»»» Ο Βίος του Χριστού / 48. Ιεριχώ και Βηθανία
48. Ιεριχώ και Βηθανία
Ο βίος του Χριστού
- ...
- Η εορτή των Εγκαινίων
- Πέραν του Ιορδάνου
- Η Έγερσις του Λαζάρου
- Ιεριχώ και Βηθανία
- Η Βαϊοφόρος
- Δευτέρα της εβδομάδος των παθών — Ημέρα Παραβολών
- ...
Ο Ιησούς καθ' οδόν — Αποκάλυψις περί του φρικτού Τέλους — Οι υιοί του Ζεβεδαίου — Το ποτήριον και το Βάπτισμα — Ιεριχώ — Ο Βαρτίμαιος — Ο Ζακχαίος — Η μετάνοια του — Η Παραβολή των Ταλάντων — Εις Βηθανίαν — «Σίμων ο Λεπρός» — Η αποσιώπησις των Συνοπτιστών — Η προσφορά της Μαρίας — Η λύσσα του Ιούδα — Ευλογία της Μαρίας υπό του Ιησού — «Εις το ενταφιάσαι με εποίησε» — Συμβούλιον του Προδότου μετά των Ιερέων
Από της κωνοειδούς κορυφής του Εφραΐμ ηδύνατο ο Ιησούς να βλέπη τας συνοδίας των προσκυνητών, καθώς, επί τη προσεγγίσει του Πάσχα, ήρχισαν να κατέρχωνται την κοιλάδα του Ιορδάνου προς την Ιερουσαλήμ, όπως καθαρισθώσιν από παντός σπίλου και ρύπου προ της ενάρξεως της μεγάλης εορτής. Ο καιρός ήλθε δι' αυτόν να καταλίπη την κρύπτην Του, και κατέβη από της κορυφής του Εφραΐμ εις την μεγάλην οδόν, όπως συναντήση την μεγάλην συνοδίαν των Γαλιλαίων προσκυνητών.
Και καθώς έστρεψε τα νώτα προς την πολίχνην, και ήρχισε την τελευταίαν πορείαν Του εις Ιεροσόλυμα, προφητική σεμνότης και έξαρσις ψυχής, παλαίουσα με την φυσικήν αγωνίαν της σαρκός, διεπέρασεν όλην την ύπαρξίν Του, και έδωκε νέον και παράδοξον μεγαλείον εις πάσαν κίνησιν και εις παν βλέμμα Του. Ήτο η Μεταμόρφωσις της Αυτοθυσίας· και καθώς η προτέρα εκείνη Μεταμόρφωσις της Δόξης, ενέπλησε τους ιδόντας αυτήν εκπλήξεως και τρόμου, τον οποίον δεν ηδύναντο να εξηγήσωσιν. Ολίγαι υπάρχουσιν εν τοις Ευαγγελίοις εικόνες καταπληκτικώτεραι ή αύτη, ότε ο Ιησούς απέρχεται εις τον θάνατόν Του, και βαδίζει μόνος ανά την οδόν εις την βαθείαν κοιλάδα, ενώ όπισθέν Του εν εμφόβω ευλαβεία και μετά μεμιγμένων προβλέψεων φόβου και ελπίδος, με τους οφθαλμούς προσηλωμένους επ' Αυτόν, καθώς με κεκυφυίαν κεφαλήν προεπορεύετο αυτών εν όλω τω μεγαλείω της λύπης, ηκολούθουν οι μαθηταί και δεν ετόλμων να διαταράξωσι τας μελέτας Του. Αλλά τέλος εσταμάτησε και τους εκάλεσε προς Εαυτόν, και τότε πάλιν, διά τρίτην φοράν, μετά πληρεστέρων, σαφεστέρων, τρομερωτέρων λεπτομερειών ή άλλοτε, είπεν αυτοίς ότι θα παραδοθή εις τους Ιερείς και Γραμματείς· ότι θα καταδικασθή υπ' αυτών, είτα θα παραδοθή εις τα Έθνη· ότι υπό των Εθνών θα εμπαιχθή, θα μαστιγωθή, και (τώρα διά πρώτην φοράν εφανέρωσεν αυτοίς άνευ περιφράσεως το έπακρον της φρικώδους ατιμίας) θα σταυρωθή· και ότι τη τρίτη ημέρα θ’ αναστή πάλιν. Αλλ' αι καρδίαι των ήσαν πλήρεις ελπίδων περί της δόξης του Μεσίου· ήσαν τόσον προκατειλημμένοι με την πεποίθησιν ότι τώρα η βασιλεία του Θεού έμελλε να έλθη εν όλη αυτής τη λαμπρότητι, ώστε η προφητεία παρήλθε δι' αυτούς ως κενός ήχος· δεν ηδύναντο ουδέ ήθελον να εννοήσωσι.
