Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός | Ορθόδοξοι Πατέρες Our Lord Jesus Christ | Orthodox Fathers

»»»    Πέμπτη Κυριακή μετά τό Πάσχα - Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ - Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Πέμπτη Κυριακή μετά τό Πάσχα - Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ - Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς


Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Πέμπτη Κυριακή μετά τό Πάσχα

Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην θ ́ 1 – 38

1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς·

2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα.

13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.

17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.

29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Θεραπεία Τυφλού

Μέγας εἶναι ὁ Θεός μας, μεγάλα καὶ τὰ ἔργα Του! Δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ τέλος στὰ θαυμάσια Του (πρβλ. Ψαλμ. οστ ́ 13,14)! Δὲν ὑπάρχουν μάτια ποὺ νά 'χουν δεῖ ὅλ' αὐτὰ τὰ θαυμάσια, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ διηγηθεῖ, μὰ οὔτε καὶ νοῦς νὰ τὰ συλλάβει. - Τὰ μάτια εἶδαν κι ὅταν ἦρθε ὁ θάνατος ἔκλεισαν. Ἡ γλῶσσα διηγήθηκε καὶ μουγγάθηκε. Ὁ νοῦς συνέλαβε κι ἔπειτα ὅλα τὰ κάλυψε ἡ λήθη. Ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ θαυμάσια καὶ ν' ἀγνοεῖ τὸ θαυματουργό; Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ θαυματουργὸ καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ζεῖ;

Ὅλη ἡ φωτιὰ ἦρθε στὴ γῆ κι ἐξακολουθεῖ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἥλιο. Γιατί δὲν κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος στή γῆ, ἀντὶ νὰ παρουσιάζεται λίγο στὴ γῆ, λίγο στὸ νερό, λίγο στὸν ἀέρα, λίγο στὰ δάση καὶ λίγο στὰ ζῶα; Γιατὶ σὲ κάθε μερικὴ παρουσίασή του ὁ ἥλιος κρύβεται πίσω ἀπὸ ἕνα σκοῦρο καὶ κρύο παραπέτασμα; Γιατί δὲν κατέβηκε ὁλόκληρος στὴ γῆ γιὰ νὰ φτιάξει τὰ πράγματα ποὺ γίνονται μὲ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ φῶς Του, φορῶντας σάρκα καὶ περιορισμένος μέσα στὴ σάρκα; Ἐπειδὴ ἂν πλησίαζε πολὺ κοντά, ἡ γῆ θὰ ἔλιωνε, θὰ ἐξαφανιζόταν σὰν ἀτμός, θὰ χανόταν.

Ποιός θνητὸς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν ἥλιο καὶ νὰ ζήσει; Καὶ ὁ ἥλιος δὲν εἶναι παρὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁ ἥλιος εἶναι σὰν σκοτάδι. Ποιός ἑπομένως θὰ μποροῦσε νὰ κοιτάξει το Θεὸ τῶν θαυμασίων καὶ νὰ ζήσει;

Δὲ σοῦ εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήσεις ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔπρεπε νὰ κρύψει τὴν ἀστραφτερὴ λάμψη τῆς θεότητάς Του κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας; Ποιός ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε ν' ἀντέξει καὶ νὰ ἐπιζήσει μπροστὰ στὴν παρουσία Του;

Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἄν δὲν εἶχε περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς Του, ποιός ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ; Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἂν κάτι θὰ ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτὸ ἦταν σίγουρα νὰ περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς Του, παρὰ νὰ τὴ φανερώσει.

Ἀκριβῶς λοιπὸν ἐπειδὴ περιόρισε μὲ πολλὴ σοφία τὴ δόξα τῆς θεϊκῆς Του δύναμης, ἡ ζωή Του στὴ γῆ ἦταν ἡ τέλεια ἁρμονία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀδελφοί μου! Σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι λιγότερο θαυμαστὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὡς Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶναι θαυμαστός, εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Δὲν εἶναι ὅμως κάποιο θαῦμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ μαγεία, μαντεία ἢ κάποιο ἐπιδέξιο τέχνασμα. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Ὁ Κύριος δὲν ἔκανε θαύματα γιὰ νὰ τὸν ἐγκωμιάσουν οἱ ἄνθρωποι. Μήπως πηγαίνει κάποιος ἀπὸ μᾶς σὲ νοσοκομεῖο καὶ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα σὲ τρελούς, κουφούς, ἄλαλους καὶ λεπροὺς γιὰ νὰ λάβει τὸν ἔπαινό τους; Μήπως ὁ βοσκὸς θεραπεύει τὸ πρόβατό του, γιὰ ν' ἀκούσει τὸ ἐγκωμιαστικὸ βέλασμά του; Τὰ θαύματά Του ὁ Κύριος τὰ ἔκανε μόνο γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀπελπισμένους καὶ νὰ δείξει ἔτσι πῶς ὁ Θεὸς φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ μεγάλη του ἀγάπη.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα ἀπὸ τ' ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Θεός. Μὲ αὐτὸ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν, ἀλλ' ἀποκαλύπτεται γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ κι ἡ θεότητά Του.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, «παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν. θ' 1). Πρὶν ἀπ' αὐτὸ ἀναφέρεται πὼς οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν πάρει πέτρες γιὰ νὰ ρίξουν στὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν στὸ ναό, ἐπειδὴ μιλοῦσε τὴν ἀλήθεια. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ κακοῦργοι Ἰουδαῖοι σκέφτονταν μόνο πὼς θὰ κάνουν κακὸ στὸν Κύριο, Ἐκεῖνος σκεφτόταν μόνο πὼς θὰ εὐεργετήσει τοὺς ἀνθρώπους.

Ἕνας ἄνθρωπος καθόταν μπροστὰ στὸ ναό. Εἶχε γεννηθεῖ τυφλὸς καὶ στεκόταν ἐκεῖ ζητῶντας ἐλεημοσύνη. Κανένας ἀπὸ τοὺς κακεντρεχεῖς διῶκτες τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἐπαίσχυντους ἄρχοντες καὶ πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, δὲν ἦταν πρόθυμος ν' ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν φτωχὸ αὐτὸν ἄνθρωπο. Ἀκόμα κι ἂν κάποιος ἀπ' αὐτοὺς ἔριχνε λίγα νομίσματα στὰ χέρια του, τὸ ἔκανε περισσότερο γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄνθρωποι, παρὰ ἀπὸ ἀγάπη γι' αὐτόν. Μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Μωυσῆ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιότερα γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους: «Γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι πίστις» (Δευτ. λβ' 20). Ὁ στοργικὸς Κύριος στάθηκε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο αὐτόν, ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσει πραγματικά.

«Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες: Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἶνα τυφλὸς γεννηθεῖ;» (Ἰωάν. θ' 2). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε θεραπεύσει τὸν παραλυτικὸ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα καὶ τοῦ εἶχε πεῖ: «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ε' 14). Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πὼς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν τόσα πολλὰ χρόνια ἀνάπηρος, ἔφταιγε ὁ ἴδιος μὲ τίς ἁμαρτίες του γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Ἡ περίπτωση τοῦ γεννημένου τυφλοῦ ὅμως ἦταν ἀσαφὴς καὶ γι' αὐτὸ οἱ μαθητὲς ρώτησαν τὸ Χριστό: Τίς ἥμαρτεν; Τὸ ὅτι πολλὰ παιδιὰ ὑποφέρουν γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν γονιῶν τους, ἔχει ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει μερικὲς φορὲς νὰ ὑποφέρουν τὰ παιδιὰ γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν γονιῶν τους, ἔχει κι αὐτὸ ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ἀβασ. ια' 12, κα' 29). Αὐτὸ μπορεῖ νὰ φανεῖ ἄδικο μόνο σ' ἐκείνους ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ θεωροῦν τοὺς ἀνθρώπους σὰν ξεχωριστὲς ὀντότητες, σὰ νά 'ναι τελείως ἀποκομμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὡς ἕναν ὀργανισμό, δὲ θὰ τὸ λογαριάσει αὐτὸ οὔτε ἄδικο οὔτε ἀφύσικο. Ὅταν ἕνα ἁμαρτωλὸ μέλος τραυματίζεται, τὰ ἄλλα μέλη ποὺ δὲν ἔχουν ἁμαρτήσει, ὑποφέρουν. Εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ἐξηγήσεις πὼς καὶ πότε μπορεῖ νὰ ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, παρὰ νὰ ὁρίσεις τὴν αἰτία τῆς τυφλότητας. Σὰν ἁπλοῖ ἄνθρωποι οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὴ δεύτερη αὐτὴ ἐκδοχή, χωρὶς νὰ σκεφτοῦν ἂν ὑπάρχει καὶ τρίτη. Σ' αὐτοὺς φαινόταν πιὸ πιθανὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ ν' ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ. Θυμήθηκαν ὅμως τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν παραλυτικὸ (μηκέτι ἁμάρτανε), καὶ συνέδεσαν κατὰ κάποιο τρόπο τὴ μιὰ περίπτωση μὲ τὴν ἄλλη.

Ἦταν σὰ νὰ Τοῦ ἔλεγαν: Ἦταν καθαρὸ σὲ μᾶς τότε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια Σου, πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος προκάλεσε μόνος του τὴν ἀρρώστια. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ σ' αὐτὴν τὴν περίπτωση; Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του; Ἄν ὁ Κύριος ἔκανε τὴ στιγμὴ αὐτὴ στοὺς μαθητές του τὴν ἐρώτηση: «Πῶς νομίζετε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἁμαρτήσει γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός;», οἱ μαθητές Του θὰ βρίσκονταν σὲ ἀμηχανία. Σὰν τελευταῖο ἐπιχείρημα ἴσως ἐπικαλοῦνταν τὴν κοινὴ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. ν' 5).

Ἡ πιθανότητα ν' ἀναφέρονταν οἱ μαθητὲς στὸ σκεπτικὸ ὁρισμένων γραμματέων καὶ φαρισαίων (ποὺ δὲν ἦταν δικό τους, τὸ εἶχαν δανειστεῖ ἀπὸ τὴν Ἄπω Ἀνατολή), πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, προτοῦ γεννηθεῖ, εἶχε πιθανῶς ζήσει σὲ κάποιο ἄλλο σῶμα καὶ πὼς σ' αὐτὴν τὴν προηγούμενη ζωὴ εἶχε ζήσει μὲ τρόπο ποὺ ἄξιζε ν' ἀνταμειφθεῖ ἢ νὰ τιμωρηθεῖ σ' αὐτὴν τὴ ζωή, εἶναι πολὺ μικρή. Αὐτὴ εἶναι μιὰ φιλοσοφικὴ ὑπόθεση, ποὺ δὲ θά 'ταν δυνατὸ νὰ τὴν ἤξεραν οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ πιστοὶ Γαλιλαῖοι ψαρᾶδες.

Ὁ σοφὸς Διδάσκαλος ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ' 2). Δηλαδή, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «ὅτι ἁμάρτησε αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ αἰτία τῆς τυφλότητας». Γιὰ τὸν Ἰὼβ δὲν εἰπώθηκε ἂν ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του ποὺ τὸν βρῆκαν τόσες συμφορὲς κι ἀρρώστιες, ὥστε ἀναγκάστηκε νὰ κραυγάσει: «φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς ἀπὸ ἰχῶρος ξύων.» (Ἰώβ, ζ' 5).

Γιὰ τὰ βάσανα καὶ τίς ἀρρώστιες ποὺ βρίσκουν τὸν ἄνθρωπο στὴ γῆ, ἴσως ὑπάρχουν κι ἄλλες αἰτίες, ἐκτός ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τοῦ ἴδιου ἢ τῶν γονιῶν του. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ἡ αἰτία ἦταν ἕνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.

Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πάνω τους φανερώνονται τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν ψυχική τους σωτηρία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ποὺ ὅταν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸν κάνει πλούσιο καὶ διάσημο, ἐκεῖνος νιώθει καὶ δέχεται τὸ ἔλεός Του μὲ εὐχαριστία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ ἀπελπισμένος ἀνάπηρος ποὺ ὁ Θεός τοῦ δίνει τὴν ὑγειά του κι αὐτὸς ὑψώνει τὴν καρδιά του στὸν ἀθέατο Θεό, τὸ μοναδικὸ εὐεργέτη του. Πόσο ὁρατὰ εἶναι κάθε μέρα στὸν καθένα μας τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ! Τί χαρὰ νιώθουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ ὁ Θεὸς ἀνοίγει τὴν πνευματική τους ὅραση γιὰ νὰ θεωροῦν το Θεό! Ἀλίμονο σὲ κείνους πού, ἐνῶ στὰ χέρια τους ἀφθονοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι Τοῦ γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀκολουθοῦν σὰν τυφλοὶ τοὺς σκοτεινοὺς καὶ ματαιόδοξους δρόμους τους. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ φανερώνονται σὲ ὅλους μας κάθε μέρα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κάθε μέρα καὶ ὥρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.

Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ὅμως συντελοῦν στὴ σωτηρία πολλῶν. Τὰ ἔργα αὐτὰ ἀποκάλυψαν πραγματικὰ πὼς ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ, ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ ἔργα αὐτὰ φανέρωσαν πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ζοῦν περισσότεροι πνευματικὰ τυφλοὶ παρὰ σωματικά. Ἀποδείχτηκε ἐπίσης μὲ τὰ ἔργα αὐτὰ πὼς ἕνας συνετὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ κάποιο σωματικό χάρισμα, θὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὴν ψυχή του μὲ ἀληθινὴ πίστη.

Προβλέποντας ὅλους αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὁ Κύριος εἶπε ἱκανοποιημένος στοὺς μαθητές Του: Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἦταν σὰ νά 'θελε νὰ πεῖ: Ἀφῆστε κατὰ μέρος τώρα τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιὸς φταίει, ὁ ἴδιος ἢ ὁ πατέρας του. Δὲν ἀξίζει ν' ἀσχοληθοῦμε μ' αὐτὸ αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἄν ἁμάρτησε αὐτὸς καὶ οἱ γονεῖς του, μπορῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ τοὺς συγχωρήσω, νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία πάνω Μου καὶ νὰ τοὺς κηρύξω ἀθώους. Ὅλ' αὐτὰ εἶναι δευτερεύοντα τώρα μπροστὰ σ' ἐκεῖνο ποὺ εἶναι νὰ φανερωθεῖ. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ (ὄχι ἕνα, ἀλλὰ πολλά) θὰ φανερωθοῦν μὲ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ καταγραφεῖ στὸ εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ λειτουργήσει γιὰ τὴ σωτηρία πολλῶν.

Πραγματικά, γιὰ τὰ χρόνια ποὺ ὑπόφερε ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος, θ' ἀποζημιωθεῖ ἑκατονταπλασίονα. Κι ἡ ἀνταπόδοση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σὲ κείνους ποὺ ὑπόφεραν γιὰ χάρη Του εἶναι αἰώνια, ἄφθαρτη. Ὁ Νικηφόρος, ἕνας σοφὸς σχολιαστὴς τοῦ εὐαγγελίου, λέει γιὰ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ἄνθρωπο: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ποὺ δὲν εἶχε καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί σημαίνει ὅραση, θὰ ἔνιωθε πολὺ λιγότερη στενοχώρια ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κάποτε εἶχε τὴν ὅρασή του κι ἔπειτα τὴν ἔχασε. Ἦταν τυφλὸς κι ἀργότερα ἀποζημιώθηκε γι' αὐτὴ τὴ μικρὴ καὶ σχεδὸν ἀσήμαντη λύπη του. Καὶ ἔλαβε διπλὴ ὅραση: τὴ φυσικὴ ἀπὸ τὴ μιά, μὲ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ βλέπει καὶ νὰ θαυμάζει τὸν ὁρατὸ κόσμο γύρω του, καὶ τὴν πνευματικὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ὁποία ἀναγνώρισε κι ὁμολόγησε το Δημιουργὸ τοῦ κόσμου.

