»»» Μεγάλη Ἑβδομάς
Μεγάλη Ἑβδομάς
Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη
Tὴν Παρασκευὴ τῆς ς ́ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν συμπληροῦται ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ μακρὰ περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐντατικῆς προσευχῆς λαμβάνει τέλος. Τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ δύο τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ποὺ σημειώνουν τὸ τέλος τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ χαιρετίζουν τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος:
«Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστὴν καὶ τὴν ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, φιλάνθρωπε, τοῦ δοξᾶσαι ἐν αὐτῇ τὰ μεγαλεῖα σου καὶ τὴν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου...».
Μετὰ ἀπὸ τεσσαρακονθήμερο νηστεία ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ γιὰ νὰ συνάντησῃ τὸν Θεό, ὁ Θεόπτης, καὶ νὰ πάρῃ τὶς πλάκες τοῦ Νόμου, τὸ σύμβολο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ( Ἐξόδ. 24, 12. 18). Ὁ νέος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, ἁγνίσθηκε σαράντα ἡμέρες καὶ ἤδη ἀνεβαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ ὄρος τῆς χάριτος. Ὄχι σὲ ὄρος φοβερό, καιόμενο καὶ φλεγόμενο, μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές, ἀλλὰ στὴν ἁγία πόλι τῆς εἰρήνης, στὴν πόλι τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὅπου μαζί μας συναναβαίνει καὶ ὁ μεσίτης τῆς Νέας Διαθήκης. Ἐκεῖ ὅπου τὸ αἷμα τοῦ ραντισμοῦ θὰ λαλήσῃ «κρεῖττον» παρὰ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, γιὰ νὰ ἐγκαινίσῃ τὴν Διαθήκη καὶ νὰ καταρτίσῃ λαὸ ἅγιο, λαὸ περιούσιο τοῦ Θεοῦ ( Ἑβρ. 12, 18-24). Ἐκεῖ θὰ στηθῇ τὸ σημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁ σταυρός, καὶ θὰ συντριβοῦν κατὰ κράτος οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται καὶ πάλι νὰ πάθῃ καὶ νὰ νικήσῃ. Τὰ χρονικὰ σχήματα τοῦ κόσμου τούτου πίπτουν. Αἰωνιότης καὶ χρόνος συγκιρνῶνται. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐλθὼν καὶ θὰ εἶναι πάντα ὁ ἐρχόμενος. Ὁ παθὼν καὶ ὁ πάσχων. Ὁ νικήσας καὶ ὁ νικῶν. Τὰ παρελθόντα, τὰ παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Χριστό. Μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ συναναβαίνει στὰ νοητὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ πιστός. Θὰ δώσῃ καὶ αὐτὸς τὴν νικηφόρο μάχη. Θὰ συσταυρωθῇ καὶ θὰ συναναστηθῇ γιὰ νὰ συζήσῃ μαζί Του στοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.
Καὶ ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἀρχίζει. «Μεγάλη», διότι «μεγάλα τινὰ καὶ ἀπόρρητα τυγχάνει τὰ ὑπάρξαντα ἡμῖν ἐν αὐτῇ ἀγαθὰ» κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (Ὁμιλία λ ́ εἰς τὴν Γένεσιν). Σύνδεσμος μεταξὺ τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι οἱ δύο ἐνδιάμεσες ἑορτές: Ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Θὰ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτὲς καὶ μὲ τὶς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ποὺ ἀποτελοῦν μία λειτουργικὴ ἑνότητα. Ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος καὶ γι’ αὐτὸ κατ’ ἀνάγκην θὰ περιορισθοῦμε σὲ μία συντομωτάτη ἀνασκόπησι τοῦ λειτουργικοῦ περιεχομένου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Τὰ θέματα εἶναι πυκνά, τὰ ἀναγνώσματα ἐκτενῆ, ἡ ὑμνογραφία συγκεντρώνει ὅ,τι ἐκλεκτὸ καὶ ἀνυπέρβλητο συνέθεσε ὁ θεοκίνητος νοῦς τῶν ἱερῶν ποιητῶν της Ἐκκλησίας. Μπροστὰ στὸ θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ βάθος τῶν ἱερῶν τελετῶν, ποὺ θὰ κληθοῦμε νὰ παρακολουθήσωμε, μόνο ἡ ἱερὰ σιγὴ τοῦ θάμβους θὰ ἥρμοζε. Τὰ μεγάλα προκαλοῦν πάντοτε δέος· εἶναι τόσο ἀνθρώπινο, ἀλλὰ καὶ τόσο θεοπρεπὲς τὸ συναίσθημα αὐτό. «Σιγῇ τιμάσθω τὸ θεῖον». «Λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου» (Α ́ Βασ. 3, 910). Κοντὰ στὰ πόδια λοιπὸν τῶν ἱερῶν ὑμνογράφων θὰ καθίσωμε καὶ θὰ ἀκούσωμε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ νόημα ποὺ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία στὶς ἱερὲς αὐτὲς ἡμέρες. Τὸ στόμα τῶν ὑμνωδῶν εἶναι καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ κείμενό μας θὰ εἶναι μία μικρὰ ἀνθολογία καὶ ἕνας ὑπομνηματισμὸς μερικῶν ἀπὸ τὰ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὰ ἱερὰ αὐτὰ ἄσματα.