Δεν δύναται να υπάρξη εκπληκτικώτερον σχόλιον περί της ανικανότητός των εις το νοήσαι το τι έλεγεν αυτοίς ο Ιησούς ή το γεγονός ότι, μικρώ ύστερον, και κατά την αυτήν οδοιπορίαν, επήλθεν η πλέον άκαιρος και ουδέν το πνευματικόν έχουσα απαίτησις την οποίαν αναγράφουν οι Ευαγγελισταί. Με ήθος μυστικότητος και εχεμυθίας, η Σαλώμη, μία των διακονουσών τω Χριστώ, μετά των δύο υιών της Ιακώβου και Ιωάννου, οίτινες ήσαν εκ των μάλλον προεχόντων Αποστόλων Του, ήλθον προς Αυτόν μετά προσκυνήσεων, και Τον ικέτευον να τους υποσχεθή μίαν εύνοιαν. Ηρώτησε ποίον το αίτημά των· και τότε η μήτηρ, ομιλούσα διά τους θερμοκαρδίους και φιλοδόξους υιούς της, Τον παρεκάλεσεν ίνα εν τη βασιλεία Του ούτοι καθίσωσιν ο είς εκ δεξιών Του και ο έτερος εξ ευωνύμων Του. Ο Ιησούς υπέφερε πραέως την ιδιοτέλειαν ταύτην και την πλάνην των. Εζήτουν εν τη τυφλώσει των την θέσιν εκείνην, την οποίαν, ολίγας ημέρας ύστερον έμελλον να ίδωσι κατεχομένην εν αισχύνη και αγωνία υπό των δύο εσταυρωμένων ληστών! Αι φαντασίαι των εβασανίζοντο από δώδεκα θρόνους. Αι σκέψεις Του ήσαν περί τριών σταυρών. Εκείνοι ονειροπόλουν επίγεια στέμματα. Αυτός τοις είπε περί Ποτηρίου πικρίας και περί Βαπτίσματος εν αίματι, «Δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και βαπτισθήναι το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι;» Εννοούντες ίσως καλλίτερον τώρα, τολμηρώς απήντησαν «Δυνάμεθα»· και τότε τους είπεν έτι τούτο και μέλλουσι να πράξωσιν, αλλά το να καθίσωσιν εκ δεξιών και εξ αριστερών Του ανήκεν εις εκείνους εις ους ητοιμάσθη υπό του Ουρανίου Πατρός Του. Ο θρόνος, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, είναι των πόνων έπαθλον, ουκ επιθυμίας δώρον· δικαιοσύνης γέρας, ουκ αιτήσεως χάρισμα.
Οι δέκα, όταν έμαθον περί Του συμβάντος φυσικά ηγανάκτησαν κατά της λαθραίας ταύτης αποπείρας των δύο αδελφών, όπως τύχωσι δι' εαυτούς ασφαλών πρωτείων, εις την οποίαν προέβησαν χωρίς μηδέ να υποπτεύωσιν ότι τα πρωτεία ταύτα τα οποία εζήτουν θα ήσαν διά τον μεν τα πρεσβεία εν τω μαρτυρίω, διά τον δε παράτασις κακοπαθείας εν τω προσκαίρω κόσμω. Τούτο θ’ απεκαλύπτετο εν καιρώ προς αυτούς, πλην και τώρα ο Ιησούς συνεκάλεσε πάντας, και τους εδίδαξε, καθώς τοσάκις τους είχε διδάξει, ότι η υψίστη τιμή επιτυγχάνεται διά της βαθυτάτης ταπεινώσεως. Όστις ήθελε να είνε μέγας μεταξύ αυτών ώφειλε να είνε πάντων διάκονος· όστις ήθελε να είνε πρώτος, έπρεπε να είνε δούλος. Οι δοκούντες άρχειν των εθνών, κατακυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. Ουχ ούτω δε έσται ημίν, τοις εμοίς μαθηταίς, ότι πτωχός θέλων υπάρχω. Εν τη βασιλεία των ουρανών ο δεσπότης πάντων οφείλει να είνε πάντων διάκονος, όπως και ο Υψιστος Δεσπότης κατανάλωσε την ζωήν Του εις τα ταπεινότερα διακονήματα, και ήτο έτοιμος να δώση αυτήν λύτρον αντί πολλών.
