»»» Περὶ Μοίρας καὶ Πρόνοιας - Λόγος Πρῶτος - Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Περὶ Μοίρας καὶ Πρόνοιας - Λόγος Πρῶτος - Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ταραχὴ κι᾿ ὁ βίος µας εἶναι γεμάτος θόρυβους, μὰ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ κακό, ἀγαπητοί, ἀλλὰ τὸ ὅτι αὐτοὺς τοὺς θόρυβους καὶ τὶς ταραχές, ποὺ μποροῦμε νὰ τὶς ἡρεμίσωμε ἢ νὰ τὶς ὑποφέρωμε δίχως λύπη, ἐμεῖς οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο δὲν τὸ φροντίσαμε, καὶ περνοῦμε ὅλο τὸν καιρό µας στὴν ἀπελπισία. Κι ὁ ἕνας θρηνεῖ γιὰ τὴ φτώχεια του, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀρρώστια του, ἄλλος γιὰ τὶς πολλὲς φροντίδες του καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ του, ἄλλος γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του κι᾿ ἄλλος γιατὶ δὲν ἔχει παιδιά. Καὶ πρόσεξε νὰ δῆς πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνοησία, ἀφοῦ ὅλοι θρηνοῦμε ὄχι γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀντίθετα θρηνοῦμε τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ ἂν τὰ ἴδια πράγματα ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τοὺς ὀδυρμούς μας, δὲν θά ᾿πρεπε νὰ θρηνοῦμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὰ ἀντίθετα, κι᾿ ἂν ἡ φτώχεια ἧταν κακὸ κι᾿ ἀβάσταχτο, τοτὲ δὲ θά 'πρεπε νὰ νοιώθουν ταραχὴ ὅσοι ζοῦν στὰ πλούτη. Κι᾿ ἂν πάλι τὸ νὰ διοικῆς τὴν πόλη καὶ νὰ χαίρεσαι τιμὲς καὶ νὰ ἔχης πολλοὺς στὶς προσταγές σου, ἦταν κάτι ζηλευτό, ἔπρεπε τὸν ἥσυχο καὶ γαλήνιο βίο νὰ τὸν ἀποφεύγουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κι᾽ ὅλοι νὰ τὸν μισοῦν.
Μὰ τώρα, ὅταν δῆς ὅτι πλούσιοι καὶ φτωχοὶ τὸ ἴδιο θρηνοῦν, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ πλούσιος τὸ κάνει αὐτὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ φτωχό, κι᾿ ὁ ἄρχοντας καὶ ὁ πολίτης, κι᾿ ὁ πατέρας πολλῶν παιδιῶν, καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἀπόκτησε κανένα, ἃς μὴν κατηγοροῦμε τὰ πράγματα γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀταξία, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὰ μεταχειριστοῦν ὅπως πρέπει, καὶ νὰ ἀπαλλαχτοῦν ἀπὸ κάθε στενοχώρια. Γιατὶ ἡ ἀφορμὴ τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ θόρυβου δὲν εἶναι τὰ πράγματα, ἀλλὰ ἐμεῖς κι᾿ ἡ δική µας ψυχή, ἔτσι ποὺ ὅταν τὴν εἴχαμε σὲ καλὴ κατάσταση, κι᾿ ἂν ἀμέτρητες