»»» Περὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τῆς μικρῆς ἀξίας τῶν παρόντων - Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Περὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τῆς μικρῆς ἀξίας τῶν παρόντων - Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
α΄. Ἀπότομη ἡ ζέστη καὶ βαριὰ ἡ ξηρασία, μὰ τὴν προθυμία σας δὲν τὴ χάλασε, οὔτε τὸν πόθο σας γιὰ ν᾽ ἀκούσετε τὸν ἐμάρανε. Διότι ἔτσι εἶναι ὁ θερμὸς ἀκροατὴς κι᾿ ὁ πρόθυμος, δυναμωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς διδασκαλίας, ὅλα θὰ τὰ ὑπόφερε μ᾽ εὐκολία γιὰ νὰ χορτάση τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ τὴν καλὴ καὶ πνευματική. Κι᾽ οὔτε παγωνιά, οὔτε ζέστη, οὔτε ζητήματα πολλά, οὔτε φροντίδες πλῆθος, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο θὰ μποροῦσε νὰ τὸν νικήση, ὅπως καὶ τὸν ἀδιάφορο καὶ πάντα ξενοιασµένο, οὔτε εὐχάριστοι καιροί, οὔτε ἀνάπαυση καὶ ἄδεια, οὔτε ξεκούραση καὶ ἄνεση μπορεῖ νὰ τὸν ξεσηκώση, ἀλλὰ μένει νὰ κοιμᾶται σ᾽ ἕναν ὕπνο ἄξιο γιὰ πολλὴ κατάκριση. Μὰ ἐσεῖς δὲν εἷστε τέτοιοι, ἀλλὰ καλύτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν πόλη. Καὶ μάλιστα ὅ,τι πιὸ σπουδαῖο ἔχει ἡ πόλη μας εἶστε ἐσεῖς, ποὺ μὲ τόση φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον παρακολουθεῖτε προσεκτικὰ ὅσα λέμε. Τὸ θέατρο αὐτὸ ἐδῶ, εἶναι γιὰ μένα πιὸ σπουδαῖο κι᾽ ἀπ᾽ τὶς βασιλικὲς αὐλές. Διότι ἐκεῖ ὅσα δίνονται, ὅποια κι᾽ ἂν εἶναι, χάνονται μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ αὐτή, κι᾽ εἶναι ὅλο θόρυβο καὶ ταραχὴ γεμάτα, μὰ ἐδῶ δὲν εἶναι τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀσφάλεια, καὶ τιμὴ χωρὶς καθόλου ταραχή, καὶ ἐξουσίες ποὺ δὲν ἔχουν τέλος, ποὺ οὔτε αὐτὸς ὁ θάνατος δὲν τὶς κόβει στὴ μέση, ἀλλὰ τότε γίνονται πιὸ ἀσφαλισμένες. Καὶ μὴ μοῦ πῆς γι᾽ αὐτὸν ποὺ κάθεται στὴν ἅμαξα καὶ σηκώνει τὰ φρύδια του ψηλὰ κι᾽ ἔχει πολλοὺς ποὺ τὸν περιφρουροῦν, καὶ μὴν προσέχης τὴ ζώνη καὶ τὴ φωνὴ τοῦ κήρυκα. Μὴ μοῦ χαρακτηρίσης τὸν ἄρχοντα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς του, ἂν ἐξουσιάζη τὰ δικά του πάθη, ἂν στὶς ἀδυναμίες του κυριαρχῆ. Νὰ ποῦμε, ἂν συγκρατῆ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ χρήματα, ἂν ὑπόταξε τὸν ἀχόρταγο ἔρωτα τῶν σωμάτων, ἂν δὲν λυώνη ἀπὸ φθόνο, ἂν δὲν σέρνεται ἀπὸ τὸ βαρὺ πάθος τῆς κενοδοξίας, ἂν δὲν φοβᾶται καὶ τρέμη τὴ φτώχεια, ἂν δὲ φοβᾶται μὴ στεναχωρηθῆ, ἂν δὲν πεθαίνη ἀπὸ αὐτὸ τὸ φόβο. Τέτοιον δεῖξε µου τὸν ἄρχοντα, διότι αὐτὸ σημαίνει ἐξουσία.
