»»» Ἀποσπάσματα ἀπὸ «Περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ»
Ἀποσπάσματα ἀπὸ «Περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ»
Ἔτσι ἄρχισα νὰ ἐρευνῶ τὴν καρδιά μου σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου. Μὲ κλειστὰ τὰ μάτια μου προσήλωνα τὴν σκέψι μου καὶ τὴν φαντασία μου ἐπάνω εἰς τὴν καρδιά μου. Προσπάθησα νὰ τὴν ἀπεικονίσω καὶ νὰ ἀκούσω τὰ κτυπήματά της εἰς τὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ στήθους μου. Ἄρχισα νὰ τὸ πράττω αὐτὸ κάμποσες φορὲς τὴν ἡμέρα, γιὰ μισὴ ὥρα κάθε φορά, καὶ στὴν ἀρχὴ δὲν αἰσθάνθηκα παρὰ μόνον μίαν αἴσθησι σκοταδιοῦ. Ὅμως σιγά -σιγά, γιὰ πολὺ λίγο χρονικὸ διάστημα κάθε φορά, μποροῦσα νὰ ἀπεικονίζω τὴν καρδιά μου καὶ νὰ παρακολουθῶ τὶς κινήσεις της.
Μὲ τὴ βοήθεια δὲ τοῦ ρυθμοῦ τῆς ἀναπνοῆς μου μποροῦσα νὰ ρυθμίζω τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ὅπως τὴν διδάσκουν σχετικῶς οἱ Πατέρες, Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καὶ ὁ Κάλλιστος καὶ ὁ Ἰγνάτιος.
Ὅταν ἀνέπνεα, μὲ τὴν εἰσπνοὴ ἔλεγα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», καὶ μὲ τὴν ἐκπνοὴ συμπλήρωνα λέγοντας εἰς τὴν καρδιά μου μέσα, «ἐλέησόν με». Εἰς τὴν ἀρχὴ αὐτὸ διαρκοῦσε μιὰν ὥρα, ἔπειτα δύο ὧρες, μετὰ ὅσο περισσότερον ἠμποροῦσα, καὶ εἰς τὸ τέλος ὅλη τὴν ἡμέρα. Ἐὰν συνέβαινε καμμιὰ δυσκολία, ἐὰν μὲ καταλάμβανε ὀκνηρία ἢ ἀμφιβολία, ἔσπευδα νὰ ἀνοίξω τὴν «Φιλοκαλία» καὶ νὰ διαβάσω τὰ μέρη αὐτὰ ποὺ πραγματεύονται γιὰ τὴν ἐργασία τῆς καρδιᾶς, καὶ ἔτσι ξανάβρισκα τὸν ζῆλο καὶ τὴν θερμότητα γιὰ τὴν «Προσευχὴ» αὐτή.
Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες αἰσθάνθηκα ἕνα πόνο εἰς τὴν καρδιά μου κι᾿ ἔπειτα μιὰ ἐξαιρετικὰ εὐφρόσυνη θερμότητα καὶ παρηγοριὰ καὶ εἰρήνη. Αὐτὸ μοῦ ἔδωσε μεγάλη ἐνίσχυσι καὶ μὲ παρεκίνησε νὰ ἀφιερωθῶ ὅσο περισσότερον ἠμποροῦσα στὴν φροντίδα μου νὰ λέω τὴν «Προσευχὴ» καὶ συνέβη ὥστε νὰ αἰσθανθῶ ὕστερα ἀπ᾽ αὐτό, σὰν νὰ εἶχα καταληφθῆ ἀπ᾽ αὐτή, πρᾶγμα ποὺ μοὔδινε ἄφατη χαρά. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἄρχισα νὰ ἔχω ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ διαφορετικὰ συναισθήματα εἰς τὴν καρδιὰ καὶ σκέψεις εἰς τὸ μυαλό μου.
