»»» Ο Βίος του Χριστού / 51. Η ημέρα των πειρασμών
51. Η ημέρα των πειρασμών
Ο βίος του Χριστού
- ...
- Ιεριχώ και Βηθανία
- Η Βαϊοφόρος
- Δευτέρα της εβδομάδος των παθών — Ημέρα Παραβολών
- Η ημέρα των πειρασμών
- Η Μεγάλη αρά
- Χαίρειν εις τον Ναόν
- Η αρχή του τέλους
- ...
Η δύναμις της πίστεως — Συνωμοσία των Ηρωδιανών — «Έξεστι Καίσαρι κήνσον διδόναι;» — Θεία σοφία της απαντήσεως του Ιησού — Απόπειρα των Σαδδουκαίων — Η επτάκις χήρα — «Ως οι άγγελοι του Θεού» — «Ο Θεός Αβραάμ Ισαάκ και Ιακώβ» — Διδασκαλία περί Αθανασίας
Την επομένην πρωίαν ο Ιησούς ηγέρθη μετά των μαθητών Του ίνα εισέλθη διά τελευταίαν φοράν εις τας αυλάς του Ναού. Καθ' οδόν διήλθον πλησίον της μονήρους συκής ήτις δεν ήτο πλέον φαιδρά με το ψευδές κόσμημα των φύλλων της αλλά απεξηραμμένη από του κορμού μέχρι των κλάδων. Το οξύ βλέμμα του Πέτρου πρώτον παρετήρησε ταύτην, και ούτος εφώναξεν, «Διδάσκαλε ίδε η συκή ην κατεράσθης εξηράνθη». Οι μαθηταί εστάθησαν να την κυττάξουν και εν τη εκπλήξει των επί τη ταχύτητι μεθ' ης η καταδίκη επληρώθη ηρώτησαν πώς έγεινε τούτο. Ότι τους εξέπληξε περισσότερον ήτο η δύναμις του Ιησού· αι βαθυτέραι έννοιαι της συμβολικής πράξεώς του φαίνεται προς το παρόν ότι τους ελάνθανον· και αφήσας τα μαθήματα ταύτα να επιλάμψωσιν επ' αυτούς βαθμηδόν, ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι εάν έχωσι πίστιν Θεού, πίστιν ήτις θα τους καθίστα αξίους, να προσφέρωσι τας δεήσεις των μετά ακλονήτου εμπιστοσύνης, πολύ μεγαλειτέρα από το θαύμα της συκής θα κατορθώσωσι. Αλλά προσέθηκε μίαν σπουδαιοτάτην νουθεσίαν ότι δεν πρέπει να μεταχειρίζονται τας ιεράς δυνάμεις της πίστεως και της προσευχής προς σκοπούς οργής και εκδικήσεως. Το μυστήριον της ευαρέστου προσευχής είνε η πίστις. Η οδός προς την πίστιν βαίνει πλησίον της συγγνώμης, η δε συγγνώμη είνε δυνατή μόνον εις εκείνους οίτινες είνε πρόθυμοι να συγχωρώσι τους άλλους. Μόλις εκάθησαν εν τω Ναώ και το αποτέλεσμα των μηχανορραφιών των εχθρών Του της προλαβούσης εσπέρας εφάνη διά νέας στρατηγικής βασιζομένης επί ενός των κινδυνοδεστάτων και πλέον καταχθονίων και μεμελετημένων σχεδίων όπως παγηδέψωσι και καταστρέψωσιν αυτόν. Όπως κατορθώσωσι τούτο οι Φαρισαίοι συνήψαν κακοήθως συμμαχίαν με τους Ηρωδιανούς· ώστε δυο κόμματα συνήθως έχθιστα αλλήλων συνδιαλλάγησαν νυν εν συνωμοσία προς καταστροφήν του κοινού εχθρού. Ψευδευλαβείς και συκοφάνται, ιεραρχική λεπτολογία και αδιαφορία πολιτική η σχολή της πλεονεξίας, και της επιτηδειότητος ηνώθησαν όπως περιπλέξωσι και φέρουσι εις αμηχανίαν τον Ιησούν. Οι Ηρωδιανοί σπανίως μνημονεύονται εν τη ευαγγελική ιστορία. Η ύπαρξίς των είχεν κυρίαν πολιτικήν σημασίαν και ίσταντο εκτός του ρεύματος του θρησκευτικού βίου, παρ' εκτός