»»» Περί Μοίρας και Πρόνοιας
Περί Μοίρας και Πρόνοιας
ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Τὸ νὰ λέω τὰ ἴδια, γιὰ μένα δὲν εἶναι βαρετό, καὶ γιὰ σᾶς εἶναι μιὰ ἀσφάλεια, λέει ὁ Παῦλος. Κι᾿ ἂν ὁ Παῦλος ἔπρεπε νὰ διδάσκη ἀδιάκοπα τοὺς μαθητές του, ὁ Παῦλος ποὺ δίδασκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος κι᾿ ἔδιωχνε τοὺς ἐχθροὺς μὲ τὴν προσταγή του, καὶ θεράπευε τὰ παθήματα ὅλων, ὁ Παῦλος ὁ τιμημένος, ποὺ τὸν ἄκουγαν ὅλοι σὰν ἄγγελο ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὑρανό, καὶ σὰν τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, ἂν ἐκεῖνος λοιπὸν εἶχε ἀνάγκη νὰ λέη διαρκῶς τὰ ἴδια, πολὺ περισσότερο ἐμεῖς ποὺ δὲν ἀξίζοµε τίποτα. Διότι πραγματικὰ εἶναι μιὰ ἀσφάλεια τὸ ν᾽ ἀκοῦτε πολλὲς φορὲς γιὰ τὰ ἴδια, κι᾿ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἴδια, ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια γιὰ τὰ ἴδια.
Κι᾿ ἃς μὴ στενοχωρηθῆ κανεὶς κι᾿ ἃς μὴ νομίζη ὅτι τὸν ἐνοχλοῦμε, ποὺ θὰ ποῦμε πάλι τὰ ἴδια γιὰ τὴν ἴδια ὑπόθεση. Ἀφοῦ κι᾿ ἂν εἴχαμε τὴν ἐλπίδα πὼς μὲ τὴ μιὰ ποὺ θ᾽ ἀκούσετε βγάζετε ἀπὸ πάνω σας τὸ νόσημα τῆς ψυχῆς, ἀκόμα καὶ τότε δὲ θἄπρεπε νὰ παραιτηθοῦμε, ἀλλὰ ἀκόμα γιὰ τὰ ἴδια θἄπρεπε νὰ λέμε, γιὰ νὰ σᾶς κάμωμε μόνιμη καὶ σίγουρη τὴν ὑγεία σας, κι᾿ ἀνίκητους, γιὰ νὰ μὴν πέσετε πάλι στὰ ἴδια ἔργα. Μὰ ἐπειδὴ ἔχομε τὴν ὑποψία πὼς ὑπάρχουν ἀκόμα κάποια ὑπόλοιπα τοῦ κακοῦ στοὺς ἀκροατές, ἡ ἀδιάκοπη καὶ λογικὴ συμβουλή µας γι᾿ αὐτά, εἶναι ἀπαραίτητη. Σήμερα δηλαδὴ εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε πῶς μποροῦμε νὰ ξεφύγωμε.
Πῶς θὰ ξεφύγωμε λοιπόν; Πρῶτα βέβαια μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ συνομιλία μας μὲ τὸν Θεό, καὶ δεύτερο μὲ τοὺς εὐλαβικοὺς συλλογισμούς. Διότι ἂν δῆς ποιὰ εἶναι τὰ μελλοντικὰ καὶ ποιὰ τὰ τωρινά, καὶ βγάλης τὴ σωστὴ ἀπόφαση καὶ γιὰ τὰ δυό, ποτὲ δὲ θ᾽ ἀγγίξη τὴν ψυχή σου τὸ κακό. Ὅταν δῆς λοιπὸν κάποιον νὰ ζῆ στὰ πλούτη δίχως νὰ τὸ ἀξίζη, μὴν τὸν καλοτυχίσης, μὴν τὸν νομίσης ἀξιοζήλευτο, μὴν κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μὴ νομίζης πὼς τὰ πράγματα σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἄδικα κι᾿ ἄσκοπα, ἐπειδὴ ὁ τάδε ἔχει πλούτη δίχως νὰ τὸ ἀξίζη. Θυμήσου τὸ Λάζαρο καὶ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς, πῶς ὁ ἕνας εἶχε φτάσει στὸν πιὸ μεγάλο πλοῦτο καὶ τὴν πολυτέλεια, ἐνῶ ἧταν σκληρὸς καὶ τραχὺς κι᾿ ἀπάνθρωπος, πιὸ ἄγριος κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκυλιά, ἀφοῦ αὐτὰ ἐσυμπαθοῦσαν κι᾿ ἐφρόντιζαν τὸ φτωχὸ καὶ δὲν παραμελοῦσαν νὰ γλύφουν τὶς πληγὲς ποὺ εἶχε σ᾽ ὅλο του τὸ σῶμα, ἐνῶ ὁ πλούσιος δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε τὰ ψίχουλα. Σκέψου λοιπὸν πὼς αὐτὸς εἶχε φτάσει στὸν πιὸ μεγάλο πλοῦτο, κι᾿ ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος, ποὺ ἧταν πραγματικὰ πλούσιος, ποὺ ἧταν πραγματικὰ εὔπορος, ἔπεσε στὴν πιὸ χειρότερη φτώχεια, ἧταν στερημένος κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ πάλευε μὲ ἀσθένεια καὶ πείνα ἀδιάκοπη. Ὁ ἕνας εἶχε λιγότερα ἀπ᾿ ὅσα χρειαζόταν, κι᾿ ὁ ἄλλος δὲ γνώριζε καθόλου τὸ μέτρο.