τρικυμίες μᾶς χτυποῦσαν ἀπὸ παντοῦ, ἐμεῖς θὰ ἡσυχάζαμε ἀδιάκοπα στὴ γαλήνη καὶ στὸ λιμάνι. Ὅπως κι᾿ ὅταν δὲν εἶναι ἡ ψυχή µας σὲ καλὴ κατάσταση, κι᾿ ἂν ὅλα μᾶς ἔρχωνται καλά, ἐμεῖς θὰ νοιώθωμε χειρότερα κι᾿ ἀπὸ ναυαγούς. Τὸ ἴδιο μπορεῖς νὰ δῆς καὶ στὰ σώματα. Αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ ἔχει κάμει δυνατὸ τὸ σῶμα του, κι᾿ ἂν πολεμᾶ μὲ ἀμέτρητες ἀνωμαλίες τοῦ καιροῦ, ὄχι μόνο δὲ θὰ πάθη κανένα κακό, ἀλλὰ καὶ περισσότερη δύναμη θὰ πάρη μὲ τὴν ἄσκηση καὶ μὲ τὸ νὰ ζῆ στὴν κακοκαιρία. Μ᾿ ἂν ἔχη τὸ σῶμα του ἀσθενικὸ κι᾿ ἑτοιμόρροπο, κι᾿ ἂν βρίσκεται στὴν καλύτερη ἐποχή, τίποτα δὲ θὰ ὠφεληθῆ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καλοτυχία, γιατὶ ἡ δική του ἀδυναμία θὰ τοῦ καταστρέφη τὴν εὐχαρίστηση τῆς κάθε ἐποχῆς. Τὸ ἴδιο βλέπομε καὶ στὰ τρόφιμα. Ὅταν δηλαδὴ τὸ στομάχι μας ἔχη δύναμη καὶ ὑγεία, ὅ,τι κι᾿ ἂν δεχτῆ, κι᾿ ἂν εἶναι σκληρό, κι᾿ ἂν εἶναι δυσκολοχώνευτο, τὸ κάνει καθαρὸ χυμό, γιατὶ ἡ φυσική του κράση νικᾶ τὴν κακὴ ποιότητα τῆς τροφῆς. Μὰ ὅταν εἶναι χαλασμένη ἡ δύναμή του, καὶ τὸ πιὸ εὐκολοχώνευτο τρόφιμο νὰ τοῦ προσφέρης, τὸ ἀλλάζει στὸ χειρότερο καὶ τὸ χαλάει, γιατὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ στομαχιοῦ καταστρέφει ὅ,τι καλὸ ἔχει ἡ τροφή. Ἔτσι κι᾿ ἐμεῖς, ὅταν δοῦμε τὰ πράγματα νὰ μὴν πηγαίνουν καλά, ἂς μὴν τὰ βάζωμε μὲ τὸ Θεό, ἀγαπητοί, γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι φάρμακο γιὰ τὸ τραῦμα, ἀλλὰ τραῦμα ποὺ γίνεται πάνω στὸ τραῦμα. Νὰ μὴ νομίζωμε πὼς οἱ δαίμονες κυβερνοῦν τὸν κόσμο, νὰ μὴ νομίζωμε πὼς ὅσα συμβαίνουν τώρα εἶναι δίχως καμμιὰ πρόνοια, μὴ βάζωμε πάνω ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὴ δύναμη κάποιας αἰτίας καὶ τῆς μοίρας. Διότι ὅλ᾽ αὐτὰ εἶναι γεμάτα βλασφημία καὶ ἡ πραγματικὴ ταραχὴ καὶ ἀταξία δὲν εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τοῦ λογισμοῦ ποὺ τὰ σκέφτεται ἔτσι, τοῦ λογισμοῦ, ποὺ κι᾿ ἂν ὅλα πηγαίνουν καλά, ἂν δὲν διορθώση τὴ δική του ἀταξία καὶ τὴν ταραχή, τίποτα δὲν κερδίζει ἀπὸ τὴν καλὴ τάξη τῶν πραγμάτων. Ἀλλὰ καθὼς τὸ μάτι, ὅταν εἶναι ἄρρωστο, καὶ στὸ λαμπρότερο μεσημέρι θὰ δῆ σκοτάδι κι᾿ ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων, κι᾿ ἡ ἀκτίνα τοῦ ἥλιου δὲν τοῦ χρησιμεύει πιά, μὰ ὅταν ἔχη ὑγεία καὶ δύναμη, θὰ μπορέση ἀκόμα καὶ τὸ βράδυ νὰ ὁδηγήση μ᾽ ἀσφάλεια τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ τῆς ψυχῆς