»»» Ο Βίος του Χριστού / 53. Χαίρειν εις τον Ναόν
53. Χαίρειν εις τον Ναόν
Ο βίος του Χριστού
- ...
- Δευτέρα της εβδομάδος των παθών — Ημέρα Παραβολών
- Η ημέρα των πειρασμών
- Η Μεγάλη αρά
- Χαίρειν εις τον Ναόν
- Η αρχή του τέλους
- Ο Μυστικός Δείπνος
- Η Τελευταία Ομιλία
- ...
Η πτωχή χήρα — Η αληθής ελεημοσύνη — Λαμπρότης του Ναού — «Ούτε λίθος επί λίθου» — Ο Ιησούς εις το Όρος των Ελαιών — Η Συντέλεια των αιώνων — Η παραβολή των Δέκα Παρθένων — Τελευταίος εσπερινός περίπατος εις Βηθανίαν
Μετά γλώσσαν, οία αύτη η συνδιαλλαγή δεν ήτο δυνατή. Ότε ο Ιησούς κατέλιπεν τον Ναόν οι μαθηταί Του πρέπει να συνησθάνθησαν, ότι κατελίμπανεν αυτόν διά πάντοτε.
Αλλά πριν απέλθη, έν άλλο συμβάν επήλθε, το οποίον τον έκαμε να καταλίπη τους περιβόλους του Οίκου του Πατρός Του, με λέξεις όχι οργής αλλά επιδοκιμασίας. Εν τη αυλή ταύτη του Ναού υπήρχον δεκατρία κιβώτια, όπου οι προσκυνηταί έρριπτον τας εισφοράς των, και οι ευπορώτεροι τούτων, έρριπτον χρυσόν, και άργυρον μετ' επιδείξεως. Ενώ ο Ιησούς εκάθητο εκεί το πλήθος των προσκυνητών εξηκολούθει να συρρέη. Υψώσας τους οφθαλμούς του είδε πτωχήν χήρα δειλώς ρίπτουσαν την μικράν εισφοράν της. Τα χείλη των πλουσίων προσκυνητών δυνατόν, να συνεστάλησαν μετά περιφρονήσεως προς την προσφοράν ταύτην, ήτις ήτο δυο λεπτά. Αλλ' ο Ιησούς ηυχαριστήθη από την ταπεινήν αυτοθυσίαν της χήρας. Ήτο η προσφορά αύτη ομοία με το ποτήριον ψυχρού ύδατος, το διδόμενον εξ αγάπης, και το οποίον εν τη βασιλεία του δεν θα μείνη αβράβευτον. Ήθελε να διδάξη διά πάντοτε το μέγα μάθημα, ότι η ουσία της ελεημοσύνης είνε η αυτοθυσία, και η αυτοθυσία της χήρας ταύτης εν τη πτωχεία της ήτο πολύ μεγαλειτέρα της του πλουσιωτάτου Φαρισαίου, όστις είχε συνεισφέρει τον χρυσόν του. Διότι όλοι ρίπτουσιν εκ του περισσεύματος, αύτη δε έρριψεν εκ του υστερήματος αυτής.
Και τώρα ο Ιησούς απήλθε του Ναού διά τελευταίαν φοράν· αλλά τα αισθήματα των Αποστόλων, ακόμη προσεκολλώντο μετ' αγάπης, και υπερηφανείας εις τον ιερόν εκείνον χώρον· εστάθησαν δε να ρίψωσιν επ' αυτού τελευταίον βλέμμα πόθου, και εις τούτων επροθυμήθη να επιστήση την προσοχήν του εις τα ωραία μάρμαρα, και τα πολύτιμα αυτού αναθήματα· εις τας εννέα εκείνας πύλας τας χρυσοκολλήτους και αργυροκολλήτους, εις τα λαμπρά και υψηλά προπύλαια· εις τους μεγαλοπρεπείς εκείνους κίονας, και εις τας γλυφάς και τα αραβουργήματα, εις τα εναλλασσόμενα ερυθρά και λευκά μάρμαρα, και εις τας άλλας λαμπρότητας του κτιρίου.
