»»» Μελλοντικές απολαβές
Μελλοντικές απολαβές
Περὶ τῆς τῶν μελλόντων Ἀπολαύσεως, καὶ τῆς τῶν παρόντων εὐτελείας.
Περὶ τῆς τῶν μελλόντων ἀπολαύσεως, καὶ τῆς τῶν παρόντων εὐτελείας.
α΄. Ἀπότοµη ἡ ζέστη καὶ βαριὰ ἡ ξηρασία, μὰ τὴν προθυμία σας δὲν τὴ χάλασε, οὔτε τὸν πόθο σας γιὰ ν᾿ ἀκούσετε τὸν ἐμάρανε. Διότι ἔτσι εἶναι ὁ θερμὸς ἀκροατὴς κι᾿ ὁ πρόθυμος, δυναμωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς διδασκαλίας, ὅλα θὰ τὰ ὑπόφερε μ᾽ εὐκολία γιὰ νὰ χορτάση τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ τὴν καλὴ καὶ πνευματική. Κι’ οὔτε παγωνιά, οὔτε ζέστη, οὔτε ζητήματα πολλά, οὔτε φροντίδες πλῆθος, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο θὰ μποροῦσε νὰ τὸν νικήση, ὅπως καὶ τὸν ἀδιάφορο καὶ πάντα ξενοιασμένο, οὔτε εὐχάριστοι καιροί, οὔτε ἀνάπαυση καὶ ἄδεια, οὔτε ξεκούραση καὶ ἄνεση μπορεῖ νὰ τὸν ξεσηκώση, ἀλλὰ μένει νὰ κοιμᾶται σ᾽ ἕναν ὕπνο ἄξιο γιὰ πολλὴ κατάκριση. Μὰ ἐσεῖς δὲν εἷστε τέτοιοι, ἀλλὰ καλύτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν πόλη. Καὶ μάλιστα ὅ,τι πιὸ σπουδαῖο ἔχει ἡ πόλη μας εἶστε ἐσεῖς, ποὺ μὲ τόση φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον παρακολουθεῖτε προσεκτικὰ ὅσα λέμε. Τὸ θέατρο αὐτὸ ἐδῶ, εἶναι γιὰ μένα πιὸ σπουδαῖο κι’ ἀπ᾽ τὶς βασιλικὲς αὐλές. Διότι ἐκεῖ ὅσα δίνονται, ὅποια κι’ ἂν εἶναι, χάνονται μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ αὐτή, κι᾿ εἶναι ὅλο θόρυβο καὶ ταραχὴ γεμάτα, μὰ ἐδῶ δὲν εἶναι τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀσφάλεια, καὶ τιμὴ χωρὶς καθόλου ταραχή, καὶ ἐξουσίες ποὺ δὲν ἔχουν τέλος, ποὺ οὔτε αὐτός ὁ θάνατος δὲν τὶς κόβει στὴ μέση, ἀλλὰ τότε γίνονται πιὸ ἀσφαλισμένες. Καὶ μὴ μοῦ πῆς γι’ αὐτὸν ποὺ κάθεται στὴν ἅμαξα καὶ σηκώνει τὰ φρύδια του ψηλὰ κι’ ἔχει πολλοὺς ποὺ τὸν περιφρουροῦν, καὶ μὴν προσέχης τὴ ζώνη καὶ τὴ φωνὴ τοῦ κήρυκα. Μὴ μοῦ χαρακτηρίσης τὸν ἄρχοντα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς του, ἂν ἐξουσιάζη τὰ δικά του πάθη, ἂν στὶς ἀδυναμίες του κυριαρχῆ. Νὰ ποῦμε, ἂν συγκρατῆ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ χρήματα, ἂν ὑπόταξε τὸν ἀχόρταγο ἔρωτα τῶν σωμάτων, ἂν δὲν λυώνη ἀπὸ φθόνο, ἂν δὲν σέρνεται ἀπὸ τὸ βαρὺ πάθος τῆς κενοδοξίας, ἂν δὲν φοβᾶται καὶ τρέμη τὴ φτώχεια, ἂν δὲ φοβᾶται μὴ στεναχωρηθῆ, ἂν δὲν πεθαίνη ἀπὸ αὐτὸ τὸ φόβο. Τέτοιον δεῖξε µου τὸν ἄρχοντα, διότι αὐτὸ σημαίνει ἐξουσία. Ἂν ὅμως ἐξουσιάζη τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι δοῦλος στὰ πάθη, ἐγὼ τουλάχιστον θὰ τὸν ἔλεγα αὐτὸν πιὸ δοῦλο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Κι’ ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα του τὸν πυρετὸ κλεισμένο, κι᾿ ἂν τίποτα τέτοιο δὲ φανερώνει τὸ σῶμα του ἀπ᾽ ἔξω, οἱ γιατροὶ βέβαια θὰ ἔλεγαν ὅτι ἔχει ὑψηλὸ πυρετό, κι᾿ ἂν δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι, ἔτσι κι’ ἐγώ, αὐτὸν ποὺ ἔχει ὑποδουλωμένη τὴν ψυχή του κι᾿ εἶναι αἰχμάλωτος στὰ πάθη του, κι᾿ ἂν δὲν φανερώνη τέτοιο τίποτα ἢ ἐξωτερικὴ μορφή του, ἀλλὰ τ᾽ ἀντίθετο, ἀπ᾽ ὅλους πιὸ πολὺ δοῦλο θἄλεγα αὐτὸν ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα του τὸν πυρετὸ τῶν κακῶν, καὶ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῶν παθῶν στὴν ἴδια τὴν ψυχή του θρονιασμένη. Καὶ λέω ἄρχοντα κι’ ἐλεύθερο, καὶ πιὸ βασιλιὰ ἀνάμεσα στοὺς βασιλιάδες, ἐκεῖνον ποὺ κι᾿ ἂν εἶναι ντυμένος μὲ κουρέλια, κι᾿ ἂν κατοικῆ σὲ φυλακή, κι’ ἂν εἶναι δεμένος μ᾽ ἁλυσίδα, αὐτὸς βγάζει ἀπὸ πάνω του τὴν τυραννικὴ αὐτὴ ἐξουσία, κι᾿ οὔτε κυριεύεται ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, οὔτε φοβᾶται καὶ τρέμει μὲ παράλογο φόβο τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀτίμωση, αὐτὰ ποὺ φαίνονται νά ᾿ναι ἄξια νὰ μᾶς λυπήσουν στὴ ζωὴ αὐτή.