Σοφία Σολομώντος

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Ἀγαπήσατε δικαιοσύνην, οἱ κρίνοντας τὴν γῆν, φρονήσατε περὶ τοῦ Κυρίου ἐν ἀγαθότητι, καὶ ἐν ἁπλότητι καρδίας ζητήσατε αὐτόν·
2 ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μὴ πειράζουσιν αὐτόν, ἐμφανίζεται δὲ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ.
3 Σκολιοὶ γὰρ λογισμοὶ χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ, δοκιμαζομένη τε ἡ δύναμις ἐλέγχει τοὺς ἄφρονας.
4 Ὅτι εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεῳ ἁμαρτίας·
5 ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδείας φεύξεται δόλον καὶ ἀπαναστήσεται ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων καὶ ἐλεγχθήσεται ἐπελθούσης ἀδικίας.
6 Φιλάνθρωπον γὰρ πνεῦμα σοφία καὶ οὐκ ἀθῳώσει βλάσφημον ἀπὸ χειλέων αὐτοῦ· ὅτι τῶν νεφρῶν αὐτοῦ μάρτυς ὁ Θεὸς καὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπίσκοπος ἀληθὴς καὶ τῆς γλώσσης ἀκουστής·
7 ὅτι πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην, καὶ τὸ συνέχον τὰ πάντα γνῶσιν ἔχει φωνῆς.
8 Διὰ τοῦτο φθεγγόμενος ἄδικα οὐδεὶς μὴ λάθῃ, οὐδὲ μὴ παροδεύσῃ αὐτὸν ἐλέγχουσα ἡ δίκη.
9 Ἐν γὰρ διαβουλίοις ἀσεβοῦς ἐξέτασις ἔσται, λόγων δὲ αὐτοῦ ἀκοὴ πρὸς Κύριον ἥξει εἰς ἔλεγχον ἀνομημάτων αὐτοῦ·
10 ὅτι οὗς ζηλώσεως ἀκροᾶται τὰ πάντα, καὶ θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται.
11 Φυλάξασθε τοίνυν γογγυσμὸν ἀνωφελῆ καὶ ἀπὸ καταλαλιᾶς φείσασθε γλώσσης· ὅτι φθέγμα λαθραῖον κενὸν οὐ πορεύσεται, στόμα δὲ καταψευδόμενον ἀναιρεῖ ψυχήν.
12 Μὴ ζηλοῦτε θάνατον ἐν πλάνῃ ζωῆς ὑμῶν, μηδὲ ἐπισπᾶσθε ὄλεθρον ἔργοις χειρῶν ὑμῶν·
13 ὅτι ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλείᾳ ζώντων.
14 Ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον, ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς.
15 Δικαιοσύνη γὰρ ἀθάνατός ἐστιν.
16 Ἀσεβεῖς δὲ ταῖς χερσὶ καὶ τοῖς λόγοις προσεκαλέσαντο αὐτόν, φίλον ἡγησάμενοι αὐτὸν ἐτάκησαν καὶ συνθήκην ἔθεντο πρὸς αὐτόν, ὅτι ἄξιοί εἰσι τῆς ἐκείνου μερίδος εἶναι.
1 Σεῖς οἱ ἄρχοντες καὶ κριταὶ τῶν λαῶν τῆς γῆς ἀγαπήσατε τὴν δικαιοσύνην, ὑπὸ τὴν στενὴν καὶ τὴν εὐρεῖαν σημασίαν τῆς λέξεως. Σκεφθῆτε ὀρθὰ περὶ τοῦ Κυρίου, μὲ εἰλικρινῆ καὶ ἀγαθὴν διάθεσίν· μὲ ἁπλότητα καὶ ἄδολον καρδίαν ἀναζητήσατε αὐτόν.
2 Διότι ὁ Κύριος εὑρίσκεται ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ἀνθίστανται εἰς τὸ θέλημά του. Ἐμφανίζεται εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπιστοῦν πρὸς αὐτόν.
3 Διότι τὰ διεστραμμένα φρονήματα καὶ συναισθήματα τῆς καρδίας χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ἡ καταφρονουμένη θεία του δύναμις τιμωρεῖ εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν τοὺς ἄφρονας καταφρονητάς της.
4 Εἰς κακότροπον ψυχήν, ποὺ μηχανεύεται πάντοτε τὸ πονηρόν, δὲν θὰ εἰσέλθῃ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς σῶμα καταχρεωμένον μὲ τὰς πολλὰς ἁμαρτίας δὲν θὰ κατοικήσῃ ἡ θεία σοφία.
