Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός | Ορθόδοξοι Πατέρες Our Lord Jesus Christ | Orthodox Fathers

»»»    Περὶ τῆς τῶν μελλόντων Ἀπολαύσεως, καὶ τῆς τῶν παρόντων εὐτελείας.

Περὶ τῆς τῶν μελλόντων Ἀπολαύσεως, καὶ τῆς τῶν παρόντων εὐτελείας.


Περὶ τῆς τῶν μελλόντων ἀπολαύσεως, καὶ τῆς τῶν παρόντων εὐτελείας.

α΄. Ἀπότοµη ἡ ζέστη καὶ βαριὰ ἡ ξηρασία, μὰ τὴν προθυμία σας δὲν τὴ χάλασε, οὔτε τὸν πόθο σας γιὰ ν᾿ ἀκούσετε τὸν ἐμάρανε. Διότι ἔτσι εἶναι ὁ θερμὸς ἀκροατὴς κι᾿ ὁ πρόθυμος, δυναμωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς διδασκαλίας, ὅλα θὰ τὰ ὑπόφερε μ᾽ εὐκολία γιὰ νὰ χορτάση τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ τὴν καλὴ καὶ πνευματική. Κι’ οὔτε παγωνιά, οὔτε ζέστη, οὔτε ζητήματα πολλά, οὔτε φροντίδες πλῆθος, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο θὰ μποροῦσε νὰ τὸν νικήση, ὅπως καὶ τὸν ἀδιάφορο καὶ πάντα ξενοιασμένο, οὔτε εὐχάριστοι καιροί, οὔτε ἀνάπαυση καὶ ἄδεια, οὔτε ξεκούραση καὶ ἄνεση μπορεῖ νὰ τὸν ξεσηκώση, ἀλλὰ μένει νὰ κοιμᾶται σ᾽ ἕναν ὕπνο ἄξιο γιὰ πολλὴ κατάκριση. Μὰ ἐσεῖς δὲν εἷστε τέτοιοι, ἀλλὰ καλύτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν πόλη. Καὶ μάλιστα ὅ,τι πιὸ σπουδαῖο ἔχει ἡ πόλη μας εἶστε ἐσεῖς, ποὺ μὲ τόση φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον παρακολουθεῖτε προσεκτικὰ ὅσα λέμε. Τὸ θέατρο αὐτὸ ἐδῶ, εἶναι γιὰ μένα πιὸ σπουδαῖο κι’ ἀπ᾽ τὶς βασιλικὲς αὐλές. Διότι ἐκεῖ ὅσα δίνονται, ὅποια κι’ ἂν εἶναι, χάνονται μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ αὐτή, κι᾿ εἶναι ὅλο θόρυβο καὶ ταραχὴ γεμάτα, μὰ ἐδῶ δὲν εἶναι τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀσφάλεια, καὶ τιμὴ χωρὶς καθόλου ταραχή, καὶ ἐξουσίες ποὺ δὲν ἔχουν τέλος, ποὺ οὔτε αὐτός ὁ θάνατος δὲν τὶς κόβει στὴ μέση, ἀλλὰ τότε γίνονται πιὸ ἀσφαλισμένες. Καὶ μὴ μοῦ πῆς γι’ αὐτὸν ποὺ κάθεται στὴν ἅμαξα καὶ σηκώνει τὰ φρύδια του ψηλὰ κι’ ἔχει πολλοὺς ποὺ τὸν περιφρουροῦν, καὶ μὴν προσέχης τὴ ζώνη καὶ τὴ φωνὴ τοῦ κήρυκα. Μὴ μοῦ χαρακτηρίσης τὸν ἄρχοντα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς του, ἂν ἐξουσιάζη τὰ δικά του πάθη, ἂν στὶς ἀδυναμίες του κυριαρχῆ. Νὰ ποῦμε, ἂν συγκρατῆ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ χρήματα, ἂν ὑπόταξε τὸν ἀχόρταγο ἔρωτα τῶν σωμάτων, ἂν δὲν λυώνη ἀπὸ φθόνο, ἂν δὲν σέρνεται ἀπὸ τὸ βαρὺ πάθος τῆς κενοδοξίας, ἂν δὲν φοβᾶται καὶ τρέμη τὴ φτώχεια, ἂν δὲ φοβᾶται μὴ στεναχωρηθῆ, ἂν δὲν πεθαίνη ἀπὸ αὐτὸ τὸ φόβο. Τέτοιον δεῖξε µου τὸν ἄρχοντα, διότι αὐτὸ σημαίνει ἐξουσία. Ἂν ὅμως ἐξουσιάζη τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι δοῦλος στὰ πάθη, ἐγὼ τουλάχιστον θὰ τὸν ἔλεγα αὐτὸν πιὸ δοῦλο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Κι’ ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα του τὸν πυρετὸ κλεισμένο, κι᾿ ἂν τίποτα τέτοιο δὲ φανερώνει τὸ σῶμα του ἀπ᾽ ἔξω, οἱ γιατροὶ βέβαια θὰ ἔλεγαν ὅτι ἔχει ὑψηλὸ πυρετό, κι᾿ ἂν δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι, ἔτσι κι’ ἐγώ, αὐτὸν ποὺ ἔχει ὑποδουλωμένη τὴν ψυχή του κι᾿ εἶναι αἰχμάλωτος στὰ πάθη του, κι᾿ ἂν δὲν φανερώνη τέτοιο τίποτα ἢ ἐξωτερικὴ μορφή του, ἀλλὰ τ᾽ ἀντίθετο, ἀπ᾽ ὅλους πιὸ πολὺ δοῦλο θἄλεγα αὐτὸν ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα του τὸν πυρετὸ τῶν κακῶν, καὶ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῶν παθῶν στὴν ἴδια τὴν ψυχή του θρονιασμένη. Καὶ λέω ἄρχοντα κι’ ἐλεύθερο, καὶ πιὸ βασιλιὰ ἀνάμεσα στοὺς βασιλιάδες, ἐκεῖνον ποὺ κι᾿ ἂν εἶναι ντυμένος μὲ κουρέλια, κι᾿ ἂν κατοικῆ σὲ φυλακή, κι’ ἂν εἶναι δεμένος μ᾽ ἁλυσίδα, αὐτὸς βγάζει ἀπὸ πάνω του τὴν τυραννικὴ αὐτὴ ἐξουσία, κι᾿ οὔτε κυριεύεται ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, οὔτε φοβᾶται καὶ τρέμει μὲ παράλογο φόβο τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀτίμωση, αὐτὰ ποὺ φαίνονται νά ᾿ναι ἄξια νὰ μᾶς λυπήσουν στὴ ζωὴ αὐτή.

