Σοφονίας

Κεφάλαιον Α' (1)

1 Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης, οὐ ψηλαφηθήσεται θήρα.
2 Φωνὴ μαστίγων καὶ φωνὴ σεισμοῦ τροχῶν καὶ ἵππου διώκοντος καὶ ἅρματος ἀναβράσσοντος
3 καὶ ἰππέως ἀναβαίνοντος καὶ στιλβούσης ρομφαίας καὶ ἐξαστραπτόντων ὅπλων καὶ πλήθους τραυματιῶν καὶ βαρείας πτώσεως· καὶ οὐκ ἦν πέρας τοῖς ἔθνεσιν αὐτῆς, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἀπὸ πλήθους πορνείας.
4 Πόρνη καλὴ καὶ ἐπίχαρις ἡγουμένη φαρμάκων, ἡ πωλοῦσα ἔθνη ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς καὶ λαοὺς ἐν τοῖς φαρμάκοις αὐτῆς.
5 Ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, καὶ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ δείξω ἔθνεσι τὴν αἰσχύνην σου καὶ βασιλείαις τὴν ἀτιμίαν σου.
6 Καὶ ἐπιρρίψω ἐπὶ σὲ βδελυγμὸν κατὰ τὰς ἀκαθαρσίας σου καὶ θήσομαί σε εἰς παράδειγμα,
7 καὶ ἔσται πᾶς ὁρῶν σε καταβήσεται ἀπὸ σοῦ καὶ ἐρεῖ· δειλαία Νινευή· τίς στενάξει αὐτήν; Πόθεν ζητήσω παράκλησιν αὐτῇ;
8 Ἑτοίμασαι μερίδα, ἅρμοσαι χορδήν, ἑτοίμασαι μερίδα, Ἀμμὼν ἡ κατοικοῦσα ἐν ποταμοῖς, ὕδωρ κύκλῳ αὐτῆς, ἧς ἡ ἀρχὴ θάλασσα καὶ ὕδωρ τὰ τείχη αὐτῆς,
9 καὶ Αἰθιοπία ἰσχὺς αὐτῆς καὶ Αἴγυπτος, καὶ οὐκ ἔστη πέρας τῆς φυγῆς, καὶ Λίβυες ἐγένοντο βοηθοὶ αὐτῆς.
10 Καὶ αὐτὴ εἰς μετοικεσίαν πορεύσεται αἰχμάλωτος, καὶ τὰ νήπια αὐτῆς ἐδαφιοῦσιν ἐπ' ἀρχὰς πασῶν τῶν ὁδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔνδοξα αὐτῆς βαλοῦσι κλήρους, καὶ πάντες οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς δεθήσονται χειροπέδαις.
11 Καὶ σὺ μεθυσθήσῃ καὶ ἔσῃ ὑπερεωραμένη, καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῇ στάσιν ἐξ ἐχθρῶν.
12 Πάντα τὰ ὀχυρώματά σου συκαῖ σκοποὺς ἔχουσαι· ἐὰν σαλυθῶσι, καὶ πεσοῦνται εἰς στόμα ἔσθοντος.
13 Ἰδοὺ ὁ λαός σου ὡς γυναῖκες ἐν σοί· τοῖς ἐχθροῖς σου ἀνοιγόμεναι ἀνοιχθήσονται πύλαι τῆς γῆς σου, καὶ καταφάγεται πῦρ τοὺς μοχλούς σου.
14 Ὕδωρ περιοχῆς ἐπίσπασαι σεαυτῇ καὶ κατακράτησον τῶν ὀχυρωμάτων σου, ἔμβηθι εἰς πηλὸν καὶ συμπατήθητι ἐν ἀχύροις, κατακράτησον ὑπὲρ πλίνθον·
15 ἐκεῖ καταφάγεταί σε πῦρ, ἐξολοθρεύσει σε ρομφαία, καταφάγεταί σε ὡς ἀκρίς, καὶ βαρυνθήσῃ ὡς βροῦχος.
16 Ἐπλήθυνας τὰς ἐμπορίας σου ὑπὲρ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· βροῦχος ὥρμησε καὶ ἐξεπετάσθη.
17 Ἐξήλατο ὡς ἀττέλεβος ὁ σύμμεικτός σου, ὡς ἀκρὶς ἐπιβεβηκυῖα ἐπὶ φραγμὸν ἐν ἡμέρᾳ πάγους· ὁ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ ἀφήλατο, καὶ οὐκ ἔγνω τὸν τόπον αὐτῆς· οὐαὶ αὐτοῖς.
18 Ἐνύσταξαν οἱ ποιμένες σου, βασιλεὺς Ἀσσύριος ἐκοίμισε τοὺς δυνάστας σου· ἀπῇρεν ὁ λαός σου ἐπὶ τὰ ὄρη, καὶ οὐκ ἦν ἐκδεχόμενος.
19 Οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ συντριβῇ σου, ἐφλέγμανεν ἡ πληγή σου· πάντες οἱ ἀκούοντες τὴν ἀγγελίαν σου κροτήσουσι χεῖρας ἐπὶ σέ· διότι ἐπὶ τίνα οὐκ ἐπῆλθεν ἡ κακία σου διαπαντός;
1 Ὦ Νινευή, πόλις αἱμάτων, γεμάτη ἀπὸ ψεύδη καὶ ἀδικίας, δὲν θὰ εἶσαι πλέον εἰς θέσιν οὔτε νὰ ἐγγίζῃς τέτοια θηράματα τῶν ἀδικιῶν σου.
2 Ἰδού, κροταλισμοὶ ἀπὸ μαστίγια ἰππέων ἀκούονται. Βαρὺς θόρυβος τῶν τροχοφόρων ἁρμάτων συγκλονίζει τὴν γῆν, καλπασμὸς ἐπερχομένου ἱππικοῦ καὶ ἀναβρασμὸς πολεμικῶν ἁρμάτων.