Κι᾿ ὅμως δὲν ἀγανάκτησε, δὲν εἶπε ἕνα λόγο ἀσέβειας, δὲν παραπονέθηκε στὸ Θεό, δὲν κατηγόρησε τὴν πρόνοια, δὲν ἀπόδωσε στὴν τύχη ὅσα ἔγιναν, δὲν εἶπε σὲ κανένα, κι᾿ οὔτε στὸν ἑαυτό του· ἐγὼ ποὺ δὲν ἔκαμα κανένα κακό, τιμωροῦμαι τόσο πολὺ καὶ ὑποφέρω τὴ χειρότερη τιμωρία, ὅπως μὲ λυώνει ἡ πείνα καὶ μὲ κατατρώει πολὺ βαριὰ ἀρρώστια, καὶ λίγο - λίγο καταστρέφομαι καὶ κακοπαθαίνω· κι ὅμως αὐτὸς ζῆ μέσα στὰ πλούτη καὶ καλοπερνᾶ ἀνάμεσα στὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων, αὐτὸς ποὺ μὲ κοροϊδεύει ἐμένα γιὰ ὅσα ὑποφέρω· κι ὁ Θεός, τὸν ἀπάνθρωπο κι᾿ ἄπονο καὶ σκληρὸ καὶ πέτρινο αὐτόν, τὸν ἔκαμε νὰ ἐξουσιάζη τόσα πλούτη, κι᾿ ἐμένα ποὺ δὲν τὸν στενοχώρησα οὔτε μ᾽ ἕνα μικρὸ λόγο, μ᾽ ἄφησε νὰ μὲ τυραννοῦν τόσοι πόνοι. Φανερώνουν αὐτὰ δίκαιη κρίση; δείχνουν αὐτὰ πρόνοια καὶ στοργὴ γιὰ μᾶς; Τίποτα τέτοιο δὲν εἶπε ἐκεῖνος.
Λοιπὸν εἶναι σωστὸ νὰ εὐλογοῦνε τὸν Κύριο γιὰ ὅλα ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν, κι᾿ ἐσὺ ποὺ βρίσκεσαι ἔξω ἀπὸ τὸν ἀγώνα αὐτόν, νὰ βλαστημᾶς τὸ Θεὸ γιὰ ὅσα οἱ ἄλλοι τὰ ἔχουν μ᾽ εὐχαρίστηση; Αὐτὸς ποὺ πολὺ ὑποφέρει, κι ἂν πῆ μιὰ λέξη παραπονεµένη καὶ βαριά, ἔχει κάποια συγχώρεση ἔστω καὶ πιὸ μικρὴ ἀπὸ ἄλλον, μὰ ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὰ δεινά, καὶ χάνει τὴν ψυχή τον γι᾿ ἄλλα πράγματα, αὐτὸς πῶς θὰ συχωρεθῆ, ποὺ βλαστημᾶ τὸ Θεὸ γιὰ ὅσα ὁ δυστυχισμένος τὸν εὐχαριστεῖ καὶ δὲν παύει νὰ τὸν δοξολογῆ πάντα;
Ὅταν δῆς δίκαιο νὰ ὑποφέρη, θυμήσου τὸ παράδειγμα αὐτό, γιατὶ δὲν θὰ εἶχες νὰ μοῦ πῆς τώρα ἄλλο πιὸ δίκαιο ἀπὸ τὸ Λάζαρο, κι᾿ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν ὑπομονή, φαίνεται ἀπὸ τὰ βραβεῖα. Διότι ἀξιώθηκε τὸν πρῶτο τόπο γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῆ, καὶ νὰ τιμᾶται μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ποὺ οὔτε μεγαλύτερα κακὰ ἔπαθε, οὔτε τόσο περιφρονήθηκε. Τὶ θὰ εἶχες νὰ πῆς, ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ χορτάση οὔτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν χάμω; Τί νὰ πῆς ὅταν δῆς τόσο μεγάλη κακία, διότι τὶ πιὸ σκληρὸ ἀπὸ τὸ ν᾿ ἀδιαφορῆς γι᾿ αὐτὸν ποὺ βρίσκεται σὲ τόση συμφορά; κακία ποὺ δὲν ἔχεις νὰ πῆς ἄλλη ὁμοιά της· διότι τὶ πιὸ πλούσιο ἀπ᾽ τὸ τραπέζι ἐκεῖνο, ἀπὸ τῆς στολῆς ἐκείνης τὴν πολυτέλεια, καὶ τὴν εὐτυχία;
