»»» Ο Βίος του Χριστού / 54. Η αρχή του τέλους
54. Η αρχή του τέλους
Ο βίος του Χριστού
- ...
- Η ημέρα των πειρασμών
- Η Μεγάλη αρά
- Χαίρειν εις τον Ναόν
- Η αρχή του τέλους
- Ο Μυστικός Δείπνος
- Η Τελευταία Ομιλία
- Γεθσημανή — Η Αγωνία και η Σύλληψις
- ...
Το συμβούλιον εν τη οικία του Καϊάφα — Τα τριάκοντα αργύρια — Αι αφορμαί του Ιούδα — «Εισήλθεν ο Σατανάς εις τον Ιούδαν» — Ο τελευταίος ύπνος του Ιησού επί της γης
Ήτο άφευκτον ότι οι φλέγοντες λόγοι της αγανακτήσεως τους οποίους ο Ιησούς είχεν εκφέρει κατά την τελευταίαν μεγάλην ημέραν του κηρύγματός του θα παρώξυνον πέραν παντός μέτρου την μανίαν του Ιουδαϊκού κόμματος μεταξύ των Ιουδαίων. Ου μόνον είχον εκτελεσθή αναφανδών εν αυτή τη σκηνή του αξιώματός των και επί παρουσία των πλέον αφωσιωμένων οπαδών του, ου μόνον είχον βιασθή να ομολογήσωσι την αμάθειάν των περί την εξήγησιν των Γραφών, ήτις ήτο η ανεγνωρισμένη δικαιοδοσία των, και την ανικανότητά των να αποφανθώσιν γνώμην επί αντικειμένου περί ου αυτοί ώφειλον εκ του επαγγέλματός των να γνωρίζωσι, αλλά μεθ' όλας αυτάς τας ταπεινώσεις εκείνος τον οποίον αυτοί περιεφρόνουν ως τον νέον και αμαθή Ραββίνον της Ναζαρέτ, εκείνος όστις παρημέλει τα έθιμά των και παρέβλεπε τας παραδόσεις των, εκείνος από τους λόγους του οποίου εκρέματο εν εκστάσει το πλήθος είχεν αιφνιδίως στραφή εναντίον των και είχεν εξακοντίσει κατ' αυτών έν Ο υ α ί τόσον σφοδρόν τόσον καυστικόν ώστε ουδείς εξ όσων το ήκουσε δεν θα το ελησμόνει ποτέ. Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι Ηρωδιανοί, Ιερείς, Γραμματείς, Πρεσβύτεροι, ο Άννας ο πανούργος και τυραννικός, ο Καϊάφας ο ευτελής και δουλόφρων, όλοι ήσαν επί ποδός τώρα· και συνήλθον εκείνην την ιδίαν εσπέραν εν τη οικία του Καϊάφα θάψαντες όλας τας διαφοράς των εις κοινήν έμπνευσιν μίσους εναντίον του εκ μακρού επηγγελμένου εκείνου Μεσσίου, παρ' ώ ανεγνώριζον μόνον κοινόν εχθρόν. Ήτο συμμαχία προς καταστροφήν Του, συμμαχία φανατισμού απιστίας και φιλοκοσμίας· η λύσσα του ψευδευβλαβούς, η περιφρόνησις του αθέου και η απέχθεια του ιδιοτελούς· και εφαίνετο το προδηλότατον ότι από το φιλέκδικον μίσος τοιούτου συνδυασμού ουδεμία επίγειος δύναμις ήρκει διά να σώση. Οι ευαγγελισταί αναφέρουσι μόνον τα δύο συμπεράσματα εις τα οποία έφθασαν οι συνομώται· το έν ήτο αποφασιστικωτέρα ακόμη ανανέωσις της ψήφου ότι έπρεπε εκ παντός τρόπου να θανατωθή άνευ αναβολής· το άλλο ότι έπρεπε τούτο να γείνη μετά πανουργίας και όχι μετά βεβαιότητος φόβω του πλήθους· και ότι διά τον αυτόν λόγον, όχι ένεκα της ιερότητος της εορτής, ο φόνος έπρεπε να αναβληθή μέχρις ου παρέλθει το Πάσχα και διασκορπισθώσιν οι αναρίθμητοι προσκυνηταί εις τας οικίας των.
