»»» Ο Βίος του Χριστού / 38. Βραχεία διατριβή εις Καπερναούμ
38. Βραχεία διατριβή εις Καπερναούμ
Ο βίος του Χριστού
- ...
- Η μεγάλη ομολογία
- Η Μεταμόρφωσις
- Ο δαιμονιζόμενος νεανίσκος
- Βραχεία διατριβή εις Καπερναούμ
- Η εορτή της Σκηνοπηγίας
- Η επ' αυτοφόρω μοιχαλίς
- Ο εκ γενετής τυφλός
- ...
Ο φόρος του Ναού — Η απαίτησίς του από του Πέτρου — Η απόκρισις του Αποστόλου — Ο στατήρ εις το στόμα του ιχθύος — Ιδιάζοντες χαρακτήρες του θαύματος — Όπου ο Λυτρωτής πληρώνει λύτρα
Έν ακόμη συμβεβηκώς, μνημονευόμενον υπό μόνον του Ματθαίου, εχαρακτήρισε την βραχείαν διατριβήν Του εις Καπερναούμ.
Εξ αμνημονεύτων χρόνων ήτο συνήθεια να συλλέγωσιν ένα φόρον προς διατήρησιν του Ναού, ήμισυ σεκέλ κατ' έτος, από πάντα Ιουδαίον όστις είχε φθάσει εις ηλικίαν είκοσιν ετών, ως «λύτρον υπέρ της ψυχής αυτού τω Κυρίω». Ο φόρος επληρώνετο υπό παντός Ιουδαίου πανταχού του κόσμου, πλουσίου ή πτωχού, όπως δειχθή ότι αι ψυχαί πάντων είνε ίσαι ενώπιον του Θεού. Διά του φόρου τούτου συνελέγοντο μεγάλα ποσά χρημάτων, τα οποία εστέλοντο εις Ιερουσαλήμ δι' ιεροπομπών, όπως τας ονομάζη ο Φίλων.
Ευθύς άμα τη εις Καπερναούμ επανόδω του Κυρίου ήλθον, λοιπόν, «οι τα δίδραχμα, συλλέγοντες» (δίδραχμον είνε το ήμισυ σεκέλ τετράδραχμον δε το ακέραιον), και ηρώτησαν τον Πέτρον: — Ο διδάσκαλός σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα;
Το υποκείμενον τούτο παρέχει δύο δυσκολίας. — Πρώτον, διατί από τον Κύριον δεν εζήτησαν την εισφοράν κατά τα προλαβόντα έτη; και δεύτερον διατί τώρα εζητείτο κατά φθινόπωρον, ότε προσήγγιζεν η εορτή της Σκηνοπηγίας, αντί να ζητηθή κατά τον μήνα Αδάρ, έν εξάμηνον πρωιμώτερα; Αι απαντήσεις φαίνεται να είνε, ότι ιερείς και εξέχοντες Ραββίνοι εθεωρούντο ως εξηρημένοι του φόρου· ότι η συχνή απουσία του Κυρίου από της Καπερναούμ είχεν επιφέρει αταξίαν τινά, και ότι επετρέπετο να πληρώνωνται καθυστερούντα μετά τινα χρόνον.
Το γεγονός ότι οι εισπράκτορες απηυθύνθησαν προς τον Πέτρον αντί ν' απευθυνθώσι προς Αυτόν τον Ιησούν, είνε άλλη εκ των πολυαρίθμων ενδείξεων του φόβου τον οποίον ενέπνεε και εις των ασπονδοτέρων εχθρών Του τας καρδίας, καθότι, κατά πάσαν πιθανότητα, η απαίτησις του φόρου εγένετο εν τη επιθυμία του να καταθλίψωσι τον βίον Του και να παραβλέψωσι το αξίωμά του. Αλλ' ο Πέτρος, με την συνήθη αυτώ ορμητικήν ετοιμότητα, χωρίς να περιμένη, ως έπρεπε, να συμβουλευθή τον Διδάσκαλόν του, απήντησε, «Ναι».
Εάν εσκέπτετο ολίγω επί μακρότερον, εάν περισσοτέρα εγνώριζεν, εάν ανεπόλει τουλάχιστον την ιδίαν του μεγάλην ομολογίαν την προσφάτως γενομένην, η απάντησίς του δυνατόν να μην ήρχετο μετά τόσης γοργότητος. Το αργύριον τούτο ήτο, οπωσδήποτε, εν τη πρώτη σημασία του, λύτρον της ψυχής εκάστου των εισφερόντων· και πώς ηδύνατο ο Λυτρωτής, όστις απελύτρωσεν όλας τας ψυχάς διά της θυσίας της ζωής Του, να πληρώσει λύτρα διά την άμωμον ψυχήν Του; Ήτο δε και φόρος διά τας υπηρεσίας του Ναού. Πώς άρα ηδύνατο να οφείλεται υπ' Εκείνου τον οποίου το θνητόν σκήνωμα ήτο ο νέος πνευματικός Ναός του ζώντος Θεού; Ούτος έμελλε να εισέλθη εις τα Άγια των Αγίων διά της θυσίας του ιδίου αίματός Του. Επλήρωσεν ό,τι δεν ώφειλεν, όπως σώση ημάς απ' εκείνου το οποίον ωφείλομεν, αλλά δεν ηδυνάμεθα να πληρώσωμεν ποτέ.
