Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός | Ορθόδοξοι Πατέρες Our Lord Jesus Christ | Orthodox Fathers

»»»    Αόρατος Πόλεμος / Αόρατος Πόλεμος - Μέρος Πρώτον / Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ποὺ βαδίζουμε

Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ποὺ βαδίζουμε


Περιεχόμενα

Αόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον

Ἡ τέταρτη ἀπάτη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐπιτίθεται ὁ πονηρὸς διάβολος, ὅταν μᾶς δῇ ὅτι βαδίζουμε τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς ἀρετῆς, εἶναι οἱ διάφορες ἐπιθυμίες, ποὺ ξεσηκώνει ἐναντίον μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ ξεπέσουμε ἀπὸ τὴν ἐκγύμνασι τῶν ἀρετῶν στὶς κακίες. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἕνας ἄρρωστος ὑποφέρῃ μὲ ὑπομονετικὴ θέλησι τὴν ἀρρώστια του, ὁ ἐχθρός, ποὺ γνωρίζει ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μπορεῖ ἐκεῖνος νὰ ἀποκτήσῃ τὴν συνήθεια τῆς ὑπομονῆς, τοῦ παρουσιάζει μπροστά του πολλὰ καλὰ ἔργα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ ἂν βρισκότανε σὲ ἄλλη κατάστασι καὶ φροντίζει νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἂν ἦταν ὑγιής, θὰ μποροῦσε νὰ ὑπηρετήσῃ καλύτερα τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὠφελήσῃ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους.

Ἀφοῦ τοῦ βάλλει αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες, πηγαίνει σιγὰ σιγά, αὐξάνοντάς τες κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο, ποὺ τὸν κάνει νὰ θορυβῆται καὶ νὰ ταράζεται, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς τελειώσῃ, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Καὶ ὅσο τοῦ γίνονται μεγαλύτερες καὶ δυνατώτερες οἱ παρόμοιες ἐπιθυμίες, τόσο πιὸ πολὺ αὐξάνει καὶ ἡ ἐνόχλησις καὶ ἡ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς του· καὶ μετὰ λίγο λίγο, μὲ ἱκανότητα τὸν καταφέρνει ὁ ἐχθρὸς ὥστε νὰ μὴν ὑπομένῃ πλέον τὴν ἀρρώστια του, ὄχι ὡς ἀρρώστια, ἀλλὰ ὡς ἐμπόδιο ἐκείνων τῶν ἀρετῶν, ποὺ μὲ πολλὴ ὄρεξι ἐπιθυμεῖ νὰ κάνῃ, γιὰ μεγαλύτερη ὠφέλεια. Καὶ ἀφοῦ τὸν φέρει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, μὲ πολλὴ ἱκανότητα τοῦ κλέβει ἀπὸ τὸ νοῦ ἐκεῖνο τὸν σκοπὸ ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καλύτερα τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀποκτήσῃ περισσότερες ἀρετές. Καὶ ἔτσι, ἄλλο δὲν τοῦ ἀφήνει, παρὰ γυμνὴ καὶ μόνη τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἐπειδὴ ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν θέλησί του, δὲν τοῦ περνᾷ, συγχύζεται καὶ ταράσσεται σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ γίνεται ἐντελῶς ἀνυπόμονος, καὶ ἔτσι φθάνει ὁ ἄθλιος νὰ πέσῃ στὴν κακία τῆς ἀνυπομονησίας, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ ἐξασκεῖτο ἀπὸ πρὶν χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνῃ καθόλου (1).

Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σὲ αὐτὴν τὴν ἀπάτη τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ὅταν βρεθῇς σὲ αὐτὴ τὴν κατάστασι τῆς ἀρρώστιας, ποὺ νὰ ἐνοχλῆσαι καὶ νὰ ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, νὰ μὴ δέχεσαι ἢ νὰ μὴν ὑποχωρῇς καθόλου στὶς ἐπιθυμίες ποὺ τότε σοῦ ἔρχονται, ὅσο καλὲς κι ἂν φαίνωνται. Γιατὶ, μὴ μπορώντας τότε νὰ τὶς κάνῃς ἔργο, ἀναγκαστικὰ συγχύζεσαι καὶ δὲν εἰρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, μὲ κάθε ταπείνωσι, ὑπομονὴ καὶ ὑποταγὴ νὰ πιστεύῃς, πὼς οἱ ἐπιθυμίες σου αὐτές, δὲν μποροῦν νὰ πάρουν ἐκείνη τὴν ἔκβασι καὶ τὸ τέλος ποὺ ἐπιθυμεῖς, ὄντας ἐσὺ περισσσότερο ἀδύνατος καὶ ἀστήρικτος ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ λογαριάζεις· ἢ σκέψου ὅτι ὁ Θεὸς γιὰ τὶς κρυφὲς κρίσεις του ἢ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν θέλει ἀπὸ σένα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλὰ καλύτερα θέλει νὰ σὲ ἔχῃ ταπεινωμένο μὲ τὴν ὑπομονή, κάτω ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ δυνατὸ χέρι τῆς θελήσεώς του.

Ἔτσι παρόμοια καὶ ἂν ἔχῃς κάποτε κανόνα ἀπὸ τὸν Πνευματικό σου γιὰ κανένα σου ἁμάρτημα καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖς, ὅπως ἐπιθυμεῖς, νὰ ἀκολουθῇς μὲ συνέπεια τὴν κάθε ἐνέργεια ποὺ κάνεις γιὰ εὐλάβεια, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν θεία Κοινωνία, μὴ συγχυσθῇς καὶ ἐνοχληθῇς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τους· ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποβάλῃς κάθε δικό σου θέλημα, φόρεσε ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς, λέγοντας μέσα σου. Ἄχ, ἐὰν τὸ μάτι τῆς θεϊκῆς πρόνοιας, δὲν ἔβλεπε σὲ μένα ἀχαριστίες καὶ ἐλαττώματα, ἐγὼ βέβαια, δὲν θὰ βρισκόμουν τώρα σὲ τέτοια ἀθλιότητα, νὰ στερηθῶ τὴ χάρι τῶν ἁγιωτάτων Μυστηρίων γι᾿ αὐτό, βλέποντας ὅτι ὁ Κύριος μου, μοῦ φανερώνει μὲ αὐτὸ τὴν ἀναξιότητά μου, ὑμνῶ καὶ δοξολογῶ στοὺς αἰῶνας τὸ ὄνομά του, λέγοντας πρὸς αὐτό: «Φιλανθρωπότατε Δέσποτα· ἐλπίζοντας καλὰ στὴν ἀγαθότητά σου, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος ὁ ἄθλιος νὰ σὲ δεχθῶ στὴν ψυχή μου μὲ τὸ μέσο τῶν θείων Μυστηρίων, μὲ ὅλα αὐτά, δὲν σταματῶ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ μπαίνῃς πνευματικὰ σὲ αὐτή, νὰ τὴν χαροποιῇς καὶ νὰ τὴν δυναμώνῃς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ποὺ θέλουν νὰ τὴν χωρίσουν ἀπὸ σένα· καὶ παραμένω πάντα εὐχαριστημένος γιὰ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν στὰ μάτια σου, Δημιουργέ μου καὶ Σωτῆρα μου· αὐτὸ μόνο ἐπιθυμῶ, τὸ θέλημά σου νὰ εἶναι καὶ τώρα καὶ πάντα ἡ τροφή μου καὶ ἡ δύναμίς μου· καὶ αὐτὴ μόνο τὴν χάρι, πολυαγαπητέ μου, σοῦ ζητῶ· ἡ ψυχή μου ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε τί ποὺ δὲν σοῦ ἀρέσει, νὰ μένῃ πάντα ντυμένη μὲ τὴν στολὴ τῶν ἁγίων σου ἐντολῶν καὶ ἑτοιμασμένη στὸ νοητὸ ἐρχομό σου καὶ σὲ ὅ,τι ἄλλο ἐπιθυμεῖς νὰ μοῦ δώσῃς».