μόνον εφ' όσον αι Ελληνιστικαί τάσεις των και τα κοσμικά συμφέροντά των τους έκαμνον να δεικνύουν επιδεικτικήν ολιγωρίαν προς τον Μωσαϊκόν νόμον. Ούτω εξελλήνιζον τα σημιτικά ονόματά των, προσελάμβανον ειδωλολατρικάς έξεις εσύχναζον εις αμφιθέατρα και περιεφρόνουν τα Ιουδαϊκά έθιμα. Το ότι οι Φαρισαίοι ηνέχθησαν και την προσκαιροτάτην σύμπραξιν μετά τοιούτων ανθρώπων, των οποίων η ύπαρξις ήτον ύβρις κατά των προσφιλέστερων προλήψεών των μας δίδει αφορμήν να αναμετρήσωμεν ακριβέστερον το δηλητηριώδες μίσος το οποίον έστρεφον κατά του Ιησού. Και το μίσος τούτο έμελε να γείνη πικρότερον ακόμη. Αι πράξεις και οι λόγοι της ημέρας εκείνης έμελον να εξάψωσιν αυτό εις το έπακρον.
Οι Ηρωδιανοί ηδύναντο να έλθωσιν ενώπιόν του Ιησού χωρίς να κινήσωσιν υποψίαν απαισίων σκοπών· αλλ' οι Φαρισσαίοι υπουλότεροι και πανουργότεροι δεν ήλθον προς Αυτόν οι ίδιοι. Έπεμψαν τινάς των νεωτέρων μαθητών των, τους οποίους ο Λουκάς ονομάζει εγκαθέτους, οίτινες εξησκημένοι ήδη εν τη υποκρισία έμελον να πλησιάσωσιν Αυτόν ως εν αδόλω απλότητι εταστικού πνεύματος. Ήθελον να παράσχωσι την εντύπωσιν ότι έρις είχεν συμβή μεταξύ αυτών και των Ηρωδιανών, και ότι επεθύμουν να λύσωσι ταύτην. Εκκαλούντες την κρίσιν εις το ανώτερον κύρος του μεγάλου Προφήτου. Ήλθον προς Αυτόν περιεσκεμμένως ευλαβώς, φιλοφρόνως. «Ραββί είπον μετά κολακευτικής φιλοτιμίας οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του Θεού, εν αληθεία διδάσκεις και ου μέλλει Σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων».
Τον προσεκάλεσαν δε άνευ φόβου ή ευνοίας εμπιστευτικώς να τους είπη την γνώμην Του εις ζήτημα πρακτικής σπουδαιότητος ως όντες βέβαιοι ότι εκείνος μόνος ηδύνατο να λύση την θλιβεράν απορίαν των. Αλλά διατί όλη αυτή η κολακεία και η υποκρισία; «ειπέ ουν ημίν έξεστι κήνσον Καίσαρι διδόναι ή ου;» Αυτόν τον κεφαληάτικον φόρον τον οποίον όλοι μισούσι αλλά την νομιμότητα του οποίου αυτοί οι Ηρωδιανοί υποστηρίζουσι πρέπει ή δεν πρέπει να τον πληρόνωμεν; Ποίος εξ ημών έχει δίκαιον; ημείς οι οποίοι δισχεραίνωμεν και αποστρεφόμεθα τον φόρον ή οι Ηρωδιανοί οι οποίοι τον θέλουν και τον υποστηρήζουν; Έπρεπεν, εφρόνουν, να απαντήση ναι ή όχι· δεν είνε δυνατόν να εκφύγη από έν σαφές ερώτημα τόσον προφυλακτικώς, ειλικρινώς και ευσεβάστως υπόβαλλόμενον. Ίσως θ’ απαντήση ναι, πρέπει. Εάν ούτω πας φόβος αυτού εκ μέρους των Ηρωδιανών θα εκλείπη διότι τότε δεν θα είνε πιθανόν ότι θα διακινδυνεύση αυτούς ή τας σκέψεις των. Εάν Ούτος τον οποίον πολλοί εκλαμβάνουσι ως τον Μεσίαν φανερώς προσχωρήση εις ειδολολατρικήν τυραννίαν και κυρώση τα επαχθέστερα βάρη της, τοιαύτη απόφασις θα εκραγή και θα εξατμήση πάσαν ευλάβειαν την οποίαν ο λαός δυνατόν να αισθάνεται προς Αυτόν.