Ἂν ὅμως ἐξουσιάζη τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι δοῦλος στὰ πάθη, ἐγὼ τουλάχιστον θὰ τὸν ἔλεγα αὐτὸν πιὸ δοῦλο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνϑρώπους. Κι᾽ ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα του τὸν πυρετὸ κλεισμένο, κι᾿ ἂν τίποτα τέτοιο δὲ φανερώνει τὸ σῶμα του ἀπ᾽ ἔξω, οἱ γιατροὶ βέβαια θὰ ἔλεγαν ὅτι ἔχει ὑψηλὸ πυρετό, κι᾿ ἂν δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι, ἔτσι κι᾽ ἐγώ, αὐτὸν ποὺ ἔχει ὑποδουλωμένη τὴν ψυχή του κι᾽ εἶναι αἰχμάλωτος στὰ πάϑη του, κι᾿ ἂν δὲν φανερώνη τέτοιο τίποτα ἡ ἐξωτερικὴ μορφή του, ἀλλὰ τ᾽ ἀντίθετο, ἀπ᾽ ὅλους πιὸ πολὺ δοῦλο θἄλεγα αὐτὸν ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα του τὸν πυρετὸ τῶν κακῶν, καὶ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῶν παθῶν στὴν ἴδια τὴν ψυχή του θρονιασμένη. Καὶ λέω ἄρχοντα κι᾽ ἐλεύθερο, καὶ πιὸ βασιλιὰ ἀνάμεσα στοὺς βασιλιάδες, ἐκεῖνον ποὺ κι᾽ ἂν εἶναι ντυμένος μὲ κουρέλια, κι᾽ ἂν κατοικῆ σὲ φυλακή, κι᾽ ἂν εἶναι δεμένος μ᾽ ἁλυσίδα, αὐτὸς βγάζει ἀπὸ πάνω του τὴν τυραννικὴ αὐτὴ ἐξουσία, κι᾿ οὔτε κυριεύεται ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, οὔτε φοβᾶται καὶ τρέμει μὲ παράλογο φόβο τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀτίμωση, αὐτὰ ποὺ φαίνονται νά ᾿ναι ἄξια νὰ μᾶς λυπήσουν στὴ ζωὴ αὐτή.
β΄. Αὐτὰ τὰ ἀξιώματα δὲν ἀγοράζονται μὲ χρήματα, καὶ δὲν τὰ φθονεῖ κανείς, αὐτὴ τὴν δύναμη δὲν τὴν ξέρει γλώσσα γιὰ νὰ τὴν κατηγορήση, οὔτε μάτι γιὰ νὰ τὴ βασκάνη, οὔτε πονηρίες κακοθελητῶν, ἀλλὰ σὰ νὰ κατοικῆ σὲ κάποιο τόπο ἀπρόσιτο τῆς φιλοσοφίας, μένει παντοτεινὰ ἀκατάβλητη κι᾽ ὄχι μόνο στὶς ἄλλες περιστάσεις τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ οὔτε στὸν ἴδιο τὸ θάνατο δὲν ὑποχωρεῖ.
Καὶ τὰ ἀποδείχνουν αὐτὰ οἱ μάρτυρες, ποὺ τὰ σώματά τους διαλύθηκαν καὶ σκόνη ἔγιναν καὶ τέφρα, μὰ ἡ δύναμή τους κάθε μέρα ζῆ καὶ ἐνεργεῖ, καὶ διώχνει μακριὰ δαίμονες, καὶ κάνει τὰ νοσήματα νὰ δραπετεύουν, καὶ πολιτεῖες ὁλόκληρες ξεσηκώνει καὶ πλήθη ὁδηγεῖ ἐδῶ. Τόση πολλὴ εἶναι ἡ δύναµη αὐτῆς τῆς ἐξουσίας κι᾿ ὄχι μόνο ὅσο ζοῦν οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ κι᾿ ὅταν πεθάνουν, ὥστε δὲν πρέπει κανεὶς ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλ᾽ ἀπὸ θέληση καὶ πόθο νά ᾿ρθουν ὅλοι ἐδῶ καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν καιρὸ νὰ τοὺς μαραίνη. Βλέπετε ποὺ δὲν εἴπα ἄδικα τοῦτο τὸ θέατρο πὼς εἶναι πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὶς βασιλικὲς αὐλές; Διότι ὅσα γίνονται ἐκεῖ μοιάζουν μὲ φύλλα ποὺ μαραίνονται, καὶ μὲ σκιἐς ποὺ φεύγουν, μὰ ὅσα δίνονται ἐδῶ μοιάζουν μὲ τὸ διαμάντι, ἢ καλύτερα, εἶναι πιὸ στερεὰ κι᾽ ἀπὸ αὐτό, καθὼς εἶναι ἀθάνατα κι᾽ ἀκίνητα καὶ δὲν παθαίνουν καμμιὰ μεταβολὴ ποτέ, κι᾽ ἀκολουθοῦν ἄφοβα ὅσους τὰ ἀγαποῦν, ἀπαλλαγμένα ἀπὸ μάχες καὶ φιλονικίες, κι᾽ ἀπὸ φθόνο καὶ δικαστήρια καὶ κακοθελητὲς καὶ συκοφαντίες. Τὰ ὑλικὰ δηλαδὴ ἔχουν πολλοὺς ποὺ τὰ φθονοῦν, τὰ πνευματικὰ ὅμως, ὅσο πιὸ πολλοὶ τὰ ἀποκτήσουν, τόσο περισσότερο φανερώνουν τὰ πλούτη τους. Καὶ μπορεῖτε νὰ τὸ μάθετε αὐτὸ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦτο ποὺ ἀκοῦτε. Τὸ λόγο δηλαδὴ ποὺ σκορπῶ σὲ ὅλους, ἂν τὸν κρατήσω γιὰ μένα τὸν ἴδιο, γίνομαι πιὸ φτωχός, μ᾽ ἂν τὸν σκορπῶ σὲ ὅλους, πληθαίνω τὰ πλούτη μου σὰ νὰ ρίχνω τοὺς σπόρους σὲ χωράφι καθαρό, καὶ κάνω πιὸ πολὺ τὸν πλοῦτο μου κάνοντας ὅλους ἐσᾶς πιὸ πλούσιους, ἐνῶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲ γίνομαι καθόλου πιὸ φτωχὸς ἔτσι, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ πιὸ πλούσιος. Πράγμα ποὺ δὲ συμβαίνει στὰ χρήματα, ἀλλὰ τελείως τὸ ἀντίθετο. Ἂν δηλαδὴ ἔχω χρυσάφι μαζεμένο καὶ θελήσω νὰ τὸ μοιράσω σ᾽ ὅλους, δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ἔχω τὸν πρῶτο πλοῦτο μου, ποὺ θά ᾿χη λιγοστέψει ἀπὸ τὸ μοίρασµα αὐτό.
γ΄. Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ πνευματικὰ ἔχουν τόσα πολλὰ προτερήματα, κι᾽ εἶναι τόσο πολὺ εὔκολα, καθὼς ἔρχονται δωρεὰν σ᾽ ὅλους ποὺ τὰ ἐπιθυμοῦν, ἂς τ᾽ ἀγαποῦμε περισσότερο αὐτά, κι᾽ ἂς ἀφήσωμε τὶς σκιές, κι᾽ ἃς μὴν κυνηγᾶμε τοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ βράχια. Διότι ὁ Θεός, γιὰ νὰ κάμη πιὸ ζωηρὸ τὸν ἔρωτα αὐτό, τὰ ἔκαμε αὐτὰ νὰ πεθαίνουν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὰ ἔχει. Ἐξηγῶ αὐτὸ ποὺ λέω· τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν παίρνουν τέλος ὅταν πεθάνη αὐτὸς ποὺ τὰ ἔχει, ἀλλὰ κι᾽ ὅταν ζῆ αὐτός, αὐτὰ μαραίνονται καὶ πεθαίνουν, ὥστε τὸ πρόσκαιρό τους νὰ βγάλη ἀπὸ τὴ βαριὰ αὐτὴ φροντίδα αὐτοὺς ποὺ τ᾽ ἀγαποῦν μὲ πάθος καὶ τρελλαίνονται γι᾿ αὐτά. Κι᾽ ἔτσι τοὺς μαθαίνουν τὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ διδάσκουν μὲ τὴν πείρα ὅτι εἶναι πιὸ ἀδύνατα κι᾽ ἀπὸ τὴ σκιά, καὶ νὰ πάψουν ἔτσι νὰ τ᾽ ἀγαποῦν. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ πλοῦτος σκορπᾶ ὄχι μόνο ὅταν πεθάνη αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχει, ἀλλὰ κι᾽ ὅταν αὐτὸς ζῆ, χάνεται πολλὲς φορές. Τὰ νειάτα φεύγουν καὶ ἀφήνουν αὐτὸν ποὺ τὰ ἔχει, ὄχι μόνο σὰν πεθάνη, ἀλλὰ κι᾽ ὅταν βρίσκεται στὴ ζωὴ ἀκόμα, καθὼς λιγοστεύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς κι᾽ ἀφήνουν στὰ γηρατειὰ τὸν τόπο. Τὰ κάλλη καὶ ἡ ὀμορφιὰ μαζί, τέλειωσαν κι᾽ ὅταν ἤταν ζωντανὴ ἡ γυναίκα, καὶ στὴν ἀσκήμια ἔπεσε. Οἱ δόξες, οἱ ἐξουσίες πάλι τὸ ἴδιο, οἱ τιμές, οἱ ἀρχές, εἶναι ἐφήμερες καὶ πρόσκαιρες, καὶ πιὸ θνητὲς ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὶς ἔχουν, κι᾿ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπη καθημερινοὺς θανάτους τῶν σωμάτων, ἔτσι καὶ τῶν πραγμάτων. Κι᾽ αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ περιφρονοῦμε τὰ παρόντα καὶ νὰ στηριζόμαστε στὰ μελλοντικὰ καὶ νὰ κρατιόμαστε στὴν ἀπόλαυσή τους, κι᾿ ἐνῶ βαδίζομε στὴ γῆ, νὰ ζοῦμε μὲ τῶν οὐρανῶν τὸν πόθο.
Καὶ μάλιστα ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε δυὸ κόσμους, τὸν ἕνα τωρινό, τὸν ἄλλο μελλοντικό· τὸν ἕνα ὁρατό, τὸν ἄλλο ἀόρατο· τὸν ἕνα ὑλικό, τὸν ἄλλο πνευματικό, τὸν ἕνα ποὺ ἔχει ἀνάπαυση σωματική, τὸν ἄλλο πνευματική· τὸν ἕνα ποὺ τὸν γνωρίζομε, τὸν ἄλλο ποὺ τὸν πιστεύομε· τὸν ἕνα ποὺ τὸν ἔχομε βέβαιο, τὸν ἄλλο ποὺ τὸν ἐλπίζομε· καὶ τὸν ἕνα πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀγώνισμα, τὸν ἄλλο βραβεῖο· καὶ σ᾽ αὐτὸν ἔδωσε ἀγῶνες καὶ κόπους καὶ ἱδρῶτες, σ᾽ ἐκεῖνον στεφάνια καὶ βραβεῖα κι᾽ ἀμοιβές· τὸν ἕνα ἔκανε πέλαγος, τὸν ἄλλο λιμάνι· τὸν ἕνα σύντομο, τὸν ἄλλο πάντοτε νέο κι᾽ ἀθάνατο.
Ἐπειδὴ λοιπὸν πολλοὶ ἄνθρωποι προτιμοῦσαν τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ἔκανε φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα, γιὰ νὰ τοὺς ἀποσπάση ἀπὸ τὰ παρόντα καὶ νὰ τοὺς ἑνώση στενὰ μὲ τὰ μελλοντικά.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἐκεῖνα ἧταν ἀόρατα καὶ πνευματικά, καὶ γιὰ τὴν πίστη καὶ τὶς ἐλπίδες, πρόσεξε τὶ κάνει. Ἦρθε ἐδῶ, πῆρε τὴ σάρκα τὴ δική μας, ἔκανε ἐκείνη τὴ θαυμαστὴ οἰκονομία καὶ φέρνει μπροστά µας τὰ μελλοντικά, κάνοντας ἔτσι καὶ τὶς πιὸ ἀδιάφορες ψυχὲς νὰ τὰ μάθουν. Ὅταν ἦλθε δηλαδὴ κι᾽ ἔφερε τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία, κι᾿ ἔκανε τὴ γῆ οὐρανό, καὶ πρόσταξε αὐτὰ ποὺ ἔκαναν ὅσους τὰ δέχονταν νὰ μοιάζουν μὲ ἀσώματες δυνάμεις, τότε καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔκανε ἀγγέλους, καὶ πρὸς τὶς οὐράνιες ἐλπίδες τοὺς καλοῦσε, κι᾿ ὥριζε μικροὺς ἀγῶνες, κι᾽ ἔδινε τὴν ἐντολὴ νὰ πετοῦν ὅλο καὶ πιὸ ψηλά, καὶ στὶς ἴδιες τὶς οὐράνιες ἁψίδες ν᾽ ἀνεβαίνουν, καὶ ν᾽ ἀγωνίζωνται ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ ν᾽ ἀντιμετωπίζουν ὅλη τὴ στρατιὰ τοῦ διαβόλου, ἐνῶ ἔχουν σῶμα καὶ εἶναι μὲ τὴ σάρκα ἑνωμένοι, νὰ νεκρώνουν τὰ σώματα καὶ νὰ διώχνουν μακριὰ τὴν ταραχὴ ποὺ δίνουν τὰ πάθη, καὶ νὰ φοροῦν μόνο τὴν σάρκα, ἀλλὰ νὰ προσπαθοῦν νὰ μοιάζουν στὶς ἀσώματες δυνάμεις.
