»»» Ο Βίος του Χριστού / 52. Η Μεγάλη αρά
52. Η Μεγάλη αρά
Ο βίος του Χριστού
«Διδάσκαλε καλώς είπας.» — «Ποία εντολή μεγάλη.» — Ερώτησις του Ιησού προς τους γραμματείς — Ο υιός του Δαυβίδ και ο κύριος του Δαυβίδ, — «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί!» — «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ» — Πλήρωσις της προφητείας
Όλοι ακούσαντες και αυτοί οι υπέρφρονες Σαδδουκαίοι πρέπει να ησθάνθησαν βαθέως την υψηλήν σεμνότητα των αποκρίσεων εκείνων. Το ακροόμενον πλήθος και εξεπλήσσετο και ηδύνετο. Τινές των γραμματέων ευχαριστηθέντες από την πνευματικήν αναίρεσιν μιας απιστίας την οποίαν οι συλλογισμοί των υπήρξαν ανίσχυροι να θεραπεύσωσι δεν ηδυνήθησαν να μη ανακράξωσι, «διδάσκαλε καλώς είπας.» Η πλέον ή ανθρωπίνη σοφία των απαντήσεων τούτων επέφερε και μεταξύ των εχθρών Του στιγμιαίον αντιπερισπασμόν προς χάριν Του. Αλλά και πάλιν το ακόρεστον πνεύμα της απιστίας και της διαφωνίας εξηγέρθη, και την φοράν ταύτην γραμματεύς τις ενόμισεν ότι και αυτός έπρεπε να δοκιμάση την έκτασιν της μαθήσεως και της σοφίας του Χριστού. Ηρώτησε δι' ερώτημα το οποίον πάραυτα απέδειξε ψευδή και ουχί πνευματικήν έποψιν των πραγμάτων, «διδάσκαλε ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω;»
Αι Ραββινικαί σχολαί εν τω σαρκικώ και παχυλώ πνεύματι της λατρείας του γράμματος είχον σωρεύσει μεγάλους σωρούς λεπτολογίας επί του Μωσαϊκού κώδικος. Πλην άλλων δεν έπαυσαν ποτέ να μετρώσι και να σταθμίζωσι και να ταξεινομώσι και να διυλίζουσι όλας τας διαφόρους εντολάς του λειτουργικού και του ηθικού νόμου. Είχον έλθει εις το σοφόν συμπέρασμα ότι υπήρχον 248 θετικαί εντολαί, τόσαι όσαι και τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος, και 365 αρνητικαί εντολαί τόσαι όσαι αι αρτηρίαι και αι φλέβες ή αι ημέραι του έτους· το όλον 613 όσος είνε και ο αριθμός των γραμμάτων εν τω δεκαλόγω. Λοιπόν από τοιούτον μέγα πλήθος εντολών και απαγορεύσεων όλαι βεβαίως δεν θα ήσαν της αυτής αξίας· άλλαι ήσαν ελαφραί και άλλαι βαρείαι· αλλά ποίαι; και τις ήτο η μεγίστη πασών εντολή; Κατά τινας Ραββίνους η σπουδαιοτάτη πασών των εντολών είνε η περί των κρασπέδων και των φυλακτηρίων και όστις επιμελώς τηρεί αυτήν θεωρείται ως να ετήρησε όλον τον νόμον! Τινές ενόμιζον την παράληψιν των καθαρμών και πλύσεων τόσον κακήν όσον και την ανθρωποκτονίαν· άλλοι ότι αι εντολαί της Μισνάς ήσαν όλαι βαρείαι, αι δε του νόμου, άλλαι βαρείαι και άλλαι ελαφραί· άλλοι εθεώρουν την τρίτην εντολήν ως ούσαν την μεγίστην πασών. Ουδείς εξ αυτών είχε κατανοήσει την μεγάλην αρχήν, ότι η εκουσία αθέτησις μιας εντολής είνε παράβασις όλων, επειδή σκοπός όλου του νόμου είνε το πνεύμα της υπακοής εις τον Θεόν. Ουχ ήττον οι μάλλον πεφοτισμένοι των Ραββίνων είχον ήδη νοήση ότι η μεγίστη πασών των εντολών, επειδή ήτον η πηγή πασών των άλλων, ήτο εκείνη ήτις επέβαλλε την αγάπην προς τον ένα αληθή Θεόν. Ο Ιησούς είχεν λάβει ήδη αφορμήν να εκφράση την επιδοκιμασίαν του επί της κρίσεως ταύτης, και τώρα την επαναλαμβάνει. Δεικνύων τα κράσπεδα των γραμματέων εν οις μία των αναγραφομένων διατάξεων ήτο το εδάφιον 4. Κεφ. ΣΤ'. του Δευτερονομίου, το αναγινωσκόμενον δις της ημέρας υπό παντός θεοσεβούς Ισραηλίτου, είπεν αυτοίς ότι αύτη ήτο η μεγίστη πασών των εντολών, «Άκουσον Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών είς κύριος, και αγαπήσεις κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας σου»· και ότι η δευτέρα ήτο ομοία αυτή, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αγάπη προς τον Θεόν αποβαίνουσα αγάπη προς τον Άνθρωπον, αγάπη προς τον άνθρωπον τον αδελφόν μας εκπηγάζούσα από της αγάπης προς τον πατέρα μου τον Θεόν, αύται αι δύο μεγάλαι εντολαί εν αις όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.