Ἂν φυλάξης αὐτὲς τὶς παραγγελίες, νὰ εἶσαι σίγουρος, ὅτι κάθε ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ, ποὺ ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ ὁλοκληρώσῃς, ποὺ προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν φύσι, εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ θέλει νὰ σὲ ἐνοχλεῖ πάντα καὶ νὰ σὲ βγάζῃ πάντα ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς· ἢ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ δοκιμασθῆ ἡ ὑποταγή σου στὸ θέλημά του· σὲ κάθε, λέγω, ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία σου, θὰ ἔχῃς πάντα ἀφορμὴ νὰ εὐχαριστῇς τὸν Θεό σου, ὅπως τοῦ ἀρέσει. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀποτελεῖται ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια καὶ ἡ ὑπηρεσία ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς.

Γνώριζε ἀκόμη καὶ αὐτό, ὅτι γιὰ νὰ μὴν ἀγανακτῇς καὶ χάνῃς τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται, ἀπὸ ὅποιο μέρος καὶ ἂν εἶναι, πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς ἐκεῖνα τὰ δίκαια καὶ φρόνιμα μέσα, ποὺ συνηθίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ νὰ μὴ δίνης ἐσὺ ἀφορμὴ σὲ αὐτές, τὸ νὰ παρακαλῇς τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἐλευθερώνῃ ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἄλλα παρόμοια· ὄχι ὅμως μὲ τόση ἐπιθυμία καὶ ἀφοσίωσι ὁλοκληρωτική, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὶς θλίψεις αὐτές, ἀλλὰ γιατὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ μεταχειριζώμαστε τὰ παρόμοια μέσα καὶ ὄργανα (2). Γιατὶ, ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μὲ τὰ μέσα αὐτὰ ἀπὸ τὴν θλῖψι ἐκείνη. Ὁπότε ἂν σὺ κάνῃς ἀλλιῶς, ζητώντας ὁλοκληρωτικὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὶς θλίψεις, θὰ γκρεμισθῇς σὲ πολλὰ κακά, καὶ εὔκολα θὰ πέσῃς στὴν ἀνυπομονησία, μὲ τὸ νὰ μὴ γίνεται ἡ ἐλευθερία αὐτὴ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσπάθειά σου· ἢ ἡ ὑπομονή σου θὰ εἶναι ἐλαττωματική, καὶ δὲν θὰ εἶναι ὅλη ἀρεστὴ στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄξια μικροῦ μισθοῦ.

Τέλος πάντων, σὲ πληροφορῶ ἐδῶ γιὰ μία κρυφὴ ἀπάτη τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ σκεπάζῃ τὰ ἐλαττώματά μας καὶ μὲ κάποιο τρόπο νὰ τὰ ἀποκρούῃ ὅπως στὸ παράδειγμα· βρίσκεται κάποιος ἄρρωστος, λίγο ὑπομονητικὸς στὴν ἀσθένειά του, ὁ ὁποῖος κρύβει τὴν ἀνυπομονησία του μὲ σκέπασμα κάποιου ζήλου φαινόμενης ἀρετῆς, λέγοντας πὼς ἡ λύπη του δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἀνυπομονησία γιὰ τὸ μαρτύριο ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ ὅτι λυπᾶται εὔλογα, ἢ γιατὶ αὐτὸς ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ἢ γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν, ἀηδιάζουν ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του καὶ δυσανασχετοῦν καὶ βλάπτονται. Ἔτσι μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι καὶ ὁ φιλόδοξος, ποὺ συγχύζεται γιὰ τὴν δόξα ποὺ δὲν πῆρε, δὲν ἀποδίδει τὴν ἀφορμὴ τῆς ἀποτυχίας στὴ δική του ὑπερηφάνεια καὶ ματαιότητα, ἀλλὰ σὲ ἄλλες ἀφορμὲς καὶ προφάσεις. Ὅτι δὲ ἡ ρίζα τῆς μικροψυχίας καὶ συγχύσεως αὐτῶν, δὲν εἶναι γι᾿ ἄλλους ἢ γι᾿ ἄλλη αἰτία, παρὰ γιατὶ αὐτοὶ μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν ἐπιθυμία τους, φανερὸ εἶναι· ἐπειδή, οὔτε ὁ παραπάνω ἄρρωστος φροντίζει καὶ συγχύζεται, γιατὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν, κοπιάζουν τὸ ἴδιο ἢ ἀηδιάζουν καὶ βλάπτονται γιὰ τὴν ἀσθένεια κάποιου ἄλλου, παρὰ γιὰ μόνο τὴ δική του· οὔτε ὁ φιλόδοξος, ποὺ ἀναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο γιὰ ἄλλες θλιβερὲς ὑποθέσεις, ποὺ τοῦ τυχαίνουν, ὅσο γιατὶ ἀπέτυχε νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ θέσις ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Ὁπότε, ἐσύ, γιὰ νὰ μὴ πέσῃς σὲ αὐτὸ τὸ σφάλμα καὶ σὲ ἄλλα, ὑπόφερε πάντα μὲ ὑπομονὴ κάθε κόπο καὶ ἐκπαίδευσι, ποὺ θὰ σὲ ἀκολουθήσῃ, ἀπὸ ὅποιου εἴδους ἀφορμὴ καὶ ἂν εἶναι.

