Πρωτότυπο
Κολιτσάρας
Τρεμπέλας
1
Kαὶ ἐγένετο μετὰ τὸ αἰχμαλωτισθῆναι τὸν Ἰσραήλ, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἐρημωθῆναι, ἐκάθισεν Ἱερεμίας κλαίων, καὶ ἐθρήνησε τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶπε·
1
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκάθισεν ὁ Ἱερεμίας κλαίων· καὶ ἐθρήνησε διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτὸν τὸν θρῆνον καὶ εἶπε·
1
Συνέβη δὲ τοῦτο: Μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους, ἐκάθησεν ὁ προφήτης Ἱερεμίας κλαίων καὶ ἐθρηνολόγησε τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὸ ἀκόλουθον μοιρολόγι καὶ εἶπε:
1
Πῶς ἐκάθισε μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμμένη λαῶν; Ἐγενήθη ὡς χήρα πεπληθυμμένη ἐν ἔθνεσιν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγενήθη εἰς φόρον.
1
Πῶς ἀπέμεινε μόνη, ἔρημος ἀπὸ κατοίκους ἡ πόλις, ἡ ὁποία ἄλλοτε ἦτο γεμάτη ἀπὸ λαούς; Ἔγινεν ὡσὰν ἀπωρφανισμένη χήρα αὐτή, ποὺ ἦτο ἄλλοτε πολυάνθρωπος, μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνῶν. Πῶς ἡ ἀρχόντισσα ἀνάμεσα εἰς τὰς χώρας τῆς γῆς ἔγινε τώρα φόρου ὑποτελής!
1
Πῶς ἀπέμεινεν ἔρημη, χωρὶς κατοίκους, καὶ ἐκάθησε κάτω μόνη ἡ ἄλλοτε πολυάνθρωπος πόλις; Πῶς κατήντησεν ὡς χήρα, ποὺ ἐστερήθη τὸν σύζυγόν της, ἢ ἄλλοτε πολυάνθρωπος μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνῶν! Πῶς ἡ ἄλλοτε ἀρχόντισσα καὶ πριγκίπισσα μεταξὺ τῶν ἄλλων χωρῶν κατήντησε τώρα ὑπόδουλη καὶ φόρου ὑποτελής;
2
Κλαίουσα ἔκλαυσεν ἐν νυκτί, καὶ τὰ δάκρυα αὐτῆς ἐπὶ τῶν σιαγόνων αὐτῆς, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτὴν ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαπῶντων αὐτήν· πάντες οἱ φιλοῦντες αὐτὴν ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ, ἐγένοντο αὐτῇ εἰς ἐχθρούς.
2
Πικρῶς ἔκλαυσε καὶ κλαίει κατὰ τὴν νύκτα. Τὰ δάκρυά της ρέουν εἰς τὰς παρειάς της. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε τὴν ἀγαποῦσαν νὰ τὴν παρηγορῇ! Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν, τὴν ἠρνήθησαν καὶ τὴν ἐπρόδωσαν. Ἔγιναν ἐχθροί της.
2
Κλαίει ἀκατάπαυστα καὶ χύνει πολλὰ δάκρυα καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς νύκτας, καὶ τὰ συνεχῆ δάκρυά της κυλοῦν εἰς τὰ μάγουλά της. Δὲν ὑπάρχει δὲ κανεὶς ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε τὴν ἀγαποῦσαν, διὰ νὰ τὴν παρηγορήσῃ. Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε τὴν ἀγαποῦσαν τὴν ἀρνήθηκαν, τὴν ἐπρόδωσαν καὶ ἔγιναν ἐχθροί της.
3
Μετῳκίσθη Ἰουδαία ἀπὸ ταπεινώσεως αὐτῆς καὶ ἀπὸ πλήθους δουλείας αὐτῆς· ἐκάθισεν ἐν ἔθνεσιν, οὐχ εὗρεν ἀνάπαυσιν· πάντες οἱ καταδιώκοντες αὐτὴν κατέλαβον αὐτὴν ἀναμέσον τῶν θλιβόντων.
3
Τὰ πλήθη τῶν Ἰουδαίων ἔπειτα ἀπὸ τὴν συντριβὴν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν των, ἔπειτα ἀπὸ τὴν σκληρὰν δουλείαν των, μετεφέρθησαν ἐξόριστοι εἰς ξένας περιοχάς. Παραμένουν μεταξὺ τῶν ἐθνῶν διεσκορπισμένοι, χωρὶς νὰ εὐρίσκουν ἐκεῖ ἀνάπαυσιν. Ὅλοι ὅσοι τοὺς ἐμισοῦσαν καὶ τοὺς κατεδίωκαν, τοὺς κατέφθασαν, διὰ νὰ προσθέσουν πόνον εἰς τὸν πόνον των, ἐν μέσῳ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τοὺς θλίβουν.
3
Οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας ἔγιναν αἰχμάλωτοι καὶ ὠδηγήθησαν εἰς τὴν ἐξορίαν ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς ταπεινώσεις καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ ἔπειτα ἀπὸ βαρυτάτην δουλείαν. Οἱ ἐξόριστοι ὅμως αἰχμάλωτοι, διασκορπισμένοι μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, δὲν εὐρίσκουν ἀνάπαυσιν. Ὅλοι ὅσοι τοὺς κατεδίωκαν τοὺς ἐπρόφθασαν μεταξὺ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τοὺς καταπιέζουν καὶ τοὺς θλίβουν.
4
Ὁδοὶ Σιὼν πενθοῦσι παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἐρχομένους ἐν ἑορτῇ· πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι, οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἀναστενάζουσιν, αἱ παρθένοι αὐτῆς ἀγόμεναι, καὶ αὐτὴ πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ.
4
Οἱ δρόμοι τῆς Σιὼν πενθοῦν, διότι δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νὰ ἔρχονται εἰς τὸν ναὸν κατὰ τὰς ἑορτάς. Ὅλαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἔχουν καταστροφῆ. Οἱ ἱερεῖς τῆς ἀναστενάζουν, αἱ παρθένοι τῆς σύρονται εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ ἐξευτελισμόν, καὶ ἡ ἰδία μένει ἐγκαταλελειμμένη εἰς τὴν μεγάλην της πικρίαν.
4
Οἱ δρόμοι τῆς Σιὼν εἶναι λυπημένοι, πενθοῦν, διότι δὲν ὑπάρχουν πλέον ἄνθρωποι διὰ νὰ τοὺς βαδίσουν καὶ ἔλθουν κατὰ τὶς ἑορτές «τὸ Πάσχα, τὴν Πεντηκοστήν, τὴν Σκηνοπηγίαν κλπ.» εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεόν. Ὅλες οἱ πύλες της, ὅπου ἄλλοτε ἐγίνοντο οἱ δημόσιες συναθροίσεις, εἶναι κατεστραμμένες καὶ ἔρημες· οἱ ἱερεῖς της ἀφήνουν βαθεῖς ἀναστεναγμούς, οἱ παρθένες της σύρονται αἰχμάλωτες, καὶ ἡ ἰδία «ἡ πόλις Σιών» μένει μόνη καὶ ἔρημη, βυθισμένη εἰς μεγάλην πικρίαν.
5
Ἐγένοντο οἱ θλίβοντες αὐτὴν εἰς κεφαλήν, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτῆς εὐθηνοῦσαν, ὅτι Κύριος ἐταπείνωσεν αὐτὴν ἐπὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῆς· τὰ νήπια αὐτῆς ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ κατὰ πρόσωπον θλίβοντος.
5
Αὐτοὶ ποὺ τὴν καταδυναστεύουν καὶ τὴν θλίβουν ἔγιναν ἰσχυρότεροί της. Οἱ ἐχθροί της θριαμβεύουν καὶ εὐημεροῦν. Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Κύριος τὴν ἐταπείνωσεν, ἐξ αἰτίας τῶν πολυαρίθμων ἀδικιῶν της. Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ νήπιά της ἐβάδισαν τὸν δρόμον τῆς αἰχμαλωσίας ἐνώπιον ἐκείνων, ποὺ τὴν καταθλίβουν.
5
Οἱ καταπιεσταί της ἔγιναν ἔνδοξοι καὶ ὑπερίσχυσαν, οἱ δὲ ἐχθροί της εὐφραίνονται καὶ εὐημεροῦν, διότι ὁ Κύριος τὴν ἐταπείνωσε καὶ τὴν ἐξηυτέλισεν ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἀσεβειῶν καὶ παρανομιῶν της. Ἀλλὰ καὶ τὰ νήπιά της ὠδηγήθησαν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, συρόμενα βιαίως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὰ κατατυραννοῦσαν.
6
Καὶ ἐξήρθη ἐκ θυγατρὸς Σιὼν πᾶσα ἡ εὐπρέπεια αὐτῆς· ἐγένοντο οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ὡς κριοὶ οὐχ εὑρίσκοντες νομὴν καὶ ἐπορεύοντο ἐν ἰσχυϊ κατὰ πρόσωπον διώκοντος.
6
Ἀφῃρέθη καὶ ἐχάθη πλέον ἀπὸ τὴν θυγατέρα Σιὼν ὅλη ἡ μεγαλοπρέπειά της. Οἱ ἄρχοντές της ἔγιναν ὡσὰν τὰ κριάρια, τὰ ὁποῖα δὲν εὐρίσκουν βοσκήν. Περιπατοῦν ἐξηντλημένοι ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ τοὺς καταδιώκουν.
6
Ἀφηρέθη καὶ ἐχάθη ἀπὸ τὴν θυγατέρα Σιὼν ὅλη ἡ δόξα καὶ ἡ μεγαλοπρέπειά της «ὁ Ναός, ἡ βασιλεία, ἡ ἱερωσύνη». Οἱ ἄρχοντές της ἔγιναν ὡσὰν κριάρια, τὰ ὁποῖα δὲν εὐρίσκουν βοσκὴν καὶ τρέπονται εἰς φυγὴν ἐξηντλημένα ἐμπρὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὰ κυνηγοῦν καὶ τὰ καταδιώκουν.
7
Ἐμνήσθη Ἱερουσαλὴμ ἡμερῶν ταπεινώσεως αὐτῆς καὶ ἀπωσμῶν αὐτῆς· πάντα τὰ ἐπιθυμήματα αὐτῆς ὅσα ἦν ἐξ ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐν τῷ πεσεῖν τὸν λαὸν αὐτῆς εἰς χεῖρας θλίβοντος καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν αὐτῇ, ἰδόντες οἱ ἐχθροὶ αὐτῆς ἐγέλασαν ἐπὶ μετοικεσίᾳ αὐτῆς.
7
Ἐνεθυμήθη ἡ Ἱερουσαλὴμ τὰς ἡμέρας τοῦ ἐξευτελισμοῦ καὶ τῶν ἀπωθήσεών της. Ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ ἐπιθυμητὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα αὐτὴ κατεῖχεν ἀπὸ ἀρχαίων ἡμερῶν, περιῆλθαν εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν της, ὅταν ἡττήθη καὶ ἔπεσε συντριμμένος ὁ λαὸς της εἰς τὰ χέρια τῶν τυράννων της. Καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος, νὰ τὴν βοηθήσῃ. Οἱ δὲ ἐχθροί της ἰδόντες τὴν συντριβήν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν της ἐγέλασαν μὲ χαιρεκακίαν διὰ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὴν ἐξορίαν τῶν κατοίκων της.
7
Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐνθυμεῖται τὶς ἡμέρες τῆς δυστυχίας, τοῦ ἐξευτελισμοῦ καὶ τῆς ἀπορρίψεώς της ἐκ μέρους ὅλων· ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ πολὺ ἐπιθυμητὰ πράγματά της, τὰ ὁποῖα κατεῖχεν ἀπὸ παλαιοτάτων χρόνων, ἔπεσαν εἰς τὰ χέρια τῶν δυναστῶν της, ὅταν ἐνικήθη καὶ ὑπετάγη ὁ λαός της καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον ἄνθρωπος νὰ τὴν βοηθήσῃ. Καὶ τότε, ὅταν οἱ ἐχθροί της εἶδαν τὴν πτῶσιν, τὴν συντριβὴν καὶ τὴν ἐγκατάλειψίν της, ἐγέλασαν μὲ χαιρεκακίαν διὰ τὴν ἐξορίαν καὶ αἰχμαλωσίαν τῶν κατοίκων της.
8
Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλὴμ διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἐταπείνωσαν αὐτήν, εἶδον γὰρ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς, καί γε αὐτὴ στενάζουσα καὶ ἀπεστράφη ὀπίσω.
8
Βαρύτατα ἡμάρτησεν ἡ ῾Ιερουσαλήμ. Διὰ τοῦτο καὶ περιέπεσεν εἰς αὐτὸν τὸν συγκλονισμὸν καὶ τὴν ἀναταραχήν. Ὅλοι ὅσοι προηγουμένως τὴν ἐτιμοῦσαν καὶ τὴν ἐδόξαζαν, τὴν κατεφρόνησαν. Εἶδαν γυμνὴν τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν της. Καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια στενάζει καὶ στρέφει τὸ πρόσωπόν της ἀλλοῦ, διὰ νὰ μὴ ἀντικρύσῃ τὰ περιφρονητικὰ βλέμματα.
8
Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἁμάρτησε βαρύτατα, διὰ τοῦτο ὠλίσθησεν εἰς ταραχήν, συγκλονισμὸν καὶ μεγάλην πτῶσιν. Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προηγουμένως τὴν ἐτιμοῦσαν καὶ τὴν ἐδόξαζαν, τὴν ἐπεριφρόνησαν καὶ τὴν ἐξηυτέλισαν, διότι εἶδαν τὴν γυμνότητά της· δηλαδὴ τὴν μεγάλην συμφοράν της ἕνεκα τῆς φανερώσεως τῶν πολλῶν καὶ αἰσχρῶν ἁμαρτιῶν της. Ἐμπρὸς εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν καταφρόνησιν ἡ ἰδία ἀναστενάζει βαθιὰ καὶ στρέφει τὸ πρόσωπον τῆς ἄλλου, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὰ βλέμματα ἐκείνων ποὺ τὴν περιφρονοῦν.
