»»» Ο Βίος του Χριστού / 62. Η Ανάστασις του Κυρίου
62. Η Ανάστασις του Κυρίου
Ιωσήφ ο από Αριμαθείας — Ο Νικόδημος — Ο Κήπος και το Μνημείον — Αι Μυροφόροι γυναίκες — Η σφράγισις του Τάφου και η Κουστωδία — «Τη Μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέος.» — Αι Μυροφόροι παρά τον Τάφον — Ο Τάφος κενός — Πέτρος και Ιωάννης — Πρώτη εμφάνισις εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν — Εμφάνισις εις τας Γυναίκας — Ο μύθος των Ιουδαίων — Εμφάνισις εις τον Πέτρον — Εις Εμμαούς — Εις τους Αποστόλους συνηγμένους — Η ψιλάφησις του Θωμά — Παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας — «Σίμων Ιωνά, φιλείς με;» — Ποίμαινε τα πρόβατά μου» — «Ούτος δε τι;» — Η Ανάληψις του Χριστού — «Εκ δεξιών του Πατρός»
Καθ' ην στιγμήν ο Χριστός απέθνησκε, τίποτε δεν ηδύνατο να φανή ασθενέστερον, οικτρότερον, καταδικασμένον εις όνειδος και απώλειαν ή η Εκκλησία την οποίαν είχεν ιδρύσει. Είχεν αύτη δράκα ασθενών οπαδών, εκ των οποίων ο τολμηρότερος είχεν αρνηθή τον Κύριόν του μετά βλασφημίας, και ο πλέον αφωσιωμένος Τον είχεν εγκαταλίπει και είχε φύγει. Ήσαν πτωχοί, ήσαν αμαθείς, απέλπιδες. Δεν είχον ούτε Συναγωγήν ούτε ρομφαίαν. Εάν ωμίλουν την ιδίαν γλώσσαν των, αύτη τους επρόδιδε διά της ιδιωματικής διαλέκτου· εάν ωμίλουν την διαδεδομένην ελληνικήν, εφαίνετο εις το στόμα των ως χυδαϊκή παρεφθαρμένη. Τόσον ασθενείς ήσαν και άσημοι, ώστε μεγάλη τόλμη θα ήτο να προείπη τις δι' αυτούς το πολύ Γαλιλαϊκήν τινα παρασυναγωγήν. Πως συνέβη ώστε οι αμβλείς ούτοι και αμαθείς άνθρωποι, με τον ξύλινον Σταυρόν των, κατεθριάμβευσαν των θανασίμων γοητειών σαρκικής μυθολογίας, κατέκτησαν Βασιλείς και στρατούς, και υπέταξαν τον κόσμον;
Τι ήτο το ποιήσαν την δύναμιν να εξέλθη τελέα εκ της εξουθενωμένης αδυμίας; Μία υπάρχει και μόνον μία δυνατή απάντησις, η Ανάστασις εκ νεκρών. Όλη αύτη η μεγάλη επανάστασις ωφείλετο εις την δύναμιν της του Χριστού αναστάσεως.
Ο ήλιος κατήρχετο ήδη εις την δύσιν, και η ημέρα του Σαββάτου επέκειτο. «Ην δε μεγάλη η ημέρα εκείνη του Σαββάτου», Σάββατον συνάμα και Πάσχα. Οι Ιουδαίοι είχον λάβη πάσαν προφύλαξιν όπως προλάβωσι την βεβήλωσιν ημέρας τόσον ιεράς, κ' εφρόντισαν ευθύς μετά τον θάνατον περί της αποκαθηλώσεως των θυμάτων. Διά το σώμα του Ιησού είχε παρουσιασθή άνθρωπος όπως λάβη άδειαν παρά του Πιλάτου να το θάψη.
Ούτος ήτο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας πλούσιος και αμέμπτου βίου ανήρ και μέλος του Συνεδρίου (ευσχήμων Βουλευτής). Καίτοι εκ δειλίας ή εξ αδυναμίας δεν είχε κηρύξει αναφανδόν μέχρι τούδε την πίστιν εις τον Ιησούν, αλλ' όμως δεν μετέσχε της ψήφου του Συνεδρίου ούτε συνήνεσε εις την πράξιν των. Και η λύπη και η αγανάκτησις ενέπνευσαν αυτώ θάρρος. Αφού ήτο πολύ αργά να εκδηλώση την συμπάθειάν του εις τον Ιησούν ως ζώντα Προφήτην, θα έδιδε τουλάχιστον σημείον της αφοσιώσεώς του προς Αυτόν ως Μάρτυρα και θύμα ανόμου συνωμοσίας. Ούτος προσήλθεν εις τον Πιλάτον κατ' αυτήν την εσπέραν της Παρασκευής, και παρεκάλεσεν ίνα δοθή αυτώ το νεκρόν σώμα. Καίτοι οι Ρωμαίοι άφινον τους εσταυρωμένους δούλους των εις βοράν κοράκων και κυνών, ο Πιλάτος δεν εδυσκολεύθη να κυρώση φιλανθρωπότερον και ευσεβέστερον ιουδαϊκόν έθιμον, το οποίον απήτει αείποτε την ταφήν των νεκρών. Ο δε Πιλάτος ηπόρησεν αν ήδη απέθανε, και έστειλε να ερωτήση τον εκατόνταρχον, πληροφορηθείς δε, διέταξε να δοθή το σώμα. Χωρίς να χάση στιγμήν, επειδή το Σάββατον επέκειτο, ο Ιωσήφ ηγόρασε καθαράν σινδόνα, και αποκαθήλωσε