δ΄. Ἐπειδὴ αὐτὰ ἐπρόσταξε, πρόσεξε τὶ κάνει, πῶς εὐκολύνει τὸν ἀγῶνα. Ἀλλὰ καλύτερα, ἂν θέλετε, πρῶτα νὰ ποῦμε πόσο μεγάλα ἦταν αὐτὰ ποὺ ζητοῦσε καὶ πόσο δυνατὰ ἔκανε τὰ φτερά, κι᾽ ἐπρόσταζε ὅλους νὰ κατευθύνωνται πρὸς τὸν οὐρανό, βγάζοντάς τους ἔξω σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἐνῶ δηλαδὴ ὁ νόμος προστάζει ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς λέει· Ἂν σὲ ραπίση κανεὶς στὴ δεξιὰ σιαγόνα, γύρισέ του καὶ τὴν ἄλλη. Δὲν εἶπε, ὑπόφερε μόνο γενναῖα καὶ ἥρεμα τὸν κακό του τρόπο, ἁλλὰ καὶ προχώρησε πιὸ πέρα τὴ σοφή σου στάση, κι᾽ ἑτοιμάζου νὰ πάθης μεγαλύτερα, ἀπ᾽ ὅσα ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ. Μὲ τὴν πολλή σου αὐταπάρνηση νίκησε τὴν ἀναίδεια τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς του, γιὰ νὰ ντραπῆ τὴν τόσο μεγάλη καλωσύνη σου κι᾽ ἀναχωρήση. Καὶ πάλι λέει: Προσεύχεσθε γιὰ ὅσους σᾶς ὑβρίζουν· προσεύχεσθε γιὰ τοὺς ἐχθρούς σας εὐεργετῆτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν. Καὶ τὴ συμβουλὴ πάλι γιὰ τὸν παρθενικὸ βίο τὴν ἔδωσε λέγοντας: Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ προχωρῆ, ἃς προχωρῆ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ πέταξε κι᾿ ἔφυγε ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ μετὰ τὴν παρακοὴ ἀναχώρησε καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, πάλι τὴ γύρισε πίσω καὶ σὰν φυγάδα τὴν ἔφερε πάλι στὴν πατρίδα της, καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ μακρυνὴ ἐξορία. Ἦρθε καὶ γιὰ πρώτη φορὰ γενιόταν ἄνθρωπος ἀπὸ παρθένα καὶ ἄλλαζε τοὺς φυσικούς νόμους, ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ τὴν τιμοῦσε καὶ φανέρωνε μητέρα τὴν παρθένα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦρθε στὴ γῆ κι᾿ ἔδινε τέτοιες ἐντολές, κι᾿ ἔκανε ἀνώτερη τὴ ζωὴ αὐτή, ἔδινε καὶ τὰ ἔπαθλα τῶν κόπων ἀντάξια, ἢ καλύτερα πολὺ μεγαλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἀλλὰ κι᾽ αὐτὰ ἦταν ἀόρατα, κι᾽ ἔμεναν στὶς ἑλπίδες καὶ στὴν πίστη καὶ στὴν προσδοκία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ προστάγματα εἶναι κοπιαστικὰ καὶ δύσκολα, ἐνῶ τὰ ἔπαθλα καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι νὰ τὰ πιστεύη καθένας, πρόσεξε τὶ κάνει· πῶς κάνει εὔκολο τὸν ἀγῶνα, πῶς κάνει εὔκολα τ᾽ ἀγωνίσματα. Πῶς καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Μὲ τοὺς δυὸ δρόμους αὐτούς· μὲ τὸν ἕνα, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος τὰ πέρασε αὐτά· καὶ μὲ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁ ἴδιος ἔδειξε τὰ βραβεῖα καὶ τά ᾿φερε μπροστά μας. Διότι ἀπ᾽ ὅσα ἐκεῖνος λέει, αὐτὰ εἶναι ἐντολὴ καὶ τ᾽ ἄλλα ἔπαθλα. Ἐντολὴ τό, Προσεύχεσθε γι αὐτοὺς ποὺ σᾶς ὑβρίζουν καὶ σᾶς καταδιώκουν, κι ἔπαθλο τό, Γιὰ νὰ γίνεσθε παιδιὰ τοῦ Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Πάλι, τὸ Εὐτυχισμένοι εἶστε ὅταν σᾶς ντροπιάσουν καὶ σᾶς κατατρέξουν καὶ ποῦν κάθε κακὸ λόγο ἐναντίον σας, στὰ ψέμματα. Νὰ έχετε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πολὺς στοὺς οὐρανούς. Εἶδες ὅτι τὸ ἕνα εἶναι ἐντολὴ καὶ τ᾽ ἄλλο ἔπαθλο; Πάλι, Ἂν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, πούλησε ὅλα ὅσα ἔχεις, καὶ δῶσε ᾽τα στοὺς φτωχοὺς κι᾿ ἕλα, ἀκολούθα µε, καὶ θὰ ἔχης θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Εἶδες ἄλλη ἐντολὴ καὶ ἄλλο ἔπαθλο; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος δηλαδὴ τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τὶ νὰ κάνουν, κι᾽ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ ἴδιος ἐτοίµασε τὸ μισθὸ καὶ τὴν ἀνταπόδοση. Καὶ πάλι, Ὅποιος ἄφησε σπίτια κι᾽ ἀδελφοὺς κι᾿ ἀδελφές· αὐτὸ εἶναι ἐντολή, Πολὺ περισσότερα θὰ λάβη, καὶ ζωὴ αἰώνια θὰ κληρονομήση· αὐτὸ εἶναι βραβεῖο καὶ στεφάνι.
ε'. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ τὰ προστάγματα ἧταν μεγάλα καὶ τὰ ἔπαθλά τους δὲν ἧταν φανερά, πρόσεξε τὶ κάνει· ἐκεῖνος ὁ ἴδιος τὰ παρουσιάζει μὲ τὰ ἔργα του καὶ φανερώνει τὰ στεφάνια. Καθὼς δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ βαδίζη δύσκολο δρόμο, ἂν δῆ ὅτι κάποιος τὸν ἐβάδισε πιὸ πρίν, εὐκολώτερα τὸν ἀρχίζει καὶ παίρνει περισσότερη προθυμία, ἔτσι καὶ στὶς ἐντολές, αὐτοὶ ποὺ βλέπουν τοὺς προηγούμενους νὰ τὶς ἔχουν πράξει, εὔκολα ἀκολουϑοῦν. Γιὰ νὰ ἀκολουθήσωμε λοιπὸν εὐκολώτερα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὁ Θεὸς πῆρε αὐτὴ τὴ σάρκα καὶ τὴ φύση τὴ δική μας κι᾿ ἔτσι τὸν βάδισε αὐτὸν τὸν δρόμο κι᾿ ἐδίδαξε τὶς ἐντολὲς μὲ τὰ ἔργα του. Δηλαδὴ τό, Ἂν σὲ ραπίση κανεὶς στὴ δεξιὰ σιαγόνα, γύρισέ τον καὶ τὴν ἄλλη, ἐκεῖνος τὸ ἔκαμε, ὅταν τὸν ἐράπισε ὁ δοῦλος τοῦ ἀρχιερέως. Διότι δὲν τοῦ ἀντιστάθηκε, ἀλλὰ τοῦ φανέρωσε τόση καλωσύνη, ποὺ τοῦ εἶπε: Ἂν μίλησα κακά, δεῖξε τὸ κακό· ἂν ὅμως καλά, τὶ μὲ χτυπᾶς; Εἷδες πραότητα ποὺ φέρνει τὸν τρόμο; εἶδες ταπεινοφροσύνη ποὺ ξαφνιάζει; Τὸν χτυποῦσε ἕνας ποὺ δὲν ἦταν ἐλεύθερος, ἀλλὰ ὑπηρέτης, τιποτένιος καὶ δοῦλος, κι᾿ ἀπαντᾶ ἔτσι, μὲ τόση καλωσύνη. Ἔτσι ἔλεγε κι᾽ ὁ Πατέρας του στοὺς Ἰουδαίους· Λαέ μου, τὶ σοῦ ἔκαμα; ἢ σὲ τὶ σ᾽ ἑλύπησα,; ἢ τὶ σ᾿ ἐνόχλησα; ἀποκρίσου. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς λέει, Δεῖξε τὸ κακό, ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας του, Ἀποκρίσον μου· κι᾿ ὅπως ἐκεῖνος λέει, Τὶ μὲ χτυπᾶς; ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας, Σὲ τὶ σ᾽ ἑλύπησα, ἢ τὶ σ᾽ ἐνόχλησα; Ὅταν πάλι δίδασκε τὴν ἀκτημοσύνη, πρόσεξε πῶς τὴν φανερώνει στὰ πράγματα, ποὺ λέει· Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουνε φωλιἐς, καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ τόπους νὰ μένουν, μὰ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνη τὸ κεφάλι του. Εἶδες ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη; Δὲν εἶχε οὔτε τραπέζι, οὔτε λυχνάρι· οὔτε σπίτι, οὔτε κάθισμα, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο. Ἐδίδασκε νὰ ὑπομένωμε καρτερικὰ ὅταν μᾶς κακολογοῦν, πράγμα ποὺ τὸ φανέρωσε μὲ τὰ ἔργα του. Διότι ὅταν τὸν ἔλεγαν δαιμονισµένο καὶ Σαμαρείτη, ἐνῶ πάλι μποροῦσε νὰ τοὺς καταστρέψη, καὶ νὰ τιμωρήση τὴν κακολογία τους, δὲν ἔκανε τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ καὶ τοὺς εὐεργετοῦσε κι᾽ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες ἀπ᾽ αὐτούς. Κι᾿ αὐτὸ ποὺ εἴπε· Προσεύχεσθε γιὰ ὅσους σᾶς ὑβρίζουν, αὐτὸ τὸ ἔκαµε ὅταν ἀνέβηκε στὸ σταυρό. Ὅταν δηλαδὴ τὸν ἐσταύρωσαν καὶ τὸν ἐκάρφωσαν, ἐκεῖ ποὺ κρεμόταν ἔλεγε: Συχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τὶ κάνουν. Τὸ ἔλεγε αὐτὸ ὄχι διότι ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς συχωρέση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς μάθη νὰ προσευχόμαστε γιὰ χάρη τῶν ἐχθρῶν μας. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐδίδασκε ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα, γι᾽ αὐτὸ πρόσθεσε καὶ τὴν προσευχή. Λοιπὸν κανεὶς αἱρετικὸς ἂς μὴν κατηγορήση τὰ λόγια του γιὰ ἀδυναμία, ἔπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος πολύ, κι᾽ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ λέει, Γιὰ νὰ δῆτε ὅτι ἔχει ἐξουσία ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ συχωρνᾶ στὴ γῆ ἁμαρτίες. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διδάσκη, (κι᾽ αὐτὸς ποὺ διδάσκει, ὄχι μόνο μὲ ὅσα λέει, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσα κάνει προοδεύει τὴ διδασκαλία του), γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ πρόσθεσε καὶ τὴν προσευχή, ὅπως καὶ τῶν μαθητῶν τὰ πόδια ἔπλυνε, ὄχι γιατὶ ἧταν μικρότερός τους, ἀλλὰ διότι ἐνῶ ἧταν Θεὸς καὶ Κύριος, κατέβηκε σὲ τόση ταπεινοφροσύνη.