Καθώς επροχώρουν προς την Ιεριχώ, το πλήθος των προσκυνητών, εγίνετο επί μάλλον πυκνότερον περί Αυτόν. Έφθασαν κατά την 7 ή 8 του εβραϊκού μηνός Νισάν (Μαρτίου) εις τα περίχωρα της περιωνύμου ταύτης πόλεως, ήτις είνε τανύν άθλιον αραβικόν χωρίον, πλην ήτο τότε ακμαία και πολυάνθρωπος πόλις, κειμένη επί χλοεράς οάσεως, πλουσία μέλιτος και μελισσοβοτάνου και μυροβαλάνου, και αμφιλαφής και δροσοστάλακτος. Πλησίον εκεί που της πόλεως εκάθητο Βαρτίμαιος ο τυφλός, ο υιός του Τιμαίου, επαιτών μετά τινος συντρόφου της δυστυχίας του, και καθώς ήκουσαν τον θόρυβον του πλήθους του διερχομένου, και ερωτήσαντες έμαθον ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται, έκραξαν μεγάλη τη φωνή, «Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησον ημάς»· Το πλήθος απεδοκίμασε την κραυγήν ταύτην ως αναξίαν της μεγαλειότητος Εκείνου όστις έμελλε τανύν να εισέλθη εις Ιερουσαλήμ ως ο Μεσσίας του έθνους Του. Αλλ' ο Ιησούς ήκουσε την κραυγήν και η καρδία του συνεκινήθη. Εστάθη ακίνητος, και διέταξε να τους καλέσωσι πλησίον Του. Το πλήθος τότε είπε προς τον Βαρτίμαιον: «Θάρσει, έγειραι, φωνεί σε», εκείνος δε απέρριψε τον επενδύτην του, ανεπήδησε, και ωδηγήθη προς τον Ιησούν. «Τι θέλεις ποιήσω σοι;» τον ηρώτησεν ο Σωτήρ «Ραββουνί, ίνα αναβλέψω». «Πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε». Έψαυσε τους οφθαλμούς αυτού και του συντρόφου του, και με υγιείς οφθαλμούς ηκολούθησαν μετά του πλήθους δοξάζοντες τον Θεόν.
Ήτο αναγκαίον ν' αναπαυθώσιν εν Ιεριχώ πριν εισέλθωσιν εις την βραχώδη και επισφαλή εκείνην φάραγγα, και απετέλει συνεχή ανωφέρειαν έξ ωρών έως της Ιερουσαλήμ, από 600 μέχρι τρισχιλίων ποδών υπεράνω της επιφανείας της Μεσογείου. Αι δύο πλέον ευδιάκριτοι τάξεις της Ιεριχώ ήσαν ιερείς και τελώναι· και επειδή ήτο ιερατική πόλις, ευλόγως έπρεπε να προσδοκάται ότι ο Βασιλεύς, ο υιός του Δαυίδ, ο διάδοχος του Μωυσέως, θα ετύγχανεν υποδοχής εν τη οικία απογόνου τινός του Ααρών. Αλλ' ο τόπος ένθα ο Ιησούς προείλετο να λάβη αναψυχήν απεφασίσθη υπό άλλων περιστάσεων. Υπήρχεν εν τη πόλει ολόκληρον σμήνος τελωνών, οίτινες είχον εγκατασταθή εκεί χάριν της εισπράξεως του φόρου έκ τινος είδους βαλσάμου παραγομένου εν τω τόπω, και προς διακανονισμόν της εισαγωγής και εξαγωγής μεταξύ της ρωμαϊκής επαρχίας και των κτήσεων του Ηρώδου του Αντίπα. Είς εκ τούτων, αρχιτελώνης, ήτο ανήρ ονόματι Ζακχαίος (υποκοριστικόν του «Ζαχαρίας»), διπλασίως μισητός εις τον λαόν, και διότι ήτο Ιουδαίος, και διότι εξετέλει τα χρέη του τόσον πλησίον της Αγίας Πόλεως. Ο άνθρωπος ούτος είχε βαθείαν επιθυμίαν να ίδη με τους οφθαλμούς του ποίος τις ήτο ο Ιησούς· αλλ' επειδή ήτο μικρός το ανάστημα, δεν ηδύνατο εντός του συνωθισμού του πλήθους να τον ίδη. Έτρεξε λοιπόν εμπρός, καθώς ο Ιησούς διήρχετο διά της πόλεως, και ανέβη εις έν δένδρον συκομορέας το οποίον εσκίαζε την οδόν, υπό το δένδρον τούτο ο Ιησούς θα διέβαινε, και ο τελώνης θα είχε καιρόν να ίδη καλώς Εκείνον όστις, μόνος εν τω έθνει Του, ου μόνον δεν εδείκνυε τυφλόν και φανατικόν μίσος κατά της τάξεως των τελωνών, αλλ' είχεν εύρη μεταξύ των τελωνών ακροατάς απλήστους, και είχεν ανυψώσει ένα τούτων εις τάξιν Αποστόλου. Ο Ζακχαίος Τον είδε καθώς επλησίαζε, και πόσον πρέπει να έπαλεν η καρδία του εκ χαράς και ευγνωμοσύνης, όταν ο Μέγας Προφήτης, ο ωμολογημένος Μεσσίας του έθνους του, εστάθη υπό το δένδρον, ανέβλεψε, και καλέσας αυτόν ονομαστί, είπε: «Ζακχαίε, κατάβηθι· σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι». Ο Ζακχαίος έμελλεν ου μόνον να Τον ίδη, αλλ' εκείνος ήθελε να έλθη και να δειπνήση μετ' αυτού, και να μείνη παρ' αυτώ· ο ένδοξος Μεσσίας ξένος του μισητού τελώνου! Μετ' ανυποκρίτου χαράς επήδησεν ο Ζακχαίος από τους κλώνους της συκομορέας, και έδειξε την οδόν εις την οικίαν του. Αλλ' οι γογγυσμοί του πλήθους υπήρξαν βαθείς και ομόθυμοι. Δεν θα ήτο πολύ σεμνοπρεπέστερον δι' Αυτόν να καταλύση είς τινα ιερέως οικίαν, αφού ήσαν τόσοι ιερείς εν Ιερεχώ, όσοι και εν Ιερουσαλήμ, ή εις την οικίαν του τελώνου; Ή αν οι ιερείς ήσαν απεχθείς προς Αυτόν, όπως συνήθως είνε προς πάντα μέγαν προφήτην και αληθή μεταρρυθμιστήν, δεν εξέλεγε τουλάχιστον κανέν ευπόληπτον πρόσωπον διά να Τον φιλοξενήση; Ο Βασιλεύς, εν τω μέσω των περιπαθών οπαδών Του, να καταλύση εις την οικίαν ανθρώπου του οποίου αυτό το επάγγελμα ήτο σύμβολον της εθνικής ταπεινώσεως και της ρωμαϊκής δεσποτείας! Αλλά το ευμενές βλέμμα και το χαριτόβρυτον ρήμα του Ιησού ήξιζον διά τον Ζακχαίον περισσότερον ή όλοι οι μορμυρισμοί και αι ύβρεις του πλήθους. Ο Τελώνης ησθάνθη βαθύτατα την τιμήν την οποίαν του έκαμεν ο Μεσσίας, και εφιλοτιμήθη να φανή, κατά το δυνατόν, άξιος αυτής. Σταθείς δε εν τω μέσω του πλήθους είπεν, ουχί προς αυτούς, οίτινες τον περιεφρόνουν, αλλά προς Εκείνον, όστις είχε συγκαταβή προς αυτόν: «Ιδού, το ήμισυ των αγαθών μου, Κύριε, δίδωμι πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». Αύτη η μεγάλη θυσία, η δημοσία εξομολόγησις και δημοσία επανόρθωσις εδόθη ως ενέχυρον προς τον Κύριόν του ότι η χάρις Του επί ματαίω δεν έγεινεν. Ούτω η αγάπη ήνοιξε δι' απλής επιψαύσεως τας ογκουμένας εκείνας πηγάς της μετανοίας, τας οποίας η καταφρόνησις θα ετήρει κλειστάς διά πάντοτε! Ουδέν συμβεβηκός της θριαμβευτικής πορείας Του ηδύνατο να δώση εις τον Κύριόν μας βαθυτέραν και αγιωτέραν χαράν. Δεν ήτο η αποστολή Του να ζητήση και να σώση το απολωλός; Τότε είπε: «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω γέγονε, επειδή και ούτος (κατά πνευματικήν έννοιαν) υιός Αβραάμ εστι».
Όπως δείξη αυτοίς πόσον σφαλεραί ήσαν αι προσδοκίαι υφ' ων εξήπτοντο νυν, πόσον πεπλανημέναι, φέρ' ειπείν, ήσαν αι αρχαί καθ' ας αρτίως είχον καταδικάσει αυτόν διότι εδέχθη την φιλοξενίαν του Ζακχαίου, ήρχισεν (ή κατά το δείπνον εν τη οικία του τελώνου, ή πιθανώτερον αφού πάλιν εξεκίνησεν) να τους διηγήται την παραβολήν των Ταλάντων. Δανισθείς συμβάντα τα οποία γνωστά είχε καταστήσει αυτοίς η ιστορία της Ηρωδιανής οικογενείας, διηγήθη πως άρχων τις όστις (καθώς Ηρώδης ο Αρχέλαος) είχεν αποδημήσει εις χώραν μακρινήν όπως λάβη έν βασίλειον, και είχε παραχωρήσει εις έκαστον των δούλων του έν ποσόν χρημάτων όπως το μεταχειρισθώσιν επωφελώς μέχρι της επανόδου Του· οι πολίται τον εμίσουν και έπεμψαν πρεσβείαν κατόπιν του όπως κατορθώσωσι την απόρριψίν του. Αλλά μεθ' όλον τούτο η βασιλεία του επεκυρώθη, και ήλθεν οπίσω διά να τιμωρήση τους εχθρούς του, και ανταμήψη τους δούλους του αναλόγως προς την πίστιν των. Είς άπιστος υπηρέτης, αντί να μεταχειρισθή το τάλαντον το δοθέν αυτώ, το είχε κρύψει, και το επέστρεψε μετ' αδίκου και υβριστικού παραπόνου περί της αυστηρότητος του κυρίου του. Ο άνθρωπος ούτος αφηρέθη το τάλαντον, και τούτο εδόθη εις τον αξιώτερον εκ των καλών και πιστών υπηρετών· ούτοι αντημείφθησαν μεγαλοπρεπώς, ενώ οι αποστατούντες πολίται προσήχθησαν και εσφάγησαν.