Ἄλλοτε ἡ καρδιά μου αἰσθανόταν σὰν νὰ ἐκόχλαζε ἀπὸ χαρά, τόσος ἦταν ὁ φωτισμός, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ παρηγοριὰ ποὺ ἑδρεύανε μέσα της. Ἄλλοτε αἰσθανόμουν μιὰ καυτερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοτε ἐβούρκωναν τὰ μάτια μου ἀπὸ δάκρυα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεος τὸ πλούσιο ποὺ ἔδειξε σὲ μένα, ἕναν ἄθλιο ἁμαρτωλό. Ἄλλοτε ἡ διάνοιά μου, ποὺ πολλὲς φορὲς πρίν, εἶχεν ἀποδειχθῆ ἀδύνατη καὶ ἀτελής, ἔπαιρνε τόσο φῶς, ὥστε ἐγινόταν ἱκανὴ νὰ κατανοήσῃ καὶ νὰ περιεργασθῇ θέματα καὶ ζητήματα, ποὺ μέχρι τότε δὲν ἦταν σὲ θέσι οὔτε κἂν νὰ τὰ φαντασθῇ. Ἄλλοτε ἡ αἴσθησις τῆς θερμῆς εὐχαριστήσεως μὲς τὴν καρδιά μου ἁπλωνότανε καὶ κατελάμβανε ὅλη μου τὴν ὕπαρξι καὶ ἄλλοτε μὲ κατελάμβανε βαθειὰ συγκίνησις ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μποροῦσα νὰ κατανοῶ τὶ εἶναι ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοτε, τέλος, μὲ τὴν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σκεπαζόμουνα ἀπὸ οὐράνια εὐλογία καὶ τότε μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν ἔννοια τῶν λόγων: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».
Ἔχοντας ὅλα αὐτὰ κι ἄλλα παρόμοια συναισθήματα, ἀντελήφθηκα ὅτι ἡ «Προσευχὴ» φέρνει τοὺς καρπούς της μὲ τρεῖς τρόπους: μὲ τὸ Πνεῦμα, μὲ τὰ συναισθήματα καὶ μὲ τὶς ἀποκαλύψεις.
Εἰς τὴν πρώτη περίπτωσι π.χ. καρπὸς τῆς Προσευχῆς εἷναι: «ἡ γλυκύτης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη, ἡ ἤρεμη χαρὰ τοῦ νοῦ, ἡ καθαρότης τῆς σκέψεως καὶ ἡ γλυκειὰ ἀνάμνησις τοῦ Θεοῦ. Εἰς τὴν δευτέρα περίπτωσι καρπὸς εἶναι: ἡ εὐχάριστη θερμότης τῆς καρδιᾶς, ἡ πληρότης τῆς εὐτυχίας ποὺ καταλαμβάνει καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀκόμη, τὸ κόχλασμα εὐτυχίας εἰς τὴν καρδιά, ὁ φωτισμὸς καὶ τὸ θάρρος, ἡ βαθύτερη ἄγνωστη χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ ἡ δύναμις τῆς ὑπομονῆς εἰς τὴν λύπη καὶ τὴν ἀρρώστια. Εἰς τὴν τρίτη, τέλος, περίπτωσι, ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς «Προσευχῆς» εἶναι: ἡ διάνοιξις τοῦ νοῦ μὲ φωτισμό, ἡ κατανόησις τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἡ γνῶσις τῆς γλώσσης τῶν διαφόρων δημιουργημάτων, ἡ ἀπόκτησις ἐλευθερίας μέσα ἀπὸ τὴν ματαιότητα καὶ τὸν θόρυβον, ἡ γνῶσις τῆς χαρᾶς τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, καὶ τέλος ἡ βεβαιότης τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς καὶ ἡ γνῶσις τῆς ἀγάπης Του γιὰ ὅλους μας.
Ἔπειτα ἀπὸ πέντε μῆνες ζωῆς μὲ προσευχὴ καὶ μὲ εὐτυχία σὰν κι᾿ αὐτή, συνήθισα τόσο πολὺ τὴν «Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ», ὥστε τὴν εἶχα σύντροφό μου συνεχῆ καὶ σταθερό.
Εἰς τὸ τέλος ἡ «Προσευχὴ» ἐνεργοῦσε μόνη της, χωρὶς καθόλου προσπάθεια ἀπὸ μέρους μου καὶ αὐτὸ συνέβαινε ὄχι μόνον ὅταν ἤμουν ξύπνιος ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν ὕπνο μου ἀκόμη.
Τίποτε δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὴν διασπάση ἢ νὰ τὴν σταματήσῃ οὔτε γιὰ ἕνα λεπτὸ τῆς ὥρας καὶ καμμιὰ μου ἀπασχόλησις δὲν τὴν ἔβλαπτε. Ἡ ψυχή μου ἔστελνε συνεχῶς εὐχαριστίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ καρδιά μου ἔλυωνε ἀπὸ ἀτέλειωτη εὐτυχία.