το σώμα από του Σταυρού. Εν τω μεταξύ το παράδειγμά του προσείλκυσε και τον άδολον αλλά δειλόν Νικόδημον, του οποίου η καρδία ενεπλήσθη συμπαθείας και τύψεως, και έτρεξε προς τον Σταυρόν Εκείνου με προσφοράν μεγαλοδωρίας βασιλικής. Χάρις εις την έλλαμψιν ταύτην της λύπης και συμπαθείας εις τας καρδίας των δύο τούτων ευγενών και πλουσίων μαθητών, Εκείνος όστις εθανατώθη ως κακούργος ετάφη ως βασιλεύς. Η καθαρά σινδών, την οποίαν ο Ιωσήφ είχεν αγοράσει, ερραντίσθη πλουσίως διά της εκατονταλίτρου σμύρνης και αλόης, την οποίαν είχε φέρη ο Νικόδημος, και το μεμωλωπισμένον και τετραυματισμένον σώμα, του οποίου το θεϊκώς ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκετο νυν εν τη αναπαύσει του Σαββάτου, εν τω Παραδείσω του Θεού, εκομίσθη ούτω εις τον αγαπητόν και ειρηνικόν τάφον Του. «Αναπεσών, κεκοίμηται ως λέων και ως σκύμνος· τις εγερεί Αυτόν;»
Παρά τον τάφον της Σταυρώσεως υπήρχε κήπος ανήκων εις τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίον, και εντός του περιβόλου του ούτος είχε κατασκευάσει λαξευτόν τάφον καινόν, διά τον εαυτόν του. Εν τω τάφω ουδείς είχε τεθή ακόμη, ο δε Ιωσήφ, παρά πάσας τας ιουδαϊκάς προλήψεις, δεν εδίστασε να δώση διά το σώμα του Ιησού το δι' εαυτόν προωρισμένον μνημείον, το λελατομημένον εν τη πέτρα. Ώφειλον δε να σπεύσωσι, διότι άμα της δύσει του ηλίου το Σάββατον θα ήρχιζε. Ηρωμάτισαν τον νεκρόν, ετύλιξαν την κεφαλήν με σουδάριον, περιέβαλαν όλον το σώμα με την σινδόνα, και απέθηκαν αυτό εν τω μνημείω τω καινώ, είτα προσεκύλισαν μέγαν λίθον επί της θύρας του μνημείου. Μόλις συνετέλεσαν την ταφήν, ο ήλιος εκρύβη όπισθεν των ορέων της Ιερουσαλήμ, και το νέον Σάββατον επέφωσκε.
Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, είχον καθίσει εν τω κήπω επιτηρούσαι, και άλλαι εκ της Γαλιλαίας γυναίκες είχον σημειώσει το μέρος, και είχον σπεύσει οίκαδε να ετοιμάσωσι νέα αρώματα πριν το Σάββατον αρχίση, όπως δυνηθώσι να τρέξωσιν οπίσω την πρωίαν της Μιας Σαββάτων, και συμπληρώσωσι τον αρωματισμόν του σώματος, τον οποίον ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος εν σπουδή είχον αρχίσει. Διήλθον εν ησυχία το Σάββατον εκείνο, το οποίον, διά τας συντετριμμένας καρδίας όλων όσοι ηγάπων τον Ιησούν, ήτο Σάββατον αγωνίας και θλίψεως.
Αλλ' οι εχθροί του Χριστού δεν έμειναν τόσον αδρανείς. Η φοβερά ανησυχία των ενόχων συνειδήσεων δεν είχε καταπραϋνθή ούτε διά του θανάτου Του επί του Σταυρού. Ανεμνήσθησαν μετά τρόμου τας περιαδομένας προφητείας, περί αναστάσεώς Του, το σημείον Ιωνά του Προφήτου, όπερ Εκείνος έλεγε μόνον θα εδίδετο αυτοίς, την μεγάλην έκφρασιν περί καταλύσεως του Ναού, τον οποίον εις τρεις ημέρας θα ήγειρε. Προσποιούμενοι άρα ότι φοβούνται «μήποτε οι μαθηταί Αυτού ελθόντες διά νυκτός κλέψωσιν Αυτόν, και είπωσι τω λαώ, Ηγέρθη από των νεκρών·» και τότε θα ήτο, κατ' αυτούς, η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης, παρεκάλεσαν τον Πιλάτον, ίνα έως της τρίτης ημέρας, ασφαλισθή ο τάφος. Ο Πιλάτος έδωκεν αυτοίς βραχείαν και αλαζονικήν άδειαν να πράξωσιν ως ήθελον· προφανώς δε την εσπέραν, όταν το Πασχάλιον Σάββατον παρήλθεν, απήλθον μετά των στρατιωτών και εσφράγισαν τον λίθον του μνημείου, και αφήκαν τους στρατιώτας φύλακας εκεί.
Το «έχετε κουστωδίαν» δεν δύναται να ληφθή ως προστακτική, αλλά μάλλον ως οριστική. Υποτίθεται εν γένει ότι η κουστωδία αύτη ήτο απόσπασμα ρωμαίων στρατιωτών παραχωρημένων ήδη εις τους Ιουδαίους αρχιερείς όπως φρουρώσι την τάξιν κατά την εορτήν.