στ᾽. Γι αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλεγε: Μἁθετε ἀπὸ μένα ὅτι πράος εἶμαι καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά. Κι᾽ ἄκουσε πάλι πῶς μὲ ἄλλον τρόπον παρουσιάζει τὰ ἴδια βραβεῖα καὶ τὰ ἔπαθλα καὶ τὰ φανερώνει στὰ μάτια μας. Ὑποσχόταν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀθανασία, τὴ συνάντηση στὸν ἀέρα, τὴν ἁρπαγή μας στὰ σύννεφα· αὐτὰ τὰ ἔδειξε μὲ τὰ πράγματα. Πῶς καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Πέθανε κι᾿ ἀναστήθηκε· γι᾽ αὐτὸ κι᾽ ἦταν μαζί τους σαράντα μέρες, γιὰ νὰ τοὺς πληροφορήση καὶ νὰ τοὺς δείξη πόσο θαυμαστὰ θὰ εἶναι τὰ σώματά μας μετὰ τὴν ἀνάσταση. Πάλι, λέγοντας μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου ὅτι Θὰ ἁρπαχθοῦμε στὰ σύννεφα νὰ τὸν συναντήσωμε στὸν ἀέρα, κι᾽ αὐτὸ τὸ φανέρωσε μὲ ἔργα. Διότι μετὰ τὴν ἀνάσταση, ὅταν ἦταν ν᾿ ἀνεβῆ στοὺς οὐρανούς, μπροστά τους λέει, Σηκώθηκε ψηλὰ καὶ σύννεφο τὸν ἔκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τους, ὅπως ἦταν καὶ τὸν ἔβλεπαν νὰ φεύγει. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ δικό µας σῶμα θά ᾽ναι ἀπὸ τὴν ἴδια οὐσία, ὅπως εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια σύνθεση· διότι ὅπως εἶναι τὸ κεφάλι, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα· ὅπως ἡ ἀρχή, ἔτσι καὶ τὸ τέλος. Καὶ αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Παῦλος πιὸ καθαρὰ κι᾽ ἔλεγε: Ἐκεῖνος ποὺ θὰ μεταμορφώση τὸ ταπεινό µας σῶμα, γιὰ νὰ γίνη ὅμοιο μὲ τὸ σῶμα του τὸ δοξασμένο. Ἀφοῦ λοιπὸν γίνεται ὅμοιο, καὶ τὸν ἴδιο δρόμο θὰ βαδίση, κι᾿ ὅμοια θ᾽ ἀνέβη πάνω στὰ σύννεφα. Τὰ ἴδια νὰ προσδοκᾶς κι᾽ ἐσὺ στὴν ἀνάσταση. Διότι ἐπειδὴ τότε ὁ λόγος γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν ἥταν φανερὸς σ᾽ ἐκείνους ποὺ τὸν ἄκουαν, γι᾽ αὐτὸ ἀνέβηκε στὸ ὄρος καὶ μεταμορφώθηκε μπροστὰ στοὺς μαθητές του, δείχνοντάς τους λίγο τὴ μελλοντικὴ δόξα, καὶ φανερώνοντας, σὰν μέσα σὲ αἴνιγμα καὶ θαμπά, πῶς θὰ εἶναι τὸ σῶμα τὸ δικό μας. Ἀλλὰ ἐνῶ τότε παρουσιάστηκε μ᾽ ἐνδύματα, στὴν ἀνάσταση ὅμως δὲ θὰ εἶναι ἔτσι. Διότι τὸ σῶμα µας δὲ χρειάζεται ἐνδύματα, οὔτε στέγη, οὔτε ὀροφή, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο. Κι᾽ ἀφοῦ ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση ἦταν γυμνὸς καὶ δὲν ντρεπόταν, καθὼς ἧταν ντυμένος μὲ δόξα, πολὺ περισσότερο τὰ σώματα τὰ δικά μας, ὅσα βαδίζουν σὲ προορισμὸ μεγαλύτερο καὶ καλύτερο, δὲ θὰ χρειαστοῦν τίποτα τέτοιο. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἀναστήθηκε, ἄφησε τὰ ἐνδύματα νὰ βρίσκωνται στὸν τάφο καὶ στὴ θήκη, κι᾿ ἀνάστησε τὸ σῶμα του γυμνό, γεμάτο δόξα ἀνείπωτη κι᾿ εὐδαιμονία. Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ γνωρίσαμε, ἀγαπητοί, κι᾽ ἀφοῦ μάθαµε μὲ λόγια καὶ ἀφοῦ διδαχθήκαμε μὲ τὰ μάτια µας, ἂς φανερώσωμε τέτοια ζωή, ὥστε ν᾽ ἁρπαχθοῦμε στὰ σύννεφα καὶ νὰ ζοῦμε πάντοτε μαζί του, ἀφοῦ θὰ σωθοῦμε μὲ τὴ χάρη του, καὶ θὰ χαιρόμαστε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μακάρι ὅλοι μας νὰ ἀξιωθοῦμε μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἂς ἔχη δόξα, δύναμη, τιμή, προσκύνηση, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.