5 Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον παιδαγωγεῖ καὶ μορφώνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποφεύγει τὰς δολίας ψυχάς, φεύγει καὶ ἵσταται μακρὰν ἀπὸ ἀσυνέτους ἀνθρώπους, ποὺ σκέπτονται τὸ πονηρὸν καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ τιμωρηθοῦν, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ κριθοῦν αἱ ἀδικίαι των.
6 Ἡ θεία σοφία εἶναι πνεῦμα πλῆρες ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἀφήσῃ ἀτιμώρητον καὶ θὰ ἀναγνωρίσῃ ὡς ἀθῷον τὸν βλάσφημον, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ λόγια του κατεφέρετο κατὰ τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἀκριβὴς μάρτυς τῶν συναισθημάτων του, ὁ παρατηρητὴς τῶν σκέψεων τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀκούει τὰ λόγια, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του.
7 Τὰ πάντα βλέπει ὁ Θεός, διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου πληροῖ μὲ τὴν θείαν παρουσίαν του ὅλην τὴν οἰκουμένην. Συγκρατεῖ καὶ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα καὶ γνωρίζει ὅλα, ὅσα λέγονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
8 Διὰ τοῦτο καὶ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ὁμλοῦν καὶ πράττουν ἄδικα, δὲν θὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν γνῶσιν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸν δὲν θὰ τὸν προσπεράσῃ ἀτιμώρητον ἡ τὰ πάντα ἐλέγχουσα καὶ τὸ δίκαιον ἀποδίδουσα θεία δίκη.
9 Διότι καὶ αὐτὰ τὰ πλέον μυστικὰ καὶ ἀπόκρυφα διαβούλια τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων θὰ ἐξετασθοῦν καὶ θὰ κριθοῦν. Καὶ ὅσα αὐτοὶ οἱ ἀσεβεῖς ἐκστομίζουν, φθάνουν πρὸς τὸν Κύριον, διὰ νὰ ὑποβληθοῦν εἰς ἐλέγχον καὶ τιμωρηθοῦν αἱ παρανομίαι των.
10 Διότι τὸ προσεκτικὸν καὶ ζηλοτύπως παρακολουθοῦν τὰ πάντα αὐτὶ τοῦ Θεοῦ ἀκούει τὰς ἀσεβείας των. Δὲν μένει εἰς αὐτὸ ἄγνωστος καὶ κρύφος οὔτε ὁ ἐλαφρότερος ψίθυρος γογγυσμοῦ ἐναντίον του.
11 Ἀποφύγετε, λοιπόν, κάθε ἀσεβῆ γογγυσμὸν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάξατε τὴν γλῶσσαν σας ἀπὸ τὴν κατάκρισιν ἐναντίον τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Διότι καὶ πλέον ἀπόκρυφος φράσις δὲν θὰ πέσῃ εἰς τὸ κενόν, χωρὶς νὰ ἐπισύρῃ τὴν δικαίαν τιμωρίαν. Στόμα δέ, ποὺ ἐκτοξεύει ψεύδη κατὰ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπιφέρῃ θάνατον εἰς τὴν ψυχήν.
12 Μή, πλανώμενοι εἰς τὴν καθημερινὴν πορείαν τῆς ζωῆς σας, ἑλκύετε ἀκαίρως ἐπάνω σας τὸν θάνατον. Μὴ μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας σύρετε ἐπάνω σας τὴν καταστροφήν.
13 Διότι δὲν εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἔκαμε τὸν θάνατον, οὔτε καὶ εὐχαριστεῖται διὰ τὸν ὄλεθρον τῶν ἀνθρώπων.
14 Αὐτὸς ἐδημιούργησε τὰ πάντα, διὰ νὰ ὑπάρχουν. Ἀπ' ἀρχῆς ἔκτισε τὰ σύμπαντα, διὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ διασώζωνται ἀπὸ κάθε καταστροφήν. Δὲν ὑπῆρχεν εἰς αὐτὰ τὸ δηλητήριον τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς καταστροφῆς· οὔτε τὸ βασίλειον τοῦ ᾅδου εἶχεν ἐνθρονισθῆ ἐπὶ τῆς γῆς·
15 διότι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀρετή, μένει ἀθάνατος.