Η συνέντευξις αύτη συνέβη πιθανότατα την εσπέραν της τρίτης, ενώ δε αυτοί απεφάσιζον ότι διαρκούντος του Πάσχα δεν θα εγίνετο ο Φόνος την αυτήν στιγμήν καθήμενος επί των κλυτίων του όρους των Ελαίων ο Ιησούς προέλεγε εις τους μαθητάς του με την ατάραχον βεβαιότητα ότι έμελλε να θυσιασθή κατ' αυτήν την ημέραν καθ' ην αφ’ εσπέρας ο αμνός θα εθυσιάζετο και το Πασχάλιον συμπόσιον ήρχιζε.
Πριν λάβη πέρας το συμβούλιον συνέβη γεγονός τι το οποίον μετέβαλεν τα συμπεράσματά του και κατέστησεν δυνατήν την άμεσον σύλληψιν του Ιησού άνευ του θορύβου τον οποίον εφοβούντο. Η ανακωχή των οκτώ ημερών εν τη πικρά αποφάσει Του Θανάτου την οποίαν ο τρόμος και όχι το έλεός Του είχεν παραχωρήση έμελλε να ανακληθή. Η πληγή επρόκειτο να κατενεχθή αμέσως.
Επληροφορήθησαν ότι άνθρωπός τις όστις εγνώριζεν τον Ιησούν, όστις είχεν χρηματίσει πλησίον του και υπήρξε μαθητής του· είς εκ των δώδεκα ήτο έτοιμος να θέση τέρμα εις την αμηχανίαν των και να ανανεώση τας συνεννοήσεις μετ' αυτών τας οποίας είχεν αρχίσει ήδη προ ημερών. Η οικία του Καϊάφα ήτο πλησίον των περιβόλων του ναού· ο Ιούδας προσελθών εις τους φύλακας του ναού, τα μέλη της Λευιτικής φρουράς τους έχοντας την επιστασίαν των ιερών δόμων απηυθύνθη προς αυτούς και ούτοι αμέσως τον έφερον ενώπιόν των ιερέων και των αρχόντων.
Τινές των ιερέων τον είχον ιδεί ήδη εις το προηγούμενον συμβούλιον άλλοι βεβαίως τον εγνώριζον, ως ένα εκ των ακολουθούντων τον Ιησούν και τον μόνον Ιουδαίον μεταξύ των Γαλιλαίων Αποστόλων. Και τώρα έμελλον να συνασπισθώσιν μετ' αυτού εν πονηρία! Το ότι είς εξ εκείνων οίτινες έζησαν πλησίον του Ιησού όστις είχεν ακούσει όλα όσα Εκείνος είπε και είχεν ίδει όλα όσα έπραξεν ήτο έτοιμος να τον προδώση, τους ενίσχυσεν εις τον σκοπόν των· τω ότι δε αυτοί οι ιεράρχαι και ευγενείς ήσαν πρόθυμοι ου μόνον να επαινέσωσιν, αλλά να ανταμείψωσι τον Ιούδαν δι’ ό,τι ήθελε να πράξη και ενίσχυσιν τούτου εις το σκοτεινόν και απηλπισμένον σχέδιον των, καθώς εν τω ύδατι το πρόσωπον αντικρύζει το πρόσωπον, ούτω η καρδία του Ιούδα και αι καρδίαι εκείνων αφομοιώθησαν διά της αντανακλάσεως της αμοιβαίας συμπαθείας των. Καθώς ο σίδηρος οξύνει τον σίδηρον ούτω και ο κτηνώδης θυμός εκείνου έδωκεν νέαν αιχμήν εις το ηκονισμένον μίσος των· τα καθέκαστα της αγοροπωλησίας αγνοούμεν. Ούτε ο Ιούδας ούτε οι εκμισθωταί του είχον αφορμάς να ενδιατρίψωσι επ' αυτών μετ' ευχαριστήσεως. Οι Ευαγγελισταί και οι πρώτοι χριστιανοί εν γένει όταν ομιλώσι περί του Ιούδα φαίνονται πληρούμενοι από πνεύμα αργιλλού αποτροποιασμού, λίαν βαθέως ή ώστε να εκφρασθή διά λόγου. Έν μόνον σκοτεινόν γεγονός ίστατο ενώπιον της φαντασίας των εν όλη τη φρίκη του και τούτο ήτο ότι ο Ιούδας υπήρξε προδότης· ότι ο Ιούδας ήτο είς των δώδεκα, και όμως επώλησε τον Κύριόν του. Πιθανώς έλαβε τα χρήματα εν τω άμα. Με τους απλήστους οφθαλμούς της φιλαργυρίας πρέπει να ενέβλεψεν επί των αργυρών νομισμάτων των φερόντων επί της μιας όψεως (ω παράδοξος ειρωνία της ιστορίας!) θαλλών ελαίας, το σύμβολον της ειρήνης, επί δε της ετέρας θυμιατήριον, το έμβλημα της προσευχής, μετά της επιγραφής «Ιερουσαλήμ, η Αγία.»