Η νυξ παρήλθε, και πριν το λυκαυγές αρχίση να υποφώσκη εν τη πρώτη εκείνη μεγάλη ημέρα του Χριστιανικού Πάσχα, η περιπαθής αγάπη των γυναικών εκείνων αίτινες προσεκαρτέρησαν τελευταίαι παρά τον Σταυρόν, τας έκαμε και πρωινωτάτας παρά τον τάφον. Φέρουσαι μεθ' εαυτών τα πολύτιμα αρώματά των, αλλ' ουδέν γνωρίζουσαι περί κουστωδίας και σφραγίσεως, εναγωνίως ηρώτων αλλήλας, καθώς έτρεχον με δειλά και θλιβερά βήματα εις το σκότος και εις το ωχρόν φέγγος της σελήνης και του λυκαυγούς, «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου». Αι δύο Μαρίαι έτρεχον πρώται εις την πορείαν ταύτην της αφοσιώσεως, μετ' αυτάς δε ήρχοντο η Σαλώμη και η Ιωάννα. Κατ' άλλους η «Μαρία η Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ» ήτο αυτή η Θεοτόκος Μαρία, λαμβάνουσα τον προσδιορισμόν τούτον ως έχουσα οιονεί προγόνους και τον Ιάκωβον και τον Ιωσήν, αν ούτοι ήσαν υιοί του Ιωσήφ του Μνήστορος. Εύρον δε την δυσχέρειαν λυθείσαν δι' αυτάς. Αγγελική οπτασία με λευκήν και απαστράπτουσαν εσθήτα είχε κατατρομάξει τους φύλακας του τάφου, και είχεν αποκυλίσει τον λίθον από της θύρας του μνήματος εν μέσω των κλονισμών μεγάλου σεισμού. Και καθώς εκείναι έφθασαν εις τον τάφον, βλέπουσιν αγγέλους λευχειμονούντας, οίτινες εκέλευσαν αυτάς, να τρέξωσιν οπίσω προς τους μαθητάς και να είπωσιν αυτοίς, και ιδίως τω Πέτρω, ότι ο Χριστός, συμφώνως προς το ίδιον ρήμα Του, ηγέρθη από των νεκρών, και θα προηγηθή αυτών, ως Ποιμήν, εις την αγαπητήν πατρίδα των, την Γαλιλαίαν. «Ιησούν ζητείτε, τον Ναζαρηνόν, τον Εσταυρωμένον; Ηγέρθη· ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν. Αλλ' υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς Αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. Εκεί Αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν».
Αι γυναίκες έτρεξαν οπίσω εν εκστάσει και εν τρόμω, και εις ουδένα είπον ειμή εις τους μαθητάς· και εις τους μαθητάς εφάνησαν οι λόγοι των «ωσεί λήρος·» και όχι μόνον «ουκ επίστευσαν,» αλλ' «ηπίστησαν». Αλλ' η Μαγδαληνή Μαρία, ήτις είχε λάβη χωριστήν και ιδιαιτέραν πληροφορίαν, έδραμε πάραυτα προς τον Πέτρον και Ιωάννην. Τότε οι δύο μαθηταί έτρεξαν. Ο Ιωάννης προέδραμε ταχύτερον του Πέτρου, και πρώτος φθάσας, έκυψε, και εθεώρησε μετά σιωπηλού θαυμασμού τον ανοικτόν τάφον. Ο τάφος ήτο κενός, και τα οθόνια του Νεκρού έκειντο μόνα, χωριστά η σινδών, και χωριστά το σουδάριον το επί της κεφαλής. Είτα έφθασεν ο Πέτρος, και με την συνήθη ορμητικότητά του, απροσεκτών προς τας περί μολυσμού διατάξεις και προς πάσαν άλλην σκέψιν, ειμή την αγάπην και την έκπληξίν του, εισήλθεν εις τον τάφον. Ο Ιωάννης τον ακολούθησε, και είδε, και επίστευσε· και οι δύο Απόστολοι έφεραν οπίσω την αναμφίβολον βεβαιότητα προς τους θαυμάζοντας αδελφούς των. Με όλον τον φόβον, και την αγωνίαν, και την αμβλύτητα της διανοίας, ήτις, κατά την ιδίαν ομολογίαν των, ήτο τόσον βραδεία εις το συνιέναι, επέλαμψεν επ' αυτούς τότε η τρέμουσα και αμυδρά ελπίς, ήτις έμελλε ταχέως να γείνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών. Ότι κατά την πρωίαν εκείνην ο τάφος του Χριστού ήτο κενός, ότι το σώμα Του δεν είχεν αποκομισθή υπό των εχθρών Του, ότι η απουσία του επροξένησεν εις τους μαθητάς βαθυτάτην έκπληξιν, ουχί άμικτον παρά τισιν αυτών, με λύπην και ταραχήν, ότι ακολούθως επείσθησαν, διά πολλών τεκμηρίων, ότι όντως είχεν αναστή εκ νεκρών, ότι υπέρ του αληθούς της πίστεως ταύτης ήταν έτοιμοι εν παντί καιρώ ν' αποθάνωσιν, ότι η πίστις αύτη επήνεγκε βαθείαν και ολοσχερή μεταβολήν εις τον χαρακτήρα των, πονήσασα αυτούς εκ δειλών θαρραλέους και εξ ασθενών ακαταμαχήτους, ότι ήσαν ανίκανοι προς ψεύδος εκούσιον, και, αν ούτω δεν είχε, το ψεύδος το εκούσιον ουδέποτε θα είχε δύναμιν να πείση την απιστίαν και ν' αναγεννήσει την ηθικότητα του κόσμου, ότι επί της πίστεως ταύτης της Αναστάσεως ωκοδομήθη η παγκόσμιος εισέτι τήρησις της πρώτης ημέρας της εβδομάδος και όλον το θεμέλιον της χριστιανικής εκκλησίας, ταύτα τουλάχιστον είνε γεγονότα τα οποία και η απιστία αυτή, εάν θέλη να είνε ειλικρινής, δεν δύναται να μη αναγνωρίση.
Την φαινομένην δήθεν ασυμφωνίαν μεταξύ των Ευαγγελιστών, ως προς τα γεγονότα της Μιας των Σαββάτων, νεώτερος ερμηνευτής (ο Άγγλος επίσκοπος Ουέσκοτ) επιχειρεί ως εξής να συμβιβάση. Ώρα 11 της νυκτός (5 π. μ.). Μαρία η Μαγδαληνή μετ' άλλων γυναικών έρχεται εις τον τάφον. Επιστρέφει να εύρη τον Πέτρον και Ιωάννην. Ώρα 11 και ημισεία. Αι άλλαι γυναίκες βλέπουσιν Άγγελον και επιστρέφουσιν εις την πόλιν. Ώρα 12. Η Ιωάννα και άλλαι επισκέπτονται τον τάφον, και βλέπουσι δύο Αγγέλους, οίτινες πληροφορούσιν αυτάς. Ώρα ημισεία της ημέρας (6 και ημισία). Ο Πέτρος και Ιωάννης έρχονται εις τον τάφον. Ολίγω ύστερον ο Ιησούς εμφανίζεται εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, και ύστερον εις τας άλλας γυναίκας, καθώς επιστρέφουσιν εις τον τάφον.
Εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν, εις εκείνην ήτις πολύ ηγάπησε διότι πολύ εσυγχωρήθη, και εκ της ψυχής της οποίας, της διαπύρου νυν ως η φλοξ και διαυγούς ως κρύσταλλος, είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, απέκειτο η ένδοξος τιμή να ίδη πρώτη τον αναστάντα Σωτήρα. (Κατ' άλλους ερμηνευτάς, ο Κύριος αναστάς ώφθη πρώτον εις την πάναγνον Αυτού Μητέρα, καίτοι τούτο απεσιωπήθη υπό των Ευαγγελιστών). Και η οπτασία των Αγγέλων, δεν είχε καταπραΰνει την έξαψιν και την ταραχήν εν τη καρδία της Μαγδαληνής, όταν, επιστρέψασα και πάλιν εις το μνημείον, εύρεν ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να προσφέρη τον τελευταίον φόρον της αφοσιώσεως και της στοργής εις το κατατραυματισμένον σώμα του Κυρίου της. Από της περιπαθούς ψυχής της, ουδέν αι λευκαί οπτασίαι και αι αγγελικαί φωναί ηδυνήθησαν να εξώσωσι την αγωνίαν την οποίαν ησθάνετο εις την επίμονον σκέψιν, «Ήραν τον Κύριόν μου εκ του μνημείου, και ουκ οίδα πού έθηκαν Αυτόν». Μεθ' όλης της ψυχής της απερροφημένης εις την σκέψιν ταύτην, εστράφη, και ιδού, ο Ιησούς Αυτός ίστατο παρ' αυτήν. Ήτο ο Ιησούς, αλλ' όχι όπως τον είχε γνωρίσει. Υπήρχε τι το πνευματικόν, το υπερκόσμιον, εις το εγηγερμένον εκείνο και δεδοξασμένον σώμα. Εκείνη εφαντάσθη ότι ήτο ο κηπουρός, και εν τη απλήστω ελπίδι ότι ούτος δύναται να εξηγήση προς αυτήν το μυστήριον του κενωθέντος εκείνου και αγγελοφοντήτου τάφου, ανακράζει προς Αυτόν εν αγωνιώδη εκπλήσει, αποστρέφουσα την κεφαλήν, ίσως διά να κρύψη τα ρέοντα δάκρυά της — «Κύριε, ει συ εβάστασας Αυτόν, είπε μοι πού έθηκας Αυτόν, καγώ Αυτόν αρώ».
Τότε ο Ιησούς λέγει προς αυτήν, «Μαρία!»