β΄. Αὐτὰ τὰ ἀξιώματα δὲν ἀγοράζονται μὲ χρήματα, καὶ δὲν τὰ φθονεῖ κανείς, αὐτὴ τὴν δύναμη δὲν τὴν ξέρει γλώσσα γιὰ νὰ τὴν κατηγορήση, οὔτε μάτι γιὰ νὰ τὴ βασκάνη, οὔτε πονηρίες κακοθελητῶν, ἀλλὰ σὰ νὰ κατοικῆ σὲ κάποιο τόπο ἀπρόσιτο τῆς φιλοσοφίας, μένει παντοτεινὰ ἀκατάβλητη κι’ ὄχι μόνο στὶς ἄλλες περιστάσεις τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ οὔτε στὸν ἴδιο τὸ θάνατο δὲν ὑποχωρεῖ.
Καὶ τὰ ἀποδείχνουν αὐτὰ οἱ μάρτυρες, ποὺ τὰ σώματά τους διαλύθηκαν καὶ σκόνη ἔγιναν καὶ τέφρα, μὰ ἡ δύναμή τους κάθε μέρα ζῆ καὶ ἐνεργεῖ, καὶ διώχνει μακριὰ δαίμονες, καὶ κάνει τὰ νοσήματα νὰ δραπετεύουν, καὶ πολιτεῖες ὁλόκληρες ξεσηκώνει καὶ πλήθη ὁδηγεῖ ἐδῶ. Τόση πολλὴ εἶναι ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς ἐξουσίας κι᾿ ὄχι μόνο ὅσο ζοῦν οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ κι᾿ ὅταν πεθάνουν, ὥστε δὲν πρέπει κανεὶς ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλ᾽ ἀπὸ θέληση καὶ πόθο νά ᾿ρθουν ὅλοι ἐδῶ καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν καιρὸ νὰ τοὺς μαραίνη. Βλέπετε ποὺ δὲν εἶπα ἄδικα τοῦτο τὸ θέατρο πὼς εἶναι πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὶς βασιλικὲς αὐλές; Διότι ὅσα γίνονται ἐκεῖ μοιάζουν μὲ φύλλα ποὺ μαραίνονται, καὶ μὲ σκιὲς ποὺ φεύγουν, μὰ ὅσα δίνονται ἐδῶ μοιάζουν μὲ τὸ διαμάντι, ἢ καλύτερα, εἶναι πιὸ στερεὰ κι’ ἀπὸ αὐτό, καθὼς εἶναι ἀθάνατα κι᾿ ἀκίνητα καὶ δὲν παθαίνουν καμμιὰ μεταβολὴ ποτέ, κι ἀκολουθοῦν ἄφοβα ὅσους τὰ ἀγαποῦν, ἀπαλλαγμένα ἀπὸ μάχες καὶ φιλονικίες, κι’ ἀπὸ φθόνο καὶ δικαστήρια καὶ κακοθελητὲς καὶ συκοφαντίες. Τὰ ὑλικὰ δηλαδὴ ἔχουν πολλοὺς ποὺ τὰ φθονοῦν, τὰ πνευματικὰ ὅμως, ὅσο πιὸ πολλοὶ τὰ ἀποκτήσουν, τόσο περισσότερο φανερώνουν τὰ πλούτη τους. Καὶ μπορεῖτε νὰ τὸ μάθετε αὐτὸ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦτο ποὺ ἀκοῦτε. Τὸ λόγο δηλαδὴ ποὺ σκορπῶ σὲ ὅλους, ἂν τὸν κρατήσω γιὰ μένα τὸν ἴδιο, γίνομαι πιὸ φτωχός, μ᾽ ἂν τὸν σκορπῶ σὲ ὅλους, πληθαίνω τὰ πλούτη μου σὰ νὰ ρίχνω τοὺς σπόρους σὲ χωράφι καθαρό, καὶ κάνω πιὸ πολὺ τὸν πλοῦτο μου κάνοντας ὅλους ἐσᾶς πιὸ πλούσιους, ἐνῶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲ γίνομαι καθόλου πιὸ φτωχὸς ἔτσι, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ πιὸ πλούσιος. Πράγμα ποὺ δὲ συμβαίνει στὰ χρήματα, ἀλλὰ τελείως τὸ ἀντίθετο. Ἂν δηλαδὴ ἔχω χρυσάφι μαζεμένο καὶ θελήσω νὰ τὸ μοιράσω σ᾽ ὅλους, δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ἔχω τὸν πρῶτο πλοῦτο μου, ποὺ θά ᾽χη λιγοστέψει ἀπὸ τὸ μοίρασµα αὐτό.

γ΄. Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ πνευματικὰ ἔχουν τόσα πολλὰ προτερήματα, κι’ εἶναι τόσο πολὺ εὔκολα, καθὼς ἔρχονται δωρεὰν σ᾽ ὅλους ποὺ τὰ ἐπιθυμοῦν, ἂς τ᾽ ἀγαποῦμε περισσότερο αὐτά, κι’ ἂς ἀφήσωμε τὶς σκιές, κι’ ἂς μὴν κυνηγᾶμε τοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ βράχια. Διότι ὁ Θεός, γιὰ νὰ κάμη πιὸ ζωηρὸ τὸν ἔρωτα αὐτό, τὰ ἔκαμε αὐτὰ νὰ πεθαίνουν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὰ ἔχει. Ἐξηγῶ αὐτὸ ποὺ λέω· τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν παίρνουν τέλος ὅταν πεθάνη αὐτὸς ποὺ τὰ ἔχει, ἀλλὰ κι’ ὅταν ζῆ αὐτός, αὐτὰ μαραίνονται καὶ πεθαίνουν, ὥστε τὸ πρόσκαιρό τους νὰ βγάλη ἀπὸ τὴ βαριὰ αὐτὴ φροντίδα αὐτοὺς ποὺ τ᾽ ἀγαποῦν μὲ πάθος καὶ τρελλαίνονται γι’ αὐτά. Κι’ ἔτσι τοὺς μαθαίνουν τὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ διδάσκουν μὲ τὴν πείρα ὅτι εἶναι πιὸ ἀδύνατα κι’ ἀπὸ τὴ σκιά, καὶ νὰ πάψουν ἔτσι νὰ τ᾽ ἀγαποῦν. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ πλοῦτος σκορπᾶ ὄχι μόνο ὅταν πεθάνη αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχει, ἀλλὰ κι’ ὅταν αὐτὸς ζῆ, χάνεται πολλὲς φορές. Τὰ νειάτα φεύγουν καὶ ἀφήνουν αὐτὸν ποὺ τὰ ἔχει, ὄχι μόνο σὰν πεθάνη, ἀλλὰ κι᾿ ὅταν βρίσκεται στὴ ζωὴ ἀκόμα, καθὼς λιγοστεύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς κι’ ἀφήνουν στὰ γηρατειὰ τὸν τόπο. Τὰ κάλλη καὶ ἡ ὀμορφιὰ μαζί, τέλειωσαν κι’ ὅταν ἦταν ζωντανὴ ἡ γυναίκα, καὶ στὴν ἀσκήμια ἔπεσε. Οἱ δόξες, οἱ ἐξουσίες πάλι τὸ ἴδιο, οἱ τιμές, οἱ ἀρχές, εἶναι ἐφήμερες καὶ πρόσκαιρες, καὶ πιὸ θνητὲς ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὶς ἔχουν, κι᾿ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπη καθημερινοὺς θανάτους τῶν σωμάτων, ἔτσι καὶ τῶν πραγμάτων. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ περιφρονοῦμε τὰ παρόντα καὶ νὰ στηριζόμαστε στὰ μελλοντικὰ καὶ νὰ κρατιόμαστε στὴν ἀπόλαυσή τούς, κι᾿ ἐνῶ βαδίζομε στὴ γῆ, νὰ ζοῦμε μὲ τῶν οὐρανῶν τὸν πόθο. Καὶ μάλιστα ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε δυὸ κόσμους, τὸν ἕνα τωρινό, τὸν ἄλλο μελλοντικό· τὸν ἕνα ὁρατό, τὸν ἄλλο ἀόρατο· τὸν ἕνα ὑλικό, τὸν ἄλλο πνευματικό, τὸν ἕνα ποὺ ἔχει ἀνάπαυση σωματική, τὸν ἄλλο πνευματική· τὸν ἕνα ποὺ τὸν γνωρίζομε, τὸν ἄλλο ποὺ τὸν πιστεύομε· Ὃν ἕνα ποὺ τὸν ἔχομε βέβαιο, τὸν ἄλλο ποὺ τὸν ἐλπίζομε' καὶ τὸν ἕνα πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀγώνισμα, τὸν ἄλλο βραβεῖο· καὶ σ᾽ αὐτὸν ἔδωσε ἀγῶνες καὶ κόπους καὶ ἱδρῶτες, σ᾽ ἐκεῖνον στεφάνια καὶ βραβεῖα κι’ ἀμοιβές· τὸν ἕνα ἕκανε πέλαγος, τὸν ἄλλο λιμάνι· τὸν ἕνα σύντομο, τὸν ἄλλο πάντοτε νέο κι ἀθάνατο. Ἐπειδὴ λοιπὸν πολλοὶ ἄνθρωποι προτιμοῦσαν τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ἔκανε φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα, γιὰ νὰ τοὺς ἀποσπάση ἀπὸ τὰ παρόντα καὶ νὰ τοὺς ἑνώση στενὰ μὲ τὰ μελλοντικά. Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἐκεῖνα ἧταν ἀόρατα καὶ πνευματικά, καὶ γιὰ τὴν πίστη καὶ τὶς ἐλπίδες, πρόσεξε τὶ κάνει. Ἦρθε ἐδῶ, πῆρε τὴ σάρκα τὴ δική μας, ἔκανε ἐκείνη τὴ θαυμαστὴ οἰκονομία καὶ φέρνει μπροστά μας τὰ μελλοντικά, κάνοντας ἔτσι καὶ τὶς πιὸ ἀδιάφορες ψυχὲς νὰ τὰ μάθουν. Ὅταν ἦλθε δηλαδὴ κι᾿ ἔφερε τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία, κι᾿ ἔκανε τὴ γῆ οὐρανό, καὶ πρόσταξε αὐτὰ ποὺ ἔκαναν ὅσους τὰ δέχονταν νὰ μοιάζουν μὲ ἀσώματες δυνάμεις, τότε καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔκανε ἀγγέλους, καὶ πρὸς τὶς οὐράνιες ἐλπίδες τοὺς καλοῦσε, κι᾿ ὥριζε μικροὺς ἀγῶνες, κι᾿ ἔδινε τὴν ἐντολὴ νὰ πετοῦν ὅλο καὶ πιὸ ψηλά, καὶ στὶς ἴδιες τὶς οὐράνιες ἀψίδες ν᾿ ἀνεβαίνουν, καὶ ν᾿ ἀγωνίζωνται ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ ν᾽ ἀντιμετωπίζουν ὅλη τὴ στρατιὰ τοῦ διαβόλου, ἐνῶ ἔχουν σῶμα καὶ εἶναι μὲ τὴ σάρκα ἑνωμένοι, νὰ νεκρώνουν τὰ σώματα καὶ νὰ διώχνουν μακριὰ τὴν ταραχὴ ποὺ δίνουν τὰ πάθη, καὶ νὰ φοροῦν μόνο τὴν σάρκα, ἀλλὰ νὰ προσπαθοῦν νὰ μοιάζουν στὶς ἀσώματες δυνάμεις.

δ'. Ἐπειδὴ αὐτὰ ἐπρόσταξε, πρόσεξε τὶ κάνει, πῶς εὐκολύνει τὸν ἀγῶνα. Ἀλλὰ καλύτερα, ἂν θέλετε, πρῶτα νὰ ποῦμε πόσο μεγάλα ἦταν αὐτὰ ποὺ ζητοῦσε καὶ πόσο δυνατὰ ἔκανε τὰ φτερά, κι’ ἐπρόσταζε ὅλους νὰ κατευθύνωνται πρὸς τὸν οὐρανό, βγάζοντάς τους ἔξω σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἐνῶ δηλαδὴ ὁ νόμος προστάζει ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς λέει· Ἂν σὲ ραπίση κανεὶς στὴ δεξιὰ σιαγόνα, γύρισέ του καὶ τὴν ἄλλη. Δὲν εἶπε, ὑπόφερε μόνο γενναῖα καὶ ἥρεμα τὸν κακό του τρόπο, ἀλλὰ καὶ προχώρησε πιὸ πέρα τὴ σοφή σου στάση, κι’ ἑτοιμάζου νὰ πάθης μεγαλύτερα, ἀπ᾽ ὅσα ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ. Μὲ τὴν πολλή σου αὐταπάρνηση νίκησε τὴν ἀναίδεια τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς τον, γιὰ νὰ ντραπῆ τὴν τόσο μεγάλη καλωσύνη σου κι’ ἀναχωρήση. Καὶ πάλι λέει· Προσεύχεσθε γιὰ ὅσους σᾶς ὑβρίζουν· προσεύχεσθε γιὰ τοὺς ἐχθρούς σας εὐεργετῆτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν. Καὶ τὴ συμβουλὴ πάλι γιὰ τὸν παρθενικὸ βίο τὴν ἔδωσε λέγοντας· Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ προχωρῆ, ἃς προχωρῆ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ πέταξε κι᾿ ἔφυγε ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ μετὰ τὴν παρακοὴ ἀναχώρησε καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, πάλι τὴ γύρισε πίσω καὶ σὰν φυγάδα τὴν ἔφερε πάλι στὴν πατρίδα της, καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ μακρυνὴ ἐξορία Ἦρθε καὶ γιὰ πρώτη φορὰ γενιόταν ἄνθρωπος ἀπὸ παρθένα καὶ ἄλλαζε τοὺς φυσικούς νόμους, ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ τὴν τιμοῦσε καὶ φανέρωνε μητέρα τὴν παρθένα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦρθε στὴ γῆ κι’ ἔδινε τέτοιες ἐντολές, κι᾿ ἔκανε ἀνώτερη τὴ ζωὴ αὐτή, ἔδινε καὶ τὰ ἔπαθλα τῶν κόπων ἀντάξια, ἢ καλύτερα πολὺ μεγαλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἀλλὰ κι᾿ αὐτὰ ἦταν ἀόρατα, κι᾿ ἔμεναν στὶς ἐλπίδες καὶ στὴν πίστη καὶ στὴν προσδοκία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ προστάγματα εἶναι κοπιαστικὰ καὶ δύσκολα, ἐνῶ τὰ ἔπαθλα καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι νὰ τὰ πιστεύη καθένας, πρόσεξε τὶ κάνει’ πῶς κάνει εὔκολο τὸν ἀγώνα, πῶς κάνει εὔκολα τ᾽ ἀγωνίσματα. Πῶς καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Μὲ τοὺς δυὸ δρόμους αὐτούς· μὲ τὸν ἕνα, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος τὰ πέρασε αὐτά· καὶ μὲ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁ ἴδιος ἔδειξε τὰ βραβεῖα καὶ τά ᾿φερε μπροστά μας. Διότι ἀπ’ ὅσα ἐκεῖνος λέει, αὐτὰ εἶναι ἐντολὴ καὶ τ᾽ ἄλλα ἔπαθλα. Ἐντολὴ τό, Προσεύχεσθε γι᾿ αὐτοὺς πού σᾶς ὑβρίζουν καὶ σᾶς καταδιώκουν, κι᾿ ἔπαθλο τό, Γιὰ νὰ γίνεσθε παιδιὰ τοῦ Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Πάλι, τὸ Εὐτυχισμένοι εἶστε ὅταν σᾶς ντροπιάσουν καὶ σᾶς κατατρέξουν καὶ ποῦν κάθε κακὸ λόγο ἐναντίον σας, στὰ ψέμματα. Νὰ ἔχετε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι μισθός σας θὰ εἶναι πολὺς στοὺς οὐρανούς. Εἶδες ὅτι τὸ ἕνα εἶναι ἐντολὴ καὶ τ᾽ ἄλλο ἔπαθλο; Πάλι, Ἂν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, πούλησε ὅλα ὅσα ἔχεις, καὶ δῶσε ’τα στοὺς φτωχοὺς κι᾽ ἔλα, ἀκολούθα µε, καὶ θὰ ἔχης θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Εἶδες ἄλλη ἐντολὴ καὶ ἄλλο ἔπαθλο; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος δηλαδὴ τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τὶ νὰ κάνουν, κι᾿ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ ἴδιος ἐτοίµασε τὸ μισθὸ καὶ τὴν ἀνταπόδοση. Καὶ πάλι, Ὅποιος ἄφησε σπίτια κι᾿ ἀδελφοὺς κι’ ἀδελφές· αὐτὸ εἶναι ἐντολή· Πολὺ περισσότερα θὰ λάβη, καὶ ζωὴ αἰώνια θὰ κληρονομήση· αὐτὸ εἶναι βραβεῖο καὶ στεφάνι.

ε΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ τὰ προστάγματα ἦταν μεγάλα καὶ τὰ ἔπαθλά τους δὲν ἦταν φανερά, πρόσεξε τὶ κάνει· ἐκεῖνος ὁ ἴδιος τὰ παρουσιάζει μὲ τὰ ἔργα του καὶ φανερώνει τὰ στεφάνια. Καθὼς δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ βαδίζη δύσκολο δρόμο, ἂν δῆ ὅτι κάποιος τὸν ἐβάδισε πιὸ πρίν, εὐκολώτερα τὸν ἀρχίζει καὶ παίρνει περισσότερη προθυμία, ἔτσι καὶ στὶς ἐντολές, αὐτοὶ ποὺ βλέπουν τοὺς προηγούμενους νὰ τὶς ἔχουν πράξει, εὔκολα ἀκολουθοῦν. Γιὰ νὰ ἀκολουθήσωμε λοιπὸν εὐκολώτερα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὁ Θεὸς πῆρε αὐτὴ τὴ σάρκα καὶ τὴ φύση τὴ δική μας κι’ ἔτσι τὸν βάδισε αὐτὸν τὸν δρόμο κι᾿ ἐδίδαξε τὶς ἐντολὲς μὲ τὰ ἔργα του. Δηλαδὴ τό, Ἂν σὲ ραπίση κανεὶς στὴ δεξιὰ σιαγόνα, γύρισέ του καὶ τὴν ἄλλη, ἐκεῖνος τὸ ἔκαμε, ὅταν τὸν ἐράπισε ὁ δοῦλος τοῦ ἀρχιερέως. Διότι δὲν τοῦ ἀντιστάθηκε, ἀλλὰ τοῦ φανέρωσε τόση καλωσύνη, ποὺ τοῦ εἶπε· Ἂν μίλησα κακά, δεῖξε τὸ κακό· ἂν ὅμως καλά, τὶ μὲ χτυπᾶς; Εἷδες πραότητα ποὺ φέρνει τὸν τρόμο; εἶδες ταπεινοφροσύνη ποὺ ξαφνιάζει; Τὸν χτυποῦσε ἕνας ποὺ δὲν ἧταν ἐλεύθερος, ἀλλὰ ὑπηρέτης, τιποτένιος καὶ δοῦλος, κι᾿ ἁπαντᾶ ἔτσι, μὲ τόση καλωσύνη. Ἔτσι ἔλεγε κι’ ὁ Πατέρας του στοὺς Ἰουδαίους· Λαέ µου, τὶ σοῦ ἔκαμα; ἢ σὲ τὶ σ᾽ ἑλύπησα; ἢ τὶ σ᾽ ἐνόχλησα; ἀποκρίσου. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς λέει, Δεῖξε τὸ κακό, ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας του, Ἀποκρίσον µου· κι’ ὅπως ἐκεῖνος λέει, Τὶ μὲ χτυπᾶς; ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας, Σὲ τὶ σ᾽ ἑλύπησα, ἢ τὶ σ᾽ ἐνόχλησα; Ὅταν πάλι δίδασκε τὴν ἀκτημοσύνη, πρόσεξε πῶς τὴν φανερώνει στὰ πράγματα, ποὺ λέει· Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουνε φωλιές, καὶ τὰ πουλιά τοῦ οὐρανοῦ τόπους νὰ μένουν, μὰ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνη τὸ κεφάλι του. Εἶδες ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη ; Δὲν εἶχε οὔτε τραπέζι, οὔτε λυχνάρι, οὔτε σπίτι, οὔτε κάθισμα, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο. Ἐδίδασκε νὰ ὑπομένωμε καρτερικὰ ὅταν μᾶς κακολογοῦν, πράγμα ποὺ τὸ φανέρωσε μὲ τὰ ἔργα του. Διότι ὅταν τὸν ἔλεγαν δαιμονισμένο καὶ Σαμαρείτη, ἐνῶ πάλι μποροῦσε νὰ τοὺς καταστρέψη, καὶ νὰ τιμωρήση τὴν κακολογία τους, δὲν ἔκανε τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ καὶ τοὺς εὐεργετοῦσε κι ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες ἀπ᾽ αὐτούς. Κι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶπε· Προσεύχεσθε γιὰ ὅσους σᾶς ὑβρίζουν, αὐτὸ τὸ ἔκαμε ὅταν ἀνέβηκε στὸ σταυρό. Ὅταν δηλαδὴ τὸν ἐσταύρωσαν καὶ τὸν ἐκάρφωσαν, ἐκεῖ ποὺ κρεμόταν ἔλεγε· Συχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τὶ κάνουν. Τὸ ἔλεγε αὐτὸ ὄχι διότι ὁ Ἶδιος δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς συχωρέση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς μάθη νὰ προσευχόμαστε γιὰ χάρη τῶν ἐχθρῶν μας. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐδίδασκε ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα, γι’ αὐτὸ πρόσθεσε καὶ τὴν προσευχή. Λοιπὸν κανεὶς αἱρετικὸς ἂς μὴν κατηγορήση τὰ λόγια του γιὰ ἀδυναμία, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος πολύ, κι’ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ λέει, Γιὰ νὰ δῆτε ὅτι ἔχει ἐξουσία ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ συχωρνᾶ στὴ γῆ ἁμαρτίες. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διδάσκη, (κι᾿ αὐτὸς ποὺ διδάσκει, ὄχι μόνο μὲ ὅσα λέει, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσα κάνει προοδεύει τὴ διδασκαλία του), γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ πρόσθεσε καὶ τὴν προσευχή, ὅπως καὶ τῶν μαθητῶν τὰ πόδια ἔπλυνε, ὄχι γιατὶ ἦταν μικρότερός τους, ἀλλὰ διότι ἐνῶ ἧταν Θεὸς καὶ Κύριος, κατέβηκε σὲ τόση ταπεινοφροσύνη.

στ'. Γι αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλεγε· Μἀθετε ἀπὸ μένα ὅτι πράος εἶμαι καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά. Κι’ ἄκουσε πάλι πῶς μὲ ἄλλον τρόπον παρουσιάζει τὰ ἴδια βραβεῖα καὶ τὰ ἔπαθλα καὶ τὰ φανερώνει στὰ μάτια μας. Ὑποσχόταν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀθανασία, τὴ συνάντηση στὸν ἀέρα, τὴν ἁρπαγή μας στὰ σύννεφα· αὐτὰ τὰ ἔδειξε μὲ τὰ πράγματα. Πῶς καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Πέθανε κι᾿ ἀναστήθηκε· γι’ αὐτὸ κι᾿ ἦταν μαζί τους σαράντα μέρες, γιὰ νὰ τοὺς πληροφορήση καὶ νὰ τοὺς δείξη πόσο θαυμαστὰ θὰ εἶναι τὰ σώματά μας μετὰ τὴν ἀνάσταση. Πάλι, λέγοντας μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου ὅτι Θὰ ἁρπαχθοῦμε στὰ σύννεφα νὰ τὸν συναντήσωμε στὸν ἀέρα, κι᾿ αὐτὸ τὸ φανέρωσε μὲ ἔργα. Διότι μετὰ τὴν ἀνάσταση, ὅταν ἦταν ν’ ἀνεβῆ στοὺς οὐρανούς, μπροστά τους λέει, Σηκώθηκε ψηλὰ καὶ σύννεφο τὸν ἔκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τους, ὅπως ἦταν καὶ τὸν ἔβλεπαν νὰ φεύγει. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ δικό µας σῶμα θά ’ναι ἀπὸ τὴν ἴδια οὐσία, ὅπως εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια σύνθεση· διότι ὅπως εἶναι τὸ κεφάλι, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα· ὅπως ἡ ἀρχή, ἔτσι καὶ τὸ τέλος. Καὶ αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Παῦλος πιὸ καθαρὰ κι’ ἔλεγε· Ἐκεῖνος ποὺ θὰ μεταμορφώση τὸ ταπεινό μας σῶμα, γιὰ νὰ γίνη ὅμοιο μὲ τὸ σῶμα του τὸ δοξασμένο. Ἀφοῦ λοιπὸν γίνεται ὅμοιο, καὶ τὸν ἴδιο δρόμο θὰ βαδίση, κι’ ὅμοια θ᾽ ἀνέβη πάνω στὰ σύννεφα. Τὰ ἴδια νὰ προσδοκᾶς κι’ ἐσὺ στὴν ἀνάσταση. Διότι ἐπειδὴ τότε ὁ λόγος γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν ἧταν φανερὸς σ᾽ ἐκείνους ποὺ τὸν ἄκοναν, γι᾿ αὐτὸ ἀνέβηκε στὸ ὄρος καὶ μεταμορφώθηκε μπροστὰ στοὺς μαθητές του, δεἰχνοντάς τους λίγο τὴ μελλοντικὴ δόξα, καὶ φανερώνοντος, σὰν μέσα σὲ αἴνιγμα καὶ θαμπά, πῶς θὰ εἶναι τὸ σῶμα τὸ δικό μας. Ἀλλὰ ἐνῶ τότε παρουσιάστηκε μ᾽ ἐνδύματα, στὴν ἀνάσταση ὅμως δὲ θὰ εἶναι ἔτσι. Διότι τὸ σῶμα µας δὲ χρειάζεται ἐνδύματα, οὔτε στέγη, οὔτε ὀροφή, οὔτε τίποτα ἄλλο τέτοιο. Κι’ ἀφοῦ ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση ἦταν γυμνὸς καὶ δὲν ντρεπόταν, καθὼς ἦταν ντυμένος μὲ δόξα, πολὺ περισσότερο τὰ σώματα τὰ δικά μας, ὅσα βαδίζουν σὲ προορισμὸ μεγαλύτερο καὶ καλύτερο, δὲ θὰ χρειαστοῦν τίποτα τέτοιο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἀναστήθηκε, ἄφησε τὰ ἐνδύματα νὰ βρίσκωνται στὸν τάφο καὶ στὴ θήκη, κι᾿ ἀνάστησε τὸ σῶμα του γυμνό, γεμάτο δόξα ἀνείπωτη κι᾿ εὐδαιμονία. Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ γνωρίσαμε, ἀγαπητοί, κι᾿ ἀφοῦ μάθαµε μὲ λόγια καὶ ἀφοῦ διδαχθήκαμε μὲ τὰ μάτια μας, ἃς φανερώσωμε τέτοια ζωή, ὦστε ν᾽ ἁρπαχθοῦμε στὰ σύννεφα καὶ νὰ ζοῦμε πάντοτε μαζί του, ἀφοῦ θὰ σωθοῦμε μὲ τὴ χάρη του, καὶ θὰ χαιρόμαστε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μακάρι ὅλοι μας νὰ ἀξιωθοῦμε μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἃς ἔχη δόξα, δύναμη, τιμή, προσκύνηση, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή : Ἡθικὰ καὶ Κοινωνικὰ Ἔργα - Ἰωάννου Χρυσοστόμου - Τόμος Ά - Ἐκδόσεις «Ὁ Λόγος»

«---» «---» «---»

Ἀκολουθεῖ τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Περὶ τῆς τῶν μελλόντων ἀπολαύσεως, καὶ τῆς τῶν παρόντων εὐτελείας.

αʹ. Σφοδρὸν τὸ καῦμα, καὶ βαρὺς ὁ αὐχμός· ἀλλὰ τὴν προθυμίαν ὑμῶν οὐκ ἐξέλυσεν, οὐδὲ τὸν πόθον τῆς ἀκροάσεως ἐμάρανε. Τοιοῦτον γὰρ ἀκροατὴς θερμὸς καὶ διεγηγερμένος· τῷ τῆς ἀκροάσεως ἔρωτι νευρούμενος, πάντα ῥᾳδίως ἂν ἐνέγκαι, ὥστε τὴν ἐπιθυμίαν ἐμπλῆσαι ταύτην τὴν καλὴν καὶ πνευματικήν· καὶ οὔτε κρυμὸς, οὔτε αὐχμὸς, οὐ πραγμάτων ὄχλος, οὐ φροντίδων πλῆθος, οὐκ ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδὲν ὑποσκελίσαι δύναιτ' ἄν· ὥσπερ οὖν τὸν ὕπτιον καὶ ἀναπεπτωκότα οὐκ ἀέρων εὐκρασίαι, οὐ σχολὴ καὶ ἄδεια, οὐ ῥᾳστώνη καὶ ἄνεσις διεγείρειεν ἂν, ἀλλὰ μένει καθεύδων ὕπνον τινὰ πολλῆς κατηγορίας ἄξιον. Ἀλλ' οὐχ ὑμεῖς τοιοῦτοι, ἀλλὰ παρὰ τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἡμῖν ἀμείνους. Καὶ γὰρ τὸ κεφάλαιον τῆς πόλεως ὑμεῖς, οὕτω συντεταμένοι καὶ νήφοντες, καὶ τοῖς λεγομένοις μετὰ ἀκριβείας παρακολουθοῦντες ἀεί. Τοῦτο ἐμοὶ τὸ θέατρον τῶν βασιλικῶν αὐλῶν σεμνότερον. Ἐκεῖ μὲν γὰρ τὰ διδόμενα, οἷα ἂν ᾖ, τῷ παρόντι συγκαταλύεται βίῳ, καὶ θορύβου γέμει καὶ ταραχῆς ἐμπέπλησται· ἐνταῦθα δὲ τοιοῦτον οὐδὲν, ἀλλὰ καὶ ἀσφάλεια πᾶσα, καὶ τιμὴ ταραχῆς ἀπηλλαγμένη, καὶ ἀρχαὶ τέλος οὐκ ἔχουσαι, οὐδὲ αὐτῷ τῷ θανάτῳ διακοπτόμεναι, ἀλλὰ τότε ἀσφαλέστεραι γινόμεναι. Μὴ γάρ μοι τὸν ἐπ' ὀχήματος εἴπῃς καθήμενον, καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνασπῶντα, καὶ πολλοὺς ἔχοντα δορυφόρους, μήτε τὴν ζώνην καὶ τὴν τοῦ κήρυκος φωνήν· μὴ ἐντεῦθέν μοι τὸν ἄρχοντα χαρακτηρίσῃς, ἀλλ' ἀπὸ τῆς καταστάσεως τῆς κατὰ ψυχὴν, εἰ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν ἄρχει, εἰ τῶν νοσημάτων περιγίνεται· οἷον, εἰ χρημάτων ἐπιθυμίας κρατεῖ, εἰ σωμάτων ἀκόρεστον ἔρωτα ὑπέταξεν, εἰ μὴ τήκεται φθόνῳ, εἰ μὴ σύρεται τῷ χαλεπῷ τῆς κενοδοξίας πάθει, εἰ μὴ δέδοικε καὶ τρέμει πενίαν, εἰ μὴ τὴν ἐπὶ τὸ σκυθρωπότερον μεταβολὴν, εἰ μὴ ἀποτέθνηκε τῷ δέει τούτῳ. Τοιοῦτόν μοι δεῖξον τὸν ἄρχοντα· τοῦτο γὰρ ἀρχή. Εἰ δὲ κρατεῖ μὲν ἀνθρώπων, δουλεύει δὲ πάθεσι, πάντων ἀνθρώπων δουλικώτερον τὸν τοιοῦτον εἴποιμι ἂν ἔγωγε Καὶ καθάπερ τὸν ἐν τῷ βάθει τὸν πυρετὸν ἔχοντα κατακλειόμενον, κἂν μηδὲν τοιοῦτον ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σώματος ἐνδείκνυται, πάντως μάλιστα φαῖεν ἂν πυρέττειν οἱ τῶν ἰατρῶν παῖδες, κἂν οἱ ἰδιῶται ἀγνοῶσιν· οὕτω δὴ κἀγὼ τὸν ψυχὴν ἔχοντα δούλην, καὶ τῶν παθῶν αἰχμάλωτον, κἂν μή τι τοιοῦτον ἡ ἔξωθεν ἐπιδείκνυται ὄψις, ἀλλὰ τοὐναντίον, ἁπάντων δουλικώτερον φαίην ἂν τὸν ἐν τῷ βάθει τὸν πυρετὸν τῶν κακῶν ἔχοντα, καὶ τὴν τυραννίδα τῶν παθῶν ἐν αὐτῇ ἱδρυμένην τῇ ψυχῇ· ἄρχοντα δὲ καὶ ἐλεύθερον, καὶ βασιλέων βασιλικώτερον, κἂν ῥάκια περιβεβλημένος ᾖ, κἂν δεσμωτήριον οἰκῇ, κἂν ἅλυσιν περικέηται, τὸν ταύτην ἀποδυσάμενον τὴν τυραννίδα, καὶ οὔτε ταῖς πονηραῖς ἐπιθυμίαις κατεχόμενον, οὔτε ἄλογον δέος πενίας καὶ ἀτιμίας, αὐτῶν τῶν δοκούντων εἶναι λυπηρῶν ἐν τῷ παρόντι βίῳ, δεδοικότα καὶ τρέμοντα.

βʹ. Αὗται αἱ ἀρχαὶ οὐκ εἰσὶ χρημάτων ὠνηταὶ, οὐδὲ τοὺς φθονοῦντας ἔχουσι· ταύτην οὐκ οἶδε κατηγόρου γλῶττα, οὔτε βασκάνων ὀφθαλμὸς, οὐδὲ ἐπιβούλων μηχανήματα, ἀλλ' ὥσπερ ἐν ἀσύλῳ χωρίῳ τινὶ τῷ τῆς φιλοσοφίας ἐνδιαιτωμένη, μένει διηνεκῶς ἀχείρωτος, οὐ μόνον ταῖς ἄλλαις τῶν πραγμάτων περιστάσεσιν, ἀλλ' οὐδὲ αὐτῇ εἴκουσα τῇ τελευτῇ. Καὶ δεικνύουσι ταῦτα οἱ μάρτυρες, ὧν τὰ σώματα μὲν διελύθη καὶ κόνις γέγονε καὶ τέφρα, ἡ δὲ ἀρχὴ καθ' ἑκάστην ζῇ τὴν ἡμέραν καὶ ἐνεργεῖ, δαίμονας ἀπελαύνουσα, καὶ νοσήματα δραπετεύειν παρασκευάζουσα, καὶ πόλεις ὁλοκλήρους ἀναπτεροῦσα, καὶ δήμους ἐνταῦθα ἄγουσα. Τοσαύτη τῆς ἀρχῆς ταύτης ἡ δύναμις, οὐχὶ ζώντων τῶν ἀρχόντων μόνον, ἀλλὰ καὶ τελευτησάντων, ὡς ἀνάγκῃ μὲν μηδένα, γνώμῃ δὲ καὶ πόθῳ πάντας ἐνταῦθα ἐλθεῖν, καὶ μηδενὶ μαραίνεσθαι χρόνῳ. Ὁρᾶτε ὡς οὐ μάτην τουτὶ τὸ θέατρον σεμνότερον ἔφην εἶναι τῶν βασιλικῶν αὐλῶν; Τὰ μὲν γὰρ ἐκεῖ φύλλοις ἔοικε μαραινομένοις, καὶ σκιαῖς παρατρεχούσαις· τὰ δὲ ἐνταῦθα διδόμενα τὸν ἀδάμαντα μιμεῖται, μᾶλλον δὲ κἀκείνου στεῤῥότερα, ἅτε ἀθάνατα ὄντα καὶ ἀκίνητα καὶ οὐδεμιᾷ εἴκοντά ποτε μεταβολῇ, καὶ τοῖς ἐρῶσιν αὐτῶν ἀδεῶς ἐπιόντα, μάχης ἀπηλλαγμένα καὶ φιλονεικίας, καὶ φθόνου καὶ δικαστηρίων, καὶ ἐπιβούλων καὶ συκοφαντίας. Τὰ μὲν γὰρ βιωτικὰ πολλοὺς ἔχει τοὺς φθονοῦντας· τὰ δὲ πνευματικὰ, ὅσον ἂν εἰς πλείονας ἔλθῃ, τοσοῦτον μᾶλλον τὴν εὐπορίαν ἐνδείκνυται τὴν ἑαυτῶν. Καὶ τοῦτο ἔξεστιν ὑμῖν ἐκ τοῦ λόγου τούτου μαθεῖν. Τὸν γὰρ λόγον, ὃν εἰς πάντας ἐκχέω, ἂν μὲν οἴκοι κατάσχω παρ' ἐμαυτῷ, ἀπορώτερος γίνομαι· ἂν δὲ εἰς πάντας ἐκχέω, ὥσπερ εἰς ἄρουραν καθαρὰν βάλλων τὰ σπέρματα, ἐπιτείνω μου τὴν εὐπορίαν, πλείονα ποιῶ τὸν πλοῦτον, ἅπαντας ὑμᾶς εὐπορωτέρους ἐργαζόμενος, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἐν ταύτῃ πενέστερος γινόμενος, ἀλλὰ καὶ πλουσιώτερος μειζόνως· ὅπερ ἐπὶ χρημάτων οὐκ ἔνι, ἀλλὰ τοὐναντίον ἅπαν. Εἰ γὰρ ἔχων χρυσίον ἀποκείμενον, εἰς πάντας αὐτὸ διανεῖμαι ἑλοίμην, οὐκέτι ἂν δυναίμην ἔχειν τὴν προτέραν εὐπορίαν, τῇ διαιρέσει ταύτης ἐλαττουμένης.

γʹ. Ἐπεὶ οὖν τοσαῦτα τῶν πνευματικῶν τὰ ἐξαίρετα, καὶ πολλὴν ἔχει τὴν εὐκολίαν, ἅτε πᾶσι τοῖς βουλομένοις δωρεὰν παραγινόμενα, τούτων μᾶλλον ἐρῶμεν, τὰς σκιὰς ἀφέντες, καὶ μὴ τοὺς κρημνοὺς καὶ τοὺς σκοπέλους διώκοντες. Καὶ γὰρ ἵνα τοῦτον τὸν ἔρωτα ὁ Θεὸς ἐπιτείνῃ, καὶ πρὸ τῆς τελευτῆς τοῦ κεκτημένου ταῦτα ἀνθρώπου θάνατον αὐτοῖς συνεκλήρωσεν. Οἷόν τι λέγω· οὐχ ὅταν ὁ κεκτημένος ταῦτα τελευτήσῃ, τότε καὶ αὐτὰ τελευτᾷ, ἀλλὰ καὶ ζῶντος ἔτι μαραίνεται ταῦτα καὶ ἀποθνήσκει, ἵνα τὸ ἐπίκηρον αὐτῶν καὶ τοὺς σφόδρα αὐτῶν ἐρῶντας καὶ περὶ αὐτὰ μεμηνότας τῆς χαλεπῆς ταύτης ἀπαγάγῃ λύττης, παιδεύοντα αὐτῶν τὴν φύσιν, καὶ διδάσκοντα διὰ τῆς πείρας, ὅτι σκιᾶς ἐστιν ἀδρανέστερα, καὶ ταύτῃ τὸν ἔρωτα καταλύοντα. Οἷον ὡς ἐπὶ παραδείγματος· ὁ πλοῦτος οὐχὶ τοῦ πλουτοῦντος μόνον τελευτῶντος καταλύεται, ἀλλὰ καὶ ζῶντος μᾶλλον ἀπέστη. Ἡ νεότης τὸν ἔχοντα οὐχὶ τελευτήσαντα μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐμπνέοντα ἔτι ἀπολιποῦσα οἴχεται, ἐν τῇ τῆς ἡλικίας ὁδῷ καταλύουσα, καὶ τῷ γήρᾳ παραχωροῦσα. Τὸ κάλλος ὁμοῦ καὶ ἡ εὐμορφία, ἔτι ζώσης τῆς γυναικὸς, ἐτελεύτησε, καὶ πρὸς ἀμορφίαν μετέστη· αἱ δόξαι, αἱ δυναστεῖαι πάλιν ὁμοίως· αἱ τιμαὶ, αἱ ἀρχαὶ, ἐφήμεροι καὶ πρόσκαιροι, καὶ τῶν ἐχόντων αὐτὰ ἀνθρώπων θνητότεραι· καὶ ὥσπερ σωμάτων θανάτους ἔστι καθημερινοὺς ὁρᾷν, οὕτω καὶ πραγμάτων. Τοῦτο δὲ γέγονεν, ἵνα τῶν παρόντων ὑπερορῶντες, τῶν μελλόντων ἐχώμεθα, καὶ τῆς ἐκείνων ἐκκρεμώμεθα ἀπολαύσεως, καὶ ἐν τῇ γῇ βαδίζοντες, τῷ πόθῳ ἐν οὐρανοῖς διατρίβωμεν. Καὶ γὰρ δύο τούτους αἰῶνας ἐποίησεν ὁ Θεὸς, τὸν μὲν παρόντα, τὸν δὲ μέλλοντα· τὸν μὲν ὁρατὸν, τὸν δὲ ἀόρατον· τὸν μὲν αἰσθητὸν, τὸν δὲ νοητόν· τὸν μὲν σωματικὴν ἔχοντα ἀνάπαυσιν, τὸν δὲ ἀσώματον· τὸν μὲν ἐν πείρᾳ, τὸν δὲ ἐν πίστει· τὸν μὲν ἐν χερσὶ, τὸν δὲ ἐν ἐλπίσι· καὶ τὸν μὲν εἶναι στάδιον ἐκέλευσε, τὸν δὲ βραβεῖον· καὶ τούτῳ μὲν σκάμματα καὶ πόνους καὶ ἱδρῶτας συνεκλήρωσεν, ἐκείνῳ δὲ στεφάνους καὶ ἔπαθλα καὶ ἀμοιβάς· τὸν μὲν πέλαγος, τὸν δὲ λιμένα κατεσκεύασε· καὶ τὸν μὲν βραχὺν, τὸν δὲ ἀγήρω καὶ ἀθάνατον. Ἐπεὶ οὖν πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων τῶν νοητῶν ἐκείνων τὰ αἰσθητὰ προετίμων, συνεκλήρωσε τούτοις τὸ ἐπίκηρον καὶ τὸ πρόσκαιρον, ἵνα ταύτῃ τῶν παρόντων ἀπαγαγὼν, τῷ ἔρωτι τῶν μελλόντων μετὰ πολλῆς αὐτοὺς προσδήσῃ τῆς ἀκριβείας. Εἶτα ἐπειδὴ ἀόρατα ἦν ἐκεῖνα καὶ νοερὰ, καὶ ἐν πίστει καὶ ἐν ἐλπίσιν, ὅρα τί ποιεῖ. Παραγενόμενος ἐνταῦθα, καὶ τὴν σάρκα λαβὼν τὴν ἡμετέραν, καὶ τὴν θαυμαστὴν ἐκείνην οἰκονομίαν ἐργασάμενος, ὑπ' ὄψιν ἄγει τὰ μέλλοντα, τὰς παχυτέρας καὶ ταύτῃ πληροφορῶν διανοίας. Ἐπειδὴ γὰρ ἦλθε κομίζων πολιτείαν ἀγγελικὴν, καὶ τὴν γῆν οὐρανὸν ἐργαζόμενος, καὶ ταῦτα ἐπιτάττων, ἃ τοῖς ἀσωμάτοις ἐξωμοίουν δυνάμεσι τοὺς μετιόντας, καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους ἐποίησε, καὶ πρὸς τὰς ἐλπίδας ἐκάλει τὰς ἄνω, καὶ μικρὰ σκάμματα διέτεινε, καὶ ὑψηλότερα ἵπτασθαι ἐκέλευσε, καὶ πρὸς αὐτὰς ἀναβαίνειν τῶν οὐρανῶν τὰς ἁψῖδας, καὶ πρὸς δαίμονας ἀποδύεσθαι, καὶ πρὸς ἅπασαν τοῦ διαβόλου τὴν φάλαγγα παρατάττεσθαι, σῶμα ἔχοντας, σαρκὶ συμπεπλεγμένους, καὶ τὰ σώματα νεκροῦν, καὶ τῶν παθῶν ἐξορίζειν τὸν θόρυβον, καὶ τὴν σάρκα ἁπλῶς περικεῖσθαι, τὴν ἅμιλλαν δὲ πρὸς τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις τείνασθαι.

δʹ. Ἐπειδὴ ταῦτα ἐπέταξεν, ὅρα τί ποιεῖ, πῶς εὔκολον τὸν ἀγῶνα ἐργάζεται. Μᾶλλον δὲ, εἰ δοκεῖ, πρότερον εἴπωμεν τῶν ἐπιταγμάτων τὸ μέγεθος, καὶ πῶς ὑψηλὸν τὸ πτερὸν κατεσκεύαζε, καὶ τῆς ἀνθρωπίνης σχεδὸν ἐξοικίζων φύσεως, πρὸς οὐρανὸν μεθωρμίσθαι πάντας ἐκέλευσε. Τοῦ γὰρ νόμου κελεύοντος ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, αὐτός φησιν· Ἐάν τίς σε ῥαπίσῃ εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην. Οὐκ εἶπε, φέρε γενναίως μόνον καὶ πράως τὴν παροινίαν, ἀλλὰ καὶ πρόϊθι περαιτέρω τὴν φιλοσοφίαν, καὶ μείζονα παρασκευάζου πάσχειν, ἢ ἐκεῖνος ποιῆσαι ἐπιθυμεῖ· τῇ δαψιλείᾳ τῆς φιλοσοφίας νίκησον αὐτοῦ τὸ προπετὲς τῆς παροινίας, ἵνα αἰδεσθείς σου τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐπιείκειαν, ἀναχωρήσῃ. Καὶ πάλιν φησίν· Εὔχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς· εὔχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν· καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς. Τὴν περὶ τῆς παρθενίας πάλιν εἰσήγαγε συμβουλὴν λέγων· Ὁ δυνάμενος χωρεῖν, χωρείτω. Ἐπειδὴ γὰρ ἐκ παραδείσου τὸ πρᾶγμα ἀπέπτη, καὶ μετὰ τὴν παρακοὴν ἀνεχώρησε κατιὼν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν αὐτὴν ἐπανήγαγε, καθάπερ φυγάδα πρὸς τὴν ἀρχαίαν ἐπαναγαγὼν πατρίδα, καὶ τῆς μακρᾶς ἐξορίας ἀπαλλάττων· καὶ ἐλθὼν πρῶτον ἐκ παρθένου ἐτίκτετο, καὶ τοὺς τῆς φύσεως ἐκίνει νόμους, ἐκ προοιμίων τιμῶν αὐτὴν, καὶ μητέρα τὴν παρθένον ἀποφαίνων. Ἐπειδὴ τοίνυν παραγενόμενος τοιαῦτα ἐπέταττε, καὶ ὑψηλὴν τὴν πολιτείαν εἰργάζετο, ἄξια καὶ τὰ ἔπαθλα τῶν πόνων ἐδίδου, μᾶλλον δὲ πολλῷ μείζονα καὶ ὑψηλότερα. Ἀλλ' ἦν καὶ ταῦτα ἀόρατα, καὶ ἐν ἐλπίσι καὶ ἐν πίστει καὶ ἐν προσδοκίᾳ τῇ τῶν μελλόντων. Ἐπεὶ οὖν τὰ μὲν ἐπιτάγματα ἐπίπονα καὶ ὑψηλὰ, τὰ δὲ ἔπαθλα καὶ τὰ βραβεῖα ἐν πίστει, ὅρα τί ποιεῖ· πῶς εὔκολον τὸν ἀγῶνα ἐργάζεται· πῶς ῥᾴδια τὰ σκάμματα. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; ∆ύο δὴ ταύταις ὁδοῖς· μιᾷ μὲν, τὸ αὐτὸν αὐτὰ μετελθεῖν· ἑτέρᾳ δὲ, τὸ αὐτὸν δεῖξαι τὰ βραβεῖα καὶ ὑπ' ὄψιν ἀγαγεῖν. Τῶν γὰρ ἀπ' αὐτοῦ λεγομένων τὰ μὲν ἐντολὴ ἦν, τὰ δὲ ἔπαθλα· ἐντολὴ μὲν, Εὔχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων· ἔπαθλον δὲ, Ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Πάλιν, Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι, καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Εἶδες τὸ μὲν, ἐντολὴν, τὸ δὲ, ἔπαθλον; Πάλιν, Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ. Εἶδες ἄλλην ἐντολὴν, καὶ ἔπαθλον; Τὸ μὲν γὰρ αὐτοὺς ἐκέλευσε ποιεῖν, τὸ δὲ αὐτὸς ἡτοίμασεν, ὅπερ ἦν μισθὸς καὶ ἀντίδοσις. Καὶ πάλιν, Ὅστις ἀφῆκεν οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς, καὶ ἀδελφάς· τοῦτο ἐντολή· Ἑκατονταπλασίονα λήψεται, καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει· τοῦτο βραβεῖον καὶ στέφανος.

εʹ. Ἐπεὶ οὖν καὶ τὰ ἐπιτάγματα μεγάλα ἦν, καὶ τὰ ἔπαθλα αὐτῶν οὐ φαινόμενα, ὅρα τί ποιεῖ· αὐτὸς αὐτὰ διὰ τῶν ἔργων ἐπιδείκνυται, καὶ τοὺς στεφάνους ἐπ' ὄψιν ἄγει. Ὥσπερ γὰρ ὁ κελευόμενος ἀτριβῆ βαδίζειν ὁδὸν, ἐὰν ἴδῃ πρότερόν τινα βαδίσαντα, εὐκολώτερον ἅπτεται, καὶ πλείονα λαμβάνει τὴν προθυμίαν· οὕτω καὶ ἐν ταῖς ἐντολαῖς, οἱ τοὺς προηγουμένους ὁρῶντες, ῥᾳδίως ἕπονται. Ἵν' οὖν εὐκολώτερον ἡ ἡμετέρα φύσις ἀκολουθήσῃ, ταύτην λαβὼν τὴν σάρκα, καὶ τὴν φύσιν τὴν ἡμετέραν, οὕτως αὐτὴν ἐβάδισε, καὶ τὰς ἐντολὰς διὰ τῶν ἔργων ἐπεδείξατο. Τὸ γὰρ, Ἐάν τίς σε ῥαπίσῃ ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην, αὐτὸς ἐποίησεν, ὅταν αὐτὸν ἐῤῥάπισεν ὁ δοῦλος τοῦ ἀρχιερέως. Οὐ γὰρ ἠμύνατο αὐτὸν, ἀλλὰ τοσαύτην ἐπιείκειαν ἐπεδείξατο, ὡς εἰπεῖν· Εἰ μὲν κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; Εἶδες πραότητα φρίκης γέμουσαν; εἶδες ταπεινοφροσύνην ἔκπληξιν ἔχουσαν; Ἐτύπτετο, οὐ παρ' ἐλευθέρου τινὸς, ἀλλὰ παρ' οἰκέτου, μαστιγίου, καὶ οἰκοτρίβου, καὶ μετὰ τοσαύτης ἀποκρίνεται τῆς ἐπιεικείας ταῦτα. Οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ αὐτοῦ τοῖς Ἰουδαίοις ἔλεγε· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι; ἢ τί σε ἐλύπησα; ἢ τί παρηνόχλησά σοι; ἀποκρίθητι. Ὥσπερ αὐτός φησι, Μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ, οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ αὐτοῦ, Ἀποκρίθητί μοι· καὶ ὥσπερ αὐτός φησι, Τί με δέρεις, οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ, Τί ἐλύπησά σε, ἢ τί παρηνόχλησα; Πάλιν ἀκτημοσύνην παιδεύων, ὅρα πῶς διὰ τῶν ἔργων αὐτὴν ἐπιδείκνυται λέγων· Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι. Εἶδες ἀκτημοσύνης ἐπίτασιν; Οὐ τράπεζα ἦν αὐτῷ, οὐ λυχνία, οὐκ οἶκος, οὐ δίφρος, οὐκ ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδέν. Ἐδίδασκε περὶ τοῦ κακῶς ἀκούοντας φέρειν γενναίως, ὅπερ διὰ τῶν ἔργων ἐπεδείξατο. Ὅτε γὰρ δαιμονῶντα αὐτὸν ἐκάλουν καὶ Σαμαρείτην, δυνάμενος αὐτοὺς πάλιν ἀπολέσαι, καὶ τῆς ὕβρεως αὐτῶν ἀποτῖσαι δίκην, οὐδὲν ἐποίει τοιοῦτον, ἀλλὰ καὶ εὐηργέτει, καὶ τοὺς δαίμονας αὐτῶν ἀπήλαυνε. Καὶ εἰπὼν, Εὔχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς, εἰς τὸν σταυρὸν τοῦτο ἀναβὰς ἐποίησεν. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτὸν ἐσταύρωσαν καὶ προσήλωσαν, κρεμάμενος ἔλεγεν, Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Ταῦτα ἔλεγεν οὐκ ἀτονῶν αὐτὸς ἀφιέναι, ἀλλ' ἡμᾶς παιδεύων εὔχεσθαι ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν. Ἐπειδὴ γὰρ οὐ λόγῳ μόνῳ, ἀλλὰ καὶ ἔργῳ τὴν διδασκαλίαν ἐπεδείκνυτο, διὰ τοῦτο καὶ τὴν εὐχὴν προσέθηκε. Μηδεὶς τοίνυν τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν πολλὴν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν, ἀσθένειαν καταγινωσκέτω τῶν εἰρημένων· αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ λέγων, Ἵνα δὲ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας. Ἀλλ' ἐπειδὴ παιδεύειν ἐβούλετο (ὁ δὲ παιδεύων οὐ δι' ὧν λέγει μόνον, ἀλλὰ καὶ δι' ὧν ποιεῖ τὴν διδασκαλίαν προάγει), τούτου χάριν καὶ τὴν εὐχὴν προσέθηκεν· ἐπεὶ καὶ τῶν μαθητῶν τοὺς πόδας ἔνιπτεν, οὐχ ὡς ἐλάττων ὢν, ἀλλὰ Θεὸς ὢν καὶ ∆εσπότης εἰς τοσοῦτο κατέβη ταπεινοφροσύνης.

στʹ. ∆ιὰ δὴ τοῦτο ἔλεγε· Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ. Ἑτέρως πάλιν τὸ τὰ βραβεῖα αὐτὰ καὶ τὰ ἔπαθλα εἰς μέσον ἀγαγεῖν, καὶ ὑπὸ ὀφθαλμοὺς δεικνύναι, ἄκουσον. Ὑπέσχετο σωμάτων ἀνάστασιν, ἀφθαρσίαν, τὴν εἰς ἀέρα ἀπάντησιν, τὴν ἐν νεφέλαις ἁρπαγήν· ταῦτα διὰ τῶν πραγμάτων ἔδειξε. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Ἀποθανὼν ἀνέστη· διὸ καὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας αὐτοῖς συνῆν, ἵνα αὐτοὺς πληροφορήσῃ καὶ δείξῃ ἡλίκα ἡμῶν εἶναι μέλλει τὰ σώματα μετὰ τὴν ἀνάστασιν. Πάλιν λέγων διὰ τοῦ Παύλου, ὅτι Ἐν νεφέλαις ἁρπαγησόμεθα εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ εἰς ἀέρα, καὶ τοῦτο ἔδειξεν ἔργοις. Μετὰ γὰρ τὴν ἀνάστασιν, ἡνίκα ἔμελλεν ἀνιέναι εἰς οὐρανοὺς, παρόντων αὐτῶν Ἐπήρθη, φησὶ, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν· καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν, πορευομένου αὐτοῦ. Οὕτως οὖν καὶ τὸ ἡμέτερον σῶμα ὁμοούσιον ἔσται ἐκείνῳ τῷ σώματι, ἅτε ἐκ τοῦ φυράματος ὄν· ὥσπερ γὰρ ἡ κεφαλὴ, οὕτω καὶ τὸ σῶμα· ὥσπερ ἡ ἀρχὴ, οὕτω καὶ τὸ τέλος. Καὶ τοῦτο σαφέστερον ὁ Παῦλος δηλῶν ἔλεγεν· Ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ. Εἰ τοίνυν σύμμορφον γίνεται, καὶ τὴν αὐτὴν ὁδὸν βαδιεῖται, καὶ ὁμοίως ἐπὶ νεφελῶν ἀρθήσεται. Ταῦτα προσδόκα καὶ αὐτὸς ἐν τῇ ἀναστάσει. Ἐπειδὴ γὰρ ἄδηλον ἦν τοῖς ἀκούουσι τέως τὸ ῥῆμα τῆς βασιλείας, διὰ τοῦτο ἀνελθὼν ἐν τῷ ὄρει μετεμορφώθη ἔμπροσθεν τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, παρανοίγων αὐτοῖς τῶν μελλόντων τὴν δόξαν, καὶ ὡς ἐν αἰνίγματι καὶ ἀμυδρῶς ἐπιδεικνὺς οἷον ἔσται τὸ σῶμα τὸ ἡμέτερον. Ἀλλὰ τότε μὲν μετὰ ἱματίων ἐφάνη, ἐν δὲ τῇ ἀναστάσει οὐχ οὕτως. Οὐ γὰρ δεῖται τὸ σῶμα ἡμῶν ἱματίων, οὐδὲ στέγης, οὐδὲ ὀρόφου, οὐδὲ ἄλλου τῶν τοιούτων οὐδενός. Εἰ γὰρ ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παραβάσεως γυμνὸς ὢν οὐκ ᾐσχύνετο, δόξῃ ἠμφιεσμένος, πολλῷ μᾶλλον τὰ σώματα τὰ ἡμέτερα, ὅσα ἐπὶ μείζονα καὶ ἀμείνω λῆξιν βαδιεῖται, οὐδενὸς τούτων δεηθήσεται. ∆ιὰ δὴ τοῦτο καὶ αὐτὸς ἀνιστάμενος, τὰ ἱμάτια ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ τῆς σοροῦ κεῖσθαι εἴασε, γυμνὸν ἀναστήσας τὸ σῶμα, δόξης ἀφάτου καὶ μακαριότητος ἐμπεπλησμένον. Ταῦτα οὖν εἰδότες, ἀγαπητοὶ, καὶ διὰ λόγων παιδευθέντες, καὶ δι' ὀφθαλμῶν διδαχθέντες, τοιαύτην ἐπιδειξώμεθα πολιτείαν, ἵνα ἐν νεφέλαις ἁρπαγέντες ἀεὶ μετ' αὐτοῦ διατρίβοντες ὦμεν, σωζόμενοι καὶ τῇ αὐτοῦ χάριτι, καὶ τῶν μελλόντων ἀπολαύοντες ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, μεθ' οὗ τῷ Πατρὶ, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμὴ, προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού με αναφορά στην πηγή προέλευσής του

Your rating: None Average: 4.8 (11 votes)


Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ

Κάθε λογισμὸς καὶ κάθε αἴσθηση ὁδηγοῦν σταδιακὰ τὴν ψυχὴ εἴτε πρὸς τὸν παράδεισο εἴτε πρὸς τὴν κόλαση.

Ἄν ὁ λογισμὸς εἶναι ἔλλογος, τότε συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, μὲ τὸν ὕψιστο Λογισμό, μὲ τὴν Παναξία, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ὁ παράδεισος.

παράδεισος

Ἐάν πάλι εἶναι ἄλογος ὁ λογισμὸς ἤ καὶ παράλογος, τότε συνδέει ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Παράλογο, τὸν Ἀνόητο, μὲ τὸν διάβολο, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ἡ κόλαση.

Ὅσα ἰσχύουν γιὰ τὸν λογισμὸ, ἰσχύουν καὶ γιὰ τις αἰσθήσεις. Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ, ἀπὸ τὴν γῆ: καὶ ὁ παράδεισος μὰ καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Η Θεία Λειτουργία

The Arabic Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

The Turkish Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

 

Άγιοι Τόποι

24 Ώρες στους Αγίους Τόπους, Οδοιπορικό σε Μονές 20/04/2019

24 Ώρες στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων 25/04/2019

24 Ώρες στα Βήματα του Χριστού 27/04/2019

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Ἐγὼ πατὴρ, ἐγὼ ἀδελφὸς, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφὴ, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλὴ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ ἀδελφὴ, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;  περισσότερα »»»

Η Ελλάδα και ο Υμνος της Ελευθερίας

Ελληνική σημαία - Ελλάς - Ελευθερία

Υπεραγία Παρθένος Θεοτόκος Μαρία

Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. (Ψαλ. 32, 10-11)

εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων. (Τιμ.Α 5,8)

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικά λέγονται λογικοί. Δεν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἀπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καἰ ποιὸ τὸ κακό καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.

St Antony the Great

Ἐφ᾿ ὅσον ἐννοεῖς τὰ περὶ Θεοῦ, νὰ εἶσαι εὐσεβής, χωρὶς φθόνο, ἀγαθός, σώφρων, πράος, χαριστικὸς κατὰ δύναμιν, κοινωνικός, ἀφιλόνεικος καὶ τὰ ὅμοια. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο ἀπόκτημα τῆς ψυχῆς, νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ τέτοιες πράξεις καὶ μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανέναν καὶ νὰ λέει γιὰ κανέναν, ὅτι ὁ δείνα εἶναι κακὸς καὶ ἁμάρτησε. Ἀλλὰ καλλίτερο εἶναι νὰ συζητᾶμε τὰ δικά μας κακά, καὶ νὰ ἐρευνᾶμε μέσα μας τὴ δική μας πολιτεία, ἐὰν εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό. Διότι, τί μᾶς μέλει ἐμᾶς, ἐὰν ὁ ἄλλος εἶναι πονηρός;

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ἡ αἰωνιότητα εἶναι φρικιαστικὴ δίχως Θεάνθρωπο, γιατὶ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φοβερὸς δίχως τὸν Θεάνθρωπο. Καθετὶ τὸ ἀνθρώπινο, μονάχα στὸν Θεάνθρωπο ἔχει τὴν τελικὴ καὶ λογικὴ του ἑρμηνεία. Δίχως τὸν θαυμαστὸ Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μεταβάλλονται ἀναπόφευκτα σὲ χάος, σὲ φρίκη, σὲ θάνατο, σὲ κόλαση: ἡ φρόνηση σὲ ἀφροσύνη, ἡ αἴσθηση σὲ ἀπόγνωση, ἡ ἐπιθυμία σὲ αὐτοδιάσπαση μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοθέωση ἤ τὴν αὐτοεξουθένωση.

περισσότερα