Αλλ' η καρδία του Ιησού ήτο τεθλιμμένη. Δι' αυτόν η αληθής καλλονή ενός ναού συνίστατο εις την ειλικρίνειαν των προσκυνητών του, και ουδεμία επίγειος μεγαλοπρέπεια θα ίσχυε να μεταβάλλη το σπήλαιον εκείνο των ληστών εις οίκον προσευχής. Συντόμως και αυστηρώς απήντησεν ο Ιησούς, «βλέπετε τας μεγάλας ταύτας οικοδομάς; ου μη μείνη ώδε λίθος επί λίθου.» Ήτο το τελευταίον «εκχορώμεν» της αποχωρούσης θεότητος. Ο Τάκιτος και ο Ιώσηπος διηγούνται, πως κατά την πολιορκίαν της Ιερουσαλήμ, ηκούσθη η φοβερά αύτη φωνή· αλλά τώρα εξεφέρετο εν τη πραγματικότητι καίτοι σεισμός δε την συνώδευσε, αλλ' εξηνέχθη ησύχως. Τριάκοντα πέντε έτη ύστερον ο λαός εκείνος μετεβλήθη εις κόνιν· ούτε ο Αδριανός, ούτε ο Ιουλιανός ηδυνήθησαν να κτίσωσιν επί της τοποθεσίας του· και τόρα αυτή η τοποθεσία είνε αβέβαιον πράγμα.
Θλιβερώς και σιωπηλώς η μικρά συνοδία έστρεψε τα νώτα προς τον ιερόν δόμον, όστις ίστατο εκεί, η επιτομή της Ιουδαϊκής ιστορίας, από των ημερών του Σολομώντος και εντεύθεν. Διέβησαν την κοιλάδα των Κέδρων, και απέβησαν την ανωφερή ατραπόν, την άγουσαν από του Όρους των Ελαιών εις την Βηθανίαν. Εις την κορυφήν του Όρους τούτου εστάθησαν, και ο Ιησούς εκάθησε να αναπαυθή ίσως υπό τους κλώνας των δύο μεγαλοπρεπών εκείνων κερδών, αίτινες εκόσμουν τότε, την κορυφήν του Όρους. Ήτο δε σκηνή κατάλληλος να εμπνεύση σοβαρωτάτας σκέψεις. Εις το βάθος από το έν μέρος κάτωθεν Αυτού, έκειτο η Αγία Πόλις, ήτις από πολλού είχε καταστή πόρνη, και ήτις τώρα, την ημέραν ταύτην, την τελευταίαν μεγάλην ημέραν της επιγείου διακονίας Του, είχεν αποδείξει οριστικώς, ότι «ουκ εγίνωσκεν καιρόν επισκέψεως αυτής». Παρά τους πόδας του έκειντο αι κλιτύες των Ελαιών και του κήπου της Γεθσημανή. Επί της αντιπέραν κλιτύος ηγείροντο τα τείχη της πόλεως, και το ευρύ οροπέδιον το επιστεφόμενον με τα μαρμάρινα περιστύλια, και τας στιλβούσας οροφάς του Ναού. Στρεφόμενος ανατολικώς θα έβλεπε τα γυμνά όρη της ερήμου της Ιουδαίας μέχρι της πορφυριζούσης γραφής των ορέων Μωάβ. Εις δε τα βαθέα κοιλώματα του Γωρ έκειντο τα μυστηριώδη ύδατα της θαλάσσης του Λωτ, και πανταχόθεν εφαίνοντο δείγματα της οργής του Θεού και της αμαρτίας του ανθρώπου. Και ο δύων ήλιος της επιγείου ζωής του έρριπτε βαθυτέρας και σκοτεινοτέρας αποχρώσεις καθ' όλην την σκηνήν της επιγείου αποδημίας του.
Δυνατόν αι σκιαί της διανοίας του να απέρριπτον παράδοξον επισημότητα εις την στάσιν, και τους χαρακτήρας του, καθώς εκάθητο σιωπών, εν μέσω της σιγηλής, και τεθλιμμένης συνοδίας των ολίγων πιστών οπαδών του. Μετά φόβου οι εκλεκτότεροι των Αποστόλων Του, ο Πέτρος και Ιάκωβος, και Ιωάννης, και Ανδρέας ήλθον εγγύς εις αυτόν, και καθώς είδον το όμμα του προσηλούμενον επί του Ναού, τον ηρώτησαν ιδιαιτέρως, «Πότε ταύτα γενήσονται; και ποίον το σημείον της ελεύσεώς σου και της συντελείας του κόσμου;» Η ερώτησίς των περί του Πότε έμεινε προς το παρόν άνευ απαντήσεως. Αλλ' η ερώτησις των Αποστόλων προυκάλεσε επ' αυτού τον μέγαν περί συντελείας λόγον, του οποίου τα τέσσαρα ηθικά γνωρίσματα, είνε: Φυλάττεσθε και Αγρυπνείτε και Καρτερείτε και Προσεύχεσθε.
