»»» Προθύμως Ανάβαινε - Η κοίμησις του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή.
Προθύμως Ανάβαινε - Η κοίμησις του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή.
Η κοίμησις του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή 15 Αυγ 1959
Η αρετή έχει κόπον διά να την απόκτηση κανείς. Αλλά όταν την απόκτηση και την ευωδίαν της δεν μπορεί να συγκράτηση. Το Ορθόδοξον ασκητικόν Πνεύμα μπορεί να αναμόρφωση τον κόσμον και να ανάπλαση τον άνθρωπον που σήμερα έχασε τον δρόμον του, τον προορισμόν του και υποφέρη πολύ.
Η αγάπη του προς την Παναγίαν μας είναι ανωτέρα πάσης περιγραφής. Μόνον που ανέφερε το όνομα της τα μάτια του έτρεχαν. Την παρακαλούσε από καιρόν, να τον πάρη, να ξεκουρασθή. Και τον εισήκουσεν η Παντάνασσα. Τον επληροφόρησε ένα μήνα πριν διά την αναχώρησίν του. Με εκάλεσε τότε ο Γέροντας και μου υπέδειξε τι να ετοιμάσωμε. Επεριμέναμε.
Την παραμονήν της κοιμήσεως του -14 Αυγούστου 1959- επέρασε να τον ιδή ο κ. Σχοινάς από τον Βόλον ήσαν γνώριμοι πολύ.
-Τι κάμετε, του λέγει, πως έχει η υγεία σας;
-Αύριον, Σωτήρη αναχωρώ διά την αιωνίαν πατρίδα. Όταν ακούσης τις καμπάνες, να ενθυμηθής τον λόγον μου.
Το βράδυ εις την αγρυπνίαν της Κοιμήσεως της Παναγίας µας ο Γέροντας συνέψαλλε όσον ηδύνατο με τους πατέρας. Εις την Θείαν Λειτουργίαν την ώραν που εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια είπε' «εφόδιον ζωής αιωνίου».
Ξημέρωσε 15η Αυγούστου. Ο Γέροντας κάθεται στην μαρτυρική του πολυθρόνα στην αυλή του ησυχαστηρίου µας. Περιμένει την ώραν και την στιγμήν. Είναι σίγουρος διά την πληροφορίαν που του είχε δώσει η Παναγία µας, αλλά βλέποντας την ώραν να περνά και τον ήλιον να ανεβαίνη, του έρχεται κάτι ωσάν στενοχώρια, ωσάν αγωνία διά την βραδύτητα.
Η τελευταία επίσκεψις του πονηρού.
Με φωνάζει και μου λέγει: «Παιδί μου, γιατί αργεί ο Θεός να με πάρη; Ο ήλιος ανεβαίνει και εγώ ακόµη είμαι εδώ!». Βλέποντας εγώ τον Γέροντα µου να λυπήται και σχεδόν να αδημονή του λέγω με θάρρος: «Γέροντα µη στενοχωρήστε, τώρα εμείς θά κάνωμε "ευχή" και θα φύγετε».
Εσταμάτησαν τα δάκρυα του. Οι πατέρες, ο καθένας το κομποσχοίνι του και έντονον την ευχήν. Δεν επέρασε τέταρτο και μου λέγει: «Κάλεσε τους πατέρες να βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Εβάλαμε την τελευταίαν μετάνοιαν. Έπειτα από λίγο εσήκωσε τα μάτια του υψηλά και έβλεπε επιμόνως επί δύο λεπτά περίπου. Κατόπιν γυρίζει και πλήρης νηφαλιότητος και ανέκφραστου ψυχικού θάμβους µας λέγει:
«Όλα ετελείωσαν, φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε!» Καί με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δύο - τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια, και αυτό ήταν. Παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Εκείνου, τον όποιον επόθησε και εδούλευσεν εκ νεότητος.
Θάνατος όντως οσιακός. Εις ημάς εσκόρπισε αναστάσιμον αίσθησιν. Εμπροστά µας είχαμε νεκρόν και ήρμοζε πένθος, όµως μέσα µας εζούσαμε ανάστασιν.
Και τούτο το αίσθημα δεν έλειψε πλέον με αυτό συνοδεύεται έκτοτε η ενθύμησις του αειμνήστου αγίου Γέροντος».
Προσευχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ
Δέσποτα γλυκύτατε Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐξαπόστειλον τὴν ἁγίαν σου χάριν
καὶ λῦσόν με ἐκ τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας.
Φώτισόν μου τὸ σκότος τῆς ψυχῆς
ὅπως κατανοