ὅλοι ἕνα κοινὸν βαλάντιον, ἕνα κοινὸν δερμάτινον σάκκον, ὅπου θὰ ἀποταμιεύωμεν, ὅσα θὰ ἁρπάζωμεν».
14
βάλε καὶ σὺ τὸ μερίδιον τῆς πατρικῆς σου κληρονομίας μὲ τὰ ἰδικά μας, καὶ ταύτισε τὴν τύχην σου μὲ τὴν ἰδικήν μας τύχην καὶ ἂς ἔχωμεν ὅλοι κοινὸν βαλάντιον καὶ ὅλοι μας κοινὸν ταμεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ἂς μαζεύσωμεν ὅσα λάφυρα καὶ χρήματα θὰ συνάξωμεν οὕτω πῶς.
15
Μὴ πορευθῇς ἐν ὁδῷ μετ' αὐτῶν, ἔκκλινον δὲ τὸν πόδα σου ἐκ τῶν τρίβων αὐτῶν·
15
Παιδί μου, πρόσεξε, μὴ πορευθῇς εἰς τὸν ἴδιον δρόμον μαζί των, ἀλλὰ ἄλλαξε πορείαν, λοξοδρόμησε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς δρόμους ἐκείνων.
15
Παιδί μου, μὴ ὑπάγῃς μαζί των εἰς τὸν δρόμον ποὺ βαδίζουν, ἀπομάκρυνε δὲ τὰ βήματά σου ἀπὸ τοὺς δρόμους των
16
οἱ γὰρ πόδες αὐτῶν εἰς κακίαν τρέχουσι καὶ ταχινοὶ τοῦ ἐκχέαι αἷμα·
16
Διότι τὰ πόδια ἐκείνων τρέχουν ταχέως πάντοτε πρὸς τὸ κακόν, σπεύδουν νὰ χύσουν αἵματα ἀθώων ἀνθρώπων.
16
διότι τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὸ ἔγκλημα καὶ εἶναι ἕτοιμα εἰς τὸ νὰ σπεύσουν καὶ νὰ χύσουν ἀμέσως αἷμα.
17
οὐ γὰρ ἀδίκως ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς.
17
Ἔχε δὲ ὑπ' ὄψιν σου καὶ τοῦτο· ὅτι, ὅπως δὲν στήνονται χωρὶς σκοπὸν δίκτυα, ἀλλὰ διὰ νὰ συλλάβουν λαίμαργα ἀσύνετα πουλιά, ἐτσι καὶ αὐτοὶ θὰ συλληφθοῦν εἰς παγίδα, καὶ δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι, ἂν ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, πάντως ὅμως ἀπὸ τὸν Θεόν. Θὰ συλληφθοῦν εἰς τὰ δίκτυα τῆς παρανομίας των.
17
Ἀλλ' ὅπως δὲν στήνονται ἀσκόπως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα παγίδες καὶ δίκτυα διὰ τὰ πουλιά, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· θὰ τιμωρηθοῦν εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τὸν Θεόν.
18
Αὐτοὶ γὰρ οἱ φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν ἑαυτοῖς κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ ἀνδρῶν παρανόμων κακή.
18
Διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς τὸ ἔγκλημα, ἀπὸ κοινοῦ δὲ καὶ ἐκ συστάσεως διαπράττουν φόνον, συσσωρεύουν ἐναντίον των πολλὰ κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων θὰ εἶναι τρομερά.
18
Διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν εἰς φόνον, θησαυρίζουν εἰς τοὺς ἑαυτούς των κακὰ πολλά, ἡ δὲ καταστροφὴ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων θὰ εἶναι κακή.
19
Αὗται αἱ ὁδοὶ εἰσι πάντων τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα· τῇ γὰρ ἀσεβείᾳ τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν ἀφαιροῦνται.
19
Εἰς αὐτὰ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα ὁδηγοῦν ὅλους τοὺς ἐργάτας τῆς παρανομίας αἱ ὁδοί των. Διὰ τῆς παρανομίας των καταστρέφουν οἱ ἴδιοι καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν των.
19
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζοῦν καὶ τέτοιο θὰ εἶναι τὸ κατάντημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πράττουν ἔργα παράνομα· διότι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας καὶ ἀσεβείας των καταστρέφουν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν των.
20
Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παρρησίαν ἄγει·
20
Ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἐργάτας τοῦ σκότους καὶ τὰς δολιότητάς των, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐξυμνεῖται δημοσίᾳ εἰς τοὺς δρόμους ἀπὸ ὅσους τὴν ἔχουν γνωρίσει καὶ δεχθῆ, καὶ μὲ παρρησίαν ἀκούεται ἡ διδασκαλία της εἰς τὰς πλατείας.
20
Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅσους μὲ τὴν πεῖραν των τὴν ἐγνώρισαν, ἐξυμνεῖται δημοσίᾳ εἰς τοὺς δρόμους, ἡ δὲ θεία διδασκαλία της διακηρύττεται μὲ παρρησίαν εἰς τὰς πλατείας.
21
ἐπ' ἄκρων τειχέων κηρύσσεται, ἐπὶ δὲ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐπὶ δὲ πύλαις πόλεως θαρροῦσα λέγει·
21
Τὸ κήρυγμά της διαλαλεῖται ἀπὸ τὰς ὑψηλὰς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν, ὥστε νὰ ἀκούεται ἀπὸ ὅλους. Παραστέκει εἰς τὰς θύρας τῶν ἀρχόντων, διὰ νὰ τοὺς καθιστᾷ σοφοὺς καὶ συνετοὺς εἰς τὰ ἔργα των. Παρευρίσκεται εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνονται συγκεντρώσεις διὰ τὴν λύσιν μεγάλων ζητημάτων, ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ μὲ θάρρος πολὺ λέγει;
21
Τὸ κήρυγμά της δὲν γίνεται μέσα ἀπὸ τὰ τείχη, ἀλλὰ διαλαλεῖται ἐπὶ τῶν ἄκρων καὶ ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῶν τειχῶν, ὥστε νὰ ἀκούεται καὶ νὰ μὴ μένῃ μυστικόν, παραστέκει δὲ εἰς τὰς θύρας τῶν ἀρχόντων, ὥστε νὰ τοὺς σοφίζῃ εἰς τὰ καθήκοντά των κηρύσσεται ὅμως καὶ εἰς τὰς εἰσόδους καὶ εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων, ὅπου γίνονται αἱ συγκεντρώσεις δι’ ἀγοραπωλησίας, διὰ συνοικέσια, διὰ πολιτικὰς συζητήσεις καὶ δικαστικὰς ὑποθέσεις, ἀπευθύνεται δὲ πρὸς ὅλους καὶ λέγει μὲ παρρησίαν:
22
ὅσον ἂν χρόνον ἄκακοι ἔχωνται τῆς δικαιοσύνης, οὐκ αἰσχυνθήσονται· οἱ δὲ ἄφρονες, τῆς ὕβρεως ὄντες ἐπιθυμητοί, ἀσεβεῖς γενόμενοι ἐμίσησαν αἴσθησιν
22
«Ὅσον χρόνον οἱ ἄδολοι καὶ ἄκακοι ἄνθρωποι κρατοῦν καὶ ἀκολουθοῦν τὸν βίον τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀρετῆς, δὲν πρόκειται νὰ ἐντροπιασθοῦν. Ἐξ ἀντιθέτου οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ καταφρονηταὶ τῆς θείας σοφίας, ἐπειδὴ ἐπεθύμησαν τὴν ἀλαζονικὴν καὶ γεμάτην ἐπιδείξεις ζωήν, κατήντησαν εἰς βάθος ἀσεβείας καὶ ἐμίσησαν τὴν ἀληθινὴν καὶ σώζουσαν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ.
22
Ἐφ’ ὅσον οἱ ἀπλοὶ καὶ ἀπονήρευτοι θὰ ἀκολουθοῦν τὸν βίον τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀρετῆς, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἐντροπιασθοῦν· οἱ δὲ ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴ ἐπεθύμησαν τὴν ὑπερήφανον καὶ ὑβριστικὴν ζωὴν τῆς κακίας καὶ κατήντησαν εἰς ἐσχάτην ἀσέβειαν, ἐμίσησαν τὴν σωτηριώδη γνῶσιν τῆς ἀληθείας,
23
καὶ ὑπεύθυνοι ἐγένοντο ἐλέγχοις. Ἰδοὺ προήσομαι ὑμῖν ἐμῆς πνοῆς ρῆσιν, διδάξω δὲ ὑμᾶς τὸν ἐμὸν λόγον.
23
Δι' αὐτὸ καὶ ἔγιναν ὑπεύθυνοι καὶ ἄξιοι ἐλέγχων καὶ τιμωριῶν. Ἰδοὺ ὅμως ὅτι ἐγὼ ἡ σοφία, θὰ σᾶς παρουσιάσω τὰ λόγια τῆς ἰδικῆς μου ἐμπνεύσεως. Θὰ σᾶς διδάξω τοὺς ἰδικούς μου λόγους.
23
καὶ δι' αὐτὸ ἔγιναν ὑπεύθυνοι καὶ ἄξιοι ἐλέγχων καὶ τιμωριῶν. Ἰδοὺ ἐγώ, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, σᾶς ἀπευθύνω διδασκαλίαν σοφήν, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ ἐμέ, θὰ σᾶς διδάξω δὲ τὸν ἰδικόν μου σοφὸν καὶ ἀλάνθαστον λόγον.
24
Ἐπειδὴ ἐκάλουν καὶ οὐχ ὑπηκούσατε καὶ ἐξέτεινα λόγους καὶ οὐ προσείχετε,
24
Ἐπειδὴ εἶδα, ὅτι μολονότι σᾶς ἐκαλοῦσα καὶ σεῖς δὲν ὑπηκούσατε, ἐγὼ ἡ σοφία σᾶς ὡμίλησα εἰς ἐντονώτερον ὕφος, ἐμάκρυνα τὸν λόγον μου πρὸς σᾶς. Σεῖς ὅμως καὶ πάλιν δὲν ἐδίδατε καμμίαν προσοχήν·
24
Ἐπειδὴ σᾶς προσκαλοῦσα καὶ δὲν ὑπηκούσατε καὶ ἐπειδὴ σᾶς ὠμιλοῦσα ἐντονώτερον καὶ διὰ μακρῶν καὶ δὲν ἐδίδετε καμμίαν προσοχήν,
25
ἀλλὰ ἀκύρους ἐποιεῖτε ἐμᾶς βουλάς, τοῖς δὲ ἐμοῖς ἐλέγχοις οὐ προσείχετε,
25
ἀλλὰ τουναντίον ἐθεωρεῖτε χωρὶς ἀξίαν καὶ σημασίαν τὰς σύμβουλάς μου. Εἰς δὲ τοὺς ἐλέγχους μου δὲν ἐδίδατε καμμίαν προσοχήν·
25
ἀλλὰ περιεφρονεῖτε τὸ θέλημά μου καὶ ἐθεωρεῖτε ὡς ἐστερημένας κύρους τὰς ἀποφάσεις μου καὶ εἰς τοὺς ἐλέγχους τῆς διδασκαλίας μου δὲν ἐδίδετε προσοχήν,
26
τοιγαροῦν κἀγὼ τῇ ὑμετέρᾳ ἀπωλείᾳ ἐπιγελάσομαι, καταχαροῦμαι δὲ ἡνίκα ἄρχηται ὑμῖν ὄλεθρος,
26
διὰ τοῦτο, λοιπόν, καὶ ἐγὼ θὰ γελάσω μὲ τὴν ἀπώλειάν σας, θὰ χαρῶ πάρα πολύ, ὅταν θὰ ἐπέρχεται ἐναντίον σας ὁ ὄλεθρος.
26
δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς λυπηθῶ, ἀλλὰ θὰ γελάσω περιφρονητικῶς, ὅταν θὰ καταστραφῆτε, καὶ θὰ χαρῶ ὑπερβολικά, ὅταν ἔλθῃ καὶ πέσῃ ἐπάνω σας ὄλεθρος,
27
καὶ ὡς ἂν ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος, ἡ δὲ καταστροφὴ ὁμοίως καταιγίδι παρῇ, καὶ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν θλῖψις καὶ πολιορκία ἢ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος.
27
Καὶ ὅταν αἰφνιδίως ἐγερθῇ ἐναντίον σας ταραχή, ὁ δὲ ὄλεθρός σας ὡς καταστρεπτικὴ καταιγὶς ἐπιπέσῃ ἐπάνω σας, ὅταν σᾶς βρῇ θλῖψις μεγάλη ἢ πολιορκία τῆς πόλεως σας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν θὰ βλέπετε καὶ σεῖς νὰ ἔρχεται ἀναπόφευκτος ὁ ὄλεθρός σας,
27
καὶ ὅταν θὰ σᾶς καταφθάσουν ξαφνικὰ δεινὰ καὶ θὰ θορυβηθῆτε, θὰ ἐνσκήψῃ δὲ καταστροφὴ ὅμοια πρὸς αἰφνίδιον καταιγίδα, καὶ ὅταν θὰ σᾶς ἔλθῃ θλῖψις καὶ θὰ σᾶς πολιορκήσουν ἐχθροί, ἢ ὅταν θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον σας καταστροφή.
28
Ἔσται γὰρ ὅταν ἐπικαλέσησθέ με, ἐγὼ δὲ οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· ζητήσουσί με κακοί, καὶ οὐχ εὐρήσουσιν·
28
τότε θὰ συμβῇ τοῦτο· θὰ μὲ ἐπικαλεσθῆτε, ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ ἀκούσω τὴν ἐπίκλησίν σας. Θὰ μὲ ζητήσουν ὡς βοηθόν των καὶ στήριγμά των οἱ κακοὶ εἰς τὰς δυσκόλους των περιστάσεις, καὶ δὲν θὰ μὲ εὕρουν ὡς λυτρωτὴν καὶ σωτῆρα των.