Η λέξις εκείνη, με τον καταπληκτικόν εκείνον αλλά και τρυφερόν τόνον της θείας φωνής, εισέδυ εις την καρδίαν της. Στραφείσα προς Αυτόν, αποπειραθείσα, ως φαίνεται, να θίξη τους πόδας Του ή το κράσπεδον του ιματίου Του, έκραξε προς αυτόν εν τη μητρική γλώσση της, «Ραββουνί!» (όπερ ήτο πολύ εμφαντικώτερον και τιμητικώτερον του Ραββί), και είτα έμεινεν άφωνος εν τη παραφορά της. Ο Ιησούς Αυτός μετά πραότητος περιέστειλε το πάθος του ενθουσιασμού της. «Μη μου άπτου, είπεν, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα Μου». Πιθανόν τούτο να σημαίνη, «επειδή τούτο είνε μόνον βραχύ διάλειμμα μεταξύ της προτέρας ανθρωπίνης αναστροφής Μου προς υμάς και της μελλούσης πνευματικής ενώσεως». Είτα προσέθηκε, «Πορεύου δε προς τους αδελφούς Μου και ειπέ αυτοίς, Αναβαίνω προς τον Πατέρα Μου και πατέρα υμών, και Θεόν Μου και Θεόν υμών». Οι αρχαίοι Έλληνες Πατέρες εσχολίασαν το αξιοσημείωτον της εκφράσεως ταύτης. «Πατέρα κατά φύσιν την θεϊκήν, ως δε φύσει γενόμενος άνθρωπος, έφης Θεόν, Ύψιστε, τοις δούλοις συγκατιών, εξαναστάς του μνήματος, χάριτι Πατέρα των γηγενών τιθείς τον κατά φύσει Θεόν τε και Δεσπότην». Κατάπληκτος και περιδεής εκείνη έσπευσε να υπακούση. Επανέλαβε προς αυτούς το θειότατον τούτο παράγγελμα, και από γενεάς εις γενεάν αντηχεί δονούσα τας καρδίας η πρώτη εκείνη έκφρασις, η ανεξάλειπτον εμποιήσασα εντύπωσιν εις τα πνεύματα των ακουσάντων — «Εώρακα τον Κύριον!»
Ουδ’ έμεινεν ανυποστήρικτος η μαρτυρία της. Ο Ιησούς συνήντησε τας άλλας γυναίκας, και είπεν αυταίς, «Χαίρετε!» Ο τρόμος ανεμιγνύετο με το θάμβος και την συγκίνησίν των καθώς έπεσαν εις τους πόδας Του. «Μη φοβείσθε, είπε προς αυτάς· πορευθείσαι είπατε τοις αδελφοίς Μου ίνα απέλθωσιν εις Γαλιλαίαν, κακεί Με όψονται».
Ανωφελές ήτο διά τους στρατιώτας τους φύλακας να μείνωσι πλησίον κενού τάφου. Εν φόβω διά τα επακόλουθα, και εν τρόμω εις όσα είχον ίδη, έφυγον προς τους άρχοντας των Ιουδαίων, οίτινες είχον δώσει αυτοίς το κρύφιον υπούργημα. Διά τας πεπωρωμένας εκείνας καρδίας πίστις δεν υπήρχεν, ουδέν καν έρευνα. Το μόνον καταφύγιόν των ήτο το ψεύδος. Επροσπάθησαν να συγκαλύψωσιν όλην την υπόθεσιν. Υπέβαλον εις τους στρατιώτας την ιδέαν ότι πρέπει να είχον αποκοιμηθή, και εν τω μεταξύ οι μαθηταί είχον κλέψει το σώμα του Ιησού. Αλλά τοιούτος μύθος ήτο παραπολύ άτιμος προς πειθώ, και παραπολύ γελοίος προς δημοσιότητα. Εάν καθίστατο γνωστόν, ουδέν θα έσωζε τους στρατιώτας εκ του ονείδους και της τιμωρίας. Οι Σαδδουκαίοι άρα έδωκαν αργύρια εις τους στρατιώτας, όπως σκεφθώσι το ίδιον συμφέρον των, και το κοινόν συμφέρον των με τους Ιουδαίους, θάπτοντες την όλην υπόθεσιν εν μυστικότητι και σιωπή. Μόνον βαθμηδόν και βραδύτερον, και προς τους μεμυημένους, η χαμερπής συκοφαντία μετεδόθη. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει ότι, όταν έγραφε το καθ' εαυτόν Ευαγγέλιον, διεφημίζετο ακόμη ο μύθος μεταξύ των Ιουδαίων.
Η τρίτη εμφάνισις του Χριστού ήτο προς τον Πέτρον. Τα καθ' έκαστα ταύτης είνε άγνωστα εις ημάς. Το γεγονός ερείδεται επί της ρητής μαρτυρίας του ιερού Λουκά και του θεογόρου Παύλου.
Την αυτήν ημέραν, η τετάρτη εμφάνισις του Κυρίου συνωδεύθη από περιστάσεις βαθυτάτου ενδιαφέροντος. Δύο των μαθητών ωδοιπόρουν εις έν χωρίον Εμμαούς, ως οκτώ μίλια από της Ιερουσαλήμ, και συνεζήτουν προς αλλήλους με τεθλιμμένας και εμφόβους καρδίας περί των φοβερών συμβεβηκότων των δύο τελευταίων ημερών. Τότε Ξένος τις επλησίασεν αυτούς και τους ηρώτησε το αίτιον του κατηφούς των προσώπου και του τεταραγμένου των λόγων των. Εκείνοι εστάθησαν κ' εθεώρησαν δυσπίστως τον άγνωστον οδοιπόρον. Και όταν ο είς των δύο, ω όνομα Κλεόπας ωμίλησεν εις απάντησιν, υπάρχει έκπληξίς τις και υποψία εις την απόκρισίν του. «Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις;» Εκείνος ηρώτησε, «Ποία;» και ούτοι είπον, «Τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο Προφήτης μέγας» εν τω Ισραήλ και όμως όλαι αι χαρμόσυνοι ελπίδες ότι έμελλε να λυτρώση τον λαόν Αυτού κατέπεσον εις κόνιν, και όλαι αι κριταί πράξεις Του ενώπιόν του Θεού και του λαού ετελείωσαν προ δύο ημερών εις επονείδιστον θάνατον επί του σταυρού.