Επομένως, όταν ο Πέτρος εισήλθεν εις την οικίαν, συναισθανθείς ίσως εν τω μεταξύ ότι η απάντησίς του υπήρξε πρόωρος, ίσως δε και αναλογισθείς ότι κατ' εκείνην την στιγμήν δεν υπήρχον πόροι ούτε προς απότισιν του ευτελούς τούτου ποσού εις τον πενιχρόν των γλωσσόκομον, ο Ιησούς, χωρίς να περιμένη έκφρασίν τινα της αμηχανίας του Αποστόλου, είπεν αυτώ, «Τι φρονείς, Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνας λαμβάνουσι τους φόρους; από τους υιούς των, ή από όσους δεν είνε τέκνα των;»
«Από όσους δεν είνε τέκνα των», απήντησεν ο Πέτρος.
«Τότε, είπεν ο Ιησούς, οι υιοί είνε ελεύθεροι». Εγώ, ο Υιός του Μεγάλου Βασιλέως, και συ δε, όστις είσαι ωσαύτως, υιός Του κατά χάριν και υιοθεσίαν, δεν είμεθα υπόχρεοι να πληρώσωμεν αυτόν τον φόρον. Εάν δε τον πληρώσωμεν, η πληρωμή θα είνε πράγμα, όχι θετικής υποχρεώσεως, όπως έκριναν τελευταίον οι Φαρισαίοι, αλλ' ελευθέρας και προθύμου δόσεως.
Υπάρχει τι το ωραίον και τερπνόν μάλιστα εις τον αβρόν τούτον τρόπον του δείξαι εις τον ορμητικόν Απόστολον το δίλημμα εις ό η εσπευσμένη απόκρισίς του ενέβαλε τον Κύριόν του. Βλέπομεν εν τούτω, ως παρετήρησεν είς των νεωτέρων μεταρρυθμιστών, την λεπτοφυά, φιλικήν, φιλόστοργον ομιλητικότητα, ήτις πρέπει να υπήρχε μεταξύ του Χριστού και των μαθητών Του. Φαίνεται δε συγχρόνως ν' αποκαθιστά την αιώνιον αρχήν ότι αι θρησκευτικαί διακονίαι πρέπει να συντηρώνται δι' εκουσίων εισφορών και όχι δι' αναγκαστικής εισπράξεως. Αλλ' όμως, εξηκολούθησεν ο Σωτήρ, διά να μη σκανδαλίσωμεν αυτούς, ύπαγε εις την θάλασσαν, και ρίψον άγκιστρον, και λάβε τον πρώτον ιχθύν όστις θα έλθη· και ανοίξας το στόμα αυτού, θα εύρης ένα στατήρα (είς στατήρ ήτο ισοδύναμος με τετράδραχμον)· τούτον λάβε και δος αυτοίς αντί Εμού και σου».
Εν αυτή τη πράξει της υποταγής, η μεγαλειότης Του απείρως εκλάμπει. Ηθέλησε να πληρώση την εισφοράν, όπως αποφύγη το να προσβάλη τινός τα αισθήματα, και μάλιστα, επειδή ο Απόστολος Του είχεν υποσχεθή τούτο ως εκ μέρους Του· αλλά δεν ηδύνατο να την πληρώση κατά τον συνήθη τρόπον, διότι τούτο θα ήτο ως να διεκύβευε μίαν αρχήν. Υπείκων εις τον νόμον της αγάπης και της υποταγής, ήθελεν ωσαύτως να υπείξη και εις τους νόμους της αξιοπρεπείας και αληθείας. Πληρώνει άρα τον φόρον, αλλά τον λαμβάνει από το στόμα ενός ιχθύος, όπως το μεγαλείον Του αναγνωρισθή.
Όταν ο Χριστομάχος Πάουλος, με την συνήθη βάναυσον φιλοπαιγμοσύνην του, ονομάζη τούτο «θαύμα δι' ήμισυ τάλληρον», αποδεικνύει μόνον την ιδίαν κακήν αντίληψίν του περί των ωραίων ηθικών μαθημάτων τα οποία εμπερικλείονται εις την διήγησιν, και τα οποία εις τούτο, ως και εις πάσαν άλλην περίστασιν, διακρίνουσι τα αληθή θαύματα του Κυρίου από των εν τοις Αποκρύφοις. Και αν επρόκειτο περί θαυμασίας ευρέσεως μυρίων ταλάντων ή χιλιάδων λίτρων χρυσού, ουδείς βεβαίως σοβαρός κριτικός θα έπειθε τον εαυτόν του ή τους άλλους, ότι εις το ποσόν τούτο θα συνίστατο το μεγαλείον του θαύματος.