Πάλι ὅταν θὰ δῆς τόσο μεγάλη ἀρετή, διότι τὶ πιὸ ἀγαπητὸ στὸ Θεὸ ἀπ᾽ τὴν ψυχὴ ποὺ παθαίνει τέτοια, καὶ ὑποφέρει γενναῖα τὴ χειρότερη ταλαιπωρία; καὶ τὶ πιὸ μεγάλο κακὸ ἀπὸ στέρηση κι᾿ ἀσθένεια τόσο ἀθεράπευτη; Ὅταν τὰ βλέπης αὐτά, πῶς θέλεις νὰ συχωρεθῆς, πές μου, ἐσὺ ποὺ σκανδαλίζεσαι γι᾿ ἄλλα ζητήματα; Καὶ μήπως τὰ ζητήματα αὐτὰ σταματοῦν σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή;
-Περίμενε τὸ τέλος καὶ τότε θὰ δῆς τὴν κάθε ζωὴ πόσο ἀξίζει· μὴν ταράζεσαι πρὶν ἀπὸ τὰ βραβεῖα, πρὶν ἀπὸ τὰ στεφάνια. Ὅταν δῆς λοιπὸν νὰ μποῦν στὸ δικαστήριο κι᾿ οἱ δυὸ καὶ νὰ κριθοῦν, τότε κι᾿ ἐσὺ πὲς τὴ γνώμη σου γιὰ τὸν καθένα.
Πόσοι τώρα παραμονεύουν στοὺς δρόμους, πόσοι τρυποῦν τοὺς τοίχους, πόσοι τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν κατακλέβουν, πόσοι θέλησαν τὸ κακὸ στὶς οἰκογένειες τῶν ἄλλων, πόσοι δὲν ἔκαμαν νὰ χαθοῦν μὲ δηλητήρια πολλοί;
Λοιπὸν κατηγοροῦμε γι᾿ αὐτοὺς τὸ δικαστή; Καθόλου. Ἂν βέβαια τοὺς πιάση ὑπόδικους καὶ τοὺς ἀφήση, κι᾿ αὐτὸν ποὺ ἔπαθε τὸν τιμωρήση ἄσχημα, ἐνῶ αὐτὸν ποὺ ἔκαμε τὸ κακὸ τὸν τιμήση καὶ τὸν ἐλευθερώση στεφανωμένς, τότε πραγματικὰ ἀξίζει νὰ κατηγορηθῆ καὶ μάλιστα γιὰ τὰ χειρότερα ἐγκλήματα. Μὰ ὅταν δὲν τοῦ ἔχουν ἀκόμα παραδοθῆ οἱ ὑπόδικοι, καὶ δὲν ἔρθει ἀκόμα ὁ καιρὸς γιὰ τὴν κρίση, μήπως τότε ζητᾶς εὐθύνες ἐσὺ καὶ προλαβαίνεις νὰ κατηγορήσης; Ἀλλὰ ἔπρεπε, λέει, νὰ πληρώση ἀπὸ τώρα τὶς ἁμαρτίες του.
Σκέψου αὐτὰ ποὺ ἔχεις κάνει ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, πρόσεξε τὴ συνείδηση τὴ δική σου, καὶ θ᾽ ἀλλάξης τὴ γνώμη σου· δὲ θὰ συμφωνήσης μ᾽ αὐτὴ τὴ γνώμη, ἀλλὰ θὰ παραδεχτῆς τὴ μακροθυμία ποὺ δείχνει ὁ φιλάνθρωπος Θεός.
Διότι ἂν ἦταν νὰ τιμωρῆται καθένας γιὰ ὅσες ἁμαρτίες ἔχει κάνει, ἀμέσως μόλις τὶς κάνη, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶχε ἀπὸ καιρὸ ξοφλήσει καὶ δὲ θὰ ἔφτανε μέχρι τὶς μέρες τὶς δικές μας. Διότι ποιὸς μπορεῖ νὰ καυχηθῆ πὼς ἔχει ἁγνὴ τὴν καρδιά του, ἢ ποιὸς θἄχη τὸ θάρρος νὰ πῆ πὼς εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίες; Ἀλλὰ ὅταν σοῦ κάνη κακὸ νὰ βλέπης τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ σκέφτεσαι προσεχτικὰ τὰ σφάλματά σου καὶ θὰ χρωστᾶς χάρη γιὰ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνοχὴ καὶ θὰ θαυμάσης τὴν ἀνεξικακία του.