Άπειροι δυσκολίαι ευρέθησαν εις τον λόγον τούτον, και μακραί πραγματείαι εγράφησαν προς αναίρεσιν τούτων. Η εσκεμμένη δε ασάφεια με την οποίαν η θέλησις του Θεού περιέβαλε τας λεπτομερείας ταύτας περί του μέλλοντος, αίτινες θα υπηρέτουν μόνον, την ματαίαν περιέργειαν, (ή τα παραλύοντα φόβον θα καθιστώσι πάντοτε δυσνόητα μέρη τινά αυτού. Αλλ' εάν παραβάλλωμεν τας εκθέσεις των τριών Συνοπτιστών, και ίδωμεν πώς αμοιβαίως επιρρίπτουσι φως, επ' αλλήλους, εάν αναλογισθώμεν, ότι και υπό των τριών οι λόγοι του Ιησού αναφέρονται μόνον κατ' ουσίαν, εάν έχωμεν την βεβαιότητα, ότι ο σκοπός της προφητείας εις όλας τας εποχάς υπήρξε η ηθική νουθεσία μάλλον, ή η αμυδροτέρα χρονολογική ένδειξις, καθ' όσον εις την φωνήν της προφητείας, ως και εις τον οφθαλμόν του Θεού πας χρόνος είνε μόνον έν αιώνιον ενεστώς, «χίλια έτη εν οφθαλμοίς Κυρίου, ως ημέρα, ή χθες ήτις διήλθε» εάν τέλος αποδεχθώμεν μετά πεποιθήσεως και σεβασμού την δήλωσιν αυτού του Κυρίου, ότι εις αυτόν, ως εις άνθρωπον δεν είνε γνωσταί αι ημέραι και αι ώραι, και ότι «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους και καιρούς, ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία», εάν, λέγω, αναγνώσωμεν τα κεφάλαια εκείνα υπ' όψει έχοντες τοιαύτας αρχάς τότε είμαι βέβαιος, ότι αι πλείσται των δυσχερειών αίρονται αφ' εαυτών.
Δήλον γίνεται εξ αντιπαραβολής τον Λουκά προς τους άλλους δύο ευαγγελιστάς, ότι ο Ιησούς έστρεψε τους λογισμούς των μαθητών του προς δύο ορίζοντας, ένα εγγύς, και ένα απώτερον. Η μεθόρειος γραμμή εκατέρου ορίζοντος εσημείου την συντέλειαν του αιώνος. Εκατέρα δε ήτο έν μέγα τέλος· περί εκατέρας ήτο αληθεί, ότι η τότε υπάρχουσα γενεά (πρώτον εκ της κατά γράμμα εννοίας της γενεάς, είτα εν τη ευρυτέρα εκδοχή του γένους) δεν ήθελε παρέλθει πριν όλα πληρωθώσι. Και η μία ήτο ο τύπος της άλλης· η κρίσις επί της Ιερουσαλήμ, μεθ' ην θα επηκολούθει η αποκατάστασις της Εκκλησίας επί της γης προεικόνιζεν την κρίσιν του κόσμου, και την αποκατάστασιν της βασιλείας του Χριστού, κατά την δευτέραν έλευσίν του. Η αόριστος προφητική εικών του Ματθαίου, και εις σμικρότερον βαθμόν του Μάρκου δυνατόν να φέρη την εντύπωσιν, ότι τα δύο ταύτα συμβεβηκότα θα είναι συνεχή, ή τουλάχιστον εγγύς αλλήλων· αλλά βλέπομεν εκ του Λουκά, ότι ο Κύριος ρητώς επληροφόρησε τους ερωτώντας Αποστόλους, ότι καίτοι πολλά των σημείων, τα οποία προέλεγε θα προηγούντο της αμμέσου συμπληρώσεως μιας εποχής εν τη ιστορία του κόσμου, αφ' ετέρου η μεγάλη συντέλεια δεν θα επέλθη αμέσως, «Δει ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ' ουκ ευθέως το τέλος» και πάλιν, «εν τη υπομονή υμών κτήσεσθε τας ψυχάς υμών». Ο Ιησούς ωμίλει εν μέρει και εν πρώτοις περί της πτώσεως της Ιουδαϊκής Διαθήκης, εν μέρει δε και κατά δεύτερον λόγον περί της συντελείας του κόσμου· αλλ' ωμίλει περί τούτων με την ποικίλλουσαν εκείνην εναλλαγήν της διανοίας και του λόγου, ήτις ήτο φυσική εις Εκείνον του οποίου όλη η ύπαρξις ήτο εν τη σφαίρα της αιωνιότητος και ουχί του χρόνου.