Εάν αφ' ετέρου ως φαίνεται σχεδόν βέβαιον απαντήσει όχι, δεν πρέπει τότε και πάλιν απαλλαττόμεθα απ' Αυτού: διότι τότε είνε εν φοβερά αποστασία κατά της Ρωμαϊκής εξουσίας και τότε αυτοί οι Ηρωδιανοί οι νέοι φίλοι μας δύνανται πάραυτα να τον παραδώσωσιν εις την δικαιοδοσίαν του Πραίτορος. Ο Πόντιος Πιλάτος θα μεταχειρισθή πολύ αυστηρώς Αυτόν και τας αξιώσεις Του και θέλει εν ανάγκη άνευ του ελαχίστου δυσταγμού αναμίξει το αίμα του, ως αναίμιξε το αίμα άλλου Γαλιλαίου με το αίμα των θυμάτων.
Πρέπει να επερίμεναν την απάντησιν μετά πλείστου ενδιαφέροντος· αλλά και αν κατώρθωσαν να κρύψωσι το μίσος το οποίον εφαίνετο εις τους οφθαλμούς των ο Ιησούς πάραυτα είδε το κέντρον και ήκουσε τον συριγμόν του Φαρισσαϊκού όφεως. Εκείνοι τον εδελέαζον με το «Ραββί» και «αληθής» και «αμερόληπτος» και «άφοβος». Εκείνος τους κεραυνώνει με μίαν μόνην λέξιν αγανακτήσεως. «Υποκριταί!» Η λέξις αύτη πρέπει να τους εξήγαγεν εκ της απάτης. «Τι με πειράζεται υποκριταί; Επιδείξατέ Μοι το νόμισμα του κήνσου». Ενώ ο λαός ίστατο θαυμάζων και σιωπών έφερον προς αυτόν έν δινάριον και το έβαλαν εις την χείραν Του. Επί της μιας όψεως απετυπούντο οι υψηλόφρονες ωραίοι χαρακτήρες του Αυτοκράτορος Τιβερίου. Με όλον το πονηρόν σκώμμα επί των χειλέων Του· επί της ετέρας ο τίτλος του Poutiben Manimous.
«Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή;» Τους ηρώτησε. Λέγουσιν Αυτώ: «Καίσαρος» «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι.» Τούτο μόνον θα ήρκει διότι εσήμαινεν ότι η εν τω έθνει των αποδοχή του νομίσματος τούτου απήντα εις την ερώτησίν των και απεδείκνυε το κενόν αυτής. Αυτό το ρήμα το οποίον μετεχειρίσθη περιείχε το μάθημα τούτο. Εκείνοι ηρώτησαν «έξεστι δούναι;» Αυτός τους διορθόνει και λέγει «απόδοτε» ήτοι δώσατε οπίσω, πληρώσατε προς αυτόν ως χρέος το οποίον έχετε αναγνωρίσει. Δεν ήτο εκούσιον δώρον αλλά νόμιμον χρέος, όχι πρόθυμος προσφορά αλλά πολιτική ανάγκη. Κατενοήθη δε πληρέστατα μεταξύ των Ιουδαίων και διετυπώθη εν σαφεστάτη γλώσση υπό των μεγίστων Ραββίνων των εις τους νεωτέρους χρόνους ότι να δέχηταί τις το νόμισμα βασιλέως τινός σημαίνει ότι αναγνωρίζει την κυριαρχίαν του. Δεχόμενος άρα το δυνάριον ως τρέχων νόμισμα φανερώς εδήλου, ότι ο Καίσαρ ήτο ο κυρίαρχης των, και αυτοί, οι άριστοι εξ αυτών, είχον λύσει το ζήτημα ότι ήτο νόμιμον να πληρόνουσι τον κεφαλικόν φόρον συνήθως πράττοντες τούτο. Ήτο άρα χρέος των να υπακούωσι εις την εξουσίαν την οποίαν είχον εσκεμμένως εκλέξει και ο φόρος τότε