3 Οἱ ἱππεῖς ὁρμητικοὶ ἐπιτίθενται, στίλβουν αἱ ρομφαῖαι των, λαμποκοποῦν τὰ ὅπλα των, πλῆθος εἶναι οἱ τραυματίαι σου, βαρεῖα καὶ φοβερὰ ἡ πτῶσις σου. Πολυάριθμα τὰ ἔθνη σου, τὰ ἔγκλειστα εἰς τὰ τείχη σου. Ἀσθενικοί, ἄτονοι, θύματα εἰς σφαγὴν ἐξ αἰτίας τῆς ἀπεριγράπτου πορνείας σου.
4 Ἡ Νινευὴ ὑπῆρξεν ὡραία καὶ χαριτωμένη, πόρνη, ἀρχόντισσα εἰς τὰ μαγικά της φίλτρα καὶ τὰς γοητείας της. Ἐπωλοῦσε τὴν διαφθοράν της καὶ τὴν γοητείαν της εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ μὲ τὰς πορνικὰς μαγείας της ὑπέτασσεν ἄλλους λαούς.
5 Ἰδού, τώρα ἔρχομαι καὶ ἐγὼ ἐναντίον σου, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ. Θὰ ξεσκεπάσω τὴν γυμνότητά σου καὶ γυμνὴν θὰ σὲ παρουσιάσω καὶ θὰ δείξω εἰς τὰ ἔθνη τὴν χαταισχύνην τῆς γυμνότητάς σου, καὶ εἰς τὰ ἄλλα βασίλεια τῆς γῆς τὸν ἐξευτελισμόν σου.
6 Θὰ κάμω τοὺς ἄλλους νὰ σὲ ἀηδιάσουν διὰ τὰς βρωμερότητάς σου καὶ θὰ σὲ ἔχω ὡς παράδειγμα τιμωρίας καὶ ἐξευτελισμοῦ.
7 Θὰ συμβῇ, ὥστε κάθε διαβάτης, ποὺ θὰ σὲ βλέπῃ εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν κατάστασιν, θὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ σὲ καὶ θὰ λέγῃ: Ἀθλία Νινευή! Ποιὸς τότε θὰ εὑρεθῇ νὰ ἀναστενάξῃ δι' αὐτήν; Κανείς. Ἀπὸ ποῦ νὰ ζητήσω καὶ νὰ εὔρῳ κάποιαν παρηγορίαν δι' αὐτήν; Ἀπὸ πουθενά.
8 Ἐτοιμάσου διὰ τὴν φοβερὰν καταστροφήν, ποὺ σὲ περιμένει. Συναρμολόγησε τὰς χορδὰς τῶν ὀργάνων σου διὰ θρηνώδη μοιρολόγια. Ἐτοιμάσου διὰ τὴν πτῶσιν σου, σὺ ἡ Ἀμμών, ἡ ὀνομαστὴ πόλις τῆς Αἰγύπτου, αἱ Θῆβαι. Σύ, ἡ ὁποία κατοικεῖς ἐν μέσῳ ποταμῶν καὶ τὴν ὁποίαν περιβάλλουν ὡς φυσικὴ ἀσφάλεια κύκλῳ τὰ ὕδατα. Σύ ποὺ ἐβασίλευες ἐπὶ ἀφθόνων ὡς ἡ θάλασσα ὑδάτων καὶ τὰ ὕδατα ἦσαν τὰ τείχη σου.
9 Ἡ Αἰθιοπία καὶ ἡ Αἴγυπτος ἦσαν ἡ δύναμίς σου καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ διαφύγῃ κανεὶς τὴν ἐπίδρασίν σου, ἀφοῦ καὶ οἱ κάτοικοι ἀκόμη τῆς Λιβύης ἔγιναν βοηθοί σου.
10 Καὶ ἰδού, ὅτι σὺ αὐτὴ θὰ πορευθῇς αἰχμάλωτος εἰς ἐξορίαν. Τὰ νήπιά σου θὰ τὰ συντρίψουν κάτω εἰς τὸ ἔδαφος οἱ ἐχθροί σου, αὐτὸ τὴν ἀρχὴν καὶ ἕως εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τῶν ὁδῶν σου. Εἰς ὅλα τὰ πολύτιμα πράγματά σου θὰ βάλουν κλῆρον οἱ ἐχθροί σου, διὰ νὰ τὰ διανεμηθοῦν μεταξύ των. Καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντές σου,θὰ δεθοῦν μὲ χειροπέδας.
11 Καὶ σύ, ὦ Νινευή, ὑπὸ τὸ βάρος τῆς συμφορᾶς θὰ εἶσαι ὡσὰν μεθυσμένη. Θὰ σὲ ἔχουν ὅλοι παραθεωρήσει καὶ καταφρονήσει. Θὰ ζητήσῃς καταφύγιον καὶ ἄσυλον, διὰ νὰ σωθῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ δὲν θὰ εὕρῃς.
12 Ὅλα τὰ ὀχυρώματά σου θὰ εἶναι ὡσὰν τὶς συκὲς τὶς γεμᾶτες σῦκα. Ἐὰν σαλευθοῦν, θὰ πέσουν οἱ καρποὶ εἰς τὸ στόμα ἐκείνων, ποὺ θὰ τοὺς φάγουν.
13 Ἰδού, τὸ πλῆθος τῶν ἀνδρῶν σου εἶναι δειλὸν ὡς αἱ γυναῖκες. Εἰς τοὺς ἐχθρούς σου θὰ ἀνοίγουν ὀρθάνοικτοι καὶ ἀνεμπόδιστοι αἱ πύλαι τῆς χώρας σου. Φωτιὰ θὰ κατακαύσῃ τοὺς μεγάλους ξυλίνους σύρτας τῶν πυλῶν σου.