Εν τη ομιλία ταύτη ο Ιησούς πρώτον ενουθέτει αυτούς περί ψευδοχρίστων και περί ψευδοπροφητών. Προεφήτευσε περί φοβερών διωγμών, περί πληθύνσεως της ανομίας, περί παρακμής της πίστεως, περί των προαγγέλλων σημείων της συντελείας του κόσμου. Και καθώς μανθάνομεν εξ άλλων χωρίων της ιεράς Γραφής τα σημεία ταύτα καθώς συνέβησαν εν τη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ούτω θα επαναλειφθώσι εις ευρυτέραν έκτασιν προ της συντελείας του κόσμου.
Η επομένη μεγάλη παράγραφος του λόγου τούτου ενδιέτριβε κατά το πλείστον περί του αμμέσου μέλλοντος. Είχε προείπει την καταστροφήν της Αγίας Πόλεως, και τώρα παρέχει εις αυτούς ενδείξεις, δι' ων ήθελεν προαγγελθή η προσέγγισίς της. Όταν ίδωσι την Ιερουσαλήμ κυκλουμένην υπό στρατών, όταν το βδέλυγμα της ερημώσεως σταθή εν αγίω τόπω, τότε και από των αγρών, και από των στεγών των οικιών έπρεπε να φύγωσι έξω της Ιουδαίας προς τα όρη τα πέραν του Ιορδάνου, όπως σωθώσιν από τας φρικαλεότητας, αίτινες έμελλον να επέλθωσι. Πολλοί θα έκραζον ιδού ενταύθα και ιδού εκεί, πλην ας μη δώσωσι προσοχήν εις τούτο διότι όταν ο Χριστός έλθη, η παρουσία Του, ως αστραπή λάμπουσα εξ ανατολών προς δυσμάς θα είνε ορατή εις όλον τον κόσμον, και ως αετοί συναναθροιζόμενοι επί το πτώμα οι προωρισμένοι υπουργοί της θείας εκδικήσεως, θα τείνωσι τας πτέρυγάς των. Διά των νουθεσιών τούτων εφυλάχθησαν και εσώθησαν οι Χριστιανοί. Πριν ο Ιωάνης ο Γισκαλινός κλείση τας Πύλας της Ιερουσαλήμ και Σίμων ο Γερασινός αρχίση να σφάζη τους φυγάδας, ώστε, όστις διέφυγε τον τύραννον τον εκτός των τειχών, κατεστρέφετο υπό του άλλου τυράννου του εκτός των πυλών, πριν ο Ρωμαϊκός Αετός τείνη τας πτέρυγας επί της καταδικασμένης πόλεως, οι Χριστιανοί οι εν τη πόλει έχοντες τας νουθεσίας των προρρήσεων του Χριστού έφυγον εγκαίρως πέραν του Ιορδάνου, εις Πέλλαν, όπου εσώθησαν από της σφαγής, της λεηλασίας, και των αμέτρων συμφορών.