Καὶ ἀρχίζομε μὲ τὸ πρῶτο ἀπόστιχο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τοῦ πλ. δ ́ ἤχου: «Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, πόλις Σιών· τέρπου καὶ ἀγάλλου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ· ἰδοὺ γὰρ ὁ βασιλεύς σου παραγέγονεν ἐν δικαιοσύνῃ, ἐπὶ πώλου καθεζόμενος, ὑπὸ παίδων ἀνυμνούμενος. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος εἶ, ὁ ἔχων πλῆθος οἰκτιρμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς».
Τὸ τροπάριο εἶναι ἕνας παιὰν νίκης· ἕνα προσκλητήριο γιὰ τὸν πανηγυρισμὸ ἑνὸς θριάμβου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Ἀνέστησε τὸν τετραήμερο νεκρὸ Λάζαρο, προϋπογράφοντας τὴν θαυμαστὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ προδηλώνοντας τὴν ἰδική Του καὶ τὴν ἰδική μας ἀνάστασι. Καὶ τώρα ἔρχεται καθήμενος ἐπάνω στὸν πῶλο τοῦ ὄνου, ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης, ὁ πραῢς καὶ ταπεινὸς θριαμβευτής. Οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδέχονται μὲ νικητήριες κραυγές: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21, 9. 16). Καὶ ἡ ἱερὰ πόλις Σιὼν «ἐσείσθη» (Ματθ. 21, 10), χαίρει καὶ εὐφραίνεται. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν Σιὼν χαίρει καὶ πανηγυρίζει καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Γιατὶ ἔρχεται καὶ πάλι ὁ Κύριος, ὁ βασιλεύς της, ὁ νικητής· «Ἐξῆλθε νικῶν, ἵνα νικήσῃ» κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι (6, 2). Ἡ ἱστορικὴ ἐκείνη εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ ἐκσυγχρονίζεται. Ὁ Κύριος ἔρχεται καὶ σήμερα, ὅπως καὶ τότε. Τὸν ρόλο τῶν παίδων ἐκτελεῖ τώρα ὁ νέος λαός, ποὺ ἠξιώθη τῆς ἀθανάτου ζωῆς μὲ τὴν ἀνάστασί Του. Οἱ λίθοι ἔγιναν τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κράζουν τώρα τὸ «Ὡσαννά» (Ματθ. 3, 9. Λούκ. 3, 8. 19, 40). Κρατοῦν καὶ αὐτά, ὅπως οἱ παῖδες, τὰ βαΐα τῶν φοινίκων, τοὺς κλάδους τῶν ἀρετῶν. Μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν καθαρισθῇ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ εἶναι «ἀπειρόκακοι», ὅπως οἱ παῖδες ἐκεῖνοι τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ χαιρετίζουν τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τὸν παλαιὸ Ἀδάμ. Τὸ θέμα αὐτὸ ἐπεξεργάζεται τὸ πρῶτο κάθισμα τοῦ ὄρθρου τοῦ δ ́ ἤχου, πρὸς τὸ «Κατεπλάγη Ἰωσήφ»: «Μετὰ κλάδων νοητῶς κεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς, ὡς οἱ παῖδες τὸν Χριστὸν ἀνευφημήσωμεν πιστῶς, μεγαλοφώνως κραυγάζοντες τῷ δεσπότῃ· Εὐλογημένος εἶ, Σωτήρ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐλθὼν τοῦ σῶσαι τὸν Ἀδὰμ ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς, πνευματικῶς γενόμενος, φιλάνθρωπε, νέος Ἀδάμ, ὡς εὐδόκησας· ὁ πάντα, Λόγε, πρὸς τὸ συμφέρον οἰκονομήσας, δόξα σοι».
Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος ἐπὶ τὸ ἑκούσιον πάθος. Ἀναβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ παραδοθῇ καὶ νὰ σταυρωθῇ, ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ πάλι οἱ πιστοὶ ἀναδέχονται τὸν ρόλο τῶν μαθητῶν· συναναβαίνουν, συμπορεύονται, συσταυροῦνται γιὰ νὰ συζήσουν μὲ αὐτόν. Καὶ ἡ ἄνοδος αὐτὴ παίρνει ἕνα ἐσχατολογικὸ χρῶμα· εἶναι προεικόνισις καὶ ἐγγύησις τῆς συναναβάσεως τῶν πιστῶν μὲ τὸν δοξασμένο Κύριο, ὄχι πιὰ στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ στὴν οὐράνιο, στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Πατέρα μας καὶ Θεό Του καὶ Θεό μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ θαυμασίου στιχηροῦ ἰδιομέλου τῶν αἴνων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας τοῦ α ́ ἤχου: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ· Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Ἡ ἀνάμνησις τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ποὺ συνέβησαν, καὶ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ τὴν εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τὴν προδοσία, στιβάζονται στὶς δύο πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ὁ Χριστὸς ξηραίνει τὴν ἄκαρπο συκῆ, σημαίνοντας τὸν κλῆρο τῆς ἀκάρπου συναγωγῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν μοίρα ὅλων ὅσοι θὰ δειχθοῦν ἀνάξιοι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, «δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα ἐκριζωθέντα» ( Ἰούδ. 12).
Ἀκολουθοῦν οἱ τραγικοὶ διάλογοι μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς φαρισαίους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ παγιδεύσουν «λόγῳ» τὸν Χριστό, οἱ τελευταῖες παραβολὲς τῆς κατακρίσεως τοῦ δούλου ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντον καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, ἡ πρόρρησις τῆς καταστροφῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου κριτοῦ καὶ τὰ φοβερὰ «Οὐαὶ» κατὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Μ’ ὅλα αὐτὰ συμπλέκεται καὶ ὁ τύπος τοῦ πάσχοντος δικαίου, ἡ μνήμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου. Ἀλλ’ οἱ λόγοι ἐκεῖνοι τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν πόλο καὶ τὸ κυριαρχοῦν θέμα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Τὰς «φέρει» κυρίως ἡ Μεγάλη Τρίτη, ἀλλὰ τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ ἀφήγημα διαποτίζει τὶς ἀκολουθίες καὶ τῶν ἄλλων δύο ἡμερῶν. Εἶναι τὸ ἀφυπνιστικὸ σάλπισμα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. «Χριστὸς ὁ ἐρχόμενος ἐμφανῶς ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ». Εἶναι ὁ «Νυμφίος» τῆς παραβολῆς, ὁ «Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», ὁ Νυμφίος τῆς κάθε ψυχῆς. Καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ τελέσῃ τοὺς μυστικούς Του γάμους ξαφνικά, σὲ ὥρα ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν προσδοκᾶ κανείς: «Ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ τὸν περιμένουν, ποὺ δὲν τοὺς κατέλαβε ἡ ραθυμία τοῦ ὕπνου, ποὺ δὲν τοὺς ἔλειψε τὸ ἔλαιον ἀπὸ τὶς λαμπάδες των.
Ἀνάξιοι οἱ δοῦλοι, ποὺ θὰ βρῇ ὁ δεσπότης νὰ ραθυμοῦν καὶ νὰ κοιμοῦνται. Ὁ νυμφὼν εἶναι στολισμένος· τὸ ἔνδυμα τῆς εἰσόδου μας σ’ αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι ἀντάξιο τοῦ γάμου, λαμπρό, καθαρό, φωτοβόλο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Λογικὴ Λατρεία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.