Έν πράγμα εν τούτοις είνε βέβαιον· απήλθεν απ' αυτών μισθωτός προδότης και από τούδε εζήτει ευκαιρίαν όπως προδώση τον Διδάσκαλόν του.
Ποίαι ήσαν αι αφορμαί του ανθρώπου τούτου οι ευαγγελισταί ουδέν άλλο λέγουσιν ειμή ότι ο σατανάς εισήλθεν εις αυτόν. Το έγκλημα του ανθρώπου δεν εφαίνετο επιδεκτικόν φυσικής εξηγήσεως. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όστις ουδέποτε δύναται να ωμιλήση περί αυτού άνευ φρίγους αποτροποιασμού λέγει περί αυτού ότι ήτο κλέπτης. Η αιφνιδία κρίσις του πειρασμού κατέλαβεν τον άνθρωπον αλλά βεβαίως η καρδία του ήτο παρασκευασμένη από πολλού όπως δεχθή το πονηρόν πνεύμα· τις είδε ποίαι και πόσαι διαβολικαί εισηγήσεις εισήλθον εις την καρδίαν του προδότου. Πιθανώς από πολλού χρόνου ολόκληρον συγκεχυμένον χάος αμαρτιών, εμυκάτο εν τη ψυχή του Ιούδα· κακία, εγκόσμιος φιλοδοξία, κλοπή, μίσος παντός εντός του καλού και του αγνού, αγνωμοσύνη, μανιώδης θυμός, όλα εκορυφώθησαν εις την ρυπαράν εκείνην και φρικαλέαν πράξιν της προδοσίας, όλα αναμεμιγμένα με τυφλήν θυριώδη μανίαν εντός της ζωφώδους ψυχής του.
Καθ' εκάστην ημέραν ο Ιησούς κατήρχετο εκ Βηθανίας την πρωίαν και μετέβαινεν εις Ιεροσόλυμα. Διατί την Τετάρτην δεν κατήλθε; διότι υπόπτευε την προδοσίαν; Την ημέραν εκείνην εν ταις αυλαίς του Ναού το πλήθος μάτην επερίμενε να ακούση την Φωνήν Του. Αναμφιβόλως ο λαός τον επερίμενε μετ' ανυπομονησίας· αναμφιβόλως οι Ιερείς και οι Φαρισαίοι τον ανεζήτουν μετ' απαισίας ελπίδος· πλην Αυτός δεν ήλθε. Την ημέραν διήλθεν εν ηρεμία, εν ησυχία και σιωπή. Προητοίμαζεν Εαυτόν εν ειρήνη και προσευχή διά την φοβεράν πάλην· δυνατόν να περιεπλανάτο μόνος εις τα ορεινά υψώματα περί την Βηθανίαν και εκεί υπό τον εαρινόν ήλιον ετήρει υψηλήν κοινωνίαν μετά του Πατρός Του του εν ουρανοίς. Αλλά πώς διήλθε την ημέραν δεν γνωρίζομεν. Πέπλος ιεράς σιγής καλύπτει τούτο. Περιστοιχίζετο υπό των ολίγων οίτινες τον ηγάπων και επίστευον εις Αυτόν. Προς αυτούς δυνατόν να ωμίλησε, αλλά το έργον Του ως διδασκάλου εν τη βραχεία εγκοσμίω ζωή Του είχε τελειώσει.
Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη διά τελευταίαν φοράν επί της γης. Την Πέμπτην πρωί εξύπνησεν διά να μη κοιμηθή πλέον ειμή τον ύπνον «σκύμνου λέοντος Ιούδα».