Η παραβολή, βασιζομένη εις τας ελαχίστας λεπτομερείας της επί των τρόπων των Ηρωδιανών ηγεμόνων, ήτο πολλαπλή την εφαρμογήν· υπεδείκνυε του Χριστού την προσεχή αποδημίαν από του κόσμου· την έχθραν ήτις έμελλε να Τον απορρίψη· το χρέος της πίστεως εις την χρήσιν παντός ό,τι Αυτός είχεν εμπιστευθή εις αυτούς· το αβέβαιον του χρόνου της επανόδου Του· την βεβαιότητα ότι, όταν επανέλθη, θα δοθώσι πανδήμως ευθύναι· την καταδίκην του οκνηρού· την λαμπράν αμοιβήν πάντων όσοι θα Τον υπηρετήσωσι καλώς· τον παντελή όλεθρον εκείνων οίτινες προσπαθούν ν' απορρίψωσι την εξουσίαν Του. Πιθανώς, καθώς έλεγε την παραβολήν ταύτην, η συνοδία είχε σταματήσει, και οι προσκυνηταί είχον συρρεύσει περί Αυτόν. Αφήσας αυτούς να μελετήσωσι περί της σημασίας της, και πάλιν προσήλθεν εις τα πρόσω μόνος επί κεφαλής της μακράς και θαυμαζούσης πομπής. Εκείνοι έμειναν ευλαβώς οπίσω, και Τον ηκολούθουν με πολλά βλέμματα φόβου καθώς βραδέως ανήρχετο την μακράν γυμνήν και απότομον φάραγγα, την άγουσαν από Ιεριχώ εις Ιερουσαλήμ.
Δεν διενοείτο να μείνη εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, αλλ' επροτίμησεν ως συνήθως να σταματήση εις την αγαπητήν οικίαν της Βηθανίας. Εκεί έφθασε την εσπέραν της Παρασκευής, ογδόη του μηνός Νισάν, από κτίσεως Ρώμης έτει 780 (16 Μαρτίου μ. Χ. 33), έξ ημέρας προ του Πάσχα, και προ της δύσεως του ηλίου ήρχισαν αι Σαββατικαί ώραι. Ενταύθα έμελλε να χωρισθή από της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών, ων τινες θα μετέβαινον να τύχωσι της φιλοξενίας των φίλων των εν τη πόλει, και άλλοι, ως ποιούσι μέχρι της σήμερον, θα κατεσκεύαζον δι’ εαυτούς πρόχειρα στεγάσματα εν τη κοιλάδι των Κέδρων, και τας δυτικάς υπωρείας του Όρους των Ελαιών.
Η ημέρα του Σαββάτου παρήλθεν εν ησυχία και την εσπέραν δείπνον εποίησαν Αυτώ. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος λέγουσι, μηστηριωδώς πως, ότι το συμπόσιον τούτο παρετέθη εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού. Ο Ιωάννης ουδέ μνείαν ποιείται Σίμωνος του Λεπρού, ονόματος το οποίον δεν απαντά αλλαχού· και είνε προφανές εκ της διηγήσεώς του ότι η οικογένεια της Βηθανίας ήσαν καθ’ όλου αι κεντρικαί μορφαί της δεξιώσεως ταύτης. Η Μάρθα φαίνεται να είχε την ολοσχερή εποπτείαν της εορτής, και ο εγερθείς εκ νεκρών Λάζαρος ήτο τόσον αντικείμενον περιεργείας όσον και ο Ιησούς. Εκεί όχλος πολύς συνέρρευσε διά να ίδη τον Λάζαρον. Το θαύμα το οποίον είχε γείνη προς χάριν του έκαμέ τινας να πιστεύσωσιν εις τον Ιησούν. Τούτο δε τόσον παρώργιζε το κρατούν κάμμα εν Ιερουσαλήμ, ώστε, εν τη απονενοημένη ανομία των, έστησαν πράγματι συμβούλιον περί του πώς ν' απαλλαγώσι του ζώντος μάρτυρος των υπερφυών δυνάμεων του Μεσσίου τον οποίον ηθέτουν. Η σιωπή του ονόματος του τε Λαζάρου της Μάρθας και της Μαρίας υπό των τριών Ευαγγελιστών, το ανώνυμον της Μαρίας («γυνή τις»), ο προσδιορισμός «εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού», όλα πείθουσαν ότι, δι' ους λόγους ανωτέρω είπομεν, οι πρωιμώτεροι Ευαγγελισταί σκοπίμως απεσιώπησαν το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου, και φαίνεται ότι ο Σίμων ο Λεπρός θα ήτο ή ο τεθνεώς πατήρ των τριών αδελφών, ή, ώς τινες λέγουσιν, ο ποτέ σύζυγος της χηρευούσης Μάρθας, της και κληρονόμου της οικίας εκείνου. Ότι δε η οικία ήτο κυρίως της Μάρθας, φαίνεται εκ του κειμένου του Λουκά λέγοντος. «Γυνή τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο Αυτόν εις τον οίκον αυτής».