τῆς δικῆς μας τὸ μάτι, μέχρι ποὺ νά χη δύναμη, κι᾿ ἂν δῆ ὅσα φαίνονται σὰν ἄτακτα, καλὰ θὰ τὰ δῆ, μὰ ὅταν εἶναι χαλασμένο, κι᾿ ἂν στὸν ἴδιο τὸν οὐρανὸ τὸ ἀνυψώσης, κι᾿ ἐκεῖ θὰ βρῆ μεγάλη ἀταξία καὶ ταραχή. Καὶ γιὰ νὰ τ᾽ ἀποδείξω αὐτά, θὰ σοῦ φέρω παραδείγματα πολλὰ κι᾿ ἀπ᾽ τὰ παλιὰ κι᾿ ἀπὸ τὰ δικά μας πράγματα. Πόσοι δὲν ὑποφέρουν εὔκολα τὴ φτώχεια, καὶ δὲν παύουν νὰ εὐχαριστοῦν γι αὐτὸ τὸ Θεό; πόσοι δὲν ἔχουν πλούτη καὶ ἀπολαύσεις, μὰ δὲν εὐχαριστοῦν ἀλλὰ βλαστημοῦν τὸν Κύριο;
πόσοι ποὺ δὲν ἔπαθαν κανένα κακό, κατηγοροῦν τὴν κάθε πρόνοια τοῦ Θεοῦ; πόσοι ποὺ ἔζησαν ὅλο τὸν καιρό τους στὰ δεσμά, ἀντέχουν τὴν ταλαιπωρία αὐτὴ μὲ πιὸ μεγάλη εὐγνωμοσύνη ἀπ᾽ ὅσους ζοῦν ἐλεύθεροι κι᾿ ἀσφαλισμένοι;
Βλέπεις ἔτσι πὼς ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς καὶ πὼς ὁ δικός μας λογισμὸς εἶναι ἡ αἰτία καὶ γιὰ τοῦτα καὶ γιὰ ἐκεῖνα, κι᾿ ὄχι ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων; Ὥστε ἂν φροντίζαμε τὴν ψυχή μας, δὲ θἄταν ταραχή, δὲ θἄταν ἀταξία, δὲ θἄταν κανένα κακό, ἀκόμα κι᾿ ὅταν τὰ πράγματα τῆς ζωῆς μας πήγαιναν πάνω καὶ κάτω, χειρότερα ἀπὸ κάθε παλίρροια.
Πές μου, γιατὶ εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ ὁ Παῦλος; Ἔζησε μιὰ ζωὴ ἄριστη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, πέρασε ὅλο τὸν καιρό του στὴν ἀρετή, κι᾿ ἔπαθε τόσα δεινά, ὅσα κανένας δὲν παθαίνει. Κανεὶς ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο δὲν ἔγινε οὔτε πιὸ δίκαιος ἀπὸ αὐτόν, οὔτε ἔπαθε χειρότερα ἀπ᾽ αὐτὸν κανένας, ἀπὸ τότε ποὺ ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Κι᾿ ὅμως βλέποντας πολλοὺς νὰ ζοῦν στὴν πονηρία καὶ νὰ εὐτυχοῦν καὶ νὰ χαίρωνται ὅσα ἔχουν τώρα, κι᾿ αὐτὸς εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ καὶ παρακινοῦσε ὅλους τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Ἐκεῖνον νὰ βλέπετε.
Κι᾿ ἐσὺ ὅταν δῆς τὸν πονηρὸ νὰ χαίρεται, ὅταν τὸν δῆς νὰ καυχιέται, ὅταν δῆς νὰ νικᾶ τοὺς ἐχθρούς του, νὰ πολεμᾶ αὐτοὺς ποὺ τὸν στενοχωροῦν, καμμιὰ ζημιὰ νὰ μὴν παθαίνη, ἀπὸ παντοῦ νὰ τρέχουν σ᾽ αὐτὸν τὰ χρήματα, ὅλοι νὰ τὸν τιμοῦν καὶ νὰ τὸν κολακεύουν, κι᾿ ὅταν δῆς τὸν ἑαυτό σου σ᾽ ὅλες τὶς ἀναποδιές, στὶς κατηγορίες, τὶς συκοφαντίες, τὶς ἀδικίες, μὴ νομίσης πὼς πρέπει ν᾽ ἀπελπιστῆς, ἀλλὰ στρέψε τὴν προσοχή σου στὸν Παῦλο ποὺ εἶναι στὴν ἴδια θέση μ᾽ ἐσένα, ὄρθωσε τὴν ψυχή σου, γύρισε στὴ λογική σου, μὴ νικηθῆς ἀπὸ τὴ στενοχώρια.
Τὸ φίλο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐχθρό του μὴν τὸν κρίνης ἀπὸ τὴν τωρινὴ καλοπέραση καὶ κακοπέραση, ἀλλὰ ἂν τὸν δῆς νὰ ζῆ σωστά, νὰ τὸν ταπεινώνη ἡ ἀσθένεια καὶ νὰ φροντίζη τὴν εὐσέβειά του, νὰ τὸν μακαρίζης καὶ νὰ τὸν θεωρῆς ἀξιοζήλευτο, κι᾿ ἃς βρίσκεται δεμένος μὲ χίλιες ἁλυσίδες, κι᾿ ἃς μένη πάντα στὰ δεσμά, κι᾿ ἂν εἷναι δοῦλος στοὺς ἀνάξιους, κι᾿ ἂν ζητιανεύη, κι᾿ ἂν δουλεύη τὰ μέταλλα, κι᾿ ἂν ὑποφέρη ὅποιο νἄναι κακό. Γιατὶ εἶν᾽ εὐτυχισμένος αὐτός, κι᾿ ἂν ἀκόμα τοῦ βγάζουν τὰ μάτια, κι᾿ ἂν τὸν καῖνε, κι᾿ ἂν τοῦ κόβουν τὸ σῶμα λίγο - λίγο.
Κι᾿ ὅταν δῆς τὸν ἄλλο στὴν ἀκολασία καὶ τὴν πονηρία, καὶ στὰ χειρότερα κακὰ νὰ ζῆ, κι᾿ ὅμως νὰ χαίρεται τιμὴ μεγάλη, στὸν ἴδιο τὸ θρόνο τὸ βασιλικὸ ν᾿ ἀνεβαίνη, καὶ στέμμα νὰ φορῆ, καὶ νἄχη πορφύρα, κι᾿ ὅλο τὸν κόσµο νὰ ἐξουσιάζη, δάκρυσε καὶ γι᾿ αὐτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτό, καὶ λυπήσου τον.
Γιατὶ πραγματικά, τίποτα χειρότερο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ψυχὴ αὐτή, κι᾿ ἂν ἔχη ὑποταγμένη ὅλη τὴν οἰκουμένη. Τὶ θὰ ὠφεληθῆ νὰ εἶναι πλούσιος στὰ χρήματα, ὅταν εἶναι ἀπ᾽ ὅλους πιὸ φτωχὸς στὴν ἀρετή; Καὶ ποιὸ τὸ κέρδος νὰ ἔχη στὴν ἐξουσία του τόσα, ὅταν δὲν μπορῆ νὰ ἐξουσιάση τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ πάθη που;
Ἀλλὰ ἐμεῖς, ὅταν δοῦμε κάποιον νὰ ὑποφέρη στὸ σῶμα καὶ νἄχη πυρετό, ἢ πόνους στὰ πόδια, ἢ κάποιο μαράζι, ἢ νὰ τὸν ἔχη κυριέψει ἕνα πάθος ἀνίατο, δακρύζομε, κι᾿ ἂς εἶναι πιὸ πλούσιος ἀπ᾿ ὅλους καὶ τόσο περισσότερο, ὅσο πιὸ πλούσιος εἶναι. Διότι τὰ δεινὰ φαίνονται πιὸ μεγάλα ὅταν ἔχη κανεὶς ἄφθονα τ᾽ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζήση, ἀφοῦ ὅποιον τὸν ἐμποδίζει ἡ φτώχεια γιὰ ν᾿ ἀπολαύση, αὐτὸς ἔχει γιὰ παρηγοριά του τὴν ἀνάγκη, μὰ ὅποιος εἶναι σὲ θέση ὅλα νὰ τὰ µεταχειρισθῆ, κι᾿ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, μ᾽ αὐτὸ καὶ μόνο καίγεται πιὸ πολύ.