16 Ἀλλὰ οἱ ἀσεβεῖς μὲ τὰ ἴδια των τὰ χέρια καὶ μὲ τὰ λόγια των ἐπέσυραν ἐναντίον των τὸν θάνατον. Τὸν ἐθεώρησαν φίλον των καὶ ἔλυωσαν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Συνῆψαν συνθήκην μὲ αὐτὸν καὶ ὑπεδουλώθησαν. Ἔτσι ἐδείχθησαν, ὅτι εἶναι ἄξια θύματα καὶ κτήματα τοῦ θανάτου.
1 Σεῖς ποὺ κυβερνᾶτε καὶ δικάζετε τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ δικασταί, ἀγαπήσατε τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἠθικὴν ἀκεραιότητα διὰ τῆς τελείας ὑπακοῆς σας εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ· τὰ περὶ τοῦ Κυρίου δὲ φρονήματά σας συνοδεύσατέ τα μὲ ἀγαθὰς προθέσεις καὶ διαθέσεις πρὸς αὐτὸν καὶ ζητήσατέ τον μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν καρδίας.
2 Διότι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν πειράζουν ἀναζητοῦντες αὐτὸν μὲ ἀμφιβολίας ἀσεβεῖς καὶ συλλογισμοὺς αὐτοπεποιθήσεως θρασείας, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐμφανίζεται εἰς ἐκείνους, ποὺ δὲν ἀντιτάσσουν ἐκ πείσμονος προκαταλήψεως ἀπιστίαν εἰς αὐτόν.
3 Διότι σοφιστικοὶ καὶ κακόπιστοι ἐκ δυστροπίας καὶ διαστροφῆς συλλογισμοὶ καὶ σκέψεις χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἡ θεία δύναμις, ὅταν ὑποβάλλεται εἰς δοκιμασίαν καὶ πειρασμόν, ἐλέγχει καὶ τιμωρεῖ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τῆς ἐγωϊστικῆς των τυφλώσεως καὶ ἀπιστίας ἐγένοντο ἄφρονες.
4 Διότι εἰς ψυχήν, ποὺ ἐσκεμμένως μηχανεύεται τὸ κακόν, δὲν θὰ εἰσέλθῃ ἡ σοφία, πολὺ δὲ περισσότερον δὲν θὰ κατοικήσῃ μονίμως εἰς σῶμα καταχρεωμένον καὶ ὑποδουλωμένον εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
5 Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ διδάσκει καὶ παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπον, θὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν ἀνειλικρίνειαν καὶ τὴν δολιότητα καὶ θὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ συλλογισμοὺς καὶ σκέψεις ἀσυνέτους, καὶ ὅταν ἐπέλθῃ ἀδικία καὶ καταπίεσις τῆς ἀληθείας ὑπὸ ἀνειλικρινοῦς καρδίας, θὰ ἐπιτιμηθῇ καὶ θὰ ἐκδιωχθῇ.
6 Διότι ἡ σοφία εἶναι πνεῦμα φιλάνθρωπον καὶ δὲν θὰ ἀνεχθῇ ὡς ἀθῶον, ἀλλὰ θὰ τιμωρήσῃ τὸν βλάσφημον ἐξ αἰτίας τῶν ἀσεβῶν καὶ βλασφήμων σοφιστειῶν τῆς ἀπιστίας, ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ τὰ χείλη του· διότι μάρτυς τῶν ἐσωτερικῶν ἐπιθυμιῶν καὶ διαλογισμῶν του εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ἀκριβὴς παρατηρητὴς τοῦ βάθους τῆς καρδίας του καὶ ἀκούει ὅλα, ὅσα λέγει ἡ γλῶσσα του.
7 Διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἔχει γεμίσει ὅλην τὴν οἰκουμένην καί, ἐπειδὴ αὐτὸ συγκρατεῖ τὰ πάντα, γνωρίζει κάθε τι ποὺ λέγεται.
8 Διὰ τὴν παγγνωσίαν λοιπὸν ταύτην τοῦ Κυρίου κανεὶς δὲν θὰ ξεφύγῃ καὶ δὲν θὰ κρυφθῇ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐκστομίζουν λόγους ἀπιστίας, ξένους πρὸς τὴν ἀλήθειαν καὶ γεμάτους ἀπὸ ψεῦδος, οὔτε ἡ θεία δίκη θὰ προσπεράσῃ αὐτόν, χωρὶς νὰ τὸν ἐλέγξῃ καὶ τὸν τιμωρήσῃ.
