»»» Ο Βίος του Χριστού / 36. Η Μεταμόρφωσις
36. Η Μεταμόρφωσις
Ο βίος του Χριστού
Θαβώρ και Ερμών — Μωυσής και Ηλίας — «Τα περί της εξόδου Αυτού» — Έξαλλοι λόγοι του Πέτρου — Η φωνή εξ ουρανών — «Συ το άχρονον φως»
«Και ταύτην την φωνήν εξ ουρανού ημείς ηκούσαμεν συν Αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω». (Πέτρ. Β'. α'. 18.)
«Διά της εν γνόφω θείας ομφής το πρόσωπόν ποτε εδοξάσθη Μωσής· Χριστός δε ως ιμάτιον φως και δόξαν αναβάλλεται». (Κοσμάς ο Ποιητής.)
Ουδείς των Ευαγγελιστών μας λέγει τι περί της εβδομάδος ήτις επηκολούθησε μετά την μεγάλην ομολογίαν του Πέτρου. Μας λέγουσι μόνον ότι μεθ' ημέρας έξ παρέλαβεν ο Ιησούς τον Πέτρον, και Ιάκωβον, και Ιωάννην, «και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ' ιδίαν».
Η αρχαία παράδοσις είνε, ότι το όρος τούτο ήτο το Θαβώρ, και κατά την 6 Αυγούστου, ότε εορτάζεται η Μεταμόρφωσις εν τη Ελληνική Εκκλησία, πολλοί προσκυνηταί μεταβαίνουσιν ακόμη εις το όρος Θαβώρ, όπου τρεις παλαιαί εκκλησίαι και έν μοναστήριον προσμαρτυρούσι την αρχαιότητα της παραδόσεως. Πολλοί κριτικοί όμως, επιχωρίως μελετήσαντες το πράγμα, πιθανολογούσιν ότι η Μεταμόρφωσις συνέβη μάλλον επί του όρους Ερμών. Και ο στίχος του προφητάνακτος συνάπτει διθυραμβικώς τα δύο ταύτα μεγαλοπρεπή όρη, λέγων: «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσονται».
Ήτο εσπερινή ώρα όταν ανέβαινε το όρος· και καθώς ανήρχετο την κλιτύν μετά των τριών εκλεκτών μαρτύρων Του «των υιών της Βροντής, και του ανθρώπου του Βράχου (της Πέτρας)», βεβαίως ένθεος αγαλλίασις εύφρανε την ψυχήν Του· το αίσθημα ου μόνον της γαλήνης, την οποίαν η κοινωνία εκείνη μετά του Πατρός Του, η διά της εν μονώσει προσευχής επί του όρους, θα εδαψίλευεν εις το πνεύμα Του, αλλ' έτι περισσότερον ή τούτο, το αίσθημα ότι θα υπεστηρίζετο κατά την επερχομένην ώραν της υπερτάτης δοκιμασίας δι' υπηρεσιών ουχί γηίνων. Ανήρχετο διά να ετοιμασθή προς τον θάνατον, και προσέλαβε τους τρεις Αποστόλους Του μεθ' Εαυτού, όπως «επόπται γενηθέντες της Εκείνου μεγαλειότητος», και «θεασάμενοι την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρους χάριτος και αληθείας», αισθανθώσι τας καρδίας των ενδυναμουμένας, την πίστιν των κρατυνομένην, όπως προσβλέψωσιν ακλόνητοι εις την άρρητον ταπείνωσιν του Σταυρού. «Προ του Σταυρού Σου, Κύριε, όρος ουρανόν εμιμείτο, νεφέλη ως σκηνή εφηπλούτο».
Εκεί λοιπόν ο Σωτήρ ήρχισε να προσεύχεται, και καθώς προσηύχετο, μετηρσιώθη από των μόχθων και της αθλιότητος του κόσμου, όστις Τον είχεν απορρίψει. «Μεταμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον Αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια Αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Περιεβλήθη άφνω τοσαύτην αίγλην υπερφυούς δόξης και λαμπρότητος, ώστε το φως, η χιών, η αστραπή είνε τα μόνα πράγματα προς ά οι Ευαγγελισταί δύνανται να παραβάλωσι την ουράνιον εκείνην λάμψιν. Και ιδού! δύο μορφαί ώφθησαν πλησίον Αυτού. Το ιδού τούτο εμφαίνει πόσον ισχυρά ήτο η εντύπωσις την οποίαν η σκηνή αύτη ενεποίησεν εις την φαντασίαν των παρισταμένων. Οι δύο, οίτινες επεφάνησαν Αυτώ, ήσαν οι αντιπρόσωποι του Νόμου και των προφητών, οι δύο επιφανέστατοι και λαμπρότατοι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας. Αμφότεροι είχον μεταστή από του κόσμου τούτου μυστηριώδει τω τρόπω. Αμφότεροι ήσαν οι πρόκριτοι του Νόμου, ενώ οι τρεις μαθηταί ήσαν οι πρόκριτοι της Χάριτος· ο είς των δύο εφαίνετο ως να ήρχετο εξ ουρανού, οι τρεις Απόστολοι ήσαν εκ της γης, και ο Μωυσής εκ των καταχθονίων. Αμφότεροι, καθώς ο Μείζων τούτων προς ον ελάλουν, είχον υποφέρει την υπερφυά εκείνην νηστείαν των τεσσαράκοντα ημερών και τεσσαράκοντα νυκτών· αμφότεροι εγένοντο θεόπται επί του όρους Χωρήβ. Και τώρα ήρχοντο επισήμως ίνα παρακαταθέσωσιν εις χείρας Του την δάνιον και λήξασαν εξουσίαν των.