Πῶς δὲν εἶναι ἄπρεπο λοιπόν, ὅταν δοῦμε κάποιον κυριευμένο ἀπὸ νόσημα σωματικὸ νὰ τὸν κακοτυχίζωμε κι᾿ ἂν ἀκόμα εἶναι εὔπορος, κι᾿ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι καλά, ἡ ψυχή, ποὺ δὲν ἔχομε ἄλλο ἴσο, οὔτε πιὸ πολύτιμο, νὰ καλοτυχίζωμε γιὰ λίγα χρήματα, ἢ γιὰ πρόσκαιρη τιμή, ἢ γιὰ κάτι ἄλλο ποὺ μένει ἐδῶ καὶ μᾶς ἐγκαταλείπει ὕστερα μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ αὐτή, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ πολλὲς φορές; Ὄχι, σᾶς παρακαλῶ. Αὐτὰ μᾶς φέρνουν τὴν ταραχή, αὐτὰ τὸ θόρυβο. Γι αὐτὸ κατηγοροῦν πολλοὶ τὸ Θεό, γι αὐτὸ νομίζουν πὼς στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει πρόνοια. Κι᾿ ἂν ἤξεραν ὅτι κανένα ἀγαθὸ δὲν ὑπάρχει σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ παρὰ μόνο ἡ ἀρετή, οὔτε πλοῦτος, οὔτε χρήματα, οὔτε ὑγεία, οὔτε ἐξουσία, οὔτε ἄλλο τίποτα, κι᾿ ὅτι κανένα κακὸ δὲν ὑπάρχει σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ παρὰ μόνο ἡ κακία καὶ ἡ πονηρία καὶ ἡ διαστροφὴ τῆς ψυχῆς, οὔτε φτώχεια, οὔτε ἀσθένεια καὶ κατηγορία, καὶ συκοφαντίες, καὶ τὰ ἄλλα ποὺ θεωροῦνται δεινά, τότε δὲ θὰ τὰ ἔλεγαν ποτὲ αὐτά, ὅσα τώρα λένε, δὲ θὰ στενοχωροῦνταν ποτέ, δὲ θὰ μακάριζαν ποτὲ αὐτοὺς ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς λυποῦνται, δὲ θὰ λυποῦνταν ποτὲ αὐτοὺς ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς μακαρίζουν, δὲ θὰ λογάριαζαν τοὺς ἀνθρώπους ὅπως τὰ πράγματα.
Διότι τὸ νὰ καλοτυχίζης τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν πολυσαρκία τους καὶ γιὰ τὸ πλούσιο τραπέζι τους καὶ γιὰ τὸν πολύ τους ὕπνο, αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ σὰ νὰ λογαριάζης τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ ζῶα, δίχως λογικὴ, γιατὶ κι᾿ αὐτὰ τὰ ἴδια πράγματα ἔχουν γιὰ εὐτυχία, ἢ καλύτερα, καὶ στὰ ἄλογα ζῶα ἀκόμα, αὐτὸ εἶναι τοῦ κακοῦ ἡ αἰτία.