9 Ναί· δὲν θὰ τὸν προσπεράσὴ ἡ θεία δίκη, διότι διὰ τὰ ὅσα ἐσυλλογίσθη καὶ μυστικῶς ἀπεφάσισεν ὁ ἀσεβής, θὰ γίνῃ ἀκριβῆς ἐξέτασις, τῶν λόγων του δὲ ἡ ἀκρόασις θὰ φθάσῃ πρὸς τὸν Κύριον διὰ νὰ ἐλεγχθοῦν καὶ τιμωρηθοῦν τὰ ἀνομήματά του.
10 Διότι τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ζηλωτὴς ἐκ πολλῆς ἀγάπης πρὸς ἡμᾶς καὶ ἀξιοῖ νὰ τὸν ἀγαπῶμεν καὶ ἠμεῖς περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, τὰ ἀκούει ἐπακριβῶς ὅλα καὶ ὁ παραμικρὸς ψίθυρος τῶν κατ' αὐτοῦ γογγυσμῶν δὲν κρύπτεται ἀπὸ αὐτόν.
11 Φυλαχθῆτε λοιπὸν ἀπὸ τὸν γογγυσμὸν κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν φέρει καμμίαν ὠφέλειαν, καὶ συγκρατήσατε δυνατὰ τὴν γλῶσσαν σας ἀπὸ τὴν κακολογίαν, διότι ὁ πλέον μυστικὸς καὶ ἀπόκρυφος λόγος δὲν θὰ πέσῃ εἰς τὸ κενόν, χωρὶς καμμίαν συνέπειαν, στόμα δέ, τὸ ὁποῖον ψεύδεται κατὰ τοῦ Θεοῦ, θανατώνει τὴν ψυχήν.
12 Μὴ ἐπιζητεῖτε ζηλοτύπως τὸν θάνατον μὲ τὴν εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀποπλάνησιν τῆς ζωῆς σας, μηδὲ σύρετε ἐπάνω σας τὸν ὄλεθρόν σας διὰ τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων, τὰ ὁποῖα μὲ τὰ ἴδια σας τὰ χέρια διαπράττετε.
13 Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τὸν θάνατον, οὔτε εὐχαριστεῖται νὰ βλέπῃ τοὺς ζωντανοὺς νὰ χάνωνται.
14 Καὶ δὲν τὸν τέρπει ἡ ἀπώλεια τῶν ζώντων, διότι ἔκτισε τὰ πάντα διὰ νὰ ὑπάρχουν, καὶ ὅσα ἔγιναν ἐν τῷ κόσμῳ, ἔγιναν διὰ νὰ σώζωνται καὶ νὰ μὴ χάνωνται, καὶ δὲν ὑπάρχει μέσα των δηλητήριον καταστροφῆς, οὔτε κατὰ τὸ ἀρχικὸν σχέδιον τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε βασίλειον τοῦ ᾅδου ἐπὶ τῆς γῆς.
15 Καὶ δὲν ὑπῆρχεν ὄλεθρος καὶ ᾅδης ἐπὶ τῆς γῆς, διότι ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἠθικὴ ἀκεραιότης, ἡ ὁποία εἶναι γέννημα τῆς Σοφίας, εἶναι ἀθάνατος.
16 Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως μὲ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν των καὶ μὲ τοὺς λόγους των προσεκάλεσαν τὸν θάνατον καὶ νομίσαντες αὐτὸν φίλον ἔλειωσαν καὶ ἐξηφανίσθησαν καὶ ἐσυνθηκολόγησαν μαζί του, διότι εἶναι ἄξιοι νὰ ἀνήκουν εἰς τὴν μερίδα του καὶ εἰς τὴν κληρονομίαν του.
Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
1 Ἀγαπήσατε δικαιοσύνην, οἱ κρίνοντας τὴν γῆν, φρονήσατε περὶ τοῦ Κυρίου ἐν ἀγαθότητι, καὶ ἐν ἁπλότητι καρδίας ζητήσατε αὐτόν·
1 Σεῖς οἱ ἄρχοντες καὶ κριταὶ τῶν λαῶν τῆς γῆς ἀγαπήσατε τὴν δικαιοσύνην, ὑπὸ τὴν στενὴν καὶ τὴν εὐρεῖαν σημασίαν τῆς λέξεως. Σκεφθῆτε ὀρθὰ περὶ τοῦ Κυρίου, μὲ εἰλικρινῆ καὶ ἀγαθὴν διάθεσίν· μὲ ἁπλότητα καὶ ἄδολον καρδίαν ἀναζητήσατε αὐτόν.
2 ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μὴ πειράζουσιν αὐτόν, ἐμφανίζεται δὲ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ.
2 Διότι ὁ Κύριος εὑρίσκεται ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ἀνθίστανται εἰς τὸ θέλημά του. Ἐμφανίζεται εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπιστοῦν πρὸς αὐτόν.
3 Σκολιοὶ γὰρ λογισμοὶ χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ, δοκιμαζομένη τε ἡ δύναμις ἐλέγχει τοὺς ἄφρονας.
3 Διότι τὰ διεστραμμένα φρονήματα καὶ συναισθήματα τῆς καρδίας χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ἡ καταφρονουμένη θεία του δύναμις τιμωρεῖ εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν τοὺς ἄφρονας καταφρονητάς της.
4 Ὅτι εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεῳ ἁμαρτίας·
4 Εἰς κακότροπον ψυχήν, ποὺ μηχανεύεται πάντοτε τὸ πονηρόν, δὲν θὰ εἰσέλθῃ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς σῶμα καταχρεωμένον μὲ τὰς πολλὰς ἁμαρτίας δὲν θὰ κατοικήσῃ ἡ θεία σοφία.
5 ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδείας φεύξεται δόλον καὶ ἀπαναστήσεται ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων καὶ ἐλεγχθήσεται ἐπελθούσης ἀδικίας.
5 Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον παιδαγωγεῖ καὶ μορφώνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποφεύγει τὰς δολίας ψυχάς, φεύγει καὶ ἵσταται μακρὰν ἀπὸ ἀσυνέτους ἀνθρώπους, ποὺ σκέπτονται τὸ πονηρὸν καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ τιμωρηθοῦν, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ κριθοῦν αἱ ἀδικίαι των.
6 Φιλάνθρωπον γὰρ πνεῦμα σοφία καὶ οὐκ ἀθῳώσει βλάσφημον ἀπὸ χειλέων αὐτοῦ· ὅτι τῶν νεφρῶν αὐτοῦ μάρτυς ὁ Θεὸς καὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπίσκοπος ἀληθὴς καὶ τῆς γλώσσης ἀκουστής·
6 Ἡ θεία σοφία εἶναι πνεῦμα πλῆρες ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἀφήσῃ ἀτιμώρητον καὶ θὰ ἀναγνωρίσῃ ὡς ἀθῷον τὸν βλάσφημον, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ λόγια του κατεφέρετο κατὰ τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἀκριβὴς μάρτυς τῶν συναισθημάτων του, ὁ παρατηρητὴς τῶν σκέψεων τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀκούει τὰ λόγια, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του.
7 ὅτι πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην, καὶ τὸ συνέχον τὰ πάντα γνῶσιν ἔχει φωνῆς.
7 Τὰ πάντα βλέπει ὁ Θεός, διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου πληροῖ μὲ τὴν θείαν παρουσίαν του ὅλην τὴν οἰκουμένην. Συγκρατεῖ καὶ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα καὶ γνωρίζει ὅλα, ὅσα λέγονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
8 Διὰ τοῦτο φθεγγόμενος ἄδικα οὐδεὶς μὴ λάθῃ, οὐδὲ μὴ παροδεύσῃ αὐτὸν ἐλέγχουσα ἡ δίκη.
8 Διὰ τοῦτο καὶ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ὁμλοῦν καὶ πράττουν ἄδικα, δὲν θὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν γνῶσιν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸν δὲν θὰ τὸν προσπεράσῃ ἀτιμώρητον ἡ τὰ πάντα ἐλέγχουσα καὶ τὸ δίκαιον ἀποδίδουσα θεία δίκη.
9 Ἐν γὰρ διαβουλίοις ἀσεβοῦς ἐξέτασις ἔσται, λόγων δὲ αὐτοῦ ἀκοὴ πρὸς Κύριον ἥξει εἰς ἔλεγχον ἀνομημάτων αὐτοῦ·
9 Διότι καὶ αὐτὰ τὰ πλέον μυστικὰ καὶ ἀπόκρυφα διαβούλια τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων θὰ ἐξετασθοῦν καὶ θὰ κριθοῦν. Καὶ ὅσα αὐτοὶ οἱ ἀσεβεῖς ἐκστομίζουν, φθάνουν πρὸς τὸν Κύριον, διὰ νὰ ὑποβληθοῦν εἰς ἐλέγχον καὶ τιμωρηθοῦν αἱ παρανομίαι των.