«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστιν» ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ' 4). Αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς ἐξήγησε τὸ κίνητρο γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει στὸ γεννημένο τυφλὸ ἄνθρωπο. Ἦταν σὰ νά 'θελε νὰ πεῖ: «Θεοῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἔργο, ὄχι ἀνθρώπου. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι δημιουργικὰ καὶ θαυμαστά. Ἐκεῖνος ποὺ μ' ἔστειλε - εἶπε ἀπὸ ταπείνωση κι ἀγάπη γιὰ τὸν Πατέρα - κάνει τέτοια ἔργα. Ἔτσι κι Ἐγὼ ποὺ εἶμαι μονογενὴς Υἱός Του, μοῦ ἁρμόζει νὰ κάνω μόνο τέτοια ἔργα. Ἡ χρήση δύναμης εἶναι ἀνθρώπινη πρακτική, δὲν εἶναι γιὰ Μένα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ὡς κίνητρα τὴ ζήλεια, το φθόνο καὶ τὴν ἐκδίκηση. Δικά Μου κίνητρα εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἔλεος. Κι ἂν οἱ ἄνθρωποι σηκώσουν πέτρες ἐναντίον Μου, Ἐγὼ θὰ τοὺς δώσω τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς». Πόσο διάστημα θὰ γίνεται αὐτό; Ἕως ἡμέρα ἐστί, δηλαδὴ ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή. Ἡ νύχτα, δηλαδὴ ὁ θάνατος, ἔρχεται. Καὶ τότε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Αὐτὸ ἔχει μιὰ γενικότητα, ἀναφέρεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ὄχι στὸν Κύριο. Ὁ Κύριος ἐργάζεται καὶ στὸ θάνατο. Κατεβαίνει στὸν Ἄδη, καταργεῖ το θάνατο κι ἐλευθερώνει τοὺς δίκαιους προπάτορες κι ὅλους ὅσοι εὐαρέστησαν στὸν Κύριο. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀπὸ τὸν ἀόρατο κόσμο, συνέχισε νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα μέχρι σήμερα καὶ θά τα ἐπιτελεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ νύχτα ποτὲ δὲ θὰ σταματήσει τὸν Κύριο νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Ἡ ἡμέρα Του καλύπτει ὁλόκληρο τὸ χρόνο, τὸν διαπερνάει καὶ φτάνει στὴν αἰωνιότητα. Στὴν πραγματικότητα ὅσο διαρκεῖ ἡ δική Του μέρα, δὲ θὰ παύσει νὰ ἐργάζεται. Γι' αὐτὸ κι οἱ ἄνθρωποι, ὅσο κρατάει ἡ δική τους μέρα, πρέπει ν' ἀκολουθήσουν τὸ δικό του παράδειγμα καὶ νὰ ἐργάζονται, ἀπὸ τὴ γέννηση ὡς τὸ θάνατό τους. Ἡ μεγάλη νύχτα, ὁ θάνατος, θὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε κανένας ἄνθρωπος δὲ θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται, ὅπως θὰ ἤθελε.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἅγιοι εἶναι ἐνεργοὶ καὶ μετά το θάνατό τους. Ἐργάζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βοηθοῦν μὲ διάφορους τρόπους. Τότε ὅμως δὲν ἐργάζονται σύμφωνα μὲ τὴ δική τους θέληση, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐκτελεῖ τὸ θέλημά Του μέσω τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι (οἱ ἅγιοι) ἀγάπησαν το Θεὸ ὅσο ζοῦσαν στὴ γῆ. Κανένας δὲν μπορεῖ μετὰ τὸ θάνατό του νὰ κάνει κάποιο ἔργο ποὺ θὰ ὠφελήσει τὸν ἴδιο σ' ἐκεῖνον τὸν κόσμο καὶ νὰ βελτιώσει τὴ θέση του ἐκεῖ. Κανένας δὲν μπορεῖ μετὰ τὸ θάνατό του νὰ κερδίσει κάποια χάρη ἀπό το Θεό. Οὔτε κι οἱ ἅγιοι δὲν μποροῦν νὰ κερδίσουν μεγαλύτερη χάρη ἀπ' αὐτὴν ποὺ ἔχουν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κερδίζεται μόνο σ' αὐτὴ τὴ ζωή. Τὸ πνευματικὸ κεφάλαιο ἢ ἡ πνευματικὴ χρεωκοπία ἐπιτυγχάνονται μόνο σ' αὐτὴ τὴ ζωή. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι, δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθοῦν ὡς ἔκφραση τῆς δικῆς του κατάστασης κατὰ ἢ μετά το θάνατό του, ἀλλ' ὡς μιὰ σοβαρὴ κι ἔγκαιρη προειδοποίηση πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. θ' 5), εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ κτίση, δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν ἄχρονο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν ὅραση τόσο στὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ ὅσο καὶ στὸν τυφλὸ καὶ θνητὸ πηλό, ἀπ' ὅπου δημιουργήθηκε κάθε ὕπαρξη. Ἔδωσε φῶς στὸν ἥλιο, ὅραση σ' ὅλους ἐκείνους ποὺ βλέπουν. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ ὅραση, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐνόραση, τὴν αἴσθηση τῆς γνώσης. Ὁ ἥλιος λάμπει ἀπὸ τὸ δικό του φῶς. Ἀπὸ τὴν ὅρασή Του βλέπει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος του. Ὡς Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὡς Θεὸς μὲ ἀνθρώπινη σάρκα, ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο ὡς ἕνα νέο φῶς, γιὰ νὰ σκορπίσει τὸ σκοτάδι ποὺ εἶχε συσσωρευτεῖ στὸν κόσμο, νὰ φωτίσει τὸ σκοτισμένο νοῦ τῶν ἀνθρώπων, ν' ἀποκαταστήσει τὴν ὅραση σ' ἐκείνους ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἁμαρτία. Μὲ ἄλλα λόγια ἦρθε γιὰ νὰ γίνει φῶς στοὺς ἀνθρώπους, στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, στὸ σῶμα καὶ στὸ νοῦ. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, εἶπε στοὺς συγχρόνους Του στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸ φῶς ποὺ περίμεναν ἀπὸ παλιὰ καὶ νὰ μὴ παραμείνουν στὸ σκοτάδι. «Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἶνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβη» (Ἰωάν. Ἴβ' 35).

Ἀλίμονο σὲ κείνους ποὺ τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, ποὺ τὸν ἀπέρριψαν καὶ παρέμειναν στὸ νεκρικὸ σκοτάδι. Ἡ ἀπάντησή Του ὅμως ἀφορᾶ καί μᾶς. Εἴμαστε καὶ μεῖς σύγχρονοί Του, γιατὶ παραμένει ζωντανὸς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Σήμερα ἔχουμε τὴ διαβεβαίωση τῶν λόγων Του: Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου. Ἐνόσω ζεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Ἐνόσω ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ λαό, εἶναι τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἐνόσω ὑπάρχει στὸ σχολεῖο, εἶναι τὸ φῶς τοῦ σχολείου. Ἐνόσω ὑπάρχει στὸ ἐργοτάξιο, εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἐργοταξίου καὶ τῶν ἐργαζομένων. Ἀπ' ὅπου ἀποσύρει τὴν παρουσία Του, ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἀπόλυτο σκοτάδι. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται κόλαση χωρὶς Ἐκεῖνον. Λαὸς χωρὶς Ἐκεῖνον γίνεται ἀγέλη πεινασμένων κι ἀχόρταγων λύκων. Σχολεῖο χωρὶς Ἐκεῖνον μετατρέπεται σὲ φαρμακερὸ ἐργοστάσιο ἀνοησίας. Ἐργοτάξιο χωρὶς τὴν παρουσία του μεταβάλλεται σὲ τόπο γογγυσμοῦ καὶ μίσους. Σκέψου τώρα τὰ νοσοκομεῖα καὶ τίς φυλακὲς χωρὶς Ἐκεῖνον! Δὲν εἶναι παρὰ σκοτεινὰ σπήλαια ἀπόγνωσης. Ὅποιος θυμᾶται πραγματικὰ τίς μέρες τῆς ζωῆς του, τίς μέρες ποὺ ἔζησε χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ τίς ἄλλες ποὺ ἔζησε μαζί Του, ἔχει μέσα του τὴ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου».

«Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαί καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρυσε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ ὕπαγε, νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος» (Ἰωάν. θ' 6-7). Ὁ τυφλὸς ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, πλύθηκε στὸ Σιλωὰμ καὶ γύρισε μὲ ἀποκαταστημένη τὴν ὅρασή του. Ὅλα ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στοὺς μαθητὲς Του ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή, τὰ εἶπε μπροστὰ στὸν τυφλὸ ἄνθρωπο, μὲ σαφῆ τὴν πρόθεσή Του ν' ἀκούσει κι ἐκεῖνος τὰ λόγια Του. Ὁ Κύριος ἔδινε προτεραιότητα στὴν πνευματικὴ ὅραση τοῦ τυφλοῦ. Εἶναι πιὸ δύσκολο ν' ἀνοίξει κανεὶς τὰ πνευματικὰ μάτια παρὰ τὰ σωματικὰ πιὸ δύσκολο ἀλλὰ καὶ πιὸ σπουδαῖο. Γιὰ ν' ἀποδείξει ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο ν' ἀποκαταστήσει τὴ σωματικὴ ὅραση καὶ πῶς αὐτὸ εἶναι λιγότερο σπουδαῖο, ὁ Κύριος ἔφτυσε στὸ χῶμα, ἔφτιαξε πηλὸ καὶ ἄλειψε μ' αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἠταν σὰ νά 'λεγε δηλαδή: «Δέστε, πὼς ἀπὸ τὸ περιφρονημένο πτύσμα καὶ τὸ χῶμα, ἀπὸ τὸν τιποτένιο πηλό, θ' ἀποκτήσει τὴ σωματική του ὅραση καὶ θὰ δεῖ. Πῶς ὅμως θὰ λάβει τὴν πνευματική του ὅραση; Ἐκτιμῆστε περισσότερο τὸ πνευματικὸ παρὰ τὸ σωματικό, γιατί τὸ σῶμα δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἔνδυμα κι ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ πνεύματος».

Ὁ Κύριος ἤθελε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θυμίσει στοὺς μαθητὲς τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς. Φανέρωσε ἔτσι πῶς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ Δημιουργὸς ποὺ διαμόρφωσε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό, μὲ τὸ νὰ φτιάξει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικό.

Ὁ Κύριος ἤθελε ἐπίσης νὰ φανερώσει στοὺς μαθητὲς πῶς ἡ θεϊκή Του δύναμη πηγάζει ἀπὸ τὸ πνεῦμα Του, ὄχι ὅπως γινόταν μὲ τὰ λόγια Του, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνάστησε νεκροὺς κι ἔδωσε τὴν ὅραση σὲ πολλοὺς τυφλούς: ὄχι ὅπως μὲ τὰ χέρια Του, ποὺ τὰ ἀκουμποῦσε στοὺς ἄρρωστους καὶ τοὺς ἔκανε καλὰ ὄχι ὅπως μὲ τὰ ἱμάτιά Του, ποὺ μόλις τ' ἄγγιξε ἡ γυναῖκα ποὺ εἶχε τὴ ρύση τοῦ αἵματος ἔγινε καλά, ἀλλ' ἀκόμα καὶ μὲ τὸ πτύσμα Του.

Γιατί ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν τυφλὸ ἄνθρωπο στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ; Γιατί δὲν τοῦ χάρισε ἀμέσως τὴν ὅραση, ἀλλὰ τὸν ἔστειλε νὰ πλύνει σ' αὐτὸ τὸ νερὸ τὰ μάτια του, ποὺ ἦταν ἀλειμμένα μὲ τὸν πηλό; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁ Κύριος κάνει χρήση γήινων ὑλικῶν γιὰ νὰ θαυματουργήσει. Ἴσως μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος νὰ θέλησε νὰ τιμήσει τὴ δημιουργημένη φύση. Θά 'ταν καλὸ στοὺς ἀνθρώπους ν' ἀναζητοῦν θεραπεία γιὰ τίς παθήσεις τους στὰ φυσικὰ φάρμακα καὶ στὰ μεταλλικὰ νερά. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως πρέπει νὰ ξέρουν πῶς ὅλα τὰ φυσικὰ φάρμακα κι ὅλα τὰ μεταλλικὰ νερὰ ὑπηρετοῦν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ κανένα φάρμακο δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὸ καὶ κάθε πηγὴ δὲν ἔχει παρὰ νεκρὸ (φυσικὸ) νερό. Πόσοι τυφλοὶ ἄνθρωποι εἶχαν πλύνει τὰ μάτια τους στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ ὡς τότε, χωρὶς νὰ λάβουν τὴν ἐπιθυμητὴ ἴαση; Πόσες φορὲς θὰ πρέπει ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος νά 'χε πλυθεῖ ὁ ἴδιος σ' αὐτὴν χωρὶς ἀποτέλεσμα; Ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀπό την κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Χωρὶς τὴ δύναμή Του, ὁ τυφλὸς θὰ μποροῦσε νὰ πλένεται κάθε μέρα στὴν κολυμβήθρα αὐτὴ καὶ νὰ ξαναγυρίζει κάθε φορὰ στὸ σπίτι του τυφλός.

Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος, ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής. Τὸ μυστήριο ὄνομα τοῦ θεραπευτικοῦ αὐτοῦ νεροῦ δὲν εἶναι συμβολικὸ τοῦ θαυματουργοῦ Ἰατροῦ, τοῦ Ἀπεσταλμένου ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἄν προσπαθούσαμε νὰ δώσουμε εὐρύτερη πνευματικὴ διάσταση στὸ γεγονὸς αὐτό, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος ἀντιπροσωπεύει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα κι ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ ν' ἀποκαταστήσει τὴν πνευματικὴ ὅραση τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἁμαρτία. Κι αὐτὸ μὲ μέσο τὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσω τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.