9
Ἀκαθαρσία αὐτῆς πρὸς ποδῶν αὐτῆς, οὐκ ἐμνήσθη ἔσχατα αὐτῆς· καὶ κατεβίβασεν ὑπέρογκα, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν αὐτήν· ἰδέ, Κύριε, τὴν ταπείνωσίν μου, ὅτι ἐμεγαλύνθη ὁ ἐχθρός.
9
Ὁ ρύπος της ἔφθασεν ἕως εἰς τὰ πόδια της. Δὲν ἐνεθυμήθη καθόλου τὸ τέλος της. Κατέπεσεν εἰς βάθος, δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν παρηγόρησῃ. Σύ, Κύριε, ἰδὲ τὴν ἀθλίαν μου κατάστασιν, διότι ὁ ἐχθρὸς ἀλαζονεύεται καὶ θριαμβεύει ἐναντίον μου.
9
Ἡ ἔμμηνος ἀκαθαρσία της δὲν ἔμεινε κρυφή, ἐπροχώρησε καὶ κατέβη μέχρι τὰ πόδια της ἐκτεθειμένη εἰς κοινὴν θέαν! Κατὰ τὴν περίοδον τῆς εὐτυχίας της καθόλου δὲν ἐσκέφθη ὅτι τὸ τέλος της θὰ ἦταν τέτοιο. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ τόσον μεγάλη καὶ καταπληκτικὴ πτῶσις της, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς ὁ ὁποῖος νὰ τὴν παρηγορήσῃ. «Ἰδέ, Κύριε, «λέγει ἡ Ἱερουσαλὴμ» τὴν ἀθλιότητα καὶ ἀφόρητον δυστυχίαν μου, διότι ὁ ἐχθρὸς ὑπερηφανεύεται καὶ θριαμβεύει εἰς βάρος μου».
10
Χεῖρα αὐτοῦ ἐξεπέτασε θλίβων ἐπὶ πάντα τὰ ἐπιθυμήματα αὐτῆς· εἶδε γὰρ ἔθνη εἰσελθόντα εἰς τὸ ἁγίασμα αὐτῆς, ἃ ἐνετείλω μὴ εἰσελθεῖν αὐτὰ εἰς ἐκκλησίαν σου.
10
Ὁ σκληρὸς δυνάστης ἄπλωσε τὰ χέρια του εἰς ὅλα τὰ πολύτιμα αὐτῆς πράγματα. Εἶδεν ἡ Ἱερουσαλὴμ εἰδωλολάτρας νὰ εἰσέρχονται εἰς τὸν ἅγιον ναόν, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ εἶχες δώσει ἐντολὴν νὰ μὴ εἰσέλθῃ κανεὶς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, οὔτε κἂν εἰς τὰς συγκεντρώσεις τοῦ λαοῦ σου.
10
Ὁ ἀδίστακτος δυνάστης ἄπλωσε τὰ χέρια του μὲ ἁρπακτικὴν διάθεσιν εἰς ὅλους τοὺς ἀξιολόγους καὶ πολυτίμους ἱεροὺς θησαυρούς της. Διότι ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶδε τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸν ἅγιον Ναόν της, διὰ τὰ ὁποῖα εἶχες δώσει ἀπαγορευτικὴν ἐντολὴν νὰ μὴ εἰσέρχωνται οὐδὲ κἀν εἰς τὶς λατρευτικὲς συγκεντρώσεις τοῦ λαοῦ σου.
11
Πᾶς ὁ λαὸς αὐτῆς καταστενάζοντες, ζητοῦντες ἄρτον, ἔδωκαν τὰ ἐπιθυμήματα αὐτῆς ἐν βρώσει τοῦ ἐπιστρέψαι ψυχὴν· ἰδέ, Κύριε, καὶ ἐπίβλεψον, ὅτι ἐγενήθη ἠτιμωμένη.
11
Ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς θλίψεως. Ζητοῦν νὰ εὔρουν ἄρτον. Ἔδωκαν τὰ πολύτιμα αὐτῶν ἀντικείμενα, εἰς εὔρεσιν ὀλίγης τροφῆς πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς των. Ἴδε, Κύριε, ρῖψε τὸ βλέμμα σου, διότι ἡ Σιὼν εἶναι ἐξευτελισμένη καὶ καταφρονεμένη.
11
Ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ θρηνολογεῖ καὶ ἀναστενάζει πικρὰ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν συμφορῶν, ζητῶν, λόγῳ τῆς πολιορκίας, νὰ εὔρη ψωμί. Ἀντάλλαξαν τὰ πολύτιμά των ἀντικείμενα διὰ τροφήν, ὥστε νὰ συντηρηθοῦν εἰς τὴν ζωὴν καὶ νὰ μὴ ἀποθάνουν. «Ἴδε, Κύριε, καὶ ρίψε εὐσπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα σου, διότι ἐγὼ ἡ Σιὼν ἔχω κατεξευτελισθῆ».
12
Οἱ πρὸς ὑμᾶς πάντες παραπορευόμενοι ὁδόν, ἐπιστρέψατε καὶ ἴδετε εἰ ἐστιν ἄλγος κατὰ τὸ ἄλγος μου, ὃ ἐγενήθη· φθεγξάμενος ἐν ἐμοὶ ἐταπείνωσέ με Κύριος ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ.
12
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι διέρχεσθε κοντά μου, ρίψατε ἕνα βλέμμα, ἴδετε ἐὰν ὑπάρχῃ ἀλλοῦ τόσος πόνος, ὅσος εἶναι ὁ ἰδικός μου! Καὶ ὁ πόνος αὐτὸς ἔπεσεν ἐπάνω μου, ὅταν ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ του ὡμίλησεν ἐναντίον μου καὶ μὲ ἐταπείνωσεν.
12
«Ὅλοι σεῖς, διαβάται, οἱ ὁποῖοι διέρχεσθε ἀπὸ κοντά μου, στρέψατε τὸ βλέμμα σας, προσέξατε καὶ σκεφθῆτε ἐὰν ὑπάρχῃ πουθενὰ ἀλλοῦ τόσος πόνος, ὅσος εἶναι ὁ πόνος ποὺ μὲ ἐκτύπησεν! Ὁ πόνος αὐτὸς προεκλήθη εἰς ἐμέ, ὅταν ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δικαίας ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ του ὡμίλησεν ἐναντίον μου, ἁπλῶς μόνον ἐπρόσταξε καὶ μὲ ἔρριψε κάτω ταπεινωμένην καὶ ἐξηυτελισμενην.
13
Ἐξ ὕψους αὐτοῦ ἀπέστειλε πῦρ, ἐν τοῖς ὀστέοις μου κατήγαγεν αὐτό· διεπέτασε δίκτυον τοῖς ποσί μου, ἀπέστρεψέ με εἰς τὰ ὀπίσω, ἔδωκέ με ἠφανισμένην, ὅλην τὴν ἡμέραν ὠδυνωμένην.
13
Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανίου θρόνου του ἔρριψε πῦρ, τὸ ἔβαλε μέσα εἰς τὰ κόκκαλά μου. Ἄπλωσε δίκτυον εἰς τὰ πόδια μου, μὲ ἀνέτρεψε, μὲ παρέδωσεν εἰς ὄλεθρον καὶ ἐξαφανισμόν. Ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ ἔκαμε νὰ ὑποφέρω καὶ νὰ ὁδυνῶμαι.
13
Ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου εὑρίσκεται ὁ οὐράνιος θρόνος του ἔρριψε κάτω φωτιὰ καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὰ κόκκαλά μου· ἄπλωσε δίκτυον εἰς τὰ πόδια μου καὶ μὲ συνέλαβεν ἔτσι, ὥστε νὰ μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεφύγω, μὲ ἀνέτρεψε καὶ μὲ ἀναποδογύρισε μὲ παρέδωκεν εἰς καταστροφὴν καὶ ἐρήμωσιν καὶ μὲ ἀφῆκε νὰ πονῶ καὶ νὰ ὑποφέρω καθ' ὅλην τὴν διαρκειαν τῆς ἡμέρας, δηλαδὴ νὰ τιμωροῦμαι συνεχῶς.
14
Ἐγρηγορήθη ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά μου· ἐν χερσί μου συνεπλάκησαν, ἀνέβησαν ἐπὶ τὸν τράχηλον μου· ἠσθένησεν ἡ ἰσχύς μου, ὅτι ἔδωκε Κύριος ἐν χερσί μου ὀδύνας, οὐ δυνήσομαι στῆναι.
14
Παρηκολούθησεν ἄγρυπνος τὰς ἀσεβείας μου. Αὐταὶ περιεπλάκησαν εἰς τὰ χέρια μου, ἀνεβησαν ἔως ἐπάνω εἰς τὸν τράχηλόν μου, μὲ κατεβάρυναν καὶ μὲ κατεπόντισαν. Ἡ δύναμίς μου ἐξησθένησε, διότι ὁ Κύριος ἔδωσεν εἰς τὰ χέρια μου πόνους δυνατούς. Δὲν ἠμπορῶ πλέον νὰ σταθῶ εἰς τὰ πόδια μου!
