»»» Ο Βίος του Χριστού / 34. Μεταξύ των εθνικών
34. Μεταξύ των εθνικών
Ο βίος του Χριστού
Αι χώραι Τύρου και Σιδώνος — Η Συροφοίνισσα — Η πίστις αυτής — Αι χώραι των εθνικών — Επιστροφή εις Δεκάπολιν — Ο κωφάλαλος — Υποδοχή υπό του πλήθους — Ο χορτασμός των τετρακισχιλίων
«Οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως επέλαμψεν αυτοίς». (Ησαΐας).
«Τότε ο Ιησούς απήλθεν εκείθεν και ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Τοιαύτη η βραχεία είδησις ήτις προλογίζει τας βραχείας εκθέσεις περί μιας περιόδου της ζωής Του, περί ης θα είχομεν βαθύ ενδιαφέρον όπως πλέον τι μάθωμεν. Αλλά μόνον έν απλούν συμβεβηκός της επισκέψεως ταύτης εις τους εθνικούς αναγράφεται. Ήθελε φανή ίσως ότι εις την μακρινήν εκείνην χώραν θα υπήρχε βεβαιότης, όχι ασφαλείας μόνον, αλλά και αναπαύσεως· αλλά δεν συνέβη ούτω. Είδομεν ήδη ενδείξεις ότι η φήμη των θαυμάτων Του είχε διαδοθή και μέχρι των παλαιών πόλεων της Φοινίκης, και μόλις έφθασεν εις τα σύνορά των, κατέστη γνωστόν ότι δεν ηδύνατο να μείνη κρυπτόμενος. Μία γυνή τον ανεζήτησε, και ηκολούθησε την μικράν συνοδίαν με παθητικάς ικεσίας. «Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».
θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι ο Κύριος ημών θ' απήντα εις τοιαύτην ικεσίαν δι' αμέσου ελέους, όσω μάλλον, παραχωρών αυτή το αίτημά Της, συμβολικώς θα παρίστα την επέκτασιν της βασιλείας Του εις τους τρεις μεγίστους κλάδους του ειδωλολατρικού κόσμου. Διότι η γυνή ήτο Χαναναία την καταγωγήν και Συροφοίνισσα· την θέσιν Ρωμαία υπήκοος· την δε γλώσσαν και την μόρφωσιν Ελληνίς. Και η επίκλησίς της προς έλεος εις τον Μεσσίαν του εκλεκτού λαού θα ηδύνατο κάλλιστα να φανή εις τα πρωτόλεια της συγκομιδής εν η το αγαθόν σπέρμα θα εβλάστανεν ύστερον εν Τύρω και Σιδώνι και Καρχηδόνι και Ελλάδι και Ρώμη. Αλλ' ο Ιησούς (και δεν είνε αύτη μία των αναριθμήτων ενδείξεων ότι ασχολούμεθα εδώ όχι με ψευδή παράδοσιν, αλλά με αληθή γεγονότα;) ο Ιησούς δεν απήντησεν αυτή λέξιν.
Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δεν βλέπομεν παρομοίαν φαινομένην ψυχρότητα εκ μέρους του Χριστού. Ουδέ πληροφορούμεθα εδώ περί των αιτίων. Δύο δε αίτια φαίνονται πιθανά. Δυνατόν να ηθέλησε να δοκιμάση τα αισθήματα των μαθητών Του, οίτινες, εν τω στενώ πνεύματι της Ιουδαϊκής αποκλειστικότητος δυνατόν να ήσαν απαράσκευοι όπως Τον ίδωσι παρέχοντα τας ευεργεσίας Του, ου μόνον εις εθνικήν, αλλ' εις Χαναναίαν, και απόγονον της επαράτου φυλής. Είνε αληθές ότι είχε θεραπεύσει τον δούλον του εκατοντάρχου, αλλ' ούτος ήτο ίσως Ρωμαίος, βεβαίως δε ευεργέτης των Ιουδαίων, και κατά πάσαν πιθανότητα προσήλυτος. Αλλ' είνε πιθανώτερον ότι, γνωρίζων τι έμελλε να συμβή, επεθύμει να δοκιμάση περισσότερον την πίστιν της γυναικός. Και περιπλέον, δυνατόν να ήθελεν εις πάντε χρόνον να ενθαρρύνη ημάς εις τας προσευχάς και τας ελπίδας μας, και να μας διδάξη να προσκαρτερώμεν, και όταν θα εφαίνετο ότι το προσωπόν Του είνε αυστηρόν προς ημάς, ή ότι το ους Του είνε επιστραμμένον.
Βεβαρημένοι από την ενόχλησιν των κραυγών της, οι μαθηταί Τον παρεκάλεσαν να την αποπέμψη· Εκείνος δε είπε προς αυτούς, «Ουκ απεστάλην ειμή επί τα απολωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ».
Τότε η γυνή ήλθε και έπεσε παρά τους πόδας Του, και ήρχισε να Τον προσκυνή λέγουσα, «Κύριε, βοήθησόν μοι». Ηδύνατο να μένη αμάλακτος εις την λύπην εκείνην; Ηδύνατο ν' απορρίψη την ικεσίαν αυτήν; Και θα την άφηνε να επιστρέψη εις την ισόβιον αγωνίαν του να παρίσταται εις τους παροξυσμούς της δαιμονιζομένης παιδίσκης της; Γαληνίως και ψυχρώς εξήλθεν εκ των χειλέων εκείνων, τα οποία δεν απήντησαν ειμή λόγους ελέους και ευσπλαγχνίας εις την παράκλησιν παντός ικέτου, η απάντησις; «Ου καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Τοιαύτη απάντησις θα ηδύνατο βεβαίως να ψυχράνη την καρδίαν της· και αν Εκείνος δεν προέβλεπεν ότη αυτή είχε την σπανίαν πίστιν, ήτις ηδύνατο να ίδη έλεος και αποδοχήν ακόμη και εν τη φαινομένη αρνήσει, δεν θα απήντα ούτω προς αυτήν. Πλην ουδέ όλαι αι χιόνες του Λιβάνου, του όρους της πατρίδος της, ηδύναντο να σβύσουν το πυρ της αγάπης, το οποίον έκαιεν εις το θυσιαστήριον της καρδίας της, και ταχεία ως ηχώ ήλθεν η λαμπρά απάντησις: — «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης»·
Τότε εκείνη εθριάμβευσεν. Ουδέ στιγμήν περισσότερον παρέτεινεν ο Κύριος την αγωνίαν της προσδοκίας της. «Ω γύναι, εφώνησε, μεγάλη σου η πίστις, γενέσθω σοι ως θέλεις». Και με την συνήθη γραφικήν απλότητα του, ο Ευαγγελιστής Μάρκος περαίνει την διήγησιν διά των συγκινητικών λέξεων: Και ότε ήλθεν εις την οικίαν, εύρεν εξεληλυθός το δαιμόνιον, και την παιδίσκην ανακεκλιμένην.
Πόσον έμεινεν ο Κύριος εις τας χώρας ταύτας, και εις ποίον μέρος διέτριψε, δεν γνωρίζομεν. Πιθανώς η αναχώρησίς Του επεταχύνθη διά της δημοσιότητος ήτις παρηκολούθει τας κινήσεις Του κ' εδώ. Εντεύθεν αναχωρήσας εστράφη ανατολικώς, και φθάσας εις τας πηγάς του Ιορδάνου οδοιπόρησε προς τας χώρας της Δεκαπόλεως.
Η Δεκάπολις, προς ανατολάς του Ιουρδάνου κειμένη, ήτο ομοσπονδία δέκα ελευθέρων πόλεων, το μέρος δε κατείχετο υπό εθνικών, αποτελούντων χωριστόν τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας. Η υποδοχή του Ιησού εις την ημιεθνικήν ταύτην χώραν φαίνεται να υπήρξεν ευνοϊκή. Όπου και αν επορεύετο, δεν ηδύνατο ν' απέχη Του να εξασκή τας θαυματουργούς δυνάμεις Του προς χάριν των πασχόντων, όσοι εζήτουν την βοήθειάν Του. Και εις μίαν των πόλεων τούτων (τα ονόματα τινών εκ των πόλεων τουτων είνε κατά τον Πλίνιον, Γερασά, Γάδαρα, Γεργεσά, Ίππος, Πέλλα, Βεθσηάν, Σκυθόπολις, κτλ) παρεκλήθη να θεραπεύση ένα άνθρωπον κωφόν και μογίλαλον. Θα ηδύνατο να τον θεραπεύση μόνον δι' ενός λόγου, αλλ' υπήρχον προφανώς περιστάσεις εις το πάθημα του ανθρώπου, αίτινες καθίστων ευκταίον να γείνη βαθμιαία η ίασίς του, και δι' ορατών σημείων να εκτελεσθή. Έλαβε τον άνθρωπον κατά μέρος, έβαλε τους δακτύλους εις τα ώτα αυτού, και έπτυσε, και έψαυσε την γλώσσαν του· και είτα ο Μάρκος μας λέγει ότι εστέναξε, και ύψωσεν άνω το όμμα, και είπεν: «Εφφαθά! Διανοίχθητι!» Κ' εδώ πάλιν δεν μας αποκαλύπτεται ποία ήσαν τα άμεσα αίτια τα οποία έθλιβον το πνεύμα Του. Δυνατόν να εστέναξεν εξ οίκτου προς τον άνθρωπον· δυνατόν να εστέναξεν εξ οίκτου προς την φυλήν· δυνατόν να εστέναξε δι' όλας τας αμαρτίας αίτινες εξευτελίζουν και δι' όλας τας ταλαιπωρίας όσαι τυραννούν το ανθρώπινον γένος· αλλά βεβαίως, εστέναξεν εν πνεύματι βαθείας ευσπλαγχνίας, και βεβαίως ο στεναγμός εκείνος ανέβη ως πανσθενής μεσολάβησις εις τας ακοάς Κυρίου των Δυνάμεων. «Δεν ήτο στεναγμός (λέγει ο Λούθηρος) διά την γλώσσαν και τα ώτα εκείνου του πτωχού ανθρώπου· αλλ' ήτο κοινός στεναγμός δι' όλας τας γλώσσας και τα ώτα, προς δε, δι' όλας τας καρδίας, τα σώματα, και τας ψυχάς, και δι' όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ μέχρι του τελευταίου απογόνου του».
Το συμπέρασμα το οποίον εξήγαγόν τινες ότι ο Κύριος ημών ελληνιστί ωμίλει συνήθως, και ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος διετήρησε μόνον ολίγας αραμαϊκάς λέξεις κατά τας σπανίας περιστάσεις καθ' ας ο Χριστός μετεχειρίζετο την γνησίαν γλώσσαν της πατρίδος Του (καθώς ενταύθα την λέξιν Εφφαθά), είνε λίαν ακροσφαλές. Πλείστοι εκ των Ιουδαίων του καιρού εκείνου, και μάλιστα οι εν τοις εμπορικοίς κέντροις οικούντες, ωμίλουν δύο γλώσσας, Ελληνικήν και Αραμαϊκήν· αλλ' ημείς εύρομεν εν αρχή, του παρόντος βιβλίου λόγους ίνα πιστεύωμεν, ότι ο Κύριος ωμίλει συνήθως, αραμαϊστί.
Τα πλήθη της μεμακρυσμένης εκείνης χώρας, ασυνείθιστα εις τα θαύματά Του, υπερμέτρως εξεπλάγησαν. Η περί εχεμυθίας σύστασίς Του ως συνήθως ωλιγωρήθη, και μεγάλα πλήθη ηκολούθησαν τον Ιησούν εις την κορυφήν όρους υπεράνω της λίμνης προς τα ανατολικά, σχεδόν αντικρύ των Μαγδάλων, κ' εκεί φέροντες τους τυφλούς των και τους χωλούς και πηρούς και αλάλους, τους έθεσαν παρά τους πόδας του Αγαθού Ιατρού, και όλους τους εθεράπευσεν. Εμπλησθέντες εκπλήξεως, οι άνθρωποι της Δεκαπόλεως δεν ηδύναντο ν' αποσπασθώσιν από πλησίον Του, και ημιειδωλολάτραι αυτοί, εδόξαζον τον Θεόν του Ισραήλ.
Τρεις ημέρας ήδη είχον διατρίψει μετ' Αυτού, κ' επειδή πολλοί τούτων ήρχοντο εξ αποστάσεως, αι τροφαί των εξηντλήθησαν. Ο Ιησούς τους ώκτειρε, και βλέπων την πίστιν των, πάλιν παρέθηκεν διά τον λαόν Του τράπεζαν εν τη ερήμω. Ηπόρησάν τινες ότι, εις απάντησιν της εκφράσεως του οίκτου Του, οι μαθηταί δεν προέβλεψαν ουδέ υπέβαλον γνώμην τι έπρεπε να πράξη. Αλλ' ενταύθα βεβαίως υπάρχει απόχρωσις λεπτότητος και αληθείας. Εγνώριζον ότι δεν υπήρχε παρ' Αυτώ σπατάλη του υπέρφυούς, ουδέ περιττή εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως. Πολλάκις είχον συνυπάρξει με πλήθη πρότερον, και όμως εις μίαν μόνην περίστασιν τους είχε θρέψει· και περιπλέον, αφού ούτως έπραξεν, είχεν επιτιμήσει αυστηρώς εκείνους οίτινες ήρχοντο προς Αυτόν εν προσδοκία τοιούτων δωρεών, και είχε ποιήσει ομιλίαν τόσον αυστηράν ώστε απεξένωσεν αφ' Εαυτού και πολλούς των φίλων Του. Διά αυτούς να προτείνωσιν επανάληψιν της τροφοδοσίας των πεντακισχιλίων θα ήτο οίησις και κενοδοξία, την οποίαν ο βαθύς σεβασμός των τους απηγόρευε, και τοσούτω μάλλον όσω ενθυμούντο πόσον επιμόνως είχεν αρνηθή να ποιήση σημείον κατ' εισήγησιν άλλων. Αλλά μόλις τους έδωκε νύξιν περί της προθέσεώς Του, και μετ' εντελούς πίστεως κατέστησαν πρόθυμοι υπουργοί Του. Έβαλαν το πλήθος να καθίση επί του εδάφους, και ήρχισαν να διανέμωσι προς αυτούς τα τεμάχια των θαυμασίως πολλαπλασιασθέντων επτά άρτων και των ολίγων ιχθυδίων· και εσήκωσαν τα περισσεύματα επτά σπυρίδας πλήρεις, αφού το πλήθος, τετρακισχίλιοι άνδρες, χωρίς γυναικών και παιδίων, έφαγε και εχορτάσθη. Και είτα ο Κύριος και οι μαθηταί Του απέπεμψαν το πλήθος χαίρον και ευγνωμονούν.