Πόσο ταπεινὸς κι ὑπάκουος ὅμως ἦταν ὁ τυφλός! Ὄχι μόνο ἄφησε τὸν Κύριο ν' ἀλείψει τὰ μάτια του μὲ πηλό, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπάκουσε, πῆγε μετὰ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ πλύθηκε. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀνταποκρίθηκε στὸ πνεῦμα τοῦ τυφλοῦ, γιὰ νὰ ἐμφυτέψει μέσα του τὴν πίστη. Τώρα, μὲ τὸ νὰ τὸν στείλει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, τοῦ διδάσκει τὴν ὑπακοή, γιατί ἡ πίστη εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴν ὑπακοή. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ὑπακούει ἀμέσως καὶ πρόθυμα στὸ θέλημά Του. Ἀδελφοί μου! Ἄν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χωρὶς ὑπακοὴ ἀλλὰ μὲ γογγυσμό, ἡ πίστη πολὺ λίγο θὰ μᾶς ὠφελήσει. Προσέξτε τὸν τυφλὸ ἄνθρωπο: Πιστεύει, ἔχει ὑπακοή, πηγαίνει ἀμέσως στὸ Σιλωάμ, ὅπου ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἄν ρωτήσει κάποιος: καὶ πῶς εἶδε, ὅταν ἀπόπλυνε τὸν πηλό, δὲ θ ἀκούσει ἀπὸ μᾶς τίποτ' ἄλλο, παρὰ μόνο πῶς δὲν ξέρουμε πὼς ἔγινε. Καὶ τί σόϊ θαῦμα ἦταν αὐτό, ἂν δὲ γνωρίζουμε; Οὔτε ὁ εὐαγγελιστὴς γνώριζε οὔτε καὶ ἴδιος ὁ τυφλός». Ἀλλὰ γιατί διερωτώμαστε μόνο γιὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό; Ἄν κάποιον τὸν ἐνοχλεῖ αὐτό, ἂς ρωτήσει καὶ γιὰ τίς ἑκατοντάδες, τίς χιλιάδες ἄλλες περιπτώσεις ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός. Ἄς διερωτηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλες οἱ γενεὲς ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ἡ ἱστορία, πῶς ἔγιναν ὅλ' αὐτά. Ἀπάντηση δὲ θὰ λάβουν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ Ἐκείνου ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα πιὸ σοφὸς καὶ πιὸ διαβασμένος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν τυφλό, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει πὼς ὁ ἴδιος, ὡς Σαούλ, τυφλώθηκε καὶ πῶς δέχτηκε τὴν ὅρασή του ὅταν ὁ Ἀνανίας ἔβαλε πάνω του τὰ χέρια στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε Παῦλο (βλ. Πράξ. 10-18).

Τὸ ὅτι ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος δὲ γνώριζε πραγματικὰ πῶς δέχτηκε τὴν ὅρασή του, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ λόγια. Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸ Σιλωὰμ μὲ τὴν ὅρασή του ἀποκαταστημένη, πολλοὶ ἀποροῦσαν ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ γνώριζαν πρὶν ὡς τυφλὸ ἢ κάποιος ἄλλος ποὺ τοῦ ἔμοιαζε. Ὅταν ὁ ἴδιος ἀπάντησε ὅτι ἐγὼ εἶμι, οἱ ἄλλοι τὸν ρώτησαν πὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Στὴν ἀπάντησή του ὁ πρώην τυφλὸς περιέγραψε μὲ λίγα λόγια ὅλο τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ ἐξηγήσει πῶς ἔγινε καὶ εἶδε. Ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα, εἶπε. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στοὺς Φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν πῶς εἶδε, τοὺς ἀπάντησε: «Πηλὸν ἐπέθηκέ μοι (ὁ Ἰησοῦς) ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην καὶ βλέπω» (Ἰωάν. θ' 15). Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ, δίνοντας μιὰ ἀκριβῆ καὶ θαραλλέα περιγραφὴ τοῦ περιστατικοῦ ποὺ εἶχε λάβει χώρα. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λάμπει στὸν κόσμο καὶ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτεται στὰ μάτια μας στὴν πραγματική του λαμπρότητα μόνο ὅταν τὸ βλέπουμε ἀπέναντι στὸ σκοτάδι τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσα ἀκολούθησαν τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ φανερώνουν, στὴν πραγματική τους διάσταση, τὸ παγωμένο σκοτάδι ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδιὰ καί τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα σκοτάδι πού, στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἁπλώνεται σὰν μιὰ βαριὰ σκιὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀστραφτερὸ φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ σκοτάδι ποὺ καλύπτει τὴν τυφλὴ καρδιὰ καὶ τὸν τυφλὸ νοῦ τῶν Φαρισαίων. Ἐκεῖνοι (οἱ Φαρισαῖοι) ὄχι μόνο δὲ χάρηκαν ποὺ ὁ τυφλὸς ἐπαίτης ποὺ ἔστεκε μπροστὰ στὸ ναὸ τώρα ἔβλεπε, ἀλλὰ καὶ πικράθηκαν, ἔνιωσαν προσβολή. Ὁ δικός τους ναὸς εἶχε ἤδη μεταβληθεῖ σ' ἕναν κῆπο τοῦ Σαββάτου, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὅλη τους ἡ πίστη εἶχε μετατραπεῖ σὲ λατρεία τοῦ Σαββάτου, σὰ νὰ ἦταν ἡ μέρα ἐκείνη κάποια θεά. Δὲ ρώτησαν μὲ συμπάθεια τὸν τυφλὸ πῶς ζοῦσε τόσα χρόνια δίχως ὅραση, ἀλλὰ τοῦ ἐπιτέθηκαν μὲ τὸ σκόπιμο ἐρώτημα: Πῶς τόλμησες νὰ δεχτεῖς τὴν ὅρασή σου ἡμέρα Σάββατο; «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγαν, οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ἰωάν. θ' 6). Γι' αὐτούς, ἄνθρωπος «τοῦ Θεοῦ» ἦταν ὅποιος κοιμόταν τὸ Σάββατο, ὅποιος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ περπατήσει, γιὰ νὰ μὴ χαλάσει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν «τοῦ Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού, ἐνῶ εἶναι Σάββατο, δίνει τὴν ὅραση σὲ τυφλὸ ἄνθρωπο! Σύμφωνα μὲ τὴ διεφθαρμένη λογική τους οἱ πρῶτοι τηροῦσαν τὸ Σάββατο, ὁ δεύτερος ὄχι!

Ὅταν ὅμως ἄνοιξε ἡ συζήτηση ἀνάμεσα στοὺς Φαρισαίους καὶ τὸν τυφλὸ γιὰ τὸ Χριστό, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν τί γνώμη εἶχε γι' Αὐτόν. «Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν» (Ἰωάν. θ' 17). Εἶναι φανερὸ πῶς δὲν τὸν ρώτησαν γιὰ νὰ μάθουν ἀπ' αὐτὸν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ τὸν καταδικάζει ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὸ Σάββατο. Ὁ τυφλὸς ὅμως ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸ Χριστό, μὲ ὅρους ποὺ ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν πὼς ἦταν οἱ καλύτεροι καὶ πιὸ δυνατοὶ στὸν κόσμο. Οἱ πιὸ καλοὶ καὶ πιὸ δυνατοὶ ἄνθρωποι ἦταν οἱ προφῆτες, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶχε ἀκούσει καὶ θὰ εἶχε μάθει. Γι' αὐτὸ σκέφτηκε ἔτσι κι ἀπάντησε ὅτι προφήτης ἐστιν.

Ὅταν ἔλαβαν αὐτὴν τὴν ἀναπάντεχη καὶ ἀνέλπιστη ἀπάντηση, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ ν' ἀρνηθοῦν τὸ θαῦμα καὶ νὰ ὑποστηρίξουν πῶς δὲν πίστευαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν κάποτε τυφλὸς καὶ τώρα βρῆκε τὸ φῶς του. «Οὐκ ἐπίστεψαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἤν καὶ ἀνέβλεψεν» (Ἰωάν. θ' 18). Αὐτὸ σημαίνει πῶς δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε δημόσια, ἔκαναν πὼς δὲν τὸ ἀναγνώριζαν, ἤθελαν νὰ τὸ ὑποβαθμίσουν καὶ νὰ περιορίσουν τη διάδοση τῆς φήμης τοῦ Χριστοῦ ὡς θαυματουργοῦ. Τὸ ὅτι ἐνεργοῦσαν ὑποκριτικὰ ὅταν ἔκαναν πὼς δὲν τὸ πίστευαν, φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάλεσαν τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ τοὺς ρωτήσουν. Κι αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν κατάσταση καὶ νὰ μάθουν τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς οἱ γονεῖς του θ' ἀρνοῦνταν τὸ θαῦμα ἢ θὰ τὸ ἀμφισβητοῦσαν ἢ κατὰ κάποιο τρόπο θὰ τὸ ἀποδυνάμωναν. Οἱ γονεῖς του ὅμως, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικοὶ ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς πρεσβυτέρους, διαβεβαίωσαν πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ γιός τους κι ὅτι εἶχε γεννηθεῖ τυφλός, «πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει» (Ἰωάν. θ' 21). Αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀκόμα ἀπογοήτευση γιὰ τοὺς θεομάχους πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων! Τί μποροῦσαν νὰ κάνουν τώρα; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νὰ βαδίζει στὸ ὑποχθόνιο σκοτάδι, χωρὶς νὰ θέλει νὰ βγεῖ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ κάνει παρὰ νὰ περνάει ἀπὸ τὸ ἕνα ζοφερὸ μονοπάτι στὸ ἄλλο;

Οἱ πανοῦργοι Φαρισαῖοι ἔλαβαν κι ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ μιὰ ὁλότελα ἀπρόσμενη, ἀνεπιθύμητη καὶ δυσάρεστη ἀπάντηση. Τώρα δὲν τοὺς ἔμενε τίποτ' ἄλλο νὰ κάνουν παρὰ νὰ πάρουν ἐκδίκηση μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο καὶ ταπεινὸ τρόπο: τὸν ἐκμαυλισμὸ τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης. Κάλεσαν πάλι τὸν τυφλὸ καὶ τοῦ ἔκαναν μιὰ πανούργα καὶ συνάμα ἄτιμη πρόταση: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλὸς ἔστιν» (Ἰωάν. θ' 24). Δηλαδὴ ἦταν σὰ νὰ τοῦ λέγανε ὅτι «ἐμεῖς ἔχουμε ἐρευνήσει σὲ βάθος τὰ πράγματα καὶ βεβαιωθήκαμε πῶς ὅλοι ἔχουμε δίκιο, τόσο ἐσὺ ὅσο κι ἐμεῖς. Εἶπες τὴν ἀλήθεια ὅταν εἶπες πῶς ἤσουν τυφλὸς κι ἔπειτα βρῆκες τὴν ὅρασή σου. Ἔχουμε κι ἐμεῖς δίκιο ὅμως ποὺ ἀμφιβάλλουμε πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνοιξε τὰ μάτια σου. Εἴμαστε σίγουροι πῶς εἶναι ἁμαρτωλὸς κι ὅτι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Ὅσο γιὰ τὸ πὼς ἔγιναν τὰ πράγματα, ἔχουμε τὴν πεποίθηση πὼς μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Γι' αὐτὸ δὸς δόξαν τῷ Θεῷ καὶ ἀποκήρυξε αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀπὸ τώρα καὶ πέρα νὰ μὴν ἔχεις καμιὰ ἐπαφὴ μαζί του».

Τί ἀνόητοι ποὺ ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι! Μὲ τὸ πάθος ποὺ τοὺς τύφλωνε δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ὅτι, μὲ τὸν ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, στὴν πραγματικότητα τὸν ὁμολογοῦσαν ὡς Θεό. Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ! Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Μὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὸ ἔκανε, κι αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι Θεός! «Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί...» (Ψαλμ. ρμ' 10). Ὁ τυφλὸς τότε ἔδωσε μιὰ πολὺ σοφὴ ἀπάντηση στοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους: «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἴδα: ἓν οἴδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω» (Ἰωάν. θ' 25).

Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἦταν σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε, ἀπαίδευτος, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σπουδασμένοι, ἐπιτηδευμένοι στὶς συζητήσεις γιὰ ἁμαρτωλοὺς κι ἀναμάρτητους. Ἐσεῖς κρίνετε τὸ Θεραπευτὴ μου ἀπὸ τὸ Σάββατο, ἐγὼ ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ σὲ ποιά ἔκταση, σύμφωνα μὲ τὸ ὅριο τοῦ σαββατισμοῦ σας, δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πῶς ἔγινε ἕνα θαῦμα ἀπὸ Ἐκεῖνον σὲ μένα κι αὐτὸ πιστεύω πῶς ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Μέχρι νὰ μοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια, ὁ κόσμος γιὰ μένα ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε.

Οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν διαβεῖ πιὰ ὅλους τοὺς σκοτεινοὺς καὶ καταχθόνιους δρόμους. Τώρα δὲν τοὺς ἔμενε τίποτ' ἄλλο. Στάθηκαν πεισματικὰ ὅμως στὰ ἴδια πράγματα κι ἐπέμειναν νὰ ρωτοῦν τὸν τυφλό: «Τί ἐποίησε σοί; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;» (Ἰωάν. θ' 26). Ἔκαναν κι αὐτὴν τὴν ἐρώτηση μὲ πανούργα διάθεση, μήπως ἀκούσουν κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποβαθμίσει τὸ θαῦμα ἢ νὰ λειτουργήσει σὲ βάρος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὅμως ἦταν ἁπλὸς καὶ τίμιος στὴν κρίση του κι εἶχε φτάσει στὰ ἄκρα, ἕτοιμος ν' ἀγανακτήσει μὲ τοὺς ταπεινοὺς χειρισμοὺς τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ, ἐκείνους ποὺ ὡς τότε εἶχε μάθει νὰ τοὺς σέβεται κατὰ κάποιο τρόπο, χωρὶς νὰ τοὺς γνωρίζει καλά. Γι' αὐτὸ κι ἀπάντησε ἀπότομα: «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;» (Ἰωάν. θ' 27). Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει πιὸ ἴσια καὶ κατάλληλη ἀπάντηση. Μετὰ ἀπ' αὐτὴν ὅμως οἱ πρεσβύτεροι ἔλαβαν ἀμυντικὴ στάση: «ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἰ μαθητὴς ἐκείνου, ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσεί λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. θ' 28-29). Οἱ παμπόνηροι χρησιμοποίησαν τὸ Μωυσῆ γιὰ νὰ δικαιώσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἐναβρύνονταν νὰ λένε πῶς ἦταν δάσκαλός τους, πῶς ἐκεῖνοι ἦταν μαθητές του. Ὁ Κύριος ὅμως εἶχε ἤδη ξεκαθαρίσει τίς ἀπόψεις Του πάνω σ' αὐτὸ τὸ θέμα: «Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι... φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνους καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς... οὐαὶ δὲ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταὶ, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι» (Ματθ. κγ' 2,6,13). Τί σόϊ μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ ἦταν αὐτοί; Τοὺς εἶπε ἐπίσης ὁ Κύριος: «Οὐ Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον» (Ἰωάν. ζ'17). Δὲν τηροῦσαν το νόμο τοῦ Μωυσῆ, τὸν παραβίαζαν μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἀπληστία τους καὶ ἰσχυρίζονταν πὼς ἦταν μαθητές του, μ' ὅλο ποὺ ἦταν παράνομοι καὶ προδότες τοῦ ἴδιου τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς δὲν ἦταν πιὰ δάσκαλός τους, εἶχε γίνει κατήγορός τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωυσῆς, εἰς ὄν ὑμεῖς ἠλπίκατε» (Ἰωάν. ε' 45). Ἡ ἐμπιστοσύνη σας στὸ Μωυσῆ εἶναι μάταιη, γιατί τὸ νόμο του τὸν κόβετε ἀπὸ τὴ ρίζα. Ἡ ἐμπιστοσύνη σας στὸ Μωυσῆ εἶναι πλαστή, κίβδηλη, γιατί τὸ μόνο ποὺ ἐμπιστεύεστε εἶναι ἡ ἐξουσία κι ὁ πλοῦτος σας, τίποτ' ἄλλο. «Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωυσεί, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί. περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν» (Ἰωάν. ε' 46· βλ. Δευτ. ιη' 15-19). Οἱ δεμένες στὴ γῆ ψυχὲς τῶν Φαρισαίων δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ πιστεύουν στὸ Μωυσῆ. Πολὺ λιγότερο μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Βλέπετε πῶς χρησιμοποιοῦσαν τὰ ψέματα οἱ Φαρισαῖοι, οἱ αὐτοκαλούμενοι μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ; Σ ἕναν ἁπλοϊκὸ ἐπαίτη λένε γιὰ τὸν Κύριο: «... τοῦτον δὲ (τὸν ἄνθρωπον) οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Γνώριζαν πολὺ καλὰ ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἦταν οἱ διῶκτες Του, οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγέτες τοῦ λαοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔλεγαν: «ἀλλὰ τοῦτον (τὸν ἄνδρα) οἴδαμεν πόθεν ἐστίν ο δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχεται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. ζ' 27). Εἴτε γνώριζαν οἱ Φαρισαῖοι ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Κύριος, εἴτε ὄχι. Ἄν γνώριζαν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, τότε ψεύδονταν ὅταν ἔλεγαν στὸν τυφλὸ ἄνθρωπο πὼς οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. Ἄν δὲ γνώριζαν μετὰ ἀπὸ τόση κατασκοπεία, τόσους διωγμοὺς καὶ φασαρίες ἐναντίον Του, τόση ἔρευνα γιὰ τὴν καταγωγή, τοὺς λόγους καὶ τίς πράξεις Του, αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦταν πραγματικὰ ὁ Χριστός. Γιατί ὑπῆρχε ἡ κοινὴ πεποίθηση, πώς ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχεται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. Προσέξτε πὼς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὰ λόγια τοῦ προφήτη καὶ βασιλιᾶ: «Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί...» (Ψαλμ. ρμ' 10).