(Σημείωση:: Λόγω έλλειψης σελίδων στο παρόν, το παρακάτω κείμενο (μεταξύ των αγκυλών) είναι από άλλο νεώτερο αντίτυπο)
[[ Είνε τώρα τρεις ημέρες και οι γυναίκες λένε ότι είδαν αγγελικά φαντάσματα και μερικοί από τους αδελφούς μαρτυρούν με βεβαιότητα ότι ο τάφος είνε αδειανός. Αλλά, -και εστέναξε με λύπη και δυσπιστία-, αλλά δεν τον είδαν.»
-«Ω ανόητες και οκνηρές καρδιές· δεν εγνωρίζατε λοιπόν ότι αυτά έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να εισέλθη εις την δόξα Αυτού;». Και εξηκολούθει να τους εξηγή τα γενόμενα, έφθασαν δε ούτω πως μέχρι του Εμμαούς, και ο Ξένος έδειξε πως ήθελε να προχωρήση ακόμη πέρα· εκείνοι τότε ηθέλησαν να τον κρατήσουν και όταν εκάθησαν να φάγουν, Εκείνος ευλόγησε και έκοψε το ψωμί και τότε εννόησαν ότι Εκείνος ήτον ο Κύριος· αμέσως και έγεινεν άφαντος.
-«Είχε καεί η καρδιά μας», έλεγαν μεταξύ τους «να μη τον γνωρίσουμε είς το δρόμο που μας μιλούσε και μας εξηγούσε τας Γραφάς».
Εσηκώθησαν σε αμέσως και επέστραψαν είς τα Ιεροσόλυμα όπου ευρήκαν ότι ήτο γνωστή η αναστασίς Του. «Ο Κύριος ανεστήθη αληθινά, και τον είδεν ο Σίμων».
Και πάλιν δε διά πέμπτην φοράν εφανερώθη εις τους μαθητάς Του. Δέκα απ` αυτούς εκάθηντο μαζί εις ένα σπήτι με κλειστές τις πόρτες διά τον φόβον των Ιουδαίων· τότε ήλθεν ο Ιησούς και εστάθη εις το μέσον και τους λέγει:
-«Ειρήνη υμίν».
Και εθαύμασαν και ετρόμαξαν εκείνοι. Η παρουσία του Κυρίου ήτο μεν πνευματική αλλά ήταν αλλοιώτικη από πρώτα· τον επέρασαν διά πνεύμα που το έβλεπαν τα μάτια.
-«Διατί είσθε ταραγμένοι»; ηρώτησεν Εκείνος, «και διατί διστάζουν οι καρδιές σας; Κυττάξετε τα χέρια Μου και τα πόδια Μου, και πεισθήτε ότι Εγώ είμαι· βάλετε επάνω μου τα χέρια σας και ιδέτε ότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και κόκκαλα, όπως βλέπετε να έχω Εγώ». Και τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά Του. Και τότε ενώ η χαρά και ο θαυμασμός και η απιστία επάλευαν μέσα στις καρδιές τους, Εκείνος τους ηρώτησεν αν είχαν τίποτα να φάγη· και διά να τους βεβαιώση περισσότερον έφαγεν ένα κομμάτι ψάρι ψητό και ένα κομμάτι μελοκέρι. Έπειτα δε είπεν πάλιν: -«Ειρήνη σε σας· όπως Με έστειλεν ο Πατέρας Μου, και εγώ στέλλω εσάς».
Και εφύσησεν επάνω τους και είπε: -«Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν χαρίσετε τις αμαρτίες κανενός θα του συγχωρηθούν· και αν άλλων δεν τας συγχωρήσετε, δεν θα τους συγχωρηθούν».
Ένας μόνον από τους Αποστόλους απουσίαζεν, ο Θωμάς ο Δίδυμος. Όταν δε το έμαθεν, τόσον εχάρηκεν, ώστε δεν ημπορούσε να πιστεύση την είδησιν. Ματαίως τον εβεβαίωναν οι άλλοι ότι «Είδαν τον Κύριον».
-«Αν δεν ιδώ», έλεγεν εκείνος, εις τα χέρια Του τα σημάδια των καρφιών, και δεν βάλω το δάκτυλό μου εις τα σημάδια των καρφιών, και δεν βάλω το χέρι μου εις το πλευρό Του, δεν θα πιστεύσω».
Μετά οκτώ ημέρας οι ένδεκα ήσαν πάλιν μαζί και ο Θωμάς μαζί τους. Τότε παρουσιάζεται πάλιν ο Χριστός, προσκαλεί τον Θωμάν και του λέγει μα τα ίδια του τα λόγια: -«Θωμά, φέρε εδώ το δάκτυλό σου, και βάλε το στο χέρι Μου, και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις το πλευρό Μου, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». -«Ο Κύριος και ο Θεός μου!» εφώναξε με ορμή πεποιθήσεως ο άπιστος Απόστολος. -«Επίστευσες Θωμά, διότι Με είδες», είπεν ο Ιησούς, «μακάριοι όμως εκείνοι που επίστευσαν χωρίς να με ιδούν».