14 Διοχέτευσε καὶ ἀποταμίευσε ὕδωρ εἰς τὴν πόλιν σου ἐν ὄψει τῆς πολιορκίας σου. Ἐνίσχυσε τὰ ὀχυρώματά σου, ἔμπα μέσα εἰς τὸν πηλὸν καὶ διὰ τῶν ποδῶν σου ζύμωσέ τον μαζί μὲ ἄχυρα. Ἐνίσχυσε τὰ ὀχυρά σου μὲ πλίνθους.
15 Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καταφάγῃ. Ἡ θανατικὴ ρομφαία θὰ σὲ ἐξολοθρεύσῃ. Φωτιὰ καὶ μάχαιρα θὰ σὲ καταφάγουν, ὅπως αἱ ἀκρίδες κατατρώγουν τὴν χλόην. Θὰ πλημμυρίσῃς καὶ θὰ καταβαρυνθῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, ὅπως ἡ χλόη ἀπὸ ἀναριθμήτους βρούχους.
16 Ἐπολλαπλασίασες εἰς μέγιστον ἀριθμὸν τὰς ἐμπορικάς σου ἐπιχειρήσεις, περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· καμμία ὅμως ἡ ὠφέλειά σου. Ἰδοὺ ὅπως ὁ πολυάριθμος βροῦχος ὁρμᾷ καὶ καταστρέφει τὴν χλόην καὶ πετᾶ καὶ φεύγει μακράν, αὐτὸ θὰ συμβῇ μὲ τὴν πόλιν καὶ τοὺς πολυαρίθμους πολίτας σου.
17 Ὁ πολυπληθὴς ἀνάμικτος λαός σου ἐπήδησε καὶ ἐχάθηκε ὡσὰν τὸν ἀττέβελον, τὴν ἄπτερον ἀκρίδα, ἡ ὁποία ἐκρατεῖτο εἰς τὸν φράκτην εἰς ἡμέραν παγωνιᾶς. Ἀνέτειλεν ὅμως ὁ ἥλιος καὶ ἐπήδησε καὶ δὲν ἐξαναγύρισε πλέον εἰς τὸν τόπον της. Τὸ ἴδιον θὰ πάθῃς σὺ καὶ οἱ κάτοικοί σου. Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς!
18 Οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ σου ἐνύσταξαν καὶ ἐκοιμήθησαν, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἀσσυρίων! Ἀπεκοίμισες μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἀδιοταράκτου ἀσφαλείας τοὺς ἄρχοντάς σου. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ὁ λαός σου ἔφυγε τρομαγμένος εἰς τὰ βουνά. Κανεὶς πλέον δὲν τοῦ δίδει σημασίαν, κανεὶς δὲν τὸν συγκεντρώνει.
19 Δὲν ὑπάρχει πλέον οὐδεμία θεραπεία εἰς τὴν συντριβήν σου. Ἡ φοβερὰ πληγή σου ἔπαθε φλεγμονήν, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον. Ὅλοι ὅσοι θὰ ἀκούσουν τὴν ἀγγελίαν τῆς καταστροφῆς σου, θὰ χειροκροτήσουν εἰς βάρος σου, διότι ἐναντίον τίνος δὲν ἐπεξετάθη ἡ ἀδιάκοπος καὶ συνεχὴς κακότης σου;
1 Ὦ Νινευή, πόλις γεμάτη ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν φόνων, πόλις γεμάτη εἰδωλολατρίαν, διότι λατρεύεις ψευδωνύμους θεούς, πόλις γεμάτη ἀπὸ δόλους, ἀδικίες καὶ πανουργίες· μετὰ τὴν καταστροφήν σου δὲν θὰ κρατηθῇ ἀπὸ σὲ πόλις ἢ βασιλεία, οὔτε θὰ θηρεύσῃς πλέον πλοῦτον ἢ φόρους.
2 Νά! Ἀκούονται συριγμοὶ μαστιγίων τῶν ἱππέων τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, ποὺ μαστιγώνουν καὶ διεγείρουν τοὺς ἵππους νὰ τρέχουν γρηγορώτερα· ἀκούεται ὁ βαρὺς γδοῦπος τῶν τροχῶν τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, ὁ ὁποῖος ὁμοιάζει πρὸς τὴν ὑπόκωφον βοὴν τοῦ σεισμοῦ, ποὺ σείει τὴν γῆν καθὼς ἐπίσης ὁ καλπασμὸς ἐπερχομένου ἱππικοῦ, τὸ ὁποῖον, αἰσθανόμενον τὴν νίκην, χρεμετίζει ὑπερήφανα, καὶ ὁ θόρυβος τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων, τὰ ὁποῖα ἕνεκα τῆς ταχύτητος χοροπηδοῦν δυνατὰ καὶ ἀπότομα, κλίνουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὡσὰν νὰ κοχλάζουν!
3 Ἀκούεται ἐπίσης ὁ θόρυβος καὶ ὁ ἀλαλαγμὸς τῶν ἱππέων, οἱ ὁποῖοι, καθὼς ἀνεβαίνουν εἰς τὰ ἅρματα ἢ τοὺς ἵππους των, ἀλαλάζουν καὶ ἐνθαρρύνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἐπιτίθενται μὲ ὁρμήν· διακρίνονται τὰ πλατιὰ καὶ μεγάλα ἀμφίστομα σπαθιά, τὰ ὁποῖα γυαλίζουν, καὶ οἱ θώρακες καὶ τὰ ἄλλα ὅπλα, τὰ ὁποῖα λαμποκοποῦν, καὶ τὸ πλῆθος τῶν τραυματιῶν· ἐπίκειται δὲ ἡ μεγάλη πτῶσις καὶ καταστροφή σου. Πολλὰ καὶ ἀπειράριθμα εἶναι τὰ ὑπήκοα εἰς τὴν Νινευὴ ἔθνη, τὰ ὁποῖα ἔσπευσαν εἰς βοήθειάν της· πλὴν ὅμως θὰ εἶναι ἀπειράριθμοι καὶ οἱ νεκροί, τὰ πτώματά των. Διότι τὰ δῆθεν γενναῖα σώματά των θὰ ἀποδειχθοῦν ἀσθενικά, ἀδύνατα καὶ ἄτονα, ἕνεκα τῆς σωματικῆς πορνείας σου «τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς σωφροσύνης» καὶ τῆς πνευματικῆς «τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ θεοῦ καὶ λατρείας τῶν εἰδώλων».
4 Μάλιστα! Ἡ Νινευή, ἕνεκα τῆς πολλῆς τρυφῆς καὶ ἀσελγείας της καὶ τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων, εἶναι πόρνη καλή, ὡραία, χαριτωμένη, γοητευτική, ἀρχόντισσα τῶν ἄλλων πόλεων εἰς τὶς μαγεῖες καὶ τὶς γοητεῖες της. Δὲν ἀρκεῖται δὲ εἰς τὴν ἰδικήν της ἀσέβειαν, ἀλλ’ ἀναγκάζει καὶ τὰ ὑπήκοα εἰς αὐτὴν ἔθνη νὰ φρονοῦν καὶ νὰ ζοῦν ὅπως αὐτή, τὰ καθιστᾷ δὲ δοῦλα καὶ τὰ ἐκμεταλλεύεται μὲ τὴν πορνικὴν γοητείαν καὶ μαγείαν της.
5 Μὴ νομίσῃς, Νινευή, ὅτι θὰ ἐκστρατεύσῃ καὶ θὰ πολεμήσῃ ἐναντίον σου ἄνθρωπος, ὁ Κῦρος. Ἐγὼ ὁ Ἴδιος ἔρχομαι ἐναντίον σου, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, καὶ συνεπῶς περίμενε μεγάλην καὶ ἰσχυροτάτην ἐπίθεσιν. Θὰ ξεσκεπάσω τὰ ὀπισθία σου μὲ τὸ νὰ φέρω τὸ φόρεμά σου ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ φαίνεται ἡ γυμνότης σου ἀντὶ τοῦ ὡραίου προσώπου σου· ἔτσι θὰ δείξω εἰς τὰ ἔθνη τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητός σου καὶ εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς τὸ αἶσχος, τὴν περιφρόνησιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν σου.
6 Θὰ σὲ καταστήσω τέτοιαν, ὥστε, ὅσοι σὲ βλέπουν, νὰ σὲ ἀηδιάζουν, νὰ σὲ σιχαίνωνται καὶ νὰ σὲ ἀποστρέφωνται ἕνεκα τῶν βρωμερῶν ἔργων σου, καὶ θὰ σὲ καταστήσω παράδειγμα τιμωρίας καὶ ἐξευτελισμοῦ.
7 Καὶ τότε θὰ συμβῇ τοῦτο: Καθένας, ποὺ θὰ σὲ βλέπῃ κατεσκαμμένην καὶ ἐρειπωμένην, θὰ φεύγῃ ἀπὸ σέ, διότι θὰ κυριεύεται ἀπὸ φόβον καὶ δὲν θὰ ἀντέχῃ νὰ βλέπῃ τὴν τόσην ἐρημίαν καὶ θὰ λέγῃ: Ἀθλία καὶ ταλαίπωρος Νινευή! Ποῖος θρηνωδὸς θὰ εὑρεθῇ, ὥστε νὰ τὴν θρηνήσῃ ἀξίως; Κανείς! Ἀπὸ ποῦ νὰ ζητήσω καὶ νὰ εὕρω παρηγορίαν δι’ αὐτήν; Ἀπὸ πουθενά, διότι παρεδόθη εἰς πλήρη πανωλεθρίαν.
8 Ἐτοίμασε τὸν ἑαυτόν σου διὰ τὴν φοβερὰν καταστροφήν, ἡ ὁποία σὲ περιμένει· συναρμολόγησε τὶς χορδὲς τῶν ὀργάνων σου καὶ ἐτοιμάσου, διὰ νὰ θρηνήσεις τὴν πτῶσιν σου σύ, ἡ περίφημη πόλις Ἀμμὼν τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία εἶσαι κτισμένη μεταξὺ τῶν ποταμῶν «τοῦ Νείλου καὶ τῶν παραποτάμων του» καὶ ἔχεις ὡς φυσικὸν τεῖχος καὶ ἀσφάλειαν τὰ ὕδατα τῶν ποταμῶν αὐτῶν σύ, ποὺ ἐβασίλευσες ἐπὶ πολλῶν, ὅπως ἡ θάλασσα, ὑδάτων «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Σύ, τῆς ὁποίας ἡ βάσις καὶ τὸ ὀχύρωμα εἶναι τὰ ἄφθονα ὕδατα τῶν ποταμῶν, ποὺ ὁμοιάζουν ὡς θάλασσα», καὶ τῆς ὁποίας τὰ ὕδατα εἶναι τὰ τείχη σου·
9 σύ, τῆς ὁποίας ἡ Αἰθιοπία καὶ ἡ Αἴγυπτος εἶναι ἡ δύναμίς σου, ἡ δὲ ἰσχὺς καὶ ἐπιρροή σου εἶναι τόσον μεγάλη καὶ ἐκτεταμένη, ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἰ κάτοικοι τῆς Λιβύης ἔγιναν βοηθοί σου.