14
Ὁ Κύριος παρηκολούθησεν ἄγρυπνος τὰ πταίσματα, τὶς ὕβρεις καὶ τὶς ἀσέβειές μου· ὅλα αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα τὰ ὁποῖα διέπραξα περιεπλέχθησαν εἰς τὰ χέρια μου, ἀνέβησαν μέχρι τὸν τράχηλόν μου καὶ μὲ κατεβάρυναν. Ἡ δύναμις καὶ ἡ ρώμη τοῦ σώματός μου ἐξησθένησε, διότι ὁ Κύριος ἐπέβαλεν εἰς τὰ χέρια μου ὀδυνηρὰ καταναγκαστικὰ ἔργα· δὲν ἠμπορῶ πλέον νὰ ἀνθέξω καὶ νὰ ἀντισταθῶ.
15
Ἐξῆρε πάντας τοὺς ἰσχυρούς μου ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου, ἐκάλεσεν ἐπ ἐμὲ καιρὸν τοῦ συντρίψαι ἐκλεκτούς μου· ληνὸν ἐπάτησε Κύριος παρθένῳ θυγατρὶ Ἰούδα, ἐπὶ τούτοις ἐγὼ κλαίω.
15
Αφῄρεσε καὶ ἀπέρριψεν ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου ὅλους τοὺς ὑπερασπιστάς μου. Ὥρισεν ἐναντίον μου καιρὸν εἰς συντριβὴν τῶν ἐκλεκτῶν μου ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος ἐπάτησεν ὑπὸ τοὺς πόδας του εἰς, τὸν ληνὸν ἐμέ, τὴν παρθένον, θυγατέρα τοῦ Ἰούδα· καὶ ἐγὼ κλαίω δι' ὅλα αὐτά!
15
Ὁ Κύριος ἀπεδοκίμασε καὶ ἀφήρεσεν ἐκ μέσου μου ὅλους τοὺς γενναίους ὑπερασπιστάς μου, καθώρισεν ἐναντίον μου καιρὸν διὰ νὰ συντρίψῃ τοὺς νέους μου, τοὺς ἀρίστους τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος κατεπάτησεν εἰς τὸν ληνόν του ἐμὲ τὴν παρθένον του, τὴν Ἰουδαίαν, ὅπως πατεῖ κανεὶς τὰ σταφύλια εἰς τὸ πατητήρι· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ κλαίω!
16
Ὁ ὀφθαλμός μου κατήγαγεν ὕδωρ, ὅτι ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ παρακαλῶν με, ὁ ἐπιστρέφων ψυχήν μου· ἐγένοντο οἱ υἱοί μου ἡφανισμένοι, ὅτι ἐκραταιώθη ὁ ἐχθρός.
16
Τὰ μάτια μου χύνουν δάκρυα ὡσὰν τὸ νερὸ τῆς πηγῆς, διότι ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἐμὲ ὁ Κύριος τῆς παρηγορίας μου, ὁ μόνος ἱκανὸς νὰ ἐπαναφέρῃ καὶ στηρίξῃ τὴν ζωήν μου. Τὰ παιδιά μου ἔχουν πλέον ἐξαφανισθῆ, διότι ὁ ἐχθρὸς ὑπερίσχυσεν ἐναντίον μου.
16
Τὰ μάτια μου χύνουν δάκρυα ὡσὰν νερό, διότι ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ παρηγορεῖ καὶ μὲ ἀναπαύει, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ συνεφέρῃ καὶ θὰ ἀναζωογονήσῃ τὴν ἐξηντλημένην ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὴν ὀδύνην ψυχήν μου. Τὰ παιδιά μου ἔχουν καταστροφῆ καὶ ἀφανισθῆ, διότι ὁ ἐχθρὸς ἐδείχθη ἰσχυρότερος καὶ κραταιότερός μου».
17
Διεπέτασε Σιὼν χεῖρας αὐτῆς, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν αὐτήν· ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἰακώβ, κύκλῳ αὐτοῦ οἱ θλίβοντες αὐτόν, ἐγενήθη Ἱερουσαλὴμ εἰς ἀποκαθημένην ἀναμέσον αὐτῶν.
17
Ἅπλωσε τὰ χέρια της ἡ Σιὼν ζητοῦσα βοήθειαν καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν παρηγορήσῃ καὶ νὰ τὴν βοηθήσῃ. Ἔδωσεν ἐντολὰς ὁ Κύριος εἰς τὸν Ἰακώβ, ἐξέφερεν ἀπειλάς. Καὶ ἰδοὺ ὅτι οἱ καταδυναστεύοντες αὐτὸν τὸν περιεκύκλωσαν. Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἔγινεν ἀκάθαρτος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς, ὡσὰν τὴν ἀποκαθημένην γυναῖκα.