 

1. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προκόβει κάτω ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ κάποιου Γέροντα, ἐπιθυμώντας νὰ κατορθώσῃ μεγαλύτερες ἀρετές, ἀπατᾶται καὶ ἀφίνει τὴν ὑπακοὴ καὶ πηγαίνει στὴ μοναξιὰ καὶ ἄσκησι· καὶ ἐκεῖ πέφτοντας στὴν ἀμέλεια, χάνει καὶ τὴν λίγη προκοπὴ ποὺ ἔκαμνε στὴν ὑπακοή, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας· τὸ ἴδιο παθαίνει καὶ ὁ ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής, ὅταν ἀφήσῃ τὴν ἐρημιὰ καὶ πηγαίνῃ σὲ ὑπακοή, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ τάχα περισσότερες ἀρετὲς καὶ ὠφέλεια· ἐπειδὴ στὴν ὑποταγὴ χάνει καὶ τὴ λίγη ἡσυχία, ποὺ ἀπελάμβανε στὴν μοναξιά.

2. Δηλαδὴ νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μπαίνουμε σὲ πειρασσμό, διότι λέγει· «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 6,13). Καὶ πάλι· «Προσεύχεσθε νὰ μὴ εἰσέλθετε σὲ πειρασμό» (Λουκ. 22,40)· αὐτὸ ἑρμηνεύοντας ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ὅτι εἶναι δαιμονικὸ πρᾶγμα καὶ ὑπερήφανο, τὸ νὰ ρίχνῃ κάποιος μόνος τὸν ἑαυτό του σὲ πειρασμούς. «Δαιμονιώδες γὰρ τὸ ἐπιρρίπτειν ἑαυτοὺς εἰς πειρασμοὺς καὶ ἀλαζονικόν». Πρέπει λοιπὸν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, νὰ παρακαλοῦμε γιὰ νὰ μὴ πέσουμε σ᾿ αὐτόν, καὶ ἀφοῦ πέσουμε στὸν πειρασμὸ πάλι νὰ παρακαλοῦμε, γιὰ νὰ μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν (διότι ἔτσι ἑρμηνεύτεται τὸ «μὴ εἰσελθεῖν ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», κατὰ τὸν Θεοφύλακτο)· δὲν πρέπει ὅμως νὰ πέφτουμε τόσο, νὰ γογγύζουμε, νὰ ἀνησυχοῦμε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν μᾶς τύχουν πειρασμοὶ διάφοροι καὶ θλίψεις, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ χαιρώμαστε, καθὼς μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀδελφόθεος: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· ὄντας πληροφορημένοι, ὅτι ὁ πειρασμὸς ποὺ πάσχουμε, κατὰ τὸ ὄνομα πειράζει, δηλαδὴ δοκιμάζει καὶ λαμπρύνει τὴν πίστι καὶ ἀγάπη ποὺ ἔχομε πρὸς τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἡ φωτιὰ λαμπρύνει τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι.



Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ

Κάθε λογισμὸς καὶ κάθε αἴσθηση ὁδηγοῦν σταδιακὰ τὴν ψυχὴ εἴτε πρὸς τὸν παράδεισο εἴτε πρὸς τὴν κόλαση.

Ἄν ὁ λογισμὸς εἶναι ἔλλογος, τότε συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, μὲ τὸν ὕψιστο Λογισμό, μὲ τὴν Παναξία, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ὁ παράδεισος.

παράδεισος

Ἐάν πάλι εἶναι ἄλογος ὁ λογισμὸς ἤ καὶ παράλογος, τότε συνδέει ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Παράλογο, τὸν Ἀνόητο, μὲ τὸν διάβολο, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ἡ κόλαση.

Ὅσα ἰσχύουν γιὰ τὸν λογισμὸ, ἰσχύουν καὶ γιὰ τις αἰσθήσεις. Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ, ἀπὸ τὴν γῆ: καὶ ὁ παράδεισος μὰ καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Η Θεία Λειτουργία

The Arabic Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

The Turkish Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

 

Άγιοι Τόποι

24 Ώρες στους Αγίους Τόπους, Οδοιπορικό σε Μονές 20/04/2019

24 Ώρες στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων 25/04/2019

24 Ώρες στα Βήματα του Χριστού 27/04/2019

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Ἐγὼ πατὴρ, ἐγὼ ἀδελφὸς, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφὴ, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλὴ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ ἀδελφὴ, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;  περισσότερα »»»

Η Ελλάδα και ο Υμνος της Ελευθερίας

Ελληνική σημαία - Ελλάς - Ελευθερία

Υπεραγία Παρθένος Θεοτόκος Μαρία

Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. (Ψαλ. 32, 10-11)

εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων. (Τιμ.Α 5,8)

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικά λέγονται λογικοί. Δεν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἀπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καἰ ποιὸ τὸ κακό καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.

St Antony the Great

Ἐφ᾿ ὅσον ἐννοεῖς τὰ περὶ Θεοῦ, νὰ εἶσαι εὐσεβής, χωρὶς φθόνο, ἀγαθός, σώφρων, πράος, χαριστικὸς κατὰ δύναμιν, κοινωνικός, ἀφιλόνεικος καὶ τὰ ὅμοια. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο ἀπόκτημα τῆς ψυχῆς, νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ τέτοιες πράξεις καὶ μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανέναν καὶ νὰ λέει γιὰ κανέναν, ὅτι ὁ δείνα εἶναι κακὸς καὶ ἁμάρτησε. Ἀλλὰ καλλίτερο εἶναι νὰ συζητᾶμε τὰ δικά μας κακά, καὶ νὰ ἐρευνᾶμε μέσα μας τὴ δική μας πολιτεία, ἐὰν εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό. Διότι, τί μᾶς μέλει ἐμᾶς, ἐὰν ὁ ἄλλος εἶναι πονηρός;

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ἡ αἰωνιότητα εἶναι φρικιαστικὴ δίχως Θεάνθρωπο, γιατὶ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φοβερὸς δίχως τὸν Θεάνθρωπο. Καθετὶ τὸ ἀνθρώπινο, μονάχα στὸν Θεάνθρωπο ἔχει τὴν τελικὴ καὶ λογικὴ του ἑρμηνεία. Δίχως τὸν θαυμαστὸ Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μεταβάλλονται ἀναπόφευκτα σὲ χάος, σὲ φρίκη, σὲ θάνατο, σὲ κόλαση: ἡ φρόνηση σὲ ἀφροσύνη, ἡ αἴσθηση σὲ ἀπόγνωση, ἡ ἐπιθυμία σὲ αὐτοδιάσπαση μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοθέωση ἤ τὴν αὐτοεξουθένωση.