Όπως και αν έχη τούτο, η εορτή υπήρξεν αξιόλογος, όχι πρωτίστως λόγω του αριθμού των Ιουδαίων όσοι συνέρρευσαν εις ταύτην, διά να ίδωσι τον Προφήτην, τον εκ Ναζαρέτ και τον άνθρωπον τον οποίον εκ νεκρών είχεν αναστήσει, αλλ' ένεκα συμβάντος τινός το οποίον επήλθε, και τούτο υπήρξεν η άμεσος αρχή του σκοτεινού και φοβερού τέλους.
Διότι καθώς εκάθητο εκεί επί παρουσία του πολυαγαπήτου και σεσωσμένου αδελφού της, και του βαθύτερον ακόμη λατρευομένου Κυρίου της, η Μαρία δεν ηδυνήθη πλέον να συγκρατήση τα αισθήματά της. Δεν ησχολείτο όπως η αδελφή της εις την διακονίαν του δείπνου. (Παραβάλετε και πάλιν το «η Μάρθα διηκόνει» του Ιωάννου με το «η Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν» του Λουκά· και πας αμερόληπτος θα σκεφθή ότι η αποσιώπησις του θαύματος υπό του δευτέρου είνε πολύ ισχυροτέρα προσεπικύρωσις της διηγήσεως του πρώτου), αλλ' εκάθητο και εσκέπτετο και εμελέτα, και το πυρ της πίστεως και της στοργής της έκαιε, και ησθάνθη εαυτήν βιαζομένην προς εξωτερικόν τι σημείον της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, της λατρείας της. (11) Όθεν ηγέρθη και έλαβεν «αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς» (το δώρον ήτο βασιλικόν, και αποδεικνύει το εύπορον της οικογενείας· μέχρι δε των ημερών εκείνων, και έως της εποχής του Όθωνος και του Νέρωνος, άγνωστον και ανήκουστον ήτο το να χρίσωσι με μύρον τους πόδας και του κραταιοτέρου μονάρχου) και ήλθεν όπισθεν του Ιησού, και ήρχισε να καταχέη αφειδώς το μύρον επί της κεφαλής Του, είτα επί των ποδών Του, και είτα, αδιάφορος προς πάσαν άλλην παρουσίαν πλην της ιδικής Του, εσπόγγισε τους πόδας εκείνους με τους μακρούς βοστρύχους της κόμης της, ενώ όλη η οικία επλήσθη από την άρρητον ευωδίαν. Ήτο πράξις αφωσιωμένης θυσίας, εκλεκτοτάτης καρδίας και προαιρέσεως· και οι πτωχοί Γαλιλαίοι, οίτινες ηκολούθουν τον Ιησούν, τόσον ασυνείθιστοι προς πάσαν πολυτέλειαν, κατανοούντος το πολύτιμον και σπάνιον του δώρου, ευλόγως ηδύναντο να εκπλαγώσιν ότι όλον αφιερώθη εις την πλουσίαν αβρότητα μιας στιγμής. Ουδείς άλλος ή ο πνευματικώτερος την καρδίαν εκ των εκεί παρόντων θα ηδύνατο να αισθανθή ότι το αβρόν άρωμα το οποίον διέπνευσεν όλην την οικίαν δυνατόν να ήτο εις τον Θεόν οσμή ευωδίας πνευματικής· και ότι τούτο ήτο ασυγκρίτως μικρότερον ή ώστε ν' ανταποκριθή προς το αξίωμα Εκείνου προς ον η δωρεά εγίνετο.