Ὅλ' αὐτὰ λειτούργησαν τελικὰ γιὰ νὰ φανερώσουν στὸν ἐπαίτη τὴν ἀπογοητευτικὴ ἠθικὴ κατάπτωση τῶν ἄθλιων αὐτῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ ἐκεῖνος τοὺς κατηγοροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο, ὅπως ἐπίσης ὁμολογοῦσε τὸν Κύριο ὅλο καὶ μὲ περισσότερη παρρησία. Στὰ τελευταῖα λόγια τους ὁ τυφλὸς ἀπάντησε με τὸν τρόπο του: «Ἓν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.» (Ἰωάν. θ' 30). Ἦταν δηλαδὴ σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «Τί σόϊ ἐθνικοὶ ἡγέτες καὶ πρεσβύτεροι εἶστε σεῖς, ποὺ γνωρίζετε τίς παραμικρότερες λεπτομέρειες τοῦ τελετουργικοῦ καὶ δὲν ξέρετε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε σὲ μένα ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα; Ποιός μπορεῖ νὰ ξέρει ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθεστε στὴν καθέδρα τοῦ Μωυσῆ; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει στὸ λαὸ γι' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθε Σάββατο ἑρμηνεύετε τὸν ἱερὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες;» Κι ὁ ἁπλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος συνέχισε τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ψευδοδιδασκάλους τοῦ λαοῦ:

«Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὔκ ἀκούει, ἀλλ' ἐὰν τίς θεοσεβὴς ἢ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῆ, τούτου ἀκούει» (Ἰωάν. θ' 31). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ ἁπλοϊκὸς τυφλὸς ἀπάντησε στὰ λόγια τῶν Φαρισαίων, ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλὸς ἐστιν. Κι ὁ ἄνθρωπος τώρα τοὺς ἀπαντᾶ: «... ξέρουμε πῶς ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς».

Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παράδειγμα στὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ νὰ λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἀκούει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο κάνει θαῦμα. «Ὅταν ἐκτείνετε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός Με, λέει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Του, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ' ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν: αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις» (Ἠσ. α' 15). Ἡ προσευχὴ τοῦ Σαοὺλ τὸν καιρὸ ποὺ ἁμάρτανε, ἦταν μάταιη. Ὁ Θεός δὲν τὸν ἄκουγε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ πολὺ λιγότερο θαυματουργεῖ μὲ αὐτόν, ἐκτὸς ἂν μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλός, ξεπλύνει τίς ἁμαρτίες μὲ τὰ δάκρυά του, μισήσει τὴν ἀνομία, ἀποδεχτεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πέσει μετανοημένος κι ἀποφασισμένος μπροστὰ στὰ πόδια Του, μ' ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ μὲ προσευχή. Ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, ὅπως συγχώρεσε καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ὅπως τὸν Ζακχαῖο τὸν τελώνη καί τὸ ληστὴ πάνω στὸ σταυρό. Καὶ τότε δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἁμαρτωλοί. Τότε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τοὺς ἀκούει ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι μετανιωμένοι. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ προσεύχονται στὸ Θεὸ ἀλλ' ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία. «Μακρὰν ἀπέχει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀσεβῶν, εὐχαῖς δὲ δικαίων ἐπακούει» (Παρ. ιε' 29).

Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος δίδαξε τοὺς ψευδοδιδασκάλους ποιόν ἀκούει ὁ Θεὸς καὶ ποιόν ὄχι κι ἔπειτα ξεχώρισε τὸ Χριστὸ ὡς τὸ μεγαλύτερο θαυματουργὸ στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. «Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξε τίς ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. εἰ μὴ ἢν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν, θ' 32-33). Ὁ ἄνθρωπος τώρα ἔπλεξε ἕνα πλῆρες ἐγκώμιο στὸ Θεραπευτὴ καὶ Εὐεργέτη του. Τὸ ξεκαθάρισε τώρα πῶς ἦταν κι αὐτὸς ὀπαδός Του. Κι ἀφήνει τοὺς Φαρισαίους νὰ καταλάβουν πῶς ἦταν μάταιες ὅλες οἱ πανοῦργες ἐνέργειές τους ν' ἀρνηθοῦν τὸ ἐλάχιστο θαῦμα ἢ νὰ τὸ διαστρέψουν, μὲ τὸ ἐπιχείρημα πὼς ὁ Κύριος εἶναι ἁμαρτωλός.

Μόλις ἄκουσαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε θεραπευτεῖ, οἱ Φαρισαῖοι τοῦ εἶπαν: «Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω» (Ἰωάν. θ' 34). Ὅταν οἱ ὑποκριτὲς κι οἱ ψεῦτες φτάνουν στὴν ἄκρα ἀπόγνωση, δὲν ἔχουν ποὺ ἀλλοῦ νὰ καταφύγουν παρὰ μόνο στὴ βία. Οἱ Φαρισαῖοι εἶδαν πὼς εἶχαν μεθοδεύσει τὰ πάντα, ἀλλ' ὅλες οἱ πανουργίες τους ἀποδείχτηκαν μάταιες. Καὶ τότε, ντροπιασμένοι καὶ μαινόμενοι, κατηγόρησαν τὸν ἁπλοϊκὸ καὶ τίμιο ἄντρα, τὸν ἀποκάλεσαν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν ἔδιωξαν.

Ὡς τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ σύννεφο ποὺ ἦταν ὁλοφάνερο στὰ πρόσωπα τῶν Φαρισαίων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ καὶ τοῦ θείου Του θαύματος. Τὸ φῶς εἶναι ἀλήθεια τὸ σκοτάδι εἶναι ψέμα. Τὸ φῶς εἶναι ἀγάπη: τὸ σκοτάδι εἶναι μῖσος. Τὸ φῶς εἶναι δύναμη τὸ σκοτάδι εἶναι ἀπουσία δύναμης. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ φῶς κι ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ τελειώνει μὲ φῶς. Φῶς, ὄχι σκοτάδι. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὸ θαῦμα ἀποχώρησε καὶ ἄφησε τὸν τυφλὸ ποὺ θεράπευσε μόνο του γιὰ λίγο, ν' ἀντιμετωπίσει μόνος του τίς ἐπιθέσεις τῶν Φαρισαίων καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἀλήθεια ἐνάντια στὸ ψέμα. Μετὰ ἐμφανίστηκε πάλι καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἤθελε νὰ σώσει.

«Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρῶν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰωάν. θ' 35). Ὁ θεραπευμένος τυφλὸς εἶχε ἤδη περάσει τὴν πρώτη δοκιμασία. Ἀπέδειξε πῶς ἦταν ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἔστειλε μὲ τὰ μάτια ἀλειμμένα μὲ πηλὸ γιὰ νὰ πλυθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκιμασία τῆς ὑπακοῆς. Μετὰ πέρασε καὶ τὴ δεύτερη δοκιμασία: ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐκτεθεῖ καὶ ν' ἀντέξει στὸν πειρασμό, δὲν πρόδωσε τὸν Κύριο μπροστὰ στὰ ψέματα τῶν Φαρισαίων. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκιμασία τοῦ πειρασμοῦ. Μετὰ ὁ Κύριος τὸν πέρασε ἀπὸ τὴν τρίτη καὶ τελευταία δοκιμασία. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ μεγαλύτερη. Ἦταν ἡ δοκιμασία τῆς ὀρθῆς πίστης. Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;

«Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἶνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» (Ἰωάν. θ'36). Τὸ Χριστὸ τὸν εἶχε γνωρίσει ὡς θαυματουργό. Στοὺς Φαρισαίους τὸν ὀνόμασε προφήτη, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε κάποιο μεγαλύτερο ὄνομα γιὰ νὰ τὸν ὀνομάσει. Δὲν ἦταν ἀκόμα ἕτοιμος νὰ τὸν ὀνομάσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν σὲ ὅλα ὑπάκουος στὸν Κύριο, τὸν λογάριαζε τὸ μεγαλύτερο εὐεργέτη του στὴ γῆ. Ἔτσι ἤθελε ἀπ' Αὐτὸν ν' ἀκούσει ποιός ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πιστέψει σ' Αὐτόν. «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνος ἐστιν.» (Ἰωάν. θ' 37). Ὁ πρώην τυφλὸς ἀπάντησε: «Πιστεύω, Κύριε καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ' 38). Ὁ Κύριος μιλάει ταπεινὰ κι εὐγενικὰ σ' ἐκείνους ποὺ σώζει, ὅπως κάνει κι ὁ καλὸς γιατρὸς σ' αὐτοὺς ποὺ θεραπεύει. Δὲν εἶπε στὸν πρώην τυφλό: «Πίστεψέ Με!», οὔτε τὸν πιέζει μὲ τὰ λόγια: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Τοῦ εἶπε μὲ πραότητα: καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σοῦ, ἐκεῖνος ἐστιν. Στὸν ἐλεύθερο καὶ σκεπτόμενο ἄνθρωπο ὁ Κύριος δίνει χρόνο νὰ σκεφτεῖ καὶ ν' ἀποφασίσει. Μόλις ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔμαθε πόσο μεγάλος ἦταν ὁ θεραπευτής Του, πολὺ σπουδαιότερος κι ἀπὸ προφήτη, ἔκραξε ἀμέσως μὲ χαρά: Πιστεύω, Κύριε! Καὶ δὲν τὸ εἶπε μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνησε, γιὰ ν' ἀποδείξει ἔμπρακτα τὴν πίστη του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο (ὁ πρώην τυφλὸς) ὁμολόγησε τὴ θεϊκή Του δύναμη. Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ πίστη του ἔφτανε ὡς τὰ χείλη του, τὴν ἐπιβεβαίωσε καὶ μὲ τὴν πράξη». Ὅπως νωρίτερα εἶχαν ἀνοιχτεῖ τὰ σωματικά του μάτια, ἔτσι καὶ τώρα ἄνοιξαν τὰ πνευματικά. Τώρα ἔβλεπε καὶ μὲ τὰ σωματικὰ καὶ μὲ τὰ πνευματικά του μάτια καὶ εἶδε μπροστά του τὸ Θεάνθρωπο, τὸ Θεὸ μὲ ἀνθρώπινη σάρκα.

Ὁ Θεὸς εἶναι πραγματικὰ μεγάλος. Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ ποιῶν θαυμάσια! Πιστεύουμε καὶ μεῖς, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σωτῆρα μας. Πιστεύουμε πῶς εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων στὸν οὐρανό, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ, Σὲ προσκυνοῦμε, Πανάγιε Κύριε, Ἐσένα καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πηγή: Ἀναστάσεως Ἡμέρα
Ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Μετάφραση - Ἐπιμέλεια: Πέτρου Μπότση

Your rating: None Average: 5 (1 vote)


Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ

Κάθε λογισμὸς καὶ κάθε αἴσθηση ὁδηγοῦν σταδιακὰ τὴν ψυχὴ εἴτε πρὸς τὸν παράδεισο εἴτε πρὸς τὴν κόλαση.

Ἄν ὁ λογισμὸς εἶναι ἔλλογος, τότε συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, μὲ τὸν ὕψιστο Λογισμό, μὲ τὴν Παναξία, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ὁ παράδεισος.

παράδεισος

Ἐάν πάλι εἶναι ἄλογος ὁ λογισμὸς ἤ καὶ παράλογος, τότε συνδέει ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Παράλογο, τὸν Ἀνόητο, μὲ τὸν διάβολο, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ἡ κόλαση.

Ὅσα ἰσχύουν γιὰ τὸν λογισμὸ, ἰσχύουν καὶ γιὰ τις αἰσθήσεις. Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ, ἀπὸ τὴν γῆ: καὶ ὁ παράδεισος μὰ καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Η Θεία Λειτουργία

The Arabic Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

The Turkish Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

 

Άγιοι Τόποι

24 Ώρες στους Αγίους Τόπους, Οδοιπορικό σε Μονές 20/04/2019

24 Ώρες στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων 25/04/2019

24 Ώρες στα Βήματα του Χριστού 27/04/2019

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Ἐγὼ πατὴρ, ἐγὼ ἀδελφὸς, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφὴ, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλὴ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ ἀδελφὴ, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;  περισσότερα »»»

Η Ελλάδα και ο Υμνος της Ελευθερίας

Ελληνική σημαία - Ελλάς - Ελευθερία

Υπεραγία Παρθένος Θεοτόκος Μαρία

Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. (Ψαλ. 32, 10-11)

εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων. (Τιμ.Α 5,8)

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικά λέγονται λογικοί. Δεν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἀπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καἰ ποιὸ τὸ κακό καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.

St Antony the Great

Ἐφ᾿ ὅσον ἐννοεῖς τὰ περὶ Θεοῦ, νὰ εἶσαι εὐσεβής, χωρὶς φθόνο, ἀγαθός, σώφρων, πράος, χαριστικὸς κατὰ δύναμιν, κοινωνικός, ἀφιλόνεικος καὶ τὰ ὅμοια. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο ἀπόκτημα τῆς ψυχῆς, νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ τέτοιες πράξεις καὶ μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανέναν καὶ νὰ λέει γιὰ κανέναν, ὅτι ὁ δείνα εἶναι κακὸς καὶ ἁμάρτησε. Ἀλλὰ καλλίτερο εἶναι νὰ συζητᾶμε τὰ δικά μας κακά, καὶ νὰ ἐρευνᾶμε μέσα μας τὴ δική μας πολιτεία, ἐὰν εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό. Διότι, τί μᾶς μέλει ἐμᾶς, ἐὰν ὁ ἄλλος εἶναι πονηρός;

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ἡ αἰωνιότητα εἶναι φρικιαστικὴ δίχως Θεάνθρωπο, γιατὶ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φοβερὸς δίχως τὸν Θεάνθρωπο. Καθετὶ τὸ ἀνθρώπινο, μονάχα στὸν Θεάνθρωπο ἔχει τὴν τελικὴ καὶ λογικὴ του ἑρμηνεία. Δίχως τὸν θαυμαστὸ Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μεταβάλλονται ἀναπόφευκτα σὲ χάος, σὲ φρίκη, σὲ θάνατο, σὲ κόλαση: ἡ φρόνηση σὲ ἀφροσύνη, ἡ αἴσθηση σὲ ἀπόγνωση, ἡ ἐπιθυμία σὲ αὐτοδιάσπαση μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοθέωση ἤ τὴν αὐτοεξουθένωση.

περισσότερα