10 Ἐν τούτοις, νά· καὶ σὺ ἡ ἰδία θὰ ὁδηγηθῇς αἰχμάλωτος. Τὰ νήπιά σου θὰ τὰ συντρίψουν οἱ ἐχθροί σου, κτυπῶντας τα εἰς τὸ ἔδαφος, εἰς τὰ σταυροδρόμια τῶν ὁδῶν, διὰ νὰ προξενοῦν φόβον εἰς τοὺς διερχομένους. Ἐπίσης οἱ ἐχθροὶ θὰ ρίξουν κλήρους ὄχι μόνον εἰς τὰ κτήματα καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἔνδοξα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα θὰ καταστήσουν δούλους, ὥστε νὰ τὰ διανεμηθοῦν χωρὶς φιλονικίαν. Καὶ ὅλοι οἰ ἄρχοντές σου θὰ δεθοῦν μὲ χειροπέδες καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν ὡς δοῦλοι εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.
11 Καὶ ἡ μὲν Ἀμμὼν αὐτὰ θὰ πάθη. Ἀλλὰ καὶ σύ, ἡ ἀήττητος Νινευή, θὰ παραδοθῇς ἀπὸ Ἐμέ, τὸν Δεσπότην Κύριον, εἰς τὴν συμφορὰν ὡσὰν εἰς μέθην θὰ εἶσαι παραθεωρημένη καὶ παραγκωνισμένη, παραφερομένη δὲ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅπως ὁ μεθυσμένος, θὰ ζητῇς κάποιο καταφύγιον, διὰ νὰ σωθῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ δὲν θὰ εὑρίσκῃς!
12 Ὅλα τὰ ὀχυρώματά σου θὰ παραδοθοῦν εἰς τοὺς ἐχθρούς. Διότι τὰ ὀχυρώματά σου καὶ τὰ τείχη μὲ τοὺς πύργους καὶ τὶς ἐπάλξεις θὰ εἶναι ὡσάν τὶς συκιές, τὶς φορτωμένες μὲ σῦκα πρώϊμα καὶ πολὺ ὥριμα, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἁπλῶς κουνηθοῦν, εὔκολα αὐτὰ πέφτουν εἰς τὸ στόμα ἐκείνου, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τὰ φάγῃ.
13 Ἰδού, Νινευή, οἱ γενναιότατοί σου στρατιῶται καὶ μαχηταὶ θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ τέτοιαν δειλίαν, ὥστε νὰ ὁμοιάζουν πρὸς γυναῖκας. Οἱ πύλες τῶν πόλεων τῆς χώρας σου θὰ ἀνοιχθοῦν διάπλατα εἰς τοὺς ἐχθρούς σου, τοὺς Πέρσας. Φωτιὰ δὲ θὰ καταφάγῃ καὶ θὰ καταδαπανήσῃ τὶς μεγάλες ξύλινες ἀμπάρες τῶν πυλῶν σου.
14 Ἀσφάλισε τὸν ἑαυτόν σου, Νινευή, μὲ τὸ νὰ διοχετεύσῃς νερὸν γύρω - γύρω ἀπὸ τὰ τείχη σου διὰ τὴν μέλλουσαν πολιορκίαν σου, καὶ ἐνίσχυσε τὰ ὀχυρώματά σου, δηλαδὴ τοὺς πύργους καὶ τὶς ἐπάλξεις σου· ἔμπα μέσα εἰς τὸν πηλὸν καὶ ζύμωσέ τον μὲ τὰ πόδια σου μαζὶ μὲ ἄχυρα καὶ κατασκεύασε μὲ αὐτὸν πλίθρες· μὲ τὶς ὀπτὲς δὲ πλίθρες ἐνίσχυσέ τις ὀχυρές σου θέσεις.
15 Παρ' ὅλα αὐτά, κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς πολιορκίας σὲ μέν, τὴν Νινευή, καὶ τὰ φρούριά σου θὰ καταφάγῃ ἡ φωτιά, τοὺς δὲ κατοίκους σου θὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τοῦ έχθροῦ. Ἡ φωτιὰ καὶ τὸ μαχαῖρι θὰ σὲ καταφάγουν, ὅπως ἡ ἀκρίδα κατατρώγει τὴν χλωρίδα· θὰ καταπλημμυρίσῃς ἀπὸ ἀμέτρητα στίφη ἐχθρῶν, ὅπως ὁ ἀναρίθμητος βροῦχος πλημμυρίζει τὴν χλωρίδα «ἢ, κατ' .αλην ἑρμηνείαν· θα γινης τὀσον δυσκίνητη πρὸς φυγήν, ὄπως ὁ βροῦχος, ὅταν βραχοῦν τὰ πτερά του».
16 Ἐπολλαπλασίασες κατὰ πολὺ τὶς ἐμπορικές σου ἐπιχειρήσεις, τόσον, ὥστε vα ὑπερβαίνουν εἰς ἀριθμὸν καὶ αὐτὰ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ! Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν εἰς τίποτε ὅλα αὐτά. Ὅπως δὲ ὁ βροῦχος πετᾷ καὶ φεύγει, ἔτσι θὰ κάμῃ καὶ ἡ πολυάνθρωπος πόλις σου, ἡ ὁποία θὰ ἀδειάσῃ ἀπὸ τὸν λαόν.
17 Ὁ πολυάριθμος καὶ σύνθετος ἀπὸ πολλὰ ἔθνη λαός σου ἀμέσως ὥρμησεν, ἐπέταξε καὶ ἐξηφανίσθη, ὡσὰν τὸν ἀττέλεβον «εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος», ὡσὰν ἀκρίδα, ποὺ ἔμενε καθηλωμένη ἐπάνω εἰς τὸν φράκτην εἰς ἡμέραν παγωνιᾶς· ὅταν ὅμως ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ ὁ πάγος ἔλειωσε, ἄνοιξε καὶ ἄπλωσε τὰ φτερά της καὶ δὲν ἐπέστρεψε πλέον εἰς τὸν τόπον της. Τὸ ἴδιον θὰ πάθουν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Νινευή· ἀλλοίμονόν τους!
18 Οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ σατράπαι σου, Νινευή, ἐνυσταξαν καὶ ἐκοιμήθησαν· ὁ βασιλιᾶς Κῦρος «κομμάτι καὶ αὐτὸς τῶν Ἀσσυρίων» ὠδήγησε τοὺς ἄρχοντάς σου εἰς τὸν θάνατον. Καὶ ἐφ’ ὅσον οἱ βασιλεῖς, οἱ σατράπαι καὶ οἱ ἄρχοντες σου ἐχάθησαν, ὁ λαὸς ἐτράπη εἰς φυγήν, ἐπῆρε τὰ βουνὰ καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ τὸν ἀναχαιτίζῃ καὶ νὰ τὸν ἀνακόπτῃ ἀπὸ τὴν φυγήν.
19 Ἔπεσες ἀπὸ πολὺ μεγάλο ὕψος καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον καμμία θεραπεία εἰς τὴν συντριβήν σου· ἡ πληγὴ σοῦ ἔπαθεν ἀνίατον φλεγμονήν, δηλαδὴ τὰ κακὰ ποὺ σὲ εὑρῆκαν, εἶναι ἀθεράπευτα. Ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν τὴν περὶ σοῦ ἀγγελίαν, πῶς συνετρίβης καὶ τί ἔχεις πάθει, ἀφοῦ ἐνεθυμήθησαν ὅλα, ὅσα τοὺς ἔκαμες, θὰ χειροκροτήσουν ἀπὸ χαρὰν διὰ τὴν καταστροφήν σου. Διότι ἐναντίον τίνος δὲν ἐπεξετάθη ἡ ἀφόρητος καὶ ἀδυσώπητος σκληρότης καὶ ἡ ἀτελείωτος κακότης σου;
Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
1 Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης, οὐ ψηλαφηθήσεται θήρα.
1 Ὦ Νινευή, πόλις αἱμάτων, γεμάτη ἀπὸ ψεύδη καὶ ἀδικίας, δὲν θὰ εἶσαι πλέον εἰς θέσιν οὔτε νὰ ἐγγίζῃς τέτοια θηράματα τῶν ἀδικιῶν σου.
2 Φωνὴ μαστίγων καὶ φωνὴ σεισμοῦ τροχῶν καὶ ἵππου διώκοντος καὶ ἅρματος ἀναβράσσοντος
2 Ἰδού, κροταλισμοὶ ἀπὸ μαστίγια ἰππέων ἀκούονται. Βαρὺς θόρυβος τῶν τροχοφόρων ἁρμάτων συγκλονίζει τὴν γῆν, καλπασμὸς ἐπερχομένου ἱππικοῦ καὶ ἀναβρασμὸς πολεμικῶν ἁρμάτων.
3 καὶ ἰππέως ἀναβαίνοντος καὶ στιλβούσης ρομφαίας καὶ ἐξαστραπτόντων ὅπλων καὶ πλήθους τραυματιῶν καὶ βαρείας πτώσεως· καὶ οὐκ ἦν πέρας τοῖς ἔθνεσιν αὐτῆς, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἀπὸ πλήθους πορνείας.
3 Οἱ ἱππεῖς ὁρμητικοὶ ἐπιτίθενται, στίλβουν αἱ ρομφαῖαι των, λαμποκοποῦν τὰ ὅπλα των, πλῆθος εἶναι οἱ τραυματίαι σου, βαρεῖα καὶ φοβερὰ ἡ πτῶσις σου. Πολυάριθμα τὰ ἔθνη σου, τὰ ἔγκλειστα εἰς τὰ τείχη σου. Ἀσθενικοί, ἄτονοι, θύματα εἰς σφαγὴν ἐξ αἰτίας τῆς ἀπεριγράπτου πορνείας σου.
4 Πόρνη καλὴ καὶ ἐπίχαρις ἡγουμένη φαρμάκων, ἡ πωλοῦσα ἔθνη ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς καὶ λαοὺς ἐν τοῖς φαρμάκοις αὐτῆς.
4 Ἡ Νινευὴ ὑπῆρξεν ὡραία καὶ χαριτωμένη, πόρνη, ἀρχόντισσα εἰς τὰ μαγικά της φίλτρα καὶ τὰς γοητείας της. Ἐπωλοῦσε τὴν διαφθοράν της καὶ τὴν γοητείαν της εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ μὲ τὰς πορνικὰς μαγείας της ὑπέτασσεν ἄλλους λαούς.
5 Ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, καὶ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ δείξω ἔθνεσι τὴν αἰσχύνην σου καὶ βασιλείαις τὴν ἀτιμίαν σου.
5 Ἰδού, τώρα ἔρχομαι καὶ ἐγὼ ἐναντίον σου, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ. Θὰ ξεσκεπάσω τὴν γυμνότητά σου καὶ γυμνὴν θὰ σὲ παρουσιάσω καὶ θὰ δείξω εἰς τὰ ἔθνη τὴν χαταισχύνην τῆς γυμνότητάς σου, καὶ εἰς τὰ ἄλλα βασίλεια τῆς γῆς τὸν ἐξευτελισμόν σου.
6 Καὶ ἐπιρρίψω ἐπὶ σὲ βδελυγμὸν κατὰ τὰς ἀκαθαρσίας σου καὶ θήσομαί σε εἰς παράδειγμα,
6 Θὰ κάμω τοὺς ἄλλους νὰ σὲ ἀηδιάσουν διὰ τὰς βρωμερότητάς σου καὶ θὰ σὲ ἔχω ὡς παράδειγμα τιμωρίας καὶ ἐξευτελισμοῦ.
7 καὶ ἔσται πᾶς ὁρῶν σε καταβήσεται ἀπὸ σοῦ καὶ ἐρεῖ· δειλαία Νινευή· τίς στενάξει αὐτήν; Πόθεν ζητήσω παράκλησιν αὐτῇ;
7 Θὰ συμβῇ, ὥστε κάθε διαβάτης, ποὺ θὰ σὲ βλέπῃ εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν κατάστασιν, θὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ σὲ καὶ θὰ λέγῃ: Ἀθλία Νινευή! Ποιὸς τότε θὰ εὑρεθῇ νὰ ἀναστενάξῃ δι' αὐτήν; Κανείς. Ἀπὸ ποῦ νὰ ζητήσω καὶ νὰ εὔρῳ κάποιαν παρηγορίαν δι' αὐτήν; Ἀπὸ πουθενά.
8 Ἑτοίμασαι μερίδα, ἅρμοσαι χορδήν, ἑτοίμασαι μερίδα, Ἀμμὼν ἡ κατοικοῦσα ἐν ποταμοῖς, ὕδωρ κύκλῳ αὐτῆς, ἧς ἡ ἀρχὴ θάλασσα καὶ ὕδωρ τὰ τείχη αὐτῆς,
8 Ἐτοιμάσου διὰ τὴν φοβερὰν καταστροφήν, ποὺ σὲ περιμένει. Συναρμολόγησε τὰς χορδὰς τῶν ὀργάνων σου διὰ θρηνώδη μοιρολόγια. Ἐτοιμάσου διὰ τὴν πτῶσιν σου, σὺ ἡ Ἀμμών, ἡ ὀνομαστὴ πόλις τῆς Αἰγύπτου, αἱ Θῆβαι. Σύ, ἡ ὁποία κατοικεῖς ἐν μέσῳ ποταμῶν καὶ τὴν ὁποίαν περιβάλλουν ὡς φυσικὴ ἀσφάλεια κύκλῳ τὰ ὕδατα. Σύ ποὺ ἐβασίλευες ἐπὶ ἀφθόνων ὡς ἡ θάλασσα ὑδάτων καὶ τὰ ὕδατα ἦσαν τὰ τείχη σου.
9 καὶ Αἰθιοπία ἰσχὺς αὐτῆς καὶ Αἴγυπτος, καὶ οὐκ ἔστη πέρας τῆς φυγῆς, καὶ Λίβυες ἐγένοντο βοηθοὶ αὐτῆς.
9 Ἡ Αἰθιοπία καὶ ἡ Αἴγυπτος ἦσαν ἡ δύναμίς σου καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ διαφύγῃ κανεὶς τὴν ἐπίδρασίν σου, ἀφοῦ καὶ οἱ κάτοικοι ἀκόμη τῆς Λιβύης ἔγιναν βοηθοί σου.
10 Καὶ αὐτὴ εἰς μετοικεσίαν πορεύσεται αἰχμάλωτος, καὶ τὰ νήπια αὐτῆς ἐδαφιοῦσιν ἐπ' ἀρχὰς πασῶν τῶν ὁδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔνδοξα αὐτῆς βαλοῦσι κλήρους, καὶ πάντες οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς δεθήσονται χειροπέδαις.
10 Καὶ ἰδού, ὅτι σὺ αὐτὴ θὰ πορευθῇς αἰχμάλωτος εἰς ἐξορίαν. Τὰ νήπιά σου θὰ τὰ συντρίψουν κάτω εἰς τὸ ἔδαφος οἱ ἐχθροί σου, αὐτὸ τὴν ἀρχὴν καὶ ἕως εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τῶν ὁδῶν σου. Εἰς ὅλα τὰ πολύτιμα πράγματά σου θὰ βάλουν κλῆρον οἱ ἐχθροί σου, διὰ νὰ τὰ διανεμηθοῦν μεταξύ των. Καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντές σου,θὰ δεθοῦν μὲ χειροπέδας.
11 Καὶ σὺ μεθυσθήσῃ καὶ ἔσῃ ὑπερεωραμένη, καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῇ στάσιν ἐξ ἐχθρῶν.
11 Καὶ σύ, ὦ Νινευή, ὑπὸ τὸ βάρος τῆς συμφορᾶς θὰ εἶσαι ὡσὰν μεθυσμένη. Θὰ σὲ ἔχουν ὅλοι παραθεωρήσει καὶ καταφρονήσει. Θὰ ζητήσῃς καταφύγιον καὶ ἄσυλον, διὰ νὰ σωθῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ δὲν θὰ εὕρῃς.
12 Πάντα τὰ ὀχυρώματά σου συκαῖ σκοποὺς ἔχουσαι· ἐὰν σαλυθῶσι, καὶ πεσοῦνται εἰς στόμα ἔσθοντος.
12 Ὅλα τὰ ὀχυρώματά σου θὰ εἶναι ὡσὰν τὶς συκὲς τὶς γεμᾶτες σῦκα. Ἐὰν σαλευθοῦν, θὰ πέσουν οἱ καρποὶ εἰς τὸ στόμα ἐκείνων, ποὺ θὰ τοὺς φάγουν.
13 Ἰδοὺ ὁ λαός σου ὡς γυναῖκες ἐν σοί· τοῖς ἐχθροῖς σου ἀνοιγόμεναι ἀνοιχθήσονται πύλαι τῆς γῆς σου, καὶ καταφάγεται πῦρ τοὺς μοχλούς σου.
13 Ἰδού, τὸ πλῆθος τῶν ἀνδρῶν σου εἶναι δειλὸν ὡς αἱ γυναῖκες. Εἰς τοὺς ἐχθρούς σου θὰ ἀνοίγουν ὀρθάνοικτοι καὶ ἀνεμπόδιστοι αἱ πύλαι τῆς χώρας σου. Φωτιὰ θὰ κατακαύσῃ τοὺς μεγάλους ξυλίνους σύρτας τῶν πυλῶν σου.
14 Ὕδωρ περιοχῆς ἐπίσπασαι σεαυτῇ καὶ κατακράτησον τῶν ὀχυρωμάτων σου, ἔμβηθι εἰς πηλὸν καὶ συμπατήθητι ἐν ἀχύροις, κατακράτησον ὑπὲρ πλίνθον·
14 Διοχέτευσε καὶ ἀποταμίευσε ὕδωρ εἰς τὴν πόλιν σου ἐν ὄψει τῆς πολιορκίας σου. Ἐνίσχυσε τὰ ὀχυρώματά σου, ἔμπα μέσα εἰς τὸν πηλὸν καὶ διὰ τῶν ποδῶν σου ζύμωσέ τον μαζί μὲ ἄχυρα. Ἐνίσχυσε τὰ ὀχυρά σου μὲ πλίνθους.
15 ἐκεῖ καταφάγεταί σε πῦρ, ἐξολοθρεύσει σε ρομφαία, καταφάγεταί σε ὡς ἀκρίς, καὶ βαρυνθήσῃ ὡς βροῦχος.
15 Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καταφάγῃ. Ἡ θανατικὴ ρομφαία θὰ σὲ ἐξολοθρεύσῃ. Φωτιὰ καὶ μάχαιρα θὰ σὲ καταφάγουν, ὅπως αἱ ἀκρίδες κατατρώγουν τὴν χλόην. Θὰ πλημμυρίσῃς καὶ θὰ καταβαρυνθῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, ὅπως ἡ χλόη ἀπὸ ἀναριθμήτους βρούχους.
16 Ἐπλήθυνας τὰς ἐμπορίας σου ὑπὲρ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· βροῦχος ὥρμησε καὶ ἐξεπετάσθη.
16 Ἐπολλαπλασίασες εἰς μέγιστον ἀριθμὸν τὰς ἐμπορικάς σου ἐπιχειρήσεις, περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· καμμία ὅμως ἡ ὠφέλειά σου. Ἰδοὺ ὅπως ὁ πολυάριθμος βροῦχος ὁρμᾷ καὶ καταστρέφει τὴν χλόην καὶ πετᾶ καὶ φεύγει μακράν, αὐτὸ θὰ συμβῇ μὲ τὴν πόλιν καὶ τοὺς πολυαρίθμους πολίτας σου.
17 Ἐξήλατο ὡς ἀττέλεβος ὁ σύμμεικτός σου, ὡς ἀκρὶς ἐπιβεβηκυῖα ἐπὶ φραγμὸν ἐν ἡμέρᾳ πάγους· ὁ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ ἀφήλατο, καὶ οὐκ ἔγνω τὸν τόπον αὐτῆς· οὐαὶ αὐτοῖς.
17 Ὁ πολυπληθὴς ἀνάμικτος λαός σου ἐπήδησε καὶ ἐχάθηκε ὡσὰν τὸν ἀττέβελον, τὴν ἄπτερον ἀκρίδα, ἡ ὁποία ἐκρατεῖτο εἰς τὸν φράκτην εἰς ἡμέραν παγωνιᾶς. Ἀνέτειλεν ὅμως ὁ ἥλιος καὶ ἐπήδησε καὶ δὲν ἐξαναγύρισε πλέον εἰς τὸν τόπον της. Τὸ ἴδιον θὰ πάθῃς σὺ καὶ οἱ κάτοικοί σου. Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς!
18 Ἐνύσταξαν οἱ ποιμένες σου, βασιλεὺς Ἀσσύριος ἐκοίμισε τοὺς δυνάστας σου· ἀπῇρεν ὁ λαός σου ἐπὶ τὰ ὄρη, καὶ οὐκ ἦν ἐκδεχόμενος.
18 Οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ σου ἐνύσταξαν καὶ ἐκοιμήθησαν, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἀσσυρίων! Ἀπεκοίμισες μὲ τὴν ἰδέαν τῆς ἀδιοταράκτου ἀσφαλείας τοὺς ἄρχοντάς σου. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ὁ λαός σου ἔφυγε τρομαγμένος εἰς τὰ βουνά. Κανεὶς πλέον δὲν τοῦ δίδει σημασίαν, κανεὶς δὲν τὸν συγκεντρώνει.
19 Οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ συντριβῇ σου, ἐφλέγμανεν ἡ πληγή σου· πάντες οἱ ἀκούοντες τὴν ἀγγελίαν σου κροτήσουσι χεῖρας ἐπὶ σέ· διότι ἐπὶ τίνα οὐκ ἐπῆλθεν ἡ κακία σου διαπαντός;
19 Δὲν ὑπάρχει πλέον οὐδεμία θεραπεία εἰς τὴν συντριβήν σου. Ἡ φοβερὰ πληγή σου ἔπαθε φλεγμονήν, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον. Ὅλοι ὅσοι θὰ ἀκούσουν τὴν ἀγγελίαν τῆς καταστροφῆς σου, θὰ χειροκροτήσουν εἰς βάρος σου, διότι ἐναντίον τίνος δὲν ἐπεξετάθη ἡ ἀδιάκοπος καὶ συνεχὴς κακότης σου;