»»» Ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν
Ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ παρεξηγημένα θέματα τῆς πίστεώς μας εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Πράγματι, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὑποτίμησαν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρώντάς το ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἔως σήμερα, καὶ εἰς τοὺς αἰώνας, ὡς κάτι τὸ ἐνοχλητικό, παράτερο καὶ βδελυκτό. Ἄρα ἀποκλείεται αὐτὸ τὸ «ξεδιάντροπο» ἀνθρώπινο σῶμα νὰ κληρονομήσει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κάποιοι ἄλλοι δέ, τὸ ὑπερτίμησαν καὶ τὸ εἰδωλοποίησαν μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία τῆς ἁμαρτίας καὶ στὴν πραγματικότητα τὸ ὑποτίμησαν.
Ἀκόμη ὅμως καὶ μέσα στὶς περισσότερες ἀντιλήψεις τῶν σημερινῶν εὐλαβῶν Ὁρθοδόξων καὶ μή, Χριστιανῶν, ὑπάρχει ἡ ἰδέα περὶ ἐξαερώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Θεωροῦμε τὴν αἰώνιο ζωὴ ὡς κάτι ἀφηρημένο, νεφελῶδες, καὶ μυθικό, ἐκεῖ ὅπου τὸ σῶμα καὶ γενικὰ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ κάτι τὸ φαντασιῶδες. Θὰ γίνει ἁπλὰ ἕνα ἄυλο πνεῦμα, ὅπως τὸ φαντασματάκι τῶν Ghostbusters (Γκοστ Μπάστερς.)
Πρὸς τοῦτο ἡ παρεξήγηση γεννήθηκε ἀπὸ μία ἐπιπόλαια ἐρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Ἀπ. Παύλου «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν· ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. (Α΄ Κορ. ιε΄-44)
Ὅμως πνευματικὸ σῶμα, δὲν σημαίνει ἕνα ἄυλο φάντασμα, ἀλλὰ σημαίνει ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πνευματικόν) καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς κατώτερες δυνάμεις τῆς ψυχῆς (ψυχικόν).
Ἀλλὰ ἄς ἐνσκήψουμε λίγο περισσότερο στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν μέλλουσα ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Γιὰ τούτη τὴν παρεξηγημένη Ἀνάσταση γιὰ τὴν ὁποία ὁδήγησαν οἱ Σαδδουκαῖοι τὸν Κύριό μας στὸν Σταυρὸ καὶ στὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἐκδιώχθηκαν, κατακρίθηκαν καὶ μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ κάθε ἀληθινὸς Χριστιανὸς κατὰ πῶς τὸ λέει ἕνα ἀναστάσιμο τροπάρι τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Ἐξέλθετε οἱ τοῦ ἀμπελῶνος ἐργάται, κηρύξατε τὸν τῆς ἀναστάσεως λόγον·»
Γι’αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα» μὲ τὰ σώματά τους, εἶναι δόγμα καὶ ἀλήθεια ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ Χριστός μας ἀναστήθηκε! Ναί!
Ἀναστήθηκε μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα του, ἀληθινά! πιὸ ἀληθινὰ ἀπὸ ἀληθινὰ!
Ἀναστήθηκε μὲ τὴν σάρκα του, τὸ δέρμα του, τὰ κόκκαλα του καὶ μὲ ἄρτια ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός Του.
Τὸ ἀναφέρει ἄλλωστε καὶ στοὺς ἔντρομους ἀποστόλους στὸ ὑπερῶον.
«ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας.»
Δηλαδὴ, ἐλᾶτε, δές τε καὶ ψηλαφήσατέ με καὶ καταλάβετε ὅτι δὲν εἶμαι πνεῦμα (φάντασμα)! ἔχω σάρκα καὶ ὁστᾶ (κόκκαλα).
Καὶ λέγοντάς τους αὐτὰ τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια Του. Καὶ κατόπιν ἔφαγε, μάσησε καὶ κατάπιε μπροστά τους ψάρι καὶ κερήθρα. Τὶ φοβερὸς ρεαλισμός!
«Ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων, εἴπεν αὐτοῖς, Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν.» (Λουκ κδ,36-43΄)
Ὅμως ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γιὰ ἐμᾶς, καὶ ὅχι γιὰ τὸν «ἑαυτούλη του» καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἁπλὰ τὴν χαμένη του ἀνθρώπινη ζωή. Ἀφού εἶναι Θεός, ἔχει ἀνάγκη τὴν ἀνθρώπινη ζωή;
Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε καὶ ἐμεῖς!
Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικὰ ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ ἀναστηθοῦμε σωματικά, ἔστω καὶ ἐὰν ἔχουνε τώρα τὰ σώματά μας τὰ κακά τους τὰ χάλια, εἴτε εἶναι ἅρρωστα, ἀνάπηρα, ἀνεπαρκή, γερασμένα, Θὰ ἀναστηθοῦν!