Είτα ο Ιησούς μετέβη εις τον σκοτισμόν του ηλίου και της σελήνης και την πτώσιν των αστέρων και την διάσεισιν των δυνάμεων του ουρανού (σημεία τα οποία δύνανται να έχωσι και κυριολεκτικήν και μεταφορικήν σημασίαν) τα οποία θα προηγηθώσι της εμφανίσεως του Υιού του Ανθρώπου εξ ουρανού και της συναθροίσεως των εκλεκτών από των περάτων του κόσμου εν φωνή σάλπιγγος των αγγέλων. Η Ημέρα εκείνη του Κυρίου θα έχη τα σημεία της όπως και η άλλη, και προέτρεψε τους εκλεκτούς του εις όλας τας εποχάς να παρατηρώσι τα σημεία ταύτα και να τα ερμηνεύωσι ορθώς όπως ερμηνεύουσι τα σημεία του ερχομένου θέρους εκ των φύλλων της συκής. Αλλ' η ημέρα εκείνη θα έλθη εις τον κόσμον αιφνιδίως απροσδοκήτως και καταπληκτικώς· και καθώς θα είνε ημέρα αμειβής δι' όλους τους πιστούς υπηρέτας, ούτω θα είνε ημέρα εκδικήσεως διά τους λαιμάργους και τους μεθύσους, διά τους υποκριτάς και διά τους αδίκους δι' όλους των οποίων οι λογισμοί είνε μεστοί από το περίσευμα της χθες από την κρεπάλην της σήμερον από τας βιοτικάς μερίμνας της αύριον. Διά να εντυπώση δε πλέον ανεξαλλείπτως εις το πνεύμα των τα περί αγρυπνίας μαθήματα, διηγήθη αυτοίς τας ωραίας παραβολάς των 10 Παρθένων και των Ταλάντων και εχάραξε δι' αυτούς εικόνα της μεγάλης εκείνης ημέρας της κρίσεως καθ' ην ο Βασιλεύς θ’ αποχωρήση απ' αλλήλων όλα τα έθνη· καθώς αποχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από των ερηφίων· την ημέραν εκείνην όσοι έδειξαν την ελαχίστην αγαθότητα προς τον ελάχιστον των αδελφών του τούτων, θαναλογισθώσι ότι έπραξαν τούτο προς Αυτόν.
Αλλά όπως μη αι μεγάλαι αύται διδασκαλείαι περί της συντελείας φέρουσιν αυτούς εις τας παλαιάς περί Μεσσίου ιδέας των συνεπέρανεν με την θλιβεράν επανάληψιν της προρρήσεώς του ότι ο θάνατος και η αγωνία του θα προηγηθώσιν όλων των άλλων. Την φοράν δε ταύτην τους απεκάλειψεν και τον τρόπον και αυτήν την ημέραν εν άκρα σαφηνεία, «Οίδατε ότι μετά δύο ημέρας το Πάσχα γείνεται, και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδητε εις το σταυρωθήναι». Ούτως ετελείωσεν ο μέγας εκείνος λόγος επί του όρους των Ελαιών και ο ήλιος έδυσεν και ηγέρθη και περιεπάτησεν μετά των Αποστόλων Του την βραχείαν υπολειπομένην οδόν προς την Βηθανίαν. Ήτο η τελευταία φορά καθ' ην θα περιεπάτει αυτήν επί της γης· και μετά τας τρομεράς εξάψεις της ημέρας εκείνης πόσον τερπνή πρέπει να ήτο δι' Αυτόν η ώρα εκείνη της αμφιλύκης και της εσπερινής γαλήνης· πόσον αναψυκτική η ειρήνη και η φιλοστοργία ήτις τον περιέβαλλε εν τω ησύχω χωρίω και τη αγία εκείνη οικία. Καθώς παρετηρήσαμεν ο Ιησούς δεν ηγάπα τας πόλεις και σπανίως εκοιμάτο εντός των τειχών των. Καίτοι αι ανάγκαι του έργου Του τον ηνάγκαζον να επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και να κηρύττει εις τα άπειρα πλήθη τα συρρέοντα εκείσε κατά τας εορτάς, ουχ ήττον φαίνεται ότι απεχώρει εν πάση δυνατή ευκαιρία έξω των τειχών της, και εζήτει την ησυχία υπό την σκιάν των ελαιών, υπό την λαμπρότητα της δύσεως του ηλίου και υπό την δρόσον την πίπτουσαν εξ ουρανού.
Αι σκέψεις του πικρού ποτηρίου το οποίον έμελλε εν συντόμω να πίει ήτον αναμφιβόλως παρούσα εις Αυτόν, αλλά παρούσα μόνον υπό την έποψιν της υψιλής θυσίας και του υπερτάτου σκοπού της αγάπης τον οποίον έμελλε να πληρώση. Όχι οι σπασμοί τους οποίους έμελλε να υποφέρη, αλλ' οι σπασμοί από τους οποίους έμελλε να σώση, όχι η δύναμις του σκότους ήτις θα εφαίνετο ότι θα εκέρδιζε βραχύν θρίαμβον, αλλ' η απολυτρούσα νίκη, ο πλήρης εντελής και επαρκής εξιλασμός, ταύτα δυνάμεθα ευσεβάστως να πιστεύσωμεν ότι ήσαν τα υποκείμενα τα οποία εδέσποζον των σκέψεών του.