28
Θὰ γελάσω περιφρονητικῶς, διότι τότε θὰ συμβῇ τοῦτο: Θὰ μὲ ἐπικαλεσθῆτε, ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ εἰσακούσω τὴν ἐπίκλησίν σας. Θὰ μὲ ζητήσουν οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ κατὰ τὰς δυσκόλους ἡμέρας των, διὰ νὰ τοὺς λυτρώσω ἀπὸ τὰ δεινά, καὶ δὲν θὰ μὲ εὔρουν·
29
ἐμίσησαν γὰρ σοφίαν, τὸν λόγον τοῦ Κυρίου οὐ προείλαντο,
29
Διότι ἐμίσησαν τὴν θείαν σοφίαν, τὸν δὲ λόγον τοῦ Κυρίου δὲν τὸν ἐπροτίμησαν, ἀλλὰ τὸν ἀπέρριψαν.
29
διότι ἐμίσησαν ἐμέ, τὴν θείαν σοφίαν, καὶ δὲν ἐπροτίμησαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ τὴν θεοσέβειαν,
30
οὐδὲ ἤθελον ἐμαῖς προσέχειν βουλαῖς, ἐμυκτήριζον δὲ ἐμοὺς ἐλέγχους.
30
Οὔτε ἤθελον νὰ δώσουν προσοχὴν εἰς τὰ θελήματά μου. Ἐξ ἀντιθέτου περιέπαιζαν καὶ ἐχλεύαζαν τοὺς ἐλέγχους, τοὺς ὁποίους πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀπηύθυνα.
30
οὔτε ἤθελαν νὰ προσέχουν εἰς τὰ θελήματά μου, περιέπαιζαν δὲ καὶ ἐχλεύαζαν τοὺς σωτηρίους ἐλέγχους καὶ τὰς διαμαρτυρίας μου.
31
Τοιγαροῦν ἔδοντοι τῆς ἑαυτῶν ὁδοῦ τοὺς καρποὺς καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσεβείας πλησθήσονται·
31
Διὰ τοῦτο θὰ φάγουν τοὺς καρποὺς τῆς κακῆς των ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς. Θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας των. Θὰ πλημμυρίσουν καὶ θὰ πνιγοῦν μέσα εἰς τὰς ὀδυνηρὰς συνεπείας τῆς ἀσεβείας των.
31
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν θὰ φάγουν τοὺς καρποὺς τῆς πονηρᾶς διαγωγῆς των καὶ ἡ ζωή των θὰ πλημμυρίσῃ ἀπὸ ἀθλιότητας, εἰς τὰς ὁποίας τοὺς ὠδήγησεν ἡ ἀσέβειά των·
32
ἀνθ' ὧν γὰρ ἠδίκουν νηπίους, φονευθήσονται, καὶ ἐξετασμὸς ἀσεβεῖς ὀλεῖ.
32
Ἐπειδὴ ἠδίκησαν τοὺς ἀφελεῖς καὶ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, θεία φοβερὰ κρίσις θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς ἀσεβεῖς.
32
διότι εἰς ἀνταπόδοσιν τῶν πολλῶν ἀδικιῶν, ποὺ ἔκαμαν εἰς νέους καὶ ἀπονηρεύτους, θὰ παραδοθοῦν εἰς σφαγὴν καὶ φόνον, καὶ φοβερὰ ἀνάκρισις καὶ θεία κρίσις θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς ἀσεβεῖς.
33
Ὁ δὲ ἐμοῦ ἀκούων κατασκηνώσει ἐπ' ἐλπίδι καὶ ἡσυχάσει ἀφόβως ἀπὸ παντὸς κακοῦ.
33
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἀκούει καὶ ὑπακούει εἰς ἐμέ, τὴν σοφίαν, θὰ ζῇ μὲ σταθερὰν τὴν ἐλπίδα του εἰς τὴν παντοδύναμον προστασίαν τοῦ Ὑψίστου καὶ θὰ διατηρῇ τὴν γαλήνην του εἰς κάθε περίστασιν, χωρὶς φόβον ἀπὸ κανένα κακόν».
33
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ὑπακούει εἰς ἐμέ, τὴν σοφίαν, θὰ ζήσῃ ἀσφαλὴς μὲ σύντροφον τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Ὑψίστου, θὰ διατηρῇ δὲ τὴν εἰρήνην καὶ ἡσυχίαν του εἰς κάθε περίστασιν, χωρὶς φόβον κανενὸς κακοῦ.