Καὶ ὅταν ἀναστηθοῦν θὰ εἶναι ἀνακαινισμένα, ἀθάνατα, αἰώνια, ἄφθαρτα μὲ τὴν Χάρη Του Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν θὰ ὑπόκεινται σὲ θάνατο, σὲ φθορὰ σὲ ἁρρώστια, ψυχοσωματικὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ οὔτε σὲ βιοτικές βιολογικές ἀνάγκες πάσης φύσεως, τροφή, νερό, περιορισμοὺς τοπικοὺς ἢ χρονικούς, σεξουαλικότητα, ξεκούραση, πιοτό ... ἀφοῦ οἱ αἰώνιες χαρές θὰ εἶναι τέτοιες ποὺ τίποτα τὸ ἐφήμερο ἀπὸ ὅ,τι βιώνουμε σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτές.
Ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ ἐμᾶς. Ἀναλήφθηκε γιὰ νὰ ἀναληφθοῦμε καὶ ἐμεῖς.
Ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε γιὰ νὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐμεῖς.
Ό,τι συνέβει στὸν Χριστὸ εἶναι μία προ-οδοποίηση καὶ προ-ειδοποίηση γιὰ τὸ τὶ θὰ ἐπακολουθήσει καὶ σὲ ἐμᾶς.
Γι'αὐτὸ καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἀνάστασή Του, παράλληλα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀναστήθηκαν καὶ πολλοὶ νεκροὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα (ὡς ἕνα μικρὸ δεῖγμα γιὰ τὸ τὶ πρόκειται νὰ συμβεῖ καὶ στὰ δικά μας σώματα).
«Καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. κζ΄52-53)
Συγκλονιστικὰ ἀκόμη εἶναι ὅσα ἀναφέρονται στὸ μαρτύριο τῶν 7 Μακαβαίων παίδων, ὅταν ὁ ἀντίθεος Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανής τοὺς ἔκοβε τὰ μέλη τοῦ σώματός τους:
«...Ἔπειτα δὲ ἀπὸ αὐτὸν ἐβασανίσθη ὁ τρίτος ἀδελφός. Ὄταν δὲ ὁ δήμιος τοῦ ἐζήτησε νὰ ἐξαγάγη ἀμέσως τὴν γλώσσαν του καὶ τας χείρας του, διὰ νὰ τοῦ τὰ κόψουν, ἐκεῖνος τὰ ἐπρότεινε μὲ θάρρος καὶ γενναίως εἶπεν · “ἔχω πάρει τὰ μέλη αὐτὰ ἀπὸ τὸν ουράνιον Θεόν καὶ χάριν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ δὲν τὰ λογαριάζω, διότι πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν Θεόν θὰ τὰ ἀποκτήσω πάλιν κάποτε”.
«μετὰ δὲ τοῦτον ὁ τρίτος ἐνεπαίζετο καὶ τὴν γλῶσσαν αἰτηθεὶς ταχέως προέβαλε καὶ τὰς χεῖρας εὐθαρσῶς προέτεινε καὶ γενναίως εἶπεν· ἐξ οὐρανοῦ ταῦτα κέκτημαι καὶ διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους ὑπερορῶ ταῦτα καὶ παρ᾿ αὐτοῦ ταῦτα πάλιν ἐλπίζω κομίσασθαι» (Μακ. ζ΄-10-11)
Γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἱστοροῦνται καὶ εἰκονογραφοῦνται οἱ Ἅγιοι μὲ τυχόν ἀναπηρίες ποὺ εἶχαν στὴν ζωὴ αὐτή. Γιαλάκια, ἀναπηρικὰ καροτσάκια κ. α. ἀφοῦ ἡ Ἁγιογραφία εἰκονίζει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς μέλλουσας, ἔνδοξης καὶ ἄρτιας μορφῆς του. Ἐξαιροῦνται βεβαίως οἱ Ἁγιογραφίες ἀπὸ τὰ βίαια μαρτύρια τῶν ἐνδόξων μαρτύρων ποὺ μὲ ὅποιο τρόπο καὶ ἐὰν μαρτύρησαν καὶ ἀπεκόπησαν τὰ σώματά τους, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς τὰ ἐπιστρέψει στὴν Β΄Παρουσία.
Ὡς ἐκ τοῦτου καὶ οἱ ψυχές τῶν δικαίων ποὺ βρίσκονται τώρα στὸν Παράδεισο, δὲν εἶναι εὐχαριστημένες ἐντελῶς χωρίς τὸ σῶμα τους. Τὸ ἀποζητοῦν, τοὺς λείπει ὁ μισὸς ἄνθρωπος, καὶ ἀκολούθως παρακαλοῦν τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς τὸ δώσει καὶ πάλι:
Οἱ ψυχές παρακαλοῦν τὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ τὸν «θρόνο» Του:
«καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;
καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί. (Ἀποκ. στ΄10-11)
Σωτηρία θὰ πεῖ νὰ ξανασταθῶ στὰ πόδια μου, ἐγώ, ποὺ μὲ ἔβαλαν στὸν τάφο γιὰ νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν «μακαρίαν ζωήν».
Διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ψυχή, ἀλλὰ σῶμα καὶ ψυχή.
Ἀλλὰ ἐὰν ἆραγε ρωτήσουμε τοὺς Χριστιανοὺς σήμερα:
-Πιστεύετε ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε ἀπὸ τοὺς νεκρούς;
Πόσοι θὰ ἀπαντήσουν καταφατικά;
Δὲν μπορεῖς νὰ λέγεσαι Χριστιανὸς καὶ νὰ κερδίσεις τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐὰν δὲν πιστεύεις στὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας: τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Δὲν γίνεται νὰ λέμε πῶς πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐὰν δὲν πιστεύουμε πῶς καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν.