Πολλοὶ ὄνοι καὶ ἵπποι καταστράφηκαν καθὼς ζοῦσαν στὴν τεμπελιὰ καὶ τὴν πολυφαγία. Ἔπειτα, ἀφοῦ στὰ δίχως λογικὴ ζῶα, ποὺ ὅλη τους ἡ ἀρετὴ εἶναι στὴ σωματική τους δύναμη, εἶναι βλαβερὸ αὐτό, στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὅλη τὴν ἀξία τους τὴν ἔχουν στὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς τους, θὰ τὸ πάρωμε αὐτὸ γιὰ ἀρετὴ καὶ δὲ θὰ ντραποῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς συγγενεῖς τῆς ψυχῆς μας, τοὺς ἀγγέλους; δὲ ντρέπεσαι καὶ τὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ σώματός σου καὶ τὴν κατασκευή του; γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἕπλασε τὸ σῶμα μας σὰν τὸ σῶμα τῶν ζώων, ἀλλὰ τέτοιο ποὺ νὰ μπορῆ νὰ ἐξυπηρετῆ ψυχὴ ἀθάνατη καὶ λογική. Γιατὶ δηλαδὴ στὰ ζῶα ἔκαμε ὁ Θεὸς τὰ μάτια νὰ κοιτάζουν κάτω, καὶ σ᾽ ἐσένα τὰ τοποθέτησε πάνω στὸ κεφάλι σὰν πάνω σὲ φρούριο ψηλό; Μήπως διότι αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὸν οὐρανό, ἐνῶ σ᾽ ἐσένα δόθηκε ἡ ἐντολὴ ἀπ᾿ τὴν ἀρχή, κι᾿ ἀπ᾽ τὸ Θεὸ κι᾿ ἀπὸ τὴ φύση, νὰ παρατηρῆς τὰ οὐράνια πιὸ πολύ; Γιατὶ τὸ δικό σου σῶμα τὸ ἔκαμε ὄρθιο καὶ τὸ σῶμα τῶν ζώων πάλι νὰ κλίνη πρὸς τὰ κάτω; Μήπως γιὰ τὴν ἴδια αἰτία πάλι, γιὰ νὰ σοῦ μάθη κι᾿ ἀπὸ τὴν κατασκευή σου ἀκόμα νὰ μὴν ἔχης τίποτα τὸ κοινὸ μὲ τὴ γῆ, κι᾿ οὔτε ν᾽ ἀφανίζεσαι μὲ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς; Ἂς μὴν ἀρνηθοῦμε ἄσκημα λοιπὸν τὴν καλὴ καταγωγή μας, κι᾿ ἂς μὴν ξεπέσωμε στὸ κακὸ γένος τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴν πῆ καὶ γιὰ μᾶς ὁ Δαυΐδ· Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι τιµημένος, δὲν τὸ ἔνοιωσε. Διότι τὸ νὰ καθορίζη τὴν εὐτυχία του κανεὶς ἀπὸ τὴν καλοπέραση καὶ τὰ πλούτη καὶ τὴ δόξα, κι᾿ ἀπὸ τὰ πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτὸ δὲν ταιριάζει σ᾽ ἐκείνους ποὺ λογαριάζουν τὴν εὐγενικιὰ καταγωγή τους, ἀλλὰ σ᾽ ἀνθρώπους ποὺ ἔγιναν ἄλογα καὶ ὄνοι.
Ἀλλὰ μὴ γένοιτο νὰ βρίσκωνται ἐδῶ τέτοιοι ἄνθρωποι, σ᾽ αὐτὴ τὴν ἅγια συγκέντρωση, καὶ στὸ θέατρο τὸ πνευματικό, καὶ στὴ συντροφιὰ αὐτὴ ποὺ σέβεται τὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς χαιρόμαστε κάθε μέρα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κόβωμε μὲ τὸ λόγο, σὰν μὲ δρεπάνι, τὰ ἀκόλαστα πάθη τῆς ψυχῆς, καὶ νὰ γινόμαστε δέντρα καρποφόρα, καὶ ν᾽ ἀποδίδωμε ὥριμο καρπό, ποὺ νὰ φυλάγεται στὴ βασιλικὴ ἀποθήκη, νὰ φέρνη δόξα στὸν Κύριο ὅλων μας καὶ τὸν γεωργὸ τῶν ψυχῶν μας, καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὴ ζωὴ τὴν ἀθάνατη, τὴν ὁποία μακάρι ὅλοι μας ν᾽ ἀξιωθοῦμε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.