Η άλλη εμφάνισις του αναστάντος Σωτήρος έγεινεν εις επτά Αποστόλους κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Ο Σίμων είχε σκεφθεί ότι έπρεπε προς το παρόν, να αρχίση το παληό του επάγγελμα του ψαρά και οι άλλοι επήγαν μαζί του. Όλη όμως την πρώτη νύχτα, αν και ο καιρός ήτο καταλληλότατος, δεν έπιασαν τίποτε. Πρωί πρωί, είδαν εις την ακρογιαλιά μιά Μορφή που δεν την εγνώρισαν και μια Φωνή τους ερώτησεν αν είχαν πιάσει τίποτε: -Οχι, απεκρίθησαν θλιβερώς εκείνοι. -«Στρέψατε το δίκτυ εις τα δεξιά του πλοίου και θα βρήτε».
Το έκαμαν και δεν ημπορούσαν να σηκώσουν το δίκτυ από το βάρος.
-«Ο Κύριος είναι», είπε σιγά ο Ιωάννης προς τον Πέτρον· και αμέσως αυτός έβγαλε το φόρεμά του και επήδησεν εις το νερό και τον ηκολούθησαν οι άλλοι με το καΐκι τραβιώντας και το δίκτυ με τα 158 ψάρια.
Επάνω εις την αμμουδιά ήταν αναμμένη φωτιά, και ένα ψάρι εψήνετο εις τα κάρβουνα. Εκείνος τους διέταξε να φέρουν από τα ψάρια που είχαν πιάσει τώρα και ύστερα τους είπε: - «Ελάτε, προγευματίσατε», και τους εμοίρασε το ψωμί και τα ψάρια.
Όταν ετελείωσε το γεύμα, ο Ιησούς είπε προς τον ασθενή αλλά αφοσιωμένο Του Απόστολον:
-«Σίμων Ιωνά. Με αγαπάς περισσότερον από αυτούς;
-«Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι Σε αγαπώ».
-«Βόσκε τα αρνιά Μου».
Όταν του είπε «περισσότερον απ`αυτούς» εθυμήθη την παληά του κομπορρημοσύνη, και τώρα που ο Σωτήρ επανέλαβε μαλλακότερα: -«Σίμων Ιωνά, Με αγαπάς;» ο Απόστολος, ταραγμένος, αποκρίνεται με τα ίδια τα πρώτα του λόγια:
-«Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι Σε αγαπώ».
-«Βόσκε τα αρνιά Μου».
Αλλά ο Σίμων τον είχεν αρνηθή τρεις φορές και τρεις φορές έπρεπε να ομολογήση πίστιν. Διατούτο ο Χρισός επανέλαβεν την ερώτησιν:
-«Σίμων Ιωνά, Με αγαπάς;»
Και ο Σἰμων με βαθύτατην ταπείνωσιν και λυπημένος κατάκαρδα, εφώναξε:
-«Ναι, Κύριε, Σύ τα γνωρίζεις όλα, Συ γνωρίζεις ότι Σε αγαπώ».
-«Βόσκε τα αρνιά Μου».
Και έπειτα επρόσθεσεν επισήμως:
-«Αμήν, αμήν, σου λέγω, όταν ήσο νεώτερος, εζώνεσο μόνος σου και επεριπατούσες όπου ήθελες· όταν δεν γεράσης, θα απλώνης τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώνη, και θα σε πηγαίνη όπου δεν θα θέλης».
Εννόησεν ο Πέτρος ότι του υπενθύμιζε τα μέλλοντα να του συμβούν μαρτύρια, επεριπάτησε σε παρεμπρός από τους άλλους με τον Ιησούν, και όταν είδεν ότι τους ακολουθούσεν από κοντά ο Ιωάννης, ηρώτησε:
-«Κύριε, αυτός δε τι θα πάθη;»
Αλλά η απάντησις επέπληξε την ματαίαν περιέργειαν:
-«Εάν θέλω αυτός να περιμείνη έως να έλθω, τι σε μέλλει εσέ; Συ ακολουθησέ Με».
Και αληθώς, πως απέθανεν ο Ιωάννης δεν γνωρίζομεν, γνωρίζομεν όμως ότι απέθανε τελευταίος από τους συναποστόλους του, και είδε την Εκκλησίαν πληρέστατα αποκαταστημένην και στερεωμένην.
Ύστερα απ'αυτά, επάνω εις το Θαβώρ εις το βουνό των Μακαρισμών, ενεφανίσθη ο Χριστός εις περισσοτέρους από πεντακοσίους μαθητάς και οπαδούς Του μαζί με τους Ένδεκα, και τους έδωκε τας τελευταίας διαταγάς Του, να διδάξουν και να βαπτίσουν τους λαούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και την τελευταίαν Του υπόσχεσιν ότι θα ευρίσκετο μαζί τους μέχρι της συντελείας των αιώνων.
Αλλά μιά ακόμη εμφάνισις του Χριστού, που δεν αναφέρεται εις τα Ευαγγέλια, την γνωρίζομεν από τον Άγιον Παύλον (προς Κορινθίους Α', 15): ]]
«μετά τούτο, ώφθη Ιακώβω, είτα πάσι τοις Αποστόλοις. Τελευταίον δε πάντων, ωσπερεί τω εκτρώματι, ώφθη καμοί». Όσον αφορά την εις τον Ιάκωβον εμφάνισιν, ουδέν περιπλέον γνωρίζομεν, ειμή εκ παραδόσεως ουχί αυθεντικής.