Μὴν ξεχνᾶμε ἐπίσης ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνας τρόπος γιὰ νὰ ζήσουμε μία ὡραία καὶ ἠθικὴ ζωή, ἀλλὰ μία προετοιμασία γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε ψυχῇ καὶ σώματι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς βεβαιώνει ἐπίσης καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Αὐτὸ οὖν τὸ σῶμα τὸ φθειρόμενον καὶ διαλυόμενον, αὐτὸ ἀναστήσεται ἄφθαρτον·»
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λοιπὸν καὶ στὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν ἀνάβουμε τὸ καντήλι, τὸ κερὶ καὶ τὸ θυμίαμα καὶ τοποθετοῦμε λουλούδια πρὸς τιμήν τῆς Εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ξανασταθεῖ ὄρθια στὰ πόδια της, ἀφοῦ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ποὺ μένει στὴν Ἐκκλησία θὰ ζωοποιήσει καὶ θὰ δώσει τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Ἀκολούθως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς στεκόμαστε ὄρθιοι στὶς Λειτουργίες καὶ δὲν γονατίζουμε, ἀφοῦ ἡ ὅρθια στάση εἶναι προάγγελος τῆς Ἀναστάσεως μας, δηλαδὴ θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ σταθοῦμε ὄρθιοι μὲ τὰ δύο πόδια, τὰ σωματικά. Ὄχι τὰ πνευματικὰ πόδια ἀλλὰ τὰ σωματικά.
Ἐξάλλου βεβαιώνει ὁ Κύριός μας στὴν ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου Μάρθα:
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή.»(Ιωάν. κε΄-11)
Δὲν εἶπε μόνον ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνάσταση, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ νεκρὸ σῶμα.
Καὶ τὰ ἐκτρωθέντα ἢ ἀποβληθέντα ἔμβρυα τὶ θὰ ἀπογίνουν;
Ἀκόμη καὶ αὐτὰ θὰ ἀναστηθοῦν, διότι ἔχουν ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ τῆς σύλληψής τους ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ψυχῇ καὶ σώματι. Σὰν ἕνα κουβαράκι ποὺ δὲν ἔχει ξεδιπλωθεῖ ἀκόμη.
Καὶ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσει ὁ καλός μας Θεός, ἀφοῦ πέθαναν ἀβάπτιστα;
Μόνο ἐκεῖνος γνωρίζει, μέσα στὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία Του, γι’αὐτὰ τὰ ἀδικημένα παιδάκια.
Δυναμικὰ καὶ ρεαλιστικὰ εἶναι ἐπίσης τὰ ὅσα μᾶς ἀναφέρει ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ γιὰ τὴν μέλλουσα ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων: (Ιεζ. 37,1-14)
Καὶ ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κύριος καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων· καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτὰ κυκλόθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, ξηρὰ σφόδρα. καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα· Κύριε Κύριε, σὺ ἐπίστῃ ταῦτα. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου. τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τοῦτοις· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ’ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ’ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ’ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. καὶ ἐπροφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐπ’ αὐτοῖς. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπὸν τῷ πνεύματι· τάδε λέγει Κύριος· ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τοῦτους, καὶ ζησάτωσαν. καὶ ἐπροφήτευσα καθότι ἐνετείλατό μοι· καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα. καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με λέγων· υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ ταῦτα πᾶς οἶκος ᾿Ισραήλ ἐστι, καὶ αὐτοὶ λέγουσι· ξηρὰ γέγονε τὰ ὀστᾶ ἡμῶν, ἀπόλωλεν ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, διαπεφωνήκαμεν. διὰ τοῦτο προφήτευσον καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαὶ με τοὺς τάφους ὑμῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου. καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ θήσομαι ὑμᾶς ἐπὶ τὴν γῆν ὑμῶν, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος· λελάληκα καὶ ποιήσω, λέγει Κύριος.
Νὰ εἴμαστε λοιπὸν ἀπολύτως σίγουροι γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν,
(Ἐτυμολογία: νεκάς λέγεται ὁ νεκρὸς στὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ καὶ ὁμηρικά, απὸ τὸ Νὴ ποὺ σημαίνει ἄρνηση καὶ τὸ Κίκυς ποὺ σημαίνει δύναμη, δηλαδὴ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουνε τώρα δύναμη ζωῆς).
διότι δὲν θὰ τὴν ἐμποδίσει τίποτα, μὲ οποιονδήποτε τρόπο καὶ ἐὰν πέθανε κάποιος. Εἴτε ἔλιωσε ἢ τὸν ἔφαγαν τὰ κοράκια, τὰ μυρμήγκια τὰ σκουλήκια, τὸν ἀποτέφρωσε ἡ φωτιά, τὸν διέλυσε ἡ ἀτομικὴ βόμβα... Δὲν ἔχει σημασία θὰ ἀναστηθεῖ!