Αι εντολαί τας οποίας εμνημόνευσεν ως τας μεγίστας δεν ήσαν ειδικαί, αλλά γενικαί, ουχί επίλεκτοι εκ πολλών, αλλά περιλειπτικαί πασών. Ο γραμματικός έσχε τον νουν να παρατηρήση και την ειλικρίνειαν να ομολογήση ότι η απόκρισις του Ιησού ήτο πλήρης σοφίας. «Διδάσκαλε αληθή είπας ανέκραξε». Ο Ιησούς επεδοκίμασε την ειλικρίνειάν του και είπε προς αυτόν νουθετών και ενθαρρύνων άμα ότι, δεν ήτο μακράν από της βασιλείας των ουρανών. Το συνέδριον είχε λάβει ήδη πείραν εκ της ήττης των επανηλειμμένων στρατηγημάτων του και της ταπεινώσεως της κομπορρήμονος σοφίας των ότι μία ακτίς φωτός από το στόμα εκείνο ήτο ικανή να διασκεδάση και να διαλύση όλην την σκοτόμαιλαν της κενής λογομαχίας και των περιτέχνων σοφισμάτων των. Αλλ' ήτο καλόν δι' αυτούς να πεισθώσι, πόσον ευκόλως εάν Αυτός ήθελε θα ηδύνατο να μεταχειρισθή εναντίον των, μεθ' υπερόπλου δυνάμεως, αυτά τα μηχανήματα τα οποία εκείνοι μετ' αποτελεσμάτων τόσων ματαίων και τόσων ολεθρίων δι' αυτούς είχον βάλει εις πράξιν εναντίον του. Διά τούτο επρόβαλε προς αυτούς έν απλούν ερώτημα βασιζόμενον επί των ιδίων των ερμηνευτικών αρχών και εξηγμένον έκ τινος ψαλμού του Δαυίδ τον οποίον εθεώρουν ως αναφερόμενον εις τον Μεσσίαν. Εν τω ψαλμώ εκείνω υπάρχει η έκφρασις «είπεν ο Κύριος (Ιεχωβά) τω Κυρίω μου (Αδωναΐ) κάθου εκ δεξιών μου». Τι σας φαίνεται, τους είπε, περί του Χριστού, Τίνος Υιός είνε; λέγουσι Αυτώ, του Δαυίδ. Εάν λοιπόν, είπε, είνε υιός του Δαυίδ πώς ο Δαυίδ τον ονομάζει Κύριόν Του; ηδύνατο ο Αβραάμ να ονομάση τον Ισαάκ ή τον Ιακώβ ή τον Ιωσήφ ή κανέναν εκ των απογόνων του Κύριόν του; εάν όχι πώς ο Δαυίδ έπραξεν ούτω; Μία μόνη ήτο δυνατόν να υπάρχει απάντησις· διότι ο υιός εκείνος θα ήτο θείος όχι ανθρώπινος· υιός του Δαυίδ εξ ανθρωπίνης γεννήσεως, αλλά Κύριος του Δαυίδ εκ θείας υποστάσεως. Αλλά δεν ηδύναντο να εύρωσι την απλήν ταύτην εξήγησιν ούτε καμμίαν άλλην· δεν ηδύναντο να την εύρωσι διότι ο Ιησούς ήτον ο Μεσσίας των και τον απέρριψαν. Επροτίμουν να αγνοώσι το γεγονός ότι αυτός ήτον κατά σάρκα υιός του Δαυβίδ· και όταν ως Μεσσίαν των ωνόμασαν αυτόν υιόν του Θεού ύψωσαν τας χείρας εν φρίκη και έλαβον λίθους διά να τον λιθοβολήσωσι. Ούτω και ενταύθα η σοφία των εναυάγησε και ενώ ηξίουν να είνε αρχηγοί του λαού ουχ ήττον επί θέματος τόσον τακτικού και τόσον σπουδαίου όσον αι περί Μεσσίου ελπίδες των κατεδικάσθησαν δευτέραν φοράν κατά την αυτήν ημέραν ως «τυφλοί τυφλών οδηγοί» και ηγάπων την τύφλωσίν των. Δεν ήθελον να αναγνωρίσωσι την αμάθειάν των δεν μετημελούντο εκ των σφαλμάτων των· το πικρόν δηλητήριον του μίσους των δεν αφηρέθη διά της μακροθυμίας των, η βαθεία νυξ της διαστροφής των δεν διελύθη διά της σοφίας των.