17
Ἡ Σιών «λέγει ὁ Προφήτης» ἄπλωσε καὶ ὕψωσε τὰ χέρια της ζητοῦσα βοήθειαν, δὲν ὑπάρχει ὅμως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ τὴν παρηγορήσῃ καὶ τὴν ἀναπαύσῃ. Ἔδωκε προστάγματα καὶ ἐντολὲς ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ· τοὺς παρήγγειλε νὰ ἀγρυπνοῦν, διότι οἱ ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ τοὺς καταδυναστεύσουν, τοὺς ἔχουν περικυκλώσει. Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἔγινε μεταξύ των βδελυκτὴ καὶ σιχαμερή, ὅπως ἡ γυναῖκα ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἔμμηνον ρῦσιν της.
18
Δίκαιός ἐστι Κύριος, ὅτι τὸ στόμα αὐτοῦ παρεπίκραναν· ἀκούσατε δή, πάντες οἱ λαοί, καὶ ἴδετε τὸ ἄλγος μου· παρθένοι μου καὶ νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ.
18
Δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὁ λαός του τὸν παρεπίκρανεν, ἐπειδὴ δὲν ὑπήκουσεν εἰς τὰ λόγια τοῦ στόματός του. Ἀκούσατε, λοιπόν, ὅλοι οἱ λαοί, ἰδέτε τὴν ὀδύνην μου. Αἱ παρθένοι μου καὶ οἱ νέοι μου ἄνδρες ἀπήχθησαν εἰς αἰχμαλωσίαν.
18
«Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀναγνωρίζει τὴν ἐνοχήν της καὶ λέγει:» «Δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος μὲ ἐτιμώρησε, διότι οἱ Ἰσραηλῖται τὸν ἔχουν πολὺ πικράνει καὶ παροργίσει, ἐπειδὴ δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὰ λόγια τοῦ στόματός του. Ἀκοῦστε λοιπόν, ὅλοι οἱ λαοί, καὶ ἴδετε τὴν ὀδύνην καὶ τὴν συμφοράν μου. Οἱ παρθένες μου καὶ οἱ νέοι μου ὠδηγήθησαν εἰς αἰχμαλωσίαν.
19
Ἐκάλεσα τοὺς ἐραστάς μου, αὐτοὶ δὲ παρελογίσαντό με· οἱ ἱερεῖς μου καὶ οἱ πρεσβύτεροί μου ἐν τῇ πόλει ἐξέλιπον, ὅτι ἐζήτησαν βρῶσιν αὐτοῖς, ἵνα ἐπιστρέψωσι ψυχὰς αὐτῶν, καὶ οὐχ εὗρον.
19
Προσεκάλεσα τοὺς ἄλλοτε φίλους μου, ἀλλὰ αὐτοὶ μὲ ἐγέλασαν καί μὲ ἐπρόδωσαν. Οἱ ἱερεῖς μου καὶ οἱ πρεσβύτεροί μου ἔλειψαν πλέον ἀπὸ τὴν πόλιν, διότι περιέρχονται ἀναζητοῦντες τροφὰς διὰ τὸν ἑαυτόν των, διὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ζωήν των, καὶ δὲν εὐρίσκουν.
19
Προσεκάλεσα τοὺς ἄλλοτε ἐραστάς μου «τοὺς ψευδοπροφήτας, τοὺς τερατοσκόπους καὶ τοὺς δαίμονας, τὰ εἴδωλα», αὐτοὶ ὅμως μὲ ἀπάτησαν, μὲ ἐγέλασαν. Οἱ ἱερεῖς μου καὶ οἱ πρεσβύτεροί μου ἀπέθαναν, ἔλειψαν πλέον ἀπὸ τὴν πόλιν, διότι, ἂν καὶ ἀνεζήτησαν τροφὴν διὰ τὸν ἑαυτόν των, διὰ νὰ συντηρηθοῦν καὶ ἐπιζήσουν, δὲν εὑρῆκαν.
20
Ἰδέ, Κύριε, ὅτι θλίβομαι· ἡ κοιλία μου ἐταράχθη, καὶ ἡ καρδία μου ἐστράφη ἐν ἐμοί, ὅτι παραπικραίνουσα παρεπικράνθην· ἔξωθεν ἠτέκνωσέ με μάχαιρα ὥσπερ θάνατος ἐν οἴκῳ,
20
Ἰδέ, Κύριε, ὅτι θλίβομαι. Τὰ σπλάγχνα μου ἐταράχθησαν. Ἡ καρδία μου ἀνεστατώθη ἐντός μου, διότι ἐγὼ μὲ τὸ νὰ παραπικράνω σὲ ἐπικράνθην πολὺ καὶ ἡ ἴδια. Ἀπ' ἔξω μὲ ἐστέρησεν ἀπὸ τὰ τέκνα μου ἡ ἐχθρικὴ μάχαιρα, ὅπως εἰς τὰς οἰκίας ἡ θανατηφόρος νόσος.