Θὰ δώσει λοιπὸν ἡ γῆ (τόπος τῶν νεκρῶν σωμάτων) τὰ σώματα καὶ ὁ Ἅδης (τόπος τῶν ψυχῶν) τὶς ψυχές, καὶ θὰ ἔχουμε πάλι ἔνωση ψυχῶν καὶ σωμάτων γιὰ νὰ ἔχουμε Ἀνάσταση. Γιατὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ἐπανασύνδεση, ἡ ἐπανένωση τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.
Μᾶς ἀναφέρει ἐπιπλέον ἡ Ἀποκάλυψη:
Καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾍδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν”... (Ἀποκ. κ΄- 13)
Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στὰ ἔσχατα θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία πράξη τῆς ἱστορίας.
Ἄλλωστε τὴν αἰωνία σωτηρία τὴν δεχτήκαμε στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα μας.
-Πῶς βαπτιζόμαστε; Μὲ τὸ σῶμα μας!
Πῶς κοινωνᾶμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Μὲ τὸ στόμα μας.
-Καὶ τὸν Χριστὸ πῶς τὸν πήραμε; Μὲ τὴν Σάρκα Του.
Μέσω λοιπὸν τοῦ σώματός μας (τοῦ βδελυροῦ, κατὰ ὁρισμένους) σωζόμαστε!
Καὶ ἡ σάρκα, τὸ σῶμα, λοιπὸν θὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἔργα του.
«Δεῖ οὒν ἡμᾶς ὡς ναόν Θεοῦ φυλάσσειν τὴν σάρκα. (Ἅγιος Κλήμης Ρώμης)
Ἀλλὰ ἂς ἐνσκήψουμε λίγο καὶ στὰ θεόπνευστα σύμβολα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Σύμβολο Πίστεως ἀναφέρει:
«Πιστεύομεν… καὶ εἰς σαρκὸς ἀνάστασιν καὶ εἰς ζωήν αἰώνιον.
Τὸ δὲ Ἀθανασιανὸ σύμβολο (Βρίσκεται μπροστὰ στὸ μέγαν Ὡρολόγιον).
«...ὅθεν ἐλεύσεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ τῇ παρουσίᾳ πάντες ἄνθρωποι ἀναστήσονται σὺν τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν, ἀποδώσοντες περὶ τῶν ἰδίων ἔργων λόγον·»
Τὸ Σύμβολο Πίστεως τῆς Νικαίας ἀναφέρει:
«προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρών» καὶ ἐπειδὴ οἱ ψυχές δὲν πεθαίνουν, ἡ ἀνάσταση ποὺ περιμένουμε εἶναι τῶν σωμάτων.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ λοιπὸν εἶναι ποιητικὴ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, ποὺ ἐνεργεῖται τώρα σὲ ἐμᾶς ψυχικά, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Β΄Παρουσία Του θὰ ἐνεργηθεῖ καὶ σωματικά.
Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι θὰ βρίσκονται στὴν Κόλαση ἢ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ σώματά τους (δὲν θὰ εἶναι μόνο ψυχές) καὶ θὰ λαμβάνουν ἀναλόγως τὴν δυστυχία ἢ τὴν χαρά, ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἢ παρουσία τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐν τοῦτοις κάποιοι ἀμφισβητοῦν τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνακαινίσει τὸν κόσμο.
Ὁ Θεὸς ὅμως ὅ,τι δημιουργεῖ μπορεῖ καὶ νὰ τὸ ἀναδημιουργεῖ.
Ἐφόσον δημιούργησε ἐκ τοῦ μὴ ὅντος ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, δὲν μπορεῖ τάχα αὐτὸ τὸ σύμπαν νὰ τὸ ἀναδημιουργήσει ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα ὕλη;
Ὅ,τι δημιουργεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ μηδέν δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὸ μηδέν.
«ὃν τρόπον γὰρ ὁ οὐρανὸς καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, ἃ ἐγὼ ποιῶ, μένει ἐνώπιον ἐμοῦ, λέγει Κύριος.» (Ἡσαΐας. 66-22)
Γράφει ὁ Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς:
«Οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν τὸ Θεὸ σὲ θάνατο. Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ τὴν Ἀνάστασή Του «καταδικάζει» τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀθανασία»
Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι εἴμαστε ἀθάνατοι, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Ἡ προσωπικότητά μας, ἡ συνείδηση, καὶ ἡ αὐτογνωσία πάντοτε θὰ ὑφίσταται.
Μὲ τὸ μηδέν ἔχει σχέση μόνο ὁ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ αὐτό.
Ἄν ἐγὼ θέλω νὰ αὐτοκτονήσω, αὐτοκτονῶ. Ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ θὰ καταφέρω νὰ χωρίσω τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα μου, καὶ ὄχι νὰ γίνω μηδέν.
Οὔτε ἕνα μόριο τῆς ὕλης λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μηδέν. Ὅλα θὰ γίνουν καινούργια. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ματαιώνονται.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶναι ἀναγκαστική. Δηλαδὴ εἴτε τὸ ἐπιθυμῶ εἴτε ὄχι, εἴτε μ’ἀρέσει εἴτε ὄχι, θὰ ἀναστηθῶ.
Ἕνα μόνο δὲν εἶναι ὑποχρεωτικό: ἡ θέλησή μας γιὰ σωτηρία. Ἡ ἐπιλογή μας γιὰ μετοχὴ στὴν Θεῖα ζωή.
Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιό μας τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς κτίσης ολόκληρης νὰ ἀποδεικνύεται καὶ στὸ ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως.
Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸ σωματικὸ ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄψυχα ἰμάτιά του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς, σὰν τὸ χιόνι. Ἔλαμψε καὶ ἡ ἔμψυχη καὶ ἡ ἄψυχη ὕλη.
Ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ὅμως προϋποθέτει τὴν διατήρηση τῆς ἰδιαίτερης προσωπικότητας, τῆς συνείδησης καὶ τῆς ξεχωριστῆς ψυχοσωματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεί, στὴν αἰωνία ζωή, θὰ γνωρίζουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συμπορευθήκαμε στὴν ἐφήμερη ζωή, ἄντρες ἢ γυναίκες, φίλους ἢ ξένους, ὅπως ἐπίσης ὅσους γεννήθηκαν σὲ ἄλλες ἐποχές καὶ ποτὲ δὲν τοὺς συναντήσαμε, καὶ βεβαίως ὅλους τοὺς Ἁγίους.
Ὅμως δὲν θὰ ὑπάρχει κάποιο ταμπελάκι ποὺ νὰ δείχνει, ἀλλὰ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἀναγνωρίζουμε τὰ διάφορα πρόσωπα (ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὸ ὅρος θαβὼρ ὅταν ἀνεγνώρισαν τοὺς προφήτες Μωϋσῆ καὶ Ἡλία παρότι δὲν τοὺς εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴν ἐπὶ γῆς ζωή τους).
Ἐνῶ κατὰ τὸν Πανθεϊσμὸ καὶ τὶς ἀνατολικές θρησκείες, Βουδισμὸς κ.α. ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει ἐνώνεται μὲ τὴν μεγάλη ψυχή, τὸ μέγα πνεῦμα τοῦ σύμπαντος.
Σὰν νὰ ἔχουμε μία ἐπιφάνεια νεροῦ ὅπου πετιέται ἕνας πίδακας, ἕνα συντριβανάκι. Αὐτὸ τὸ συντριβανάκι ἔχει μία στιγμιαία ὑπόσταση, ἀφοῦ ξεφεύγει ἀπὸ τὸν ὄγκο τοῦ νεροῦ. Ξαναπέφτει ὅμως μέσα στὸ νερὸ καὶ τότε ξαναγίνεται ὅ,τι ἦταν καὶ πρῶτα.
«Νιρβάνα» δηλαδὴ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ μηδέν. Μία ύπαρξη μέσα στὴν ἀνυπαρξία ὅπου στερεῖται προσωπικότητος καὶ συνειδήσεως.
Όσον ἀφορᾶ καὶ πάλι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτὸ δὲν εἶναι βδελυκτό. Τὸ δημιούργησε ὁ Θεός, τὸ φόρεσε, τὸ φοράει καὶ θὰ τὸ φορᾶ γιὰ πάντα ὁ Χριστός (δύο ὑποστάσεις: α)ἀνθρώπινη καὶ β)Θεϊκή, ταυτισμένες ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως σὲ ἕνα Πρόσωπο).
Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα βαπτίζεται καὶ εἰσέρχεται ὅλο στὴν κολυμβήθρα.
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λοιπὸν δὲν ὑποτιμᾶ τὴν σάρκα μας, ἀλλὰ τὴν καθαρίζει καὶ κατοικεῖ μέσα μας, μέσα στὰ σώματά μας, σὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας.
Ἄλλωστε τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ὑπαγορεύει ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε αὐτὰ ποὺ δημιουργήσαμε δὲν τὰ ἀφήνουμε ποτὲ νὰ χαθοῦν.
Τὰ παιδιά μας τὰ γεννᾶμε καὶ μετὰ τὰ παρατᾶμε;
Ἕνα σπίτι ποὺ φτιάξαμε τὸ ἐγκαταλείπουμε;
Ὄχι! ἀλλὰ τὰ φροντίζουμε καὶ τὰ συντηροῦμε.
Διότι στὰ δημιουργήματά μας ἀποτυπώνεται ὅλη μας ἡ ἀγάπη, ἡ ψυχὴ καὶ δημιουργικότητά μας.
Πῶς λοιπὸν ὁ Θεὸς θὰ ἀφήσει ὅλη τὴν δημιουργία, στὴν ὁποία ἀποτυπώνεται καὶ ἀντικατοπτρίζεται ἡ Ἀγάπη, ἡ Δύναμη, ἡ Σοφία καὶ ἡ Δικαιοσύνη Του νὰ γίνει ἐρημιά...;
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν σώζει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του.
Γι'αὐτὸ «ὁ Λόγος σὰρξ (σάρκα) ἐγένετο».
Χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μία λέξη πιὸ ρεαλιστική: σάρκα, ὄχι ἁπλὰ ἄνθρωπος, ἀλλὰ σάρκα, γιὰ νὰ τονίσει περισσσότερο τὴν πραγματικὴ ἐνανθρώπισή Του.
Ὁ θεὸς λοιπὸν προσλαμβάνει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση (ψυχή-σῶμα) γιὰ νὰ σώσει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο
«Τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον. ὃ δὲ ἤνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σῴζεται.»