Ίσταντο πλησίον Του, εν σχήματι σεβασμού και υποκλίσεως, αι δύο μεγάλαι μορφαί του Μωυσέως και του Ηλία, και ελάλουν «τα περί της εξόδου (ήτοι της τελευτής) Αυτού, ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ».
Και τότε οι τρεις Απόστολοι έπεσον πρηνείς εις την γην, μη ισχύοντες ν' ατενίσωσιν εις το καταπληκτικόν θέαμα. Και τότε ο Πέτρος, έκθαμβος, παράφορος, άλλος εξ άλλου γεγονώς, μη γνωρίζων τι έλεγε· μη γνωρίζων ότι ο Γολγοθάς θα ήτο θέαμα ασυγκρίτως λαμπρότερον ή το Θαβώρ· μη γνωρίζων ότι ο Νόμος και οι Προφήται τώρα επληρούντο· μη γνωρίζων πληρέστερον ότι ο Κύριός Του ήτο ανεκλαλήτως μεγαλείτερος και από τον Νομοθέτην του Σινά και από τον εκδικητήν του Καρμήλου, ανεφώνησε, «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι πονήσωμεν ουν τρεις σκηνάς, Σοι μίαν, και μίαν Μωυσή, και μίαν Ηλία». Οι Απόστολοι ανεγνώρισαν τας δύο μορφάς, όχι μόνον από τα γνωρίσματά των τα οποία ήσαν γνωστά εις τον Ιουδαϊκόν λαόν, της περιβολής και του σχήματος εκατέρου, αλλά και από τους λόγους τους οποίους έλεγον μετά τρόμου και σεβασμού προς τον Κύριον, «περί της εξόδου Αυτού» της διά του Σταυρού. Αλλά δεν απέκειτο εις τον Πέτρον να μεταβάλη την ιστορίαν του πεπολιτισμένου κόσμου κατ' αρέσκειαν. Ώφειλε και έμελλε να μάθη την έννοιαν του Γολγοθά ουχ' ήτον ή την του Θαβώρ. Όχι εν γνόφω και θυέλλη ή εν πυρίνω άρματι έμελλε να παρέλθη απ' αυτών ο Ιησούς, αλλά με τους βραχίονας τεταμένους εν αγωνία επί του επαράτου ξύλου· όχι μεταξύ του Μωυσέως και του Ηλία, αλλά μεταξύ δύο ληστών, σταυρωθέντων μετ' αυτού, «εντεύθεν και εντεύθεν».
Απαντήσις άλλη δεν εδόθη εις τους εξάλλους και ονειρώδεις λόγους του· αλλά καθώς ελάλει, νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και φωνή εξήλθεν εκ της νεφέλης λέγουσα: «Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα· Αυτού ακούετε». Οι μαθηταί πρηνείς έκρυψαν τας όψεις των εις την χλόην. Και όταν ανέκυψαν και προέβλεψαν, ουδένα άλλον είδον ειμή τον Ιησούν. Ήσαν οι τρεις μόνοι μετ' Εκείνου. Αλλ' εφοβούντο να κινηθώσιν ή να ομιλήσωσιν. Αλλ' ο Ιησούς, με την συνήθη ανθρωπίνην όψιν Του ήλθε προς αυτούς, τους έψαυσε, και είπεν: «Εγέρθητε, και μη φοβείσθε».
Και ούτω διηύγασεν η ημέρα εις το Θαβώρ και κατέβαινον το όρος· και καθώς κατέβαινον, τους προσέταξε να μη είπωσιν εις κανένα ό,τι είδον άχρις ου ο Υιός του Ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. Τώρα δεν ήτο καιρός να ομιλήσωσι. Μετά την ανάστασιν η πίστις όλων θα εκρατύνετο, και δεν θα υπήρχε πλέον αντιζηλίαι μεταξύ των. Ετήρησαν οι τρεις το πρόσταγμα του Χριστού, αλλά μόνον ηρώτων αλλήλους, ή ανελογίζοντο εν σιωπή τι έμελλε να είνε τάχα αυτή η εκ νεκρών ανάστασις. Και άλλο σπουδαίον ζήτημα εβάρυνεν εις το πνεύμα των. Είχον ιδεί τον Ηλίαν. Εγίνωσκον ήδη πληρέστερον είπερ ποτέ ότι ο Κύριός των ήτο τω όντι ο Χριστός. Αλλ' όμως πώς λέγουσιν οι Γραμματείς (και δεν είχον οι Γραμματείς την προφητείαν του Μαλαχίου προς χάριν των) ότι ο Ηλίας μέλλει να έλθει πρώτον και ν' αποκαταστήση πάντα; Και τότε ο Κύριος ημών πραέως τους ωδήγησε να εννοήσωσιν ότι ο Ηλίας, ήλθεν ήδη, και δεν ανεγνωρίσθη, και έλαβεν από το έθνος του τον αυτόν κλήρον, όστις έμελλε τάχιστα να έλθη και εις Εκείνον τον οποίον αυτός, προκατήγγειλε. Τότε ενόησαν ότι ωμίλει αυτοίς περί Ιωάννου του Βαπτιστού.