Αλλ' υπήρχεν είς παρών δι' ον εκ παντός λόγου η πράξις ήτο μισητή και απεχθής. Δεν υπάρχει κακία άμα τόσον απορροφητική, τόσον άλογος, και τόσον ευτελής όσον η φιλαργυρία, και η φιλαργυρία ήτο το δεσπόζον αμάρτημα εις την σκοτεινήν ψυχήν του προδότου Ιούδα. Η αποτυχία εις το παλαίειν προς τους ιδίους πειρασμούς του, η ψεύσις πάσης προσδοκίας ήτις το πρώτον τον είχεν ελκύσει προς τον Ιησούν η αφόρητος ταπείνωσις η προσγενομένη εις όλον το είναι του διά της αντιθέσεως εκ της καθ' ημέραν αναστροφής προς την άσπιλον καθαρότητα, η βαθυτέρα σκοτία την οποίαν δεν ηδύνατο ειμή να αισθάνεται ότι η ενοχή του έρριπτε αναμέσον των διαβημάτων του, ένεκα του φλέγοντος ηλικού φωτός, εν ώ από πολλών μηνών είχε περιπατήσει, η αίσθησις προσέτι ότι ο οφθαλμός του Διδασκάλου του, ίσως και τα όμματά τινων εκ των συναποστόλων του, είχον αναγνώσει ή ήρχιζον ήδη ν' αναγινώσκουσι τα κρύφια της καρδίας του· όλοι αυτοί οι λογισμοί είχον βαθυνθή κατ' ολίγον εντός της ψυχής του, και από ψυχρότητος και απαλλοτριόσεως έφθασαν να τραπώσιν εις ακόρεστον απέχθειαν και μίσος. Και το θέαμα της αφειδούς θυσίας της Μαρίας, η συνείδησις ότι ήτο τώρα πολύ αργά διά να βάλη το μέγα εκείνο ποσόν εις το γλωσσόκομον, η απλή κατοχή του οποίου, εκτός των ποσών όσα ηδύνατο να υποκλέπτη εξ αυτού, εθεράπευε την διά τον χρυσόν δίψαν του, ενέπλησεν αυτόν αηδίας και μωρίας. Είχε δαιμόνιον εις την καρδίαν του. Του εφάνη ως να τον είχον κλέψει ή να τον είχον ζημιώσει αυτόν προσωπικώς· ως να ήσαν τα χρήματα ιδικά του και να τον είχον αποστερήσει τούτων». Εις τι η απώλεια αύτη;» είπε μετ' αγανακτήσεως· και φευ! ποσάκις, δεν απήχησαν οι λόγοι του ούτοι· διότι παντού όπου υπάρχει πράξις λαμπράς τινος θυσίας, υπάρχει και Ιούδας τις έτοιμος να χλευάση και να γογγύση «Ηδύνατο το μύρον τούτο πραθήναι τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι πτωχοίς»! Και μόλις διά το τρίτον του ποσού τούτου, ο υιός της απώλειας (πρβλ. «εις τι η απώλεια αύτη»·) ήτο έτοιμος να πωλήση τον Κύριόν του. Η Μαρία δεν το ενόμιζε τούτο αρκετόν διά ν' αλείψη του Χριστού τους πόδας· ο Ιούδας ενόμισε το τρίτον του ποσού τούτου ικανήν αμοιβήν όπως πωλήση την ζωήν Εκείνου.
Η μικρά αύτη νύξις περί του «δοθήναι πτωχοίς» είνε λίαν διδακτική. Ήτο πιθανώς ο πέπλος ον μετεχειρίσθη ο Ιούδας όπως ημιαποκρύψη και από τον εαυτόν του την βαναυσότητα των ιδίων αφορμών του, το ότι δηλ. ήτο κλέπτης εν μικροίς και πράγματι επεθύμει την επιστασίαν του αργυρίου τούτου επειδή θα τον καθίστα ικανόν ν' αυξήση το ίδιον κλοπιμαίον κεφάλαιόν του. Σπανίως αμαρτάνουσιν οι άνθρωποι εν πλήρει διαυγεία της αυτοσυνειδησίας των· συνήθως αποτυφλούνται διά ψευδών προφάσεων και επιπλάστων αφορμών· καίτοι δε ο Ιούδας δεν ηδυνήθη να κρύψη την χαμέρσειάν του από το διαυγέστερον όμμα του Ιωάννου, πιθανώς έκρυψεν αυτήν αφ' εαυτού διά της ιδέας ότι πράγματι διεμαρτύρετο εναντίον της αλογίστου σπατάλης και συνηγόρει υπέρ της ελεημοσύνης της αφιλοκερδούς.
Αλλ’ ο Ιησούς δεν επέτρεψε να διαδοθή το μίασμα του φθόνου και της μικρολογίας ταύτης, ουδέ ήθελε να επιτρέψη ώστε η Μαρία, ήτις ήτο ήδη το κέντρον της γενικής παρατηρήσεως ήτις την ελύπει και την ηνώχλει, να υποφέρη περισσότερον εκ της ευγενούς της πράξεως, όσω μάλλον το μικροπρεπές αίσθημα είχε μεταδοθή και είς τινας των απλοϊκωτέρων μεταξύ των μαθητών. «Τι ενοχλείτε την γυναίκα; είπεν· άφετε αυτήν καλόν έργον εργάσητε εις Εμέ· τους γαρ πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, Εμέ δε ου πάντοτε έχετε· βαλούσα γαρ το μύρον τούτο επί του σώματός Μου, εις το ενταφιάσαι Με εποίησε». Και προσέθηκε την πρόρρησιν — πρόρρησιν ήτις εξακολουθεί ακόμη μέχρι της σήμερον να πληρούται — ότι όπου ήθελε κηρυχθή το Ευαγγέλιον «λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής».