Εἶχε ἀνάγκη ὅμως ὁ ἀνενδεής Θεὸς νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση;
-Ὄχι! γιὰ ἐμᾶς τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ μᾶς θεώσει ψυχῇ καὶ σώματι.
Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ ἦταν κατ’ εὐδοκία θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι κατὰ παραχώρηση.
Ὁ Θεὸς σαρκώθηκε ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλὰ ἐπειδὴ προαιωνίως τὸ ἤθελε.
Ἀκόμη καὶ ἐὰν δὲν ἔπεφτε ὁ ἄνθρωπος, πάλι ὁ Λόγος σὰρξ θὰ γινόταν γιὰ νὰ θεώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Ὅμως ὅταν ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, δὲν ἄφησε τὸ παλιὸ φθαρτὸ σῶμα στὸ τάφο καὶ πῆρε ἕνα ἄλλο. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ παλιὸ τὸ ἀνακαίνισε, τὸ ἀνέστησε καὶ μαζί Του ἀνακαίνισε καὶ νεούργησε (ἔκανε πάλι νέους) ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ό,τι εἶναι λοιπὸν τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ θὰ εἶναι καὶ τὸ δικό μας στὴν αἰωνία ζωή.
(Καὶ ἐδῶ κάτι παράδοξο! ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν μία ἔφαγε ἀπὸ τὸ περιγραπτό του ἀνθρώπινο σῶμα τὸ ψάρι καὶ τὴν κηρήθρα, (καὶ δὲν ἔφαγε ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀνάστασή Του) ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη αὐτὸ τὸ ὑπαρκτὸ σῶμα πέρναγε μέσα ἀπὸ τὶς κλειστές θύρες.
Πῶς συνδυάζονται καὶ τὰ δύο; Μόνο ὁ θεὸς ξέρει!)
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἴδιο σῶμα ποὺ φορᾶμε τώρα, ἀλλὰ βελτιωμένο καὶ ἀνακαινισμένο δέ, νέο γιὰ πάντα. θα ἔχουμε στὴν αἰωνιότητα.
π. χ. ὅπως τὸ νερό. Μπορεῖ ἀπὸ ὑγρὴ μορφὴ νὰ γίνει πάγος ἢ ὑδρατμός, ἀλλάζει ἡ μορφὴ του ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ οὐσία καὶ ὑπόστασή του.
Ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σίτου περιέχει μέσα του ὅλο τὸ στάχυ ποὺ σὲ λίγο θὰ ξεπεταχθεῖ. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀνασταίνεται. Καὶ ἀπὸ ἕνα μικρὸ σαπισμένο μέσα στὴ γῆ σποράκι (τὸ πεθαμένο σῶμα μέσα στὸν τάφο) μεταμορφώνεται σὲ ὁλόκληρο στάχυ.
Ἐξ οὓ καὶ ἡ σημασία τοῦ σταριοῦ - κολλύβου ποὺ θέτουμε στὰ μνημόσυνα.
Γι' αὐτὸ καὶ μὲ τὴν Θεῖα Κοινωνία. Μέσα μας λαμβάνουμε τὴν σπορὰ τῆς ἀθανασίας καὶ φροντίζουμε πάντα νὰ κοινωνήσει ἐκεῖνος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, γιὰ νὰ πάρει μαζί του τὸ φάρμακο καὶ τὸν σπόρο τῆς ἀθανασίας.
Ἀκολούθως, στὴν αἰωνία Βασιλεία τοῦ θεοῦ μόνο σώματα ποὺ θὰ γίνουν αἰώνια καὶ ἄφθαρτα μποροῦν νὰ εἰσέλθουν.
Ὅμως μὲ τὰ σώματα τῶν κολασμένων ποὺ καὶ αὐτὰ ἀναγκαστικὰ θὰ ἀναστηθοῦν τὶ θὰ γίνει;
Καὶ οἱ κολασμένοι καὶ ἀσεβεῖς θὰ ἀναστηθοῦνε στὴν Β΄Παρουσία καὶ θὰ ἔχουνε ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα σώματα, ὄχι ὅμως καὶ αἰώνια ζωή, ἀλλὰ θὰ βιώνουν τὴν ἀθανασία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς τους ὡς ἀτέρμονη κόλαση, σκοτάδι καὶ πόνο.
Γι αὐτὸ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες δειλιοῦν καὶ φοβοῦνται τὴν κόλαση. Εἶναι τρομερὴ γι αὐτούς, ποὺ εἶναι πνεύματα, πόσο μᾶλλον γιὰ τοὺς κολασμένους ἀνθρώπους ποὺ θὰ συμμετέχουν σὲ αὐτὴ καὶ μὲ τὰ σώματά τους! Ἀλοίμονο!
Μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Χριστός μας:
Μὴ φοβᾶσθε ἐκεῖνους ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὴν ψυχήν. Νὰ φοβᾶσθε μᾶλλον ἐκεῖνον, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα νὰ χαθοῦν εἰς τὴν γέεναν. (Ματθ. Ι΄,28)
Τὶ θὰ βάλει ὁ θεὸς στὴν Κόλαση;
«Καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα»
Ώστε λοιπὸν στὴν Κόλαση θὰ εἶναι καὶ τὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι τὸ σῶμα στὴν Κόλαση, σημαίνει ὅτι πρῶτα θὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τὸν τάφο, ὅπου εἶχε λιώσει, καὶ μετὰ θὰ πάει στὴν Κόλαση.
Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι ἡ Κόλαση θὰ εἶναι ἁπλῶς ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως; Κάτι ἀφηρημένο καὶ ἀερώδες;..
Θὰ εἶναι βεβαίως καὶ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ τιμωρία τοῦ σώματος... Καὶ ἐπειδὴ θὰ εἶναι μὲν τὸ παλαιὸ σῶμα, ἀλλὰ νέο, μὲ νέες ἰδιότητες, τότε δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ἀκριβῶς θὰ εἶναι ἡ Κόλαση.
Ὁ Κύριος τὴν παρομοίασε μὲ τὸ «πὺρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ». καὶ τὸ πὺρ αὐτὸ εἶναι ἀφεγγές, γι’αὐτὸ μιλάει καὶ γιὰ σκότος.
Μίλησε ὁ Χριστός μας καὶ γιὰ «τριγμὸ τῶν ὁδόντων καὶ βρυγμό» ὅταν χτυποῦν τὰ δόντια καὶ μουγκρίζει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πόνο. Τὶ ἀκριβῶς εἶναι ὅλα αὐτά; Ἀκόμη δὲν ξέρουμε.
Τὰ σώματα λοιπὸν θὰ μετατεθοῦν ἢ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ στὴ Κόλαση.
Μὴν λησμονοῦμε ἐξ’ἄλλου ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ζεῖ, καὶ ὄχι ἁπλὰ νὰ ὑπάρχει. Καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ σίδερα καὶ τὰ βουνὰ ὑπάρχουνε ἀλλὰ δὲν ζοῦνε, δὲν ἔχουνε συνείδηση. Μόνο ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ ἄγγελοι σὲ ὅλο τὸ κτιστὸ σύμπαν ἔχουν μετοχὴ στὴν Θεῖα ζωὴ. Αὐτὸ σημαίνει ζωὴ = Μετοχὴ στὴν θεὶα ζωή.
Ἡ ὕπαρξη λοιπὸν σκέτη δὲν ἔχει κανένα νόημα καὶ ἀξία. Καὶ οἱ δαίμονες ἔχουν ὕπαρξη ἀλλὰ δὲν ἔχουν ζωή. Καὶ οἱ κολασμένοι θὰ ἔχουν ὕπαρξη ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχουνε ζωή.
Γράφει ὁ Ἅγιος Θεόφιλος Ἀντιοχείας γιὰ τὸν ἄνθρωπο:
«Οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτόν ἐποίησεν, οὔτε μήν θνητόν, ἀλλὰ δεκτικόν ἀμφοτέρων»
Δηλ. οὔτε βέβαια θνητὸ ἔκανε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἀθάνατο, ἀλλὰ δεκτικὸ τοῦ θανάτου ἢ τῆς ἀθανασίας.
Ἡ αἱτία τοῦ θανάτου δὲν εἶναι στὴν φύση μας, ἀλλὰ στὴν προαίρεσή μας. Ὁ Διάβολος δὲν εἶναι κακὸς στὴν οὐσία του, ἀλλὰ στὴν προαίρεσή του, γιατὶ τὴν οὐσία του τὴν δημιούργησε ὁ Θεός.
Ὁ Θάνατος εἶναι μὴ ὅν, δὲν ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὐσία, εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς ζωῆς, ὅπως ἡ σκιὰ εἶναι ἀπουσία τοῦ φωτός.
Ἄρα διαλέγουμε:
ἢ Θεό=Ζωή-Φῶς
μὴ Θεό = θάνατος, σκιὰ σκοτάδι.
Ἄρα ὅταν κι’ἀκόμη ἀρνεῖσαι τὸν Θεό, πάλι δίπλα σου θὰ τὸν ἔχεις, ὡς ἀπουσία Του ὅμως.
Ὅπως ὁ ἥλιος ἔχει δύο ἰδιότητες, καὶ φωτίζει καὶ καίει.
Ἢ προσλαμβάνεις λοιπὸν τὸν Θεόν ὡς Φῶς ἢ ὡς φωτιὰ ποὺ σὲ καίει.
Ἀλλὰ θὰ ρωτοῦσε ἴσως κάποιος:
-Μὰ τέλος πάντων(!) δὲν ὑπάρχει ἕνας χῶρος στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς οὔτε νὰ ὑπάρχει οὔτε νὰ μὴν ὑπάρχει; Γιατὶ νὰ ἔχω πάντα τὸ Θεόν μπροστά μου εἴτε ὡς παρουσία εἴτε ὡς ἀπουσία;
Διότι, γιὰ νὰ ὑπάρξει αὐτὸς ὁ χῶρος πρέπει κάποιος νὰ τὸν δημιουργήσει. Καὶ αὐτὸς ποὺ δίνει δημιουργία καὶ ζωὴ εἶναι μόνον ὁ Ζῶν Θεός.
Μονάχα ἐὰν ἐπιστρέψεις στὴν ἀνυπαρξία, στὸ μηδέν, μπορεῖς νὰ «ἀπαλλαγεῖς» ἀπὸ τὸν Θεό. Μὰ οὔτε αὐτὸ μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει γιατὶ ὁ Θεὸς ὅ,τι δημιουργεῖ ποτὲ δὲν ἐπιστρέφει στὸ μηδέν.
Ἐπανερχόμεθα λοιπὸν στὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς.:
«Οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν τὸ Θεὸ σὲ θάνατο. Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ τὴν ἀνάστασή Του «καταδικάζει» τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀθανασία.»
Εἶναι φοβερὸ νὰ θέλεις νὰ μὴν ὑπάρχεις καὶ νὰ μὴν μπορεῖς! Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δυστυχία τῶν δαιμόνων καὶ ὅσων κληρονομήσουνε τὴν κόλαση.
Πιὸ συγκεκριμένα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παύλος πῶς μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν «ἀρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις».
Ἡ νεφέλη εἶναι πάντα σύμβολο τῆς θείας δόξης.
«εἰς ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Χριστὸ κάπου στὸ σύμπαν, ὁ Θεὸς ξέρει ποῦ
«καὶ οὔτω πάντοτε σὺν Κυρίω ἐσόμεθα.»
καὶ ἔτσι πάντοτε θὰ εἴμαστε μαζί Του στοὺς ἄληκτους αἰώνες τῶν αἰώνων.
Ὁ Κύριος τότε θὰ κατέρχεται καὶ ἐμεῖς θὰ ἀνερχόμαστε. (βλ΄. Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὅταν οἱ Ἄγγελοι λένε στοὺς Ἀποστόλους:
«τὶ ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν.» (Πραξ. α΄11)
Οἱ κολασμένοι ὅμως δὲν θὰ ἀρπαχθοῦν μέσα σὲ νεφέλες. Θὰ μείνουν κάτω στὴν γῆ.
Καὶ τὶ θὰ γίνει μὲ αὐτοὺς καὶ πῶς θὰ πᾶνε στὸν τόπο τῆς κολάσεως;
Δὲν ξέρουμε, ὁ Θεὸς ξέρει.
Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ἐξίσου ἡ κόλαση θὰ εἶναι συγκεκριμένοι περιγραπτοὶ χώροι-τόποι, καὶ ὄχι κάτι τὸ φανταστικό, ἀφηρημένο καὶ ἀπροσδιόριστο, ἀφοῦ θὰ φιλοξενοῦνε τὰ περιγραπτὰ καὶ προσδιορισμένα ἀνθρώπινα σώματα.
Μὲ τὴν Δευτέρα ἔνδοξη παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας τὰ σύμπαντα θὰ ἀλλάξουνε!
Ἀπὸ τὴν προϋπάρχουσα ὕλη, ἀνακαινισμένη πλέον, ὁ Θεὸς θὰ πλάσει ἕναν καινούργιο κόσμο.
Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον (Ἀποκ κα΄-1)
Ὅπως τὰ παλαιὰ χρόνια, ἀλλὰ καὶ τώρα στὰ χρόνια τῆς κρίσης, ὅταν εἴχανε ἕνα παλαιὸ παλτὸ καὶ ἐξωτερικὰ φθείρονταν, τότε μὲ ραπτικὴ μαεστρία τὸ γύριζαν ἀνάποδα, καὶ τουτοιοτρόπως ἀπὸ τὴν προϋπάρχουσα ὕλη τοῦ ἐνδύματος ἔφτιαχναν ἕνα ἀνακαινισμένο παλτό.
Ὅπως καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γιὰ τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου:
Καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ. (Πετρ. Β΄γ-13)
Ἀλλὰ ἂς κλείσουμε ἀπὸ τὰ φωτισμένα καὶ ἐλπιδοφόρα λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου γιὰ τὴν Ἀνάστασή μας:
«ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.» (Κορ.'15 51-53)
Πράγματι ἡ ἀκράδαντη πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν δική μας, ποὺ ἐπίκειται, ὄχι μόνο μᾶς στερεώνει στὴν ὁρθὴ πίστη ἀλλὰ μᾶς βοηθάει καὶ στὸν ἀγώνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἐγκρατείας. Ἀφοὺ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι τὸ σῶμα του θὰ κληρονομήσει τὴν αἰωνιότητα, προσέχει νὰ μὴν τὸ μολύνει, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐξαγνίζει μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στὸν νόμο τῆς Ἀγάπης πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.
Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων:
«ὁ πιστεύων ὅτι μένει τὸ σῶμα εἰς ἀνάστασιν, φείδεται τῆς στολῆς καὶ οὐ μολύνει τοῦτο.»
Εἴθε ὁ καλός μας Χριστὸς μὲ τὶς πρεσβείες τῆς γλυκυτάτης Του Μητρὸς νὰ μᾶς ἀναστήσει εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, ψυχῇ καὶ σώματι, ἐν τῇ ἐσχάτῃ αὐτοῦ ἡμέρα, γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ μεταλαμβάνουμε τὴν αἰώνια καὶ ἄληκτο χαρὰ μέσα στὶς λαμπροστάλακτες ἀκτῖνες τῆς τρισηλίου Θεότητος. Ἀμήν!
«Διὰ τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ τὸ ἡμέτερον γένος τῆς φθορᾶς ἀνακληθὲν πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».
Βασισμένο στὸ Βιβλίο: «Ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν»
+ π. Ἀθανασίου Μυτιληναῖου. Ἐκδ. Ὁρθόδοξος Κυψέλη»