10 ὅτι οὗς ζηλώσεως ἀκροᾶται τὰ πάντα, καὶ θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται.
10 Διότι τὸ προσεκτικὸν καὶ ζηλοτύπως παρακολουθοῦν τὰ πάντα αὐτὶ τοῦ Θεοῦ ἀκούει τὰς ἀσεβείας των. Δὲν μένει εἰς αὐτὸ ἄγνωστος καὶ κρύφος οὔτε ὁ ἐλαφρότερος ψίθυρος γογγυσμοῦ ἐναντίον του.
11 Φυλάξασθε τοίνυν γογγυσμὸν ἀνωφελῆ καὶ ἀπὸ καταλαλιᾶς φείσασθε γλώσσης· ὅτι φθέγμα λαθραῖον κενὸν οὐ πορεύσεται, στόμα δὲ καταψευδόμενον ἀναιρεῖ ψυχήν.
11 Ἀποφύγετε, λοιπόν, κάθε ἀσεβῆ γογγυσμὸν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάξατε τὴν γλῶσσαν σας ἀπὸ τὴν κατάκρισιν ἐναντίον τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Διότι καὶ πλέον ἀπόκρυφος φράσις δὲν θὰ πέσῃ εἰς τὸ κενόν, χωρὶς νὰ ἐπισύρῃ τὴν δικαίαν τιμωρίαν. Στόμα δέ, ποὺ ἐκτοξεύει ψεύδη κατὰ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπιφέρῃ θάνατον εἰς τὴν ψυχήν.
12 Μὴ ζηλοῦτε θάνατον ἐν πλάνῃ ζωῆς ὑμῶν, μηδὲ ἐπισπᾶσθε ὄλεθρον ἔργοις χειρῶν ὑμῶν·
12 Μή, πλανώμενοι εἰς τὴν καθημερινὴν πορείαν τῆς ζωῆς σας, ἑλκύετε ἀκαίρως ἐπάνω σας τὸν θάνατον. Μὴ μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας σύρετε ἐπάνω σας τὴν καταστροφήν.
13 ὅτι ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλείᾳ ζώντων.
13 Διότι δὲν εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἔκαμε τὸν θάνατον, οὔτε καὶ εὐχαριστεῖται διὰ τὸν ὄλεθρον τῶν ἀνθρώπων.
14 Ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον, ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς.
14 Αὐτὸς ἐδημιούργησε τὰ πάντα, διὰ νὰ ὑπάρχουν. Ἀπ' ἀρχῆς ἔκτισε τὰ σύμπαντα, διὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ διασώζωνται ἀπὸ κάθε καταστροφήν. Δὲν ὑπῆρχεν εἰς αὐτὰ τὸ δηλητήριον τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς καταστροφῆς· οὔτε τὸ βασίλειον τοῦ ᾅδου εἶχεν ἐνθρονισθῆ ἐπὶ τῆς γῆς·
15 Δικαιοσύνη γὰρ ἀθάνατός ἐστιν.
15 διότι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀρετή, μένει ἀθάνατος.
16 Ἀσεβεῖς δὲ ταῖς χερσὶ καὶ τοῖς λόγοις προσεκαλέσαντο αὐτόν, φίλον ἡγησάμενοι αὐτὸν ἐτάκησαν καὶ συνθήκην ἔθεντο πρὸς αὐτόν, ὅτι ἄξιοί εἰσι τῆς ἐκείνου μερίδος εἶναι.
16 Ἀλλὰ οἱ ἀσεβεῖς μὲ τὰ ἴδια των τὰ χέρια καὶ μὲ τὰ λόγια των ἐπέσυραν ἐναντίον των τὸν θάνατον. Τὸν ἐθεώρησαν φίλον των καὶ ἔλυωσαν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Συνῆψαν συνθήκην μὲ αὐτὸν καὶ ὑπεδουλώθησαν. Ἔτσι ἐδείχθησαν, ὅτι εἶναι ἄξια θύματα καὶ κτήματα τοῦ θανάτου.