Ταράζεσαι κι᾿ ἀγανακτεῖς καὶ χαλᾶς τὸν κόσμο, ἐπειδὴ ὁ τάδε εἶναι πλούσιος χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζη καὶ χαίρεται περιποίηση ἀπὸ πολλούς, μὰ δὲν ἀκοῦς τὸν ψαλμωδὸ ποὺ λέει, Μὴ φοβᾶσαι ὅταν πλουτήση ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ δὲ θὰ τὰ πάρη ὅλα αὐτὰ ὅταν πεθάνη, οὔτε θὰ κατέβη μαζὶ του ἡ δόξα νὰ τὸν ἀκολουθῆ;
Δὲν ἀκοῦς τὸν προφήτη ποὺ φωνάζει μὲ φωνὴ δυνατή, Κάθε σάρκα εἶναι χορτάρι, καὶ κάθε ἀνθρώπινη δόξα σὰν τὸ λουλούδι τοῦ χορταριοῦ; δὲ βλέπεις τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ποὺ συμφωνεῖ μὲ ὅσα λένε οἱ προφῆτες; δὲ βλέπεις τὴν πείρα καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, ὅτι, Δὲ θὰ τὰ πάρη ὅλα αὐτὰ ὅταν πεθάνη;
Ἄκουσε τὸν Ἰὡβ ποὺ τὸ λέει τὸ ἴδιο, Γυμνὸς βγῆκα ἀπ᾿ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω, διότι δὲ θὰ τὰ πάρη κανεὶς ὅλα αὐτὰ ὅταν πεθάνη. Ἄκουσε τὸν Παῦλο ποὺ φιλοσοφεῖ τὰ ἴδια· Τίποτα δὲ φέραμε µαζί µας ὅταν ἤρθαμε στὸν κόσμο, κι᾿ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲ μποροῦμε οὔτε νὰ πάρωμε τίποτα ὅταν φύγωμε. Κι᾿ ἐσὺ ζηλεύεις τὸν ἄνθρωπο ποὺ τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ πάρη μαζί του ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅσα θἄπρεπε νὰ τὸν βοηθήσουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Καὶ τὶ ἄλλο θάθελες, πές μου, γιὰ νὰ δῆς τὸ κατάντημα καὶ νὰ κακοτυχίσης, παρὰ ὅταν βλέπης ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔζησε σὲ τόση ἀσωτία φεύγει ἀπὸ δῶ πιὸ ἄτιμος ἀπ᾽ ὅλους;
Μὰ ἐσύ, ἂν εἶδες ἕναν ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς εὔπορους ποὺ καμαρώνουν στὴν ἀγορά, νὰ χαίρεται τιμὴ μεγάλη σὲ ξένη χώρα, νὰ ἔχη σύντροφους καὶ κόλακες, κι᾿ ὅταν γυρίση στὴ δική του νὰ μὴν τὸν ἀφήνουν τίποτα ἀπ᾽ αὐτὰ νὰ πάρη, ἀλλὰ γυμνό, δίχως τιμὴ νὰ τὸν βλέπης, πιὸ φτωχὸ καὶ πιὸ δυστυχισμένο ἀπὸ τοὺς ζητιάνους, ἄραγες θὰ τὸν ζήλευες αὐτὸν ἢ θὰ τὸν λυπόσουνα μᾶλλον καὶ θὰ τὸν κακοτύχιζες γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε; Αὐτὸ νὰ κάνης καὶ γιὰ ὅσους ζοῦν μέσα στὰ πλούτη.
Μὰ εἶναι μερικοὶ ποὺ ὅταν ἀρχίσωμε αὐτὰ τὰ φιλοσοφημένα λόγια, αὐτοί, ποὺ προσέχουν μόνο τὴν κοιλιά τους, σὰν χοῖροι καὶ σὰν τράγοι, καὶ φροντίζουν γιὰ τὰ τωρινὰ πράγματα μόνο, ποὺ πιστεύουν πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀφοῦ φύγωμε ἀπὸ δῶ, κι᾿ ἄλλοι πάλι ποὺ πιστεύουν πὼς ὑπάρχει κάτι, μὰ προτιμοῦν τὰ τωρινὰ ἀπὸ τὰ μελλοντικά.
Σ᾽ αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ πιστεύουν πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα, ἀλλὰ πὼς σβήνει ἡ ψυχή μας, πὼς δὲ δίνομε κανένα λογαριασμό, καὶ ποὺ νομίζουν πὼς δὲν ἔχομε εὐθύνες, εἶναι βέβαια γελοῖο ν᾿ ἀπαντήση κανείς, ὅπως στοὺς τρελλοὺς καὶ τοὺς ξεφρενιασμένους. Ἀν μιὰ μέρα κάποιος δὲν εἶναι βέβαιος πὼς εἶναι μέρα, καὶ δὲν παραδέχεται ὅσα ὅλοι ὁμολογοῦν, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν κάνης νὰ πιστεύη καὶ νὰ τὸν φέρνης στὴν ἀλήθεια, ἀλλά, γιὰ τὴ δική σας ἀγάπη, καὶ σ᾽ αὐτὸν θὰ ποῦμε αὐτὰ ποὺ θὰ μᾶς δώση ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γιατὶ λές, ἄνθρωπέ μου, ὅτι δὲν πιστεύεις νὰ ὑπάρχη τίποτα μετὰ τὴ ζωὴ αὐτή; Διότι αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε, πῶς ὁ διάβολος πιάνει αὐτὸν ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια μιὰ φορά, καὶ τὸν παραδίδει σ᾽ ὅλο καὶ πιὸ κακόπιστες διδασκαλίες. Καὶ πρόσεχε· κατάφερε ἀνθρώπους ν᾿ ἀρνηθοῦν τὴ φρονιμάδα τους, τὴν καλωσύνη τους, τὶς ἄλλες ἀρετές τους, τοὺς ἔκαμε δυστυχισμένους στὴ ζωή τους, νὰ ζοῦν ὕστερα μὲ συνείδηση βαριά, καὶ νὰ ζητοῦν νὰ ρίξουν στοὺς ἄλλους τὴν ἀμοιβὴ γιὰ ὅσα ἔσφαλαν αὐτοί, ἐνῶ θἄπρεπε νὰ µετανοήσουν γιὰ τὴν κακὴ ζωή τους. Ὅμως δὲν τὸ ἔκαμαν αὐτό, ἀλλὰ κατασκεύασαν μιὰ πονηρὴ δοξασία, ἐκείνη γιὰ τὴ μοίρα. Ἔπειτα, ἐπειδὴ πάλι δὲ μποροῦν νὰ τὸ ὑποστηρίξουν αὐτό, κι᾿ ἀναγκάζονται νὰ παραδεχτοῦν ὅτι τὰ τωρινὰ δὲν εἶναι τίποτα, ἀρνοῦνται τὰ μελλοντικά, καὶ δὲν παραδέχονται ν᾽ ἀκούσουν γιὰ ἀνάσταση. Κι᾿ ἂν τὸ ξεκαθαρίσωμε πάλι αὐτό, πέφτουν σὲ ἄλλη δοξασία καὶ κακοπιστοῦν, ἀλλὰ ἃς τὸ ξεκαθαρίσωμε αὐτὸ τὸ ζήτημα τώρα. Τίποτα δὲν ὑπάρχει, ἄνθρωπε, ὕστερ᾽ ἀπὸ δῶ, κι᾿ ἐπιμένεις σ᾽ αὐτὲς τὶς γνῶμες; Τόσα καὶ τόσα ἐφλυάρησαν οἱ εἰδωλολάτρες, κι᾿ ὅμως δὲν ἀρνήθηκαν τὴν ἀλήθεια αὐτῆς τῆς διδασκαλίας. Μὰ κι᾿ ἂν τοὺς ἀκολουθήσης αὐτούς, ὅμως παραδέχτηκαν κι᾿ αὐτοὶ ἀκόμα κάποια ζωὴ ὕστερ᾽ ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ, κι᾿ εὐθύνες, καὶ δικαστήρια στὸν ἄδη, καὶ τιμωρίες, καὶ τιμές, καὶ ἀποφάσεις, καὶ κριτήρια. Κι᾿ ἂν ρωτήσης Ἰουδαίους, κι᾿ ἂν αἱρετικούς, ὅποιον ἄνθρωπο κι᾽ ἂν ρωτήσης, θὰ σεβαστῆ τὴν ἀλήθεια αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, κι᾿ ἂν καὶ διαφέρουν στὰ ἄλλα, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὴν ὅλοι συμφωνοῦν καὶ λένε ὅτι θὰ ζητηθοῦν εὐθύνες ἐκεῖ γιὰ ὅσα ἔγιναν ἐδῶ. Μὰ δὲν θέλεις νὰ παραδεχτῆς κανέναν ἀπ᾽ αὐτούς, καὶ φέρνεσαι ἀδιάντροπα γιατὶ ἀφέθηκες στὴν πλάνη πιά. Λοιπὸν γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν ἀκόμα προσεχτικοί, εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλᾶμε γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα.
Διότι αὐτὸς ποὺ πιστεύει ὅτι τίποτα δὲν ὑπάρχει ὕστερ᾽ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, ἀναγκαστικὰ δὲν πιστεύει οὔτε πὼς ὑπάρχει Θεός. Βλέπεις, αὐτὸ ποὺ εἶπα, ὅτι ἀπὸ τὴ μιὰ ἀνόητη γνώμη πέφτουν σὲ ἄλλη πιὸ ἀνόητη; Διότι ἂν τίποτα δὲν ὑπάρχη ἐκεῖ ὕστερ᾽ ἀπὸ δῶ, οὔτε Θεὸς ὑπάρχει. Διότι ἂν ὑπάρχη Θεός, δίκαιος εἶναι· κι᾿ ἂν εἶναι δίκαιος, δίνει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία του κι᾿ ἂν δὲν ὑπάρχη τίποτα μετὰ τὴ ζωὴ αὐτή, ποῦ θὰ πληρωθῆ καθένας σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία του;
Καὶ πρόσεχε· πολλοὶ εὐτυχοῦν ἐδῶ καὶ τιμοῦνται δίχως νὰ τὸ ἀξίζουν, ὅπως κι᾿ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πρόλαβαν καὶ τὸ ὡμολόγησαν, κι᾿ ἄλλοι πάλι ποὺ ζοῦν στὴν ἀρετή, ὑποφέρουν. Ἂν λοιπὸν δὲν ὑπάρχη καθόλου καιρὸς ὕστερ᾽ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, θὰ φύγουν ἀδικημένοι οἱ δίκαιοι, καὶ εὐεργετημένοι δίχως νὰ τὸ ἀξίζουν οἱ ἄδικοι· κι᾽ ἂν δὲν εἶναι ἔτσι, πῶς θὰ γενῆ δικαιοσύνη;
Ἀναγκαστικἁ λοιπόν, ὑπάρχει κάποιος καιρὸς ὕστερ᾽ ἀπὸ τοῦτον ποὺ δίνει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία του, ἀφοῦ αὐτὸ δὲν τὸ βρίσκομε ἐδῶ, κι᾿ ἀφοῦ ἂν δὲν ὑπάρχη τέτοιος καιρὸς πῶς θὰ πληρωθῆ καθένας σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία του;
Ἂν πάλι κανένας δὲν πληρώνεται σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία του, οὔτε Θεὸς δίκαιος ὑπάρχει, ὅπως λές, κι᾿ ἂν δὲν εἶναι δίκαιος ὁ Θεός, οὔτε Θεὸς δὲ θᾶταν.
Ἀλλὰ ἡ βλαστήμια αὐτὴ ἃς γυρίση στὸ κεφάλι ἐκεινῶν ποὺ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ τὰ λέμε αὐτά.
Προσέχετε σὲ ποιὰ βλαστήμια μᾶς ἔφερε ὁ λόγος αὐτός. Κι᾿ ὅμως ὅτι ὑπάρχει Θεός, τὰ πράγματα τὸ φωνάζουν, λοιπὸν καὶ δίκαιος εἶναι. Κι᾿ ἀφοῦ εἶναι δίκαιος, δίνει στὸν καθένα κατὰ τὴν ἀξία του. Κι᾿ ἀφοῦ δίνει στὸν καθένα κατὰ τὴν ἀξία του, ἀναγκαστικὰ ὑπάρχει κάποιος καιρὸς μετὰ ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, ποὺ θὰ πληρωθῆ κατὰ τὴν ἀξία του καθένας καὶ θὰ τιμωρηθῆ καὶ θὰ τιμηθῆ γιὰ ὅσα κατώρθωσε.
Ἀγαπητοί µου, ἃς ἔρθωμε στὰ λογικά μας, μερικοὶ δὲ γνωρίζουν τὸ Θεό, ἃς ἔρθωμε στὰ λογικά µας, ἃς ξυπνήσωμε. Ἁμάρτησες, μὴ συνεχίζης ἀκόμα, ἁμάρτησες, ἡσύχασε· ἁμάρτησες, μὴν προσκολληθῆς καὶ ξανακάμης τὴν ἁμαρτία: Μὰ ἐμεῖς κάνομε διπλὴ καὶ τριπλὴ τὴν ἁμαρτία, καθὼς βάζομε στὶς ψυχές μας τὸ βάρος ἀπὸ τέτοιες διδασκαλίες. Ἀμάρτησες, ἀναγνώρισε τὸν Κύριο, τὸ σπλαχνικό,τὸ φιλάνθρωπο, τὸν ἀγαθό, τὸν ἰατρό, τὸ συγχωρητικό, τὸ συμπονετικό, τὸν καταδεχτικό. Δὲν ἄκουσες ὅτι κάποιος χρεωμένος δέκα χιλιάδες τάλαντα, ποὺ εἶχε χάσει καὶ σκορπίσει ὅλη τὴν περιουσία τοῦ κυρίου του, κι᾿ ἧταν ἕτοιμος νὰ δώση τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του γιὰ νὰ πληρώση, μόνο ἐπειδὴ ἔκλαψε, μόνο ἐπειδὴ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ κυρίου του, ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρέος τοῦ χαρίστηκε καὶ γλύτωσε; Κι᾿ ἂν λὲς ὅτι τὸν παράδωσε ὕστερα στοὺς βασανιστές, ξέρουν ὅσοι ἔμαθαν τὴν ἱστορία, κι᾽ αὐτὸ ποὺ λὲς εἶναι ἀφορμὴ ἄλλης φιλανθρωπίας. Διότι καὶ τότε τὸν ἐλέησε καὶ τὸν ἄφησε, κι᾿ ὕστερα τὸν ἐλέησε καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Ὅπως τότε τὸ ἔκανε γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἕνα, ἔτσι καὶ τώρα τὸ ἔκανε πάλι γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄλλο, τὸν ἕνα γιὰ νὰ τὸν μάθη νὰ μὴν εἶναι σκληρός, οὔτε ἀπάνθρωπος, τὸν ἄλλο γιὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ βία καὶ τὴν ἀπανθρωπία.
Προσέχετε, ἀγαπητοί, γιατὶ καλὰ τὸ σκέφθηκα ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσα, πὼς γίνεται αἰτία τιμωρίας ὄχι μόνο τὸ νὰ πλεονεχτοῦμε καὶ ν᾿ ἁρπάζωμε, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴν ἐλεοῦμε. Αὐτὸς δηλαδὴ παραδόθηκε στοὺς βασανιστὲς ὄχι ἐπειδὴ πῆρε ἄδικα τὰ ξένα, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰτοῦσε ἀπάνθρωπα τὰ δικά του, γιατὶ ἔτσι λέει, ὅτι χρωστοῦσε ἐκεῖνος. Ἀλλὰ ἀφοῦ κι᾿ ἐκεῖνος χρωστοῦσε, χρωστοῦσες κι᾿ ἐσὺ τὸ ἴδιο χρέος, κι᾿ ἔπρεπε νὰ γίνη καὶ γιὰ τοὺς δυὸ ἡ ἴδια δικαιοσύνη. Γι αὐτὸ σοῦ τὸ χάρισε, γιὰ νὰ σοῦ δείξη τὴ δική του φιλανθρωπία, γιὰ νὰ σὲ κάμη νὰ μιμηθῆς τὴν καλωσύνη ποὺ εἶχε σὰν κύριός του. Κι᾿ ἐπειδὴ εὐεργετήθηκες καὶ δὲν ἔγινες καλύτερος, σὲ διορθώνει μ᾽ ἄλλον τρόπο, μὲ τὴν καταδίκη, μὲ τὴν τιμωρία. Ὥστε κι᾿ αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐεργεσία. Σὲ παράδωσε στοὺς βασανιστὲς γιὰ νὰ διώξη τὴν κακία ἀπὸ τὴν ψυχή σου, ὅπως ὁ ἄριστος γιατρός. Δὲ θέλησες τὸ φάρμακο τὸ εὔκολο, σοῦ πρέπει τώρα τὸ σίδερο κι᾿ ἡ φωτιά. Ἤξερε ὅταν τοῦ χάρισε τὰ τόσα πολλὰ τάλαντα, ὅτι εἶναι ἄνθρωπος σκληρός, ἀλλὰ περίμενε τὸ τέλος τῶν πραγμάτων γιὰ νὰ σ᾿᾽ἀπολογηθῆ, πράγμα ποὺ κάνει πολλὲς φορές, ξέροντας ὅτι δίκαια τὸ κάνει. Ἀφοῦ σοῦ ἀπολογηθῆ τὸ κάνει αὐτό, ὅπως στὰ Σόδομα, ποὺ δὲν ἔριξε ἀμέσως τὴ φωτιά, οὔτε κατάστρεψε ἐκεῖνες τὶς πολιτεῖες, ἀλλὰ τὶ ἔγινε; Κραυγὴ ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, κι᾿ οὔτε τοῦ ἔφτασε αὐτό, ἀλλά, Ἄς κατεβῶ νὰ δῶ. Κι᾿ οὔτε στάθηκε ἐδῶ, ἀλλὰ στέλνει τοὺς ἀγγέλους νὰ σοῦ φανερώσουν πόσο κακοὶ ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς πολιτείας, γιὰ νὰ μὴ μπορῆ κανείς, κι᾿ ἀδιάντροπος ἂν εἶναι, νὰ ὑβρίζη τὸ Θεὸ ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ καταστρέψη τοὺς ἀφιλόξενους, τοὺς ἀπάνθρωπους, τοὺς παράνομους, αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τοὺς νόμους τῆς δικαιοσύνης, καὶ πάτησαν τοὺς κοινοὺς φυσικοὺς νόμους κι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν γεμάτοι κακία. Ὑπάρχει τέτοια φιλανθρωπία καὶ καλωσύνη σὰν τοῦ Θεοῦ; Ἀφοῦ ἐμεῖς, ὅταν τιμωροῦμε, δὲν καταδεχόμαστε νὰ ποῦμε τὶς αἰτίες, ἐνῶ ἐκεῖνος, ἂν δὲ σὲ διδάξη πρῶτα, ἂν δὲ σὲ πείση πρῶτα, καὶ δὲν πάρη τὴ δική σου γνώμη ὅτι δίκαια καταδικάζει, δὲν τιμωρεῖ αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ καιρὸ εἶναι ἄξιοι γιὰ καταδίκη καὶ τιμωρία, κι᾿ εἶναι ἕτοιμος πολλὲς φορὲς νὰ σοῦ δώση λογαριασμό, καὶ κρίνεται μαζί σου καὶ δὲν παραμελεῖ νὰ ὑπερασπίζη τὸν ἑαυτό του.
Βλέπεις πὼς οἱ προφῆτες λένε συχνὰ αὐτὰ τὰ λόγια, παντοῦ στήνονται δικαστήρια τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πολλὲς φορὲς καλεῖ νὰ δικάσουν οἱ ἴδιοι ποὺ ἀδίκησαν, πολλὲς φορὲς φέρνει τὴν κτίση νὰ κάθεται στὸ κριτήριο, γιὰ νὰ φανερώση τὴν ὁλοκάθαρη κρίση του. Οὔτε τὸν ἴδιο τὸν ἀντίδικο, οὔτε τὰ πράγματα ποὺ δὲ νοιώθουν, τ᾽ ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ μὴν τὰ καλέση σὲ κρίση, ὅπως κι᾿ ἐμεῖς συνηθίζομε νὰ κάνωμε ὅταν εἴμαστε βέβαιοι γιὰ τὸ δίκιο μας. Ἀκούσετε φαράγγια, θεμέλια τῆς γῆς, γιατὶ θὰ κρίνη ὁ Κύριος κι᾿ ἀλλοῦ πάλι λέει, Ἄκουε οὐρανὲ καὶ στῆσε τ᾽ αὐτί σου, γῆ, διότι ὁ Κύριος ἐλάλησε. Καὶ πολλὲς φορὲς αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, Λαέ μου, τὶ σοῦ ἔκανα, ἢ τὶ σ᾽ ἀδίκησα; Καὶ ὁ Ἱερεμίας, Τὶ φταίξιμο βρῆκαν οἱ πατέρες σας σ᾽ ἐμένα; Καὶ δὲν τὸ κάνει αὐτὸ μόνο γιὰ πολιτεῖες καὶ ἔθνη, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ γιὰ ἕνα μόνον ἄνθρωπο. Δίνει λογαριασμὸ στὸ Δαυίδ μὲ τὸν προφήτη, καὶ στὸν ᾿Ιωνᾶ ποὺ ἀρνήθηκε νὰ κηρύξη στοὺς Νινενΐτες, ἀπαντᾶ μὲ τὴν κολοκυθιά. Ἀφοῦ ἐσὺ λυπήθηκες γιὰ τὴν κολοκυθιά, ἐγὼ δὲ θὰ λυπηθῶ γιὰ τὴ Νινευή; Καὶ πολλὰ τέτοια θὰ βρῆς γεμάτη τὴ Γραφὴ.
Λοιπὸν ἀφοῦ τὰ ξέρομε αὐτά, ἃς τὸν προσκυνοῦμε, ἃς τὸν θαυμάζωμε, ἃς τὸν λατρεύωμε ὅσο πολὺ µποροῦμε, γιατὶ ὅσο ἀξίζει δὲ μποροῦμε. Ἃς προσέχωμε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, κι᾿ ἃς μάθωμε καλὰ ὅτι ὁ Θεὸς βλέπει ἀπὸ ψηλὰ καὶ ἡ πρόνοιά του κυβερνᾶ τὰ πάντα, κι᾿ ὕστερ᾽ ἀπὸ ὅλα τοῦτα μέλλει νὰ φύγωμε ἀπὸ δῶ καὶ νὰ βροῦμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχει ὑποσχεθῆ ὁ Θεός, τὰ ὁποῖα μακάρι ὅλοι μας ν᾽ ἀξιωθοῦμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἃς ἀνήκη ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.