20
Ἰδέ, Κύριε, θλίβομαι, εὑρίσκομαι εἰς ἀπόγνωσιν τὰ σπλάγχνα μου, ὅλα τὰ ἐντός μου ἐταράχθησαν, εὑρίσκονται εἰς ἀναβρασμόν, καὶ ἡ καρδία μου ἔχει ἀναστατωθῇ μέσα μου, διότι μὲ τὸ νὰ παροργίζω Σὲ ἀνεστατώθην, ἐπικράνθην, ἐλυπήθην πολὺ καὶ ἐγώ. Ἔξω ἀπὸ τὶς οἰκίες καὶ τὰ τείχη ἡ μάχαιρα τῶν ἐχθρῶν μὲ ἔχει ἀφήσει ὀρφανὴν καὶ στερημένην ἀπὸ τὰ τέκνα μου, ὅπως καὶ ἡ θανατηφόρος ἀσθένεια μέσα εἰς τὶς οἰκίες.
21
Ἀκούσατε δή, ὅτι στενάζω ἐγώ, οὔκ ἐστιν ὁ παρακαλῶν με· πάντες οἱ ἐχθροί μου ἤκουσαν τὰ κακά μου καὶ ἐχάρησαν, ὅτι σὺ ἐποίησας· ἐπήγαγες ἡμέραν, ἐκάλεσας καιρόν, ἐγένοντο ὅμοιοι ἐμοί.
21
Ἀκούσατε, λοιπόν, ὅτι ἐγὼ στενάζω συνεχῶς καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ μὲ παρηγορήσῃ. Ὅλοι οἱ ἐχθροί μου ἐπληροφορήθησαν τὰς συμφοράς μου καὶ ἐχάρησαν, διότι σὺ ἀπέστειλες αὐτὰς ἐναντίον μου. Φέρε, Κύριε, ἐναντίον αὐτῶν τὴν ἡμέραν τῆς δικαίας σου ὀργῆς. Ὅρισε τὸν κατάλληλον πρὸς τοῦτο καιρόν, διὰ νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ ὅμοιοι μὲ ἐμὲ ὡς πρὸς τὴν θλῖψιν καὶ τὸν πόνον.
21
Ἀκοῦστε λοιπόν, διότι ἐγὼ ἀναστενάζω μὲ ἀλλεπαλλήλους στεναγμούς, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς νὰ μὲ παρηγορήσῃ καὶ ἀναπαύσῃ. Ὅλοι οἱ ἐχθροί μου ἔμαθαν τὶς συμφορὲς ποὺ μὲ ἐκτύπησαν καὶ ἐχαιρεκάκησαν, διότι Σὺ ὁ Κύριος ἐπροκάλεσες αὐτὴν τὴν συμφοράν. Φέρε, Κύριε, ἐναντίον των τὴν ἡμέραν τῆς δικαίας ὀργῆς σου, περὶ τῆς ὁποίας «ὡμίλησες διὰ τῶν Προφητῶν σου· ὅρισε τὸν κατάλληλον πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν καιρόν, διὰ νὰ πάθουν καὶ αὐτοὶ ὅσα ἔπαθα ἐγὼ καὶ νὰ γίνουν ἔτσι ὅμοιοι μὲ ἐμέ, θλιβόμενοι καὶ ὀδυνώμενοι.
22
Εἰσέλθοι πᾶσα ἡ κακία αὐτῶν κατὰ πρόσωπόν σου, καὶ ἐπιφύλλισον αὐτοῖς, ὃν τρόπον ἐποίησαν ἐπιφυλλίδα περὶ πάντων τῶν ἁμαρτημάτων μου, ὅτι πολλοὶ οἱ στεναγμοί μου, καὶ ἡ καρδία μου λυπεῖται.
22
Ἂς παρουσιασθῇ καὶ ἂς ἀπακαλυφθῇ ἐνώπιόν σου ὅλη ἡ κακία των. Τρύγησέ τους, ὅπως αὐτοὶ ἐτρύγησαν ἐμὲ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου. Πρᾶξε εἰς αὐτοὺς ὅ,τι καὶ εἰς ἐμέ, διότι οἱ στεναγμοί μου εἶναι πολλοὶ καὶ ἡ καρδία μου βαρύνεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν λύπην καὶ τὸν πόνον.
22
Εἴθε νὰ ἐμφανισθῇ καὶ νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιόν Σου ὅλη ἡ κακοήθειά των· ἀναζήτησέ τους μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ τρύγησέ τους, ὅπως αὐτοὶ μὲ μετεχειρίσθησαν καὶ μὲ ἐτρύγησαν ἕνεκα τῶν ἰδικῶν μου ἁμαρτημάτων καὶ τοῦτο διότι οἱ ἀλλεπάλληλοι στεναγμοί μου εἶναι πολλοὶ καὶ ἡ καρδία μου λυπεῖται βαθύτατα».