παρίστα μόνον έν αντάλλαγμα διά τα ωφελήματα τα οποία ελάμβανον. Αλλ' ο Ιησούς δεν ηδύνατο να τους αφήση με μόνον το μάθημα τούτο. Προσέθηκε τους πολύ βαθυτέρους και εμβρυθεστέρους λόγους «και τα του Θεού τω Θεώ». Εις τον Καίσαρα οφείλεται το νόμισμα το οποίον εδέχθητε ως το σύμβολον της εξουσίας του και το οποίον φέρει την εικόνα του και την επιγραφήν του. Εις τον Θεόν οφείλεται υμάς αυτούς. Τίποτε δεν δύναται πληρέστερον να αποκαλύψη το βάθος της υποκρισίας των Φαρισαίων εκείνων εξεταστών ή το γεγονός ότι μεθ' όλην την θείαν απάντησιν ακόμη ετόλμησαν να κατηγορήσουν ψευδώς τον Ιησούν ότι δήθεν εμπόδιζεν να πληρόνωσι φόρον εις τον Καίσαρα.
Κατάπληκτοι και τεταπεινομένοι επί τη ολοσχερή ματαιώσει σχεδίου το οποίον εφαίνετο ακαταμάχητον, βιαζόμενοι ακουσίως να θαυμάζωσι την άδωλον εκείνην σοφίαν ήτις εν μια στιγμή διέλυσε τους βρόχους της σοφιστικής πονηρίας των, κατηφείς απεχώρησαν.
Δεν υπήρχεν λοιπόν μέσον όπως τον συλλάβη τις εις τους λόγους Του! Αλλά τώρα ήλθον εις το μέσον οι Σαδδουκαίοι νομίζοντες ότι αυτοί ως σοφώτεροι θα επιτύχουν καλλίτερον. Ήλθον εν πνεύματι ολιγώτερον καίοντι μίσους αλλά μάλλον δακνούσης φιλοσκωμμοσύνης. Μέχρι τούδε αυτοί οι ψυχροί Επικούριοι είχον περιφρονήση και παραβλέψη τον προφήτην της Ναζαρέτ. Υποστηριζόμενοι ως αίρεσις υπό τινων εκ των ανωτέρων ιερέων ως και υπό τινων εκ των πλουσιωτέρων πολιτών, φιλικώτερον διακείμενοι προς τε την Ιερουδιανήν εξουσίαν και την Ρωμαϊκήν ήλθον με το αυτό πνεύμα της αυθαρέσκου αμαθείας υφ' ου εμπνέονται αι αντιρρήσεις νεωτέρων τινών Σαδδουκαίων κατά της αναστάσεως των νεκρών, ευχαριστημένοι απλώς να εμβάλλωσι τον Ιησούν εις δυσχέρειαν. Αποτεινόμενοι προς τον Ιησούν μετά σκωπτικού σεβασμού επέστησαν την προσοχήν του εις τον Μωσαϊκόν δεσμόν περί επιγαμβρεύσεως των ατέκνων χηρών τεθνεότων αδελφών υπό των επιζώντων και διηγήθησαν έν φαντασιώδες χονδροειδές παράδειγμα, καθ' ό μετά τον θάνατον ατέκνου του πρωτοτόκου αδελφού η χήρα ενυμφεύθη κατά διαδοχήν τους έξ νεωτέρους αδελφούς του οίτινες όλοι απέθανον είς μετά τον άλλον, αφίσαντες την χήραν επιζώσαν εισέτι «Εν τη ουν αναστάσει ερωτώσι σκωπτικώς, τίνος θα είνε η γυνή αύτη;» Οι Φαρισαίοι ως λέγει το Ταλμούδ, έλυσαν κατά τον ιδικόν των τρόπον το ζήτημα, ειπόντες ότι δε η γυνή θα είνε του πρώτου συζύγου. Αλλ’ ο Ιησούς δεν ήθελεν τοιαύτην απάντησιν αν και ο Ιλλήλ και ο Σαμαΐ δυνατόν να την ήθελον. Η διδασκαλία του διαφέρει από την των Εβραίων Ραββίνων όσον απέχει ο ουρανός από της γης.