«Εις το ενταφιάσαι Με» — σαφώς άρα η καταδίκη Του και ο ενταφιασμός του εγγύς επέκειντο. Και το ρήμα τούτο ήτο άλλη θανάσιμος πληγή κατά των ελπίδων των προσδοκώντων την επίγειον βασιλείαν του Μεσσίου. Ουδεμίαν εγκόσμιον αμοιβήν, ουδεμίαν προαγωγήν ή ανύψωσιν, ηδύναντο να περιμένωσιν οι οπαδοί Εκείνου όστις έμελλε τόσον ταχέως ν' αποθάνη. Δυνατόν να ενέβαλε και άλλην ορμήν απογοητεύσεως εις την ψυχήν του ληστρικού προδότου, όστις δημοσία απεδοκιμάσθη και εφιμώθη. Η απώλεια των χρημάτων, τα οποία θα ηδύναντο κατά φαντασίαν να είνε εις την ιδίαν διαχείρησίν του, έκαιεν εν αυτώ με πυρ προάγγελον του της Γεέννης· Δεν ήθελε ν' απολέση τα πάντα. Εν τη έχθρα και τη μανία και τη απογνώσει του, έφυγεν εκ της Βηθανίας την νύκτα εκείνην, και απήλθεν εις Ιερουσαλήμ, και εισήχθη εις τον θάλαμον του συμβουλίου των αρχιερέων εν τη οικία του Καϊάφα, και έλαβε την πρώτην εκείνην απαισίαν συνέντευξιν, καθ' ην διεπραγματεύθη προς αυτούς να πωλήση τον Κύριόν του. «Τι μοι θέλετε δούναι, καγώ υμίν παραδώσω Αυτόν;» Ποίαι και πόσαι πραγματείαι έγειναν, δεν γνωρίζομεν, ουδέ αν η αντιμέτωπος φιλαργυρία των ηνωμένων εκείνων εχθρών επάλαισε πριν αποφασίση την ευτελή τιμήν του αίματος. Εάν ούτως έχει, οι πανούργοι Ιουδαίοι αρχιερείς ενίκησαν τον αμαθή βλακοπόνηρον Ιούδαν. Διότι όλα όσα επρόσφεραν και όλα όσα εζύγισαν («έστησαν») ή εμέτρησαν προς αυτόν ήταν τριάκοντα αργύρια (ήτοι περί τας 4 χρυσάς λίρας του σημερινού νομίσματος), το ποσόν όσον θα ήρκει προς εξαγοράν του ευτελεστάτου «φυγάδος δούλου». Το ευτελές του ποσού φανερά δεικνύει ότι οι άρχοντες δεν εθεώρουν τας εκδουλεύσεις του Ιούδα ως απαραιτήτους· θα τους απήλλαττε μόνον από ενοχλήσεις και ενδεχομένην αιματοχυσίαν «άτερ όχλου», ως λέγει ο Ευαγγελιστής.
Αντί του αργυρίου τούτου ο Ιούδας έμελλε να πωλήση τον Διδάσκαλόν του, και πωλών Αυτόν, να πωλήση την ιδίαν ζωήν του, και να κερδήση την βδελυγμίαν του κόσμου επί γενεάς γενεών. Και ούτω κατά την τελευταίαν εβδομάδα της ιδίας του ζωής και της του Διδασκάλου του, ο Ιούδας επλανάτο άνω και κάτω με την πρόθεσιν του φόνου εις την σκοτεινήν και απεγνωσμένην καρδίαν του. Πλην έως τώρα ημέρα δεν είχεν ορισθή, και σχέδιον δεν είχε καταρτισθή· μόνον το τίμημα της προδοσίας επληρώθη· και φαίνεται ότι υπήρχε γενική πεποίθησις ότι δεν θα συνέφερε να προβώσιν εις την απόπειραν κατ' αυτήν την εορτήν («Έλεγον δε, μη εν τη εορτή») μήπως γείνη θόρυβος μεταξύ του πλήθους, όλων όσοι Τον ησπάζοντο, και ιδίως μεταξύ της πυκνής πληθύος των προσκυνητών των εκ της πατρίδος Του Γαλιλαίας. Επίστευον ότι πολλαί ευκαιρίαι θα ηδύναντο να παρουσιασθώσιν, ή εν Ιερουσαλήμ ή αλλαχού, ευθύς ως θα παρήρχετο το μέγα Πάσχα, και η Αγία Πόλις θα επανέπιπτεν εις την συνήθη γαλήνην της.
Και τα συμβάντα της επιούσης ήτο πιθανόν ότι θα έδιδον την εμφαντικωτάτην επιβεβαίωσιν εις την εγκόσμιον σοφίαν της ανόμου αποφάσεώς των.