»»» Φτωχός
Φτωχός
Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν 33ον Ψαλμόν. Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ ἕνα φτωχόν, δανείζει τὸν Θεό.
Ἐξαιτίας τῶν χρημάτων ἔχουμε πωλήσει τὰ ἐλεύθερα στοιχεῖα. Οἱ δρόμοι φορολογοῦνται· τὰ νερὰ ἐξουσιάζονται ὁ ἀέρας γεμίζει ἀπὸ φωνές. Φλύαροι φοροεισπράκτορες καὶ τελῶνες περισφίγγουν τὶς πόλεις. Οἱ πλούσιοι ἀπὸ τὶς φροντίδες φθείρονται· οἱ δανειστὲς ἀπὸ τὴν ἀγωνία μαραίνονται· οἱ ἅρπαγες διαταράσσουν τὴν ζωή· οἱ φιλοχρήματοι καταπονοῦν τὰ δικαστήρια· οἱ συκοφάντες πωλοῦν τὸ ψέμμα· οἱ κερδοσκόποι διαπραγματεύονται τὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων, λέγοντας ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἐκφυλίζοντας τὴν ἔννοια τοῦ ὅρκου, γνωρίζοντας τὸν Θεὸ μόνο ὅταν ὁρκιζόμαστε. Ἡ γῆ λοιπὸν δὲ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ κακά. Ὁ ἀέρας μολύνθηκε μέχρι καὶ στὸν αἰθέρα ἀκόμα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλα µας τὰ πράγµατα κινοῦνται μέσα στὸ κακό, ὁ προφήτης ἐκφράζοντας τὴν ἀηδία του γιὰ τὴν ζωὴ φωνάζει λέγοντας· «μάταια ἀνησυχεῖ κάθε ἄνθρωπος ζωντανός». Μόνο ὁ ἄνθρωπος, προφήτη µου, ταράσσεται; ἢ μόνο ἡ λογικὴ κτίση κατηγορεῖται, προφήτη; Δὲν βρῆκες κανένα ἄλλο ζῶο νὰ ταράσσεται; Ναί, λέει ταράσσονται καὶ τὰ νερά, ἀλλὰ πάλι ἡσυχάζουν. Σείεται ἡ γῆ, ἀλλὰ πάλι σταθεροποιεῖται. Κινοῦνται οἱ ἄνεμοι, ἀλλὰ πάλι ἡσυχάζουν. Θορυβεῖται κάθε θηρίο, ἀλλὰ ὅταν χορταίνει σταματᾶ. Σηκώνεται καὶ ἡ φλόγα, καὶ ἀφοῦ κάψει τὰ ξύλα ποὺ ὑπάρχουν ἀπὸ κάτω της, σβήνεται. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματάει ποτὲ νὰ ἀνησυχεῖ γιὰ τὰ χρήματα. Πῆρε αὐτὸ καὶ ἀποβλέπει στὸ ἄλλο. Ἔκανε κτῆμα του ἐκεῖνο, καὶ ἀκόμα χάσκει. Βιάζεται νὰ διπλασιάσει τὰ ἑκατό, καὶ αὐτὰ ποὺ διπλασιάστηκαν καταβάλλει προσπάθεια νὰ τὰ δεκαπλασιάσει, ἐπειγόμενος στὰ τόσα ποὺ ἔχει νὰ συσσωρεύσει ἄλλα τόσα, καὶ ποτὲ δὲν παύει νὰ συσσωρεύει, μέχρι νὰ ἔρθει τὸ τέλος του. Εἶναι κατάδικος, διακατεχόµμενος ἀπὸ τὸν πυρετὸ τῆς φιλαργυρίας, περιφέρεται πιὸ ὠχρὸς ἀπὸ τὸ χρυσάφι, γιὰ τὸν πολυπόθητο πλοῦτο, τὸν ἀβέβαιο φίλο, τὸ πλοῦτο τὸν ἀναξιόπιστο συγκάτοικο, τὸν ἐχθρικὸ πόθο, τὸν αἰχμάλωτο δεσπότη ποὺ μᾶς ἐμπαίζει, τὸν πολυαγάπητο χλευαστή, τὸ ἕτοιμο μεταβάτη, τὸν φτερωτὸ δέσμιο, τὸν ἐλαφρότερο ἀπὸ κάθε εἰκόνα ὀνείρου, αὐτὸν ποὺ προκαλεῖ πόλεμο, ποὺ φεύγει γρηγορότερα ἀπὸ κάθε ἐλπίδα, τὸν ἄνεμο ποὺ ἐνῶ τὸν καρτερεῖς φεύγει πετώντας, τὸν πλοῦτο ποὺ εἶναι ὁ γεννήτορας κάθε ἀσωτίας, τὸ συνήγορο κάθε ἀκολασίας, τὸν ἐφευρέτη κάθε κακίας, τὸν συνεργὸ σὲ κάθε τροφὴ ποὺ φθείρει τὴν ψυχή, τὸν ἀντίπαλο τῆς ἐγκράτειας, τὸν ἐχθρὸ τῆς σωφροσύνης, τὸν κρυφὸ κλέφτη κάθε ἀρετῆς.
Η παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου
Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.