Η πρόθεσίς των όπως τον απολέσωσιν ήτο σταθερά, επίμονος, αμετάτρεπτος. Εάν μία σκευωρία απετύγχανεν επεδίδοντο μετά πείσμονος μοχθηρίας εις εξύφανσιν άλλης. Και διά τούτο αφού η Αγάπη μάτην είχεν διαδραματήσει το μέρος της, η Εκδίκησις παρήλθεν επί την σκηνήν· αφού το Φως του κόσμου δεν έφαινε δι' αυτούς φωτισμόν γνώσεως η αστραπή έπρεπε να τους γνωστοποιήση τον κίνδυνον. Στραφείς τότε Εκείνος προς τους μαθητάς Του εις επίκοον παντός του λαού εξηκόντισε κατά των ενόχων κεφαλών των βροντήν επί βροντής και κεραυνούς εσχάτης καταδίκης. Εφόσον αντεπροσώπευον νόμιμον εξωτερικήν εξουσίαν προέτρεψε τους ακροατάς του να τους σέβωνται, αλλά τους εσυμβούλεσε να μη μιμώνται την κιβδηλίαν των, την τυραννίαν των, την επίδειξίν των, την αγάπην της πρωτοκαθεδρίας, και τον τίτλον, την φιλαργυρίαν και την έπαρσίν των. Και είτα πανδήμως και τρομερώς εξέφερε κατ' αυτών το οκταπλούν εκείνο, «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί» στιγματίζων αυτούς διά πυρίνων εκφράσεων αίτινες κόπτουν και καίουν. Ουαί εις αυτούς διά την βλαβεράν μάθησιν ήτις κλειεί τας πύλας των ουρανών και διά την ολέθριον ζηλοτυπίαν ήτις δεν επιτρέπει εις άλλους να εισέλθουν! Ουαί εις αυτούς διά την καταθλιπτικήν υποκρισίαν των και δείψαν της πλεονεξίας των! Ουαί διά τον προσηλυτίζονα φανατισμόν των όστις μόνον παράγει μάλλον επικίνδυνον διαφθοράν! Ουαί διά την μωρίαν των ήτις τόσον συγχέει την ιερότητα των όρκων ώστε να φέρει τους οπαδούς των εις βάναυσον βεβήλωσιν! Ουαί διά την μικροπρεπή λεπτολογίαν των ήτις αποδεκατίζει το άνηθος και τα κύμινον και δεν φροντίζει διά την δικαιοσύνην και το έλεος και την πίστιν! Ουαί διά την εξωτερικήν καθαριότητα του ποτηρίου και της παροψίδος εν αντιθέσει προς την εσωτερικήν ριπαρείαν και την αρπαγήν και την αδικίαν των! Ουαί διά τους λευκούς τάφους τους οποίους εμιμούντο κατά το εξωτερικόν ενώ εσωτερικώς ήσαν μεστοί υποκρίσεις και ανομίας! Ουαί διά την χλευαστικήν μεταμέλειαν ήτις κατεδίκαζε τους πατέρας των διά τον φόνον των Προφητών και όμως αντανέκλα ακόμη το φονικόν πνεύμα των πατέρων εκείνων, υπερέβαλε μάλιστα το μέτρον της Ενωχής των διά φοβερωτέρας θυσίας! Φευ εις την γενεάν επάνω εις την οποίαν θα έλθη όλον το αίμα των δικαίων από του αίματος του Άβελ έως του αίματος του Ζαχαρίου τον οποίον εφόνευσαν μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου.
Και εις το μέρος τούτο η φωνή ήτις είχε ηχήσει με τόσον δικαίαν αγανάκτησιν ερράγει εις τον τρυφερώτερον έλεγον, «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσεία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ' ηθελήσατε! Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος· λέγω γαρ υμίν ου μη με ίδητε απ' άρτι έως αν είπητε, «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
«Ουαί ημίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί!» Απετόλμησάν τινες να κατηγορήσωσι τας λέξεις ταύτας επί αδικία και πικρία· ν' αποδώσωσιν αυτάς εις έκρηξιν αναξίας απογοητεύσεως και αδικαιολογήτου οργής. Αλλά τότε η αμαρτία δεν πρέπει ποτέ να αποδοκιμάζηται; η υποκρισία δεν πρέπει να αποκαλίπτηται; η ηθική αγανάκτησις δεν είνε αναγκαίον στοιχείον εις την δικαίαν ψυχήν; Αυτό το Ταλμούδ, περιγράφει επτά τάξεις των Φαρισαίων, εκ των οποίων αι έξ (6) χαρακτηρίζοντας διά μίγματος υψηλοφροσύνης και απάτης. Μόνον η εβδόμη τάξις είνε η τάξις των γνησίων Φαρισαίων, οίτινες αγαπώσι πράγματι τον Θεόν.
«Ιδού, αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος», και μη η κατάρα αύτη δεν επληρώθη φοβερώς; Ομιλών περί του φόνου του νεωτέρου Άννα και άλλων εξεχόντων προκρίτων της Ιερουσαλήμ ο Ιώσηπος λέγει: «Δεν δύναμαι, ει μη να πιστεύσω, ότι ο Θεός κατεδίκασε την πόλιν του εις όλεθρον, ως μεμολυσμένην πόλιν και απεφάσισε να καθαρίση το αγιαστήριόν του διά πυρός, αφού όλοι οι σεβάσμιοι ιερείς επεβλήθησαν έξω γυμνοί και σφαγιασθέντες ερρίφθησαν βορά εις τους κύνας και εις τα θηρία». Ουδέποτε υπήρξε διήγησις τόσον φρικώδης και απαισία, όσον η ιστορία της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ. Ουδέποτε προφητεία επληρώθη πληρέστερον και τρομερώτερον, ή αύτη του Χριστού. Το αίμα διαφόρων πτωμάτων, ιερέων, πρεσβυτέρων και αρχόντων του Ισραήλ εσχημάτισε λίμνας εν ταις αυλαίς του Ναού· τα πτώματα σωρηδόν έκειντο επ' αυτών των βαθμίδων του θυσιαστηρίου, αι δε φλόγες έκαιον επί ημέρας και νύκτας τον Ναόν της Ιερουσαλήμ τον ωραίον και άγιον Οίκον του Θεού, εξ ου πράγματι δεν απέμεινεν, λίθος επί λίθου.
Και όλον το δίκαιον αίμα το εκχυθέν επί της γης δεν ήλθεν επί την γενεάν εκείνην; πολλοί εκ της γενεάς εκείνης δεν επέζησαν να ίδωσι και αισθανθώσι τας αφάτους φρικαλεότητας, τας οποίας διηγείται ο Ιώσηπος; να ίδωσι τους αδελφούς των να σταυρόνωνται άλλοι ορθοί, άλλοι πλαγίως, και άλλοι ανάποδα, έως ότου «χώρος δεν υπήρχε διά τους σταυρούς, και σταυροί διά τους καταδίκους;» να ίδωσι εξακοσίας χιλιάδας σωμάτων εκφερομένας έξω των πυλών της πόλεως; να ίδωσι φίλους παλαίοντας διά μικρόν χόρτον, όπως τραφώσι; ν' ακούσωσι την φρικώδη ιστορίαν της αθλίας μητρός, ήτις εις τους σπασμούς της πείνης έφαγε τα ίδια τέκνα της; ν' απολυθώσι ως δούλοι εις τοσούτον πλήθος, ώστε επί τέλους κανείς να μη ευρίσκεται να τους αγοράση; να ίδωσι εις τας οδούς να ρέη ποταμηδόν το αίμα, και το πυρ, να καίη τας οικίας τας περιρρεομένας από το αίμα των υπερασπιστών των; κατά την φοβεράν εκείνην πολιορκίαν πιστεύεται, ότι εσφράγησαν [;] έν εκατομμύριον και εκατό χιλιάδες ανθρώπων εκτός των εννενήκοντα επτά χιλιάδων, οίτινες απήχθησαν αιχμάλωτοι. Ήτο φοβερόν πράγμα να αισθάνηταί τις, όπως τινές των επιζώντων και των αυτοπτών, και ούτοι ουχί Χριστιανοί ησθάνθησαν, ότι η πόλις ήτο αξία της καταστροφής, την οποίαν υπέστη, διότι είχε παραγάγει γενεάν ανθρώπων, οίτινες υπήρξαν οι αίτιοι, των συμφορών της· και ό,τι «ούτε άλλη πόλις υπέστη ποτέ τοιαύτα δεινά, ούτε άλλος αιών εγέννησέ ποτε γενεάν γονιμωτέραν εν ανομία και πονηρία, ή όσον ήτο αύτη από καταβολής κόσμου».