Θα ηδύνατο εάν ήτο απλώς άνθρωπος ο διδάσκων να μεταχειρισθή το ερώτημα τούτο με την χλευαστικήν περιφρόνησιν της όποιας ήτο άξιον αλλά το πνεύμα της χλεύης είνε αλλότριον προς το πνεύμα της περιστεράς και άνευ περιφρονήσεως έδωκε προς το προκλητικόν και φιλόνικον δίλλημα την βαθείαν απάντησιν. Καίτοι η ερώτησις ήλθεν προς Αυτόν απροσδοκήτως η απόκρισίς Του ήτο εντελής. Ήνοιξε τας πύλας του παραδείσου τόσον πλατέως ώστε οι άνθρωποι να δύνανται να ίδωσιν ένδον αυτού περισσότερον ή όσον ποτέ είχον ιδεί. Και παρέσχεν εναντίον μιας των κοινοτέρων μορφών της απιστίας έν επιχείρημα το οποίον ούτε Ραββίνος ούτε Προφήτης συνέλαβε ποτέ κατά διάνοιαν. Πλανάσθε, είπεν, μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού· εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται ούτε εκδίδονται εις γάμον, ούτε θνήσκουσι, αλλ' είνε όμοιοι προς τους αγγέλους, και είνε τέκνα του Θεού, αφού είνε τέκνα της Αναστάσεως. Διά να τους δείξη δε την περί τας γραφάς αμάθειάν των, ηρώτησε αν δεν ανέγνωσάν ποτε εις το βιβλίον της Εξόδου πώς ο Θεός, χαρακτηρίζει εαυτόν προς τον μέγαν νομοθέτην των λέγων, «εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ.» Πόσον ανάξιος θα ήτο ο τοιούτος τίτλος αν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, ήσαν απλώς και αιωνίως νεκροί και εν ανυπαρξία. «Ουκ έστιν ο Θεός, Θεός νεκρών αλλ' ο Θεός ζώντων.» Θα ήτο ποτέ δυνατόν να καταδεχθή να ονομάση, τον εαυτόν του Θεόν τέφρας και σποδού; Οπόσον ναι, πόσον φαεινή, πόσον βαθεία, αρχή της ευγενείας των γραφών ήτο αύτη! Οι Σαδδουκαίοι πιθανώς υπέθετον ότι αι λέξεις εσήμαινον απλώς, είμαι ο Θεός εις τον οποίον επίστευσαν, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, αλλ' όμως πόσον κακός θα ήτον ο ορισμός ούτος και πόσον ανεπαρκής διά να εμπνεύση την πίστιν την απαιτουμένην προς ηρωικάς πράξεις! Και αφού δεν υπήρχεν ανάστασις προς τι η πίστις των; εις τον θάνατον και εις το μηδέν επίστευσαν και εις την αιωνίαν σιγήν και εις το σκότος ύστερον από ζωήν τόσον πλήρη δοκιμασιών ώστε ο τρίτος των Πατριαρχών τούτων είχεν περιγράψη αυτήν ως αποδημίαν ολίγων και πονηρών ενιαυτών. Αλλ' ο Θεός ηννόει κάτι περισσότερον τούτου. Εννόει, και ούτω ο υιός του Θεού το ηρμήνευσε, ότι εκείνος όστις βοηθεί τους πεποιθότας επ' Αυτόν ενταύθα θα είνε βοηθός των και καταφυγή, και διατριβή των εις τους αιώνας των αιώνων.