Τεσσαράκοντα ημέραι παρήλθον ήδη από της Σταυρώσεως. Κατά τας 40 ταύτας ημέρας δεκάκις ή ενδεκάκις ώφθη εις ανθρωπίνους οφθαλμούς και εψηλαφήθη υπό χειρών ανθρωπίνων. Αλλά το σώμα δεν ήτο πλέον φθαρτόν, είχεν αφθαρτισθή, και μετέσχε της θεότητος, διά του τρόπου της «αντιδόσεως». Ο Καιρός είχεν έλθη ήδη ότε η επίγειος παρουσία Του έπρεπε ν' αναληφθή εξ ανθρώπων, και μέχρις ου επανέλθη εν δόξη ίνα κρίνη τον κόσμον. Συνήντησεν αυτούς εν Ιερουσαλήμ, και οδηγήσας αυτούς έως Βηθανία, προσέταξεν αυτούς να μένωσιν εν τη Αγία Πόλει εωσότου λάβωσι την επαγγελίαν του Πνεύματος. Περιέστειλε τας ανησύχους ερωτήσεις των περί χρόνων και καιρών, και εκέλευσεν αυτούς να είνε μάρτυρές Του εις όλον τον κόσμον. Οι τελευταίοι ούτοι αποχαιρετισμοί εγένοντο επί του Όρους των Ελαιών· και είτα υψώσας τας χείρας Του ευλόγησεν αυτούς, και, ενώ τους ευλόγει, διέστη απ' αυτών, και ανεφέρετο εις τον ουρανόν και νεφέλη ανέλαβεν Αυτόν, και έγεινεν άφαντος από των οφθαλμών των.
Μεταξύ ημών και της ορατής παρουσίας Του, μεταξύ ημών και του δεδοξασμένου Λυτρωτού του καθημένου νυν εκ δεξιών του Πατρός, το νέφος εκείνο ακόμη επιπροσθεί. Αλλά το όμμα της Πίστεως δύναται να το διαπεράση· το θυμίαμα της αληθούς προσευχής δύναται να υψωθή άνευ αυτού· δι' αυτού η δρόσος της ευλογίας δύναται να κατέλθη. Και αν Εκείνος απήλθεν, αλλ' έδωκεν εις ημάς, εν τω Αγίω Αυτού Πνεύματι, πλησιέστερον το αίσθημα της παρουσίας Του, στενοτέραν την περίπτυξιν εν ταις αγκάλαις της στοργής Του, ή όπως θα απηλαύομεν και αν συνεζώμεν το πάλαι Αυτώ εν τη πολίχνη της Ναζαρέτ, ή συνεπλέομεν μετ' Αυτού επί των υδάτων της Τιβεριάδος. Δυνάμεθα να είμεθα εγγύς προς Αυτόν εν παντί καιρώ, και προ πάντων όταν εις προσευχήν το γόνυ κλίνωμεν, όσον ο Ηγαπημένος μαθητής ήτο όταν έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους Εκείνου. Ο λόγος του Θεού είνε εγγύτατα εις ημάς, και εις τα στόματα και εις τας καρδίας μας. Εις ώτα κλειστά η φωνή Του δυνατόν να φαίνεται ότι δεν ηχεί πλέον. Οι σφοδροί θόρυβοι του πολέμου δυνατόν να διασείωσι τον κόσμον· αι άπληστοι κλήσεις της φιλαργυρίας και της ηδονής δυνατόν να πνίγωσι την ευγενή έκφρασιν ήτις κελεύει ημάς «Ακολουθείτε Μοι»· μετά δισχίλια έτη Χριστιανοσύνης, οι άπιστοι ψιθυρισμοί της ανυπομόνου δυσπιστίας δυνατόν να καθιστώσι δύσκολον διά την Πίστιν να επαναλαμβάνη, άνευ υβρισμού, το σύμβολον όπερ υπήρξεν η αναγέννησις του κόσμου. Έτι μάλλον, και θλιβερότερον ακόμη, δυνατόν από καιρού εις καιρόν ν' ακούηται, εν τη Χριστιανική Ευρώπη, η ύβρις βλασφήμου τινός γλώσσης, επακολουθούσης να εμπαίζη τον Υιόν του Θεού, καθώς κείται εν τη αγωνία του κήπου, ή αφίνει την υστάτην πνοήν Του επί του δένδρου του πικρού. Αλλά το μυστήριον του Κυρίου είνε μετ' εκείνων οίτινες φοβούνται Αυτόν, και Αυτός θα δείξη αυτοίς την διαθήκην Του. Εις τους θέλοντας ν' ακούσωσιν εισέτι ομιλεί. Επηγγείλατο ότι θα είνε μεθ' ημών πάντοτε, έως της συντελείας του αιώνος, και δεν εύρομεν την επαγγελίαν Του διαλείπουσαν. Τριάκοντα τριών μόνον ετών βραχύν βίον έζησεν επί της γης· επί τρία μόνον διακεκομμένα και τεταραγμένα έτη εκήρυξε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας· αλλά διά πάντοτε, μέχρις ου όλοι οι αιώνες συντελεσθώσι, και η γη αυτή και οι ουρανοί παρέλθωσι, θα ευρίσκη έκαστον εκ των πιστών και γνησίων τέκνων Του ειρήνην και ελπίδα και συγγνώμην εν τω ονόματι Αυτού, και το όνομα τούτο θα καλήται Εμμανουήλ ο εστι μεθερμηνευόμενον
«Μεθ' ημών ο Θεός».
Τέλος