Γιὰ ἕνα πολὺ μεγάλο διάστηµα περιπλανιόµουνα σὲ διάφορα μέρη μέχρις ὅτου ἔφθασα τέλος εἰς τὸ Ἰρκούτσκ. Ἡ αὐτενεργοῦσα Προσευχὴ μὲς τὴν καρδιά μου, μοῦ ἦταν σ’ ὅλο τὸ δρόμο μου ἀνακούφισις καὶ παρηγοριά. Ὁτιδήποτε κι’ ἂν συναντοῦσα, ἡ «Προσευχὴ» δὲν ἐσταματοῦσε ἀπὸ τοῦ νὰ μὲ χαροποιῆ σὲ ἀνάλογο βαθµό, ἀνάλογα μὲ τὶς διάφορες καταστάσεις. Ὅπου κι᾿ ἂν ἤμουνα, ὅ,τι κι’ ἂν ἔκανα, ἡ «Προσευχὴ» οὔτε ἐμπόδιο ἧταν σὲ τίποτε, οὔτε ἀπὸ τίποτε ἐμποδιζόταν.
Τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας ἡ «Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ» προχωρεῖ μόνη της μὲς τὴν καρδιά μου κι᾿ ἡ δουλειὰ τελειώνει γρηγορώτερα. Ὅταν διαβάζω ἢ παρακολουθῶ ἢ ἀκούω κάτι μὲ προσοχή, ἡ «Προσευχὴ» καθόλου δὲν σταματᾶ, καὶ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα εἶμαι ἐνήμερος καὶ τῶν δυό, σὰν νὰ ἔχω δύο ἑαυτούς, σὰν νὰ ἔχω δυὸ ψυχές, σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ σῶμα. Τὶ μυστήριο ἀλήθεια εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Γι᾽ αὐτὸ ὁ καθένας μὲ ὅλη τὴν ψυχή του ἂς δοξολογῆ τὸν Θεὸν λέγοντας· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».
Ὕστερα ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστηµα εἶχα τὸ συναίσθημα ὅτι ἡ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ, πέρασε κάπως, ἀπὸ τὰ χείλη εἰς τὴν καρδιά μου, κι’ αὐτὸ ἐσήμαινεν ὅτι μὲ τὸν κάθε φυσικὸ κτύπο τῆς καρδιᾶς μου αὐτόματα ἐλέγοντο οἱ λέξεις τῆς Προσευχῆς, ὅπως π.χ. ἕνα, Κύριε, δύο, Ἰησοῦ, τρία, Χριστὲ κ.ο.κ. Εἴχα σταματήσει νὰ λέγω τὴν Προσευχὴ μὲ τὰ χείλη μου καὶ ἁπλῶς ἀκροόμουν αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιά μου ἔλεγε μὲ τοὺς κτύπους της. Μοῦ φαινόταν ὅτι τὰ μάτια μου ἔβλεπαν ὁλόϊσα μὲς τὴν καρδιά μου καὶ θυμόμουν ἔντονα τὰ λόγια τοῦ μακαρίτη τοῦ ὁδηγοῦ μου ποὺ μοῦ εἶχε μιλήσει γι αὐτὴ τὴ χαρά.
Ἔπειτα αἰσθάνθηκα μὲς τὴν καρδιά µου κάτι σὰν ἐλαφρὸ πόνο, μὰ εἰς τὶς σκέψεις μου ἐπικρατοῦσε τόση μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστόν, ὥστε ἐδημιουργοῦσε μέσα μου τὴν εἰκόνα ὅτι ἔβλεπα τὸν ἑαυτόν μου ριγμένο εἰς τὰ πόδια Του, χωρὶς νὰ τ᾽ ἀφίνω ἀπ᾽ τὰ ἀγκάλιασμα καὶ τὰ τρυφερὰ φιλιά.
Ἔβλεπα, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, ὅτι Τὸν εὐχαριστοῦσα μέ θερμὰ δάκρυα ἐπειδὴ μὲ τὴν μεγάλη Χάρι Του καὶ τὴν ἀγάπη με ἀξίωσε νὰ βρῶ τόση μεγάλη παρηγοριὰ εἰς τὸ Ὅνομά Του, ἐγὼ ἕνα ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο πλᾶσμα. Σὰν συνέχεια ἦλθε εἰς τὴν καρδιά μου μιὰ θεία θερμότης ποὺ ἁπλώθηκε σ᾽ ὅλο µου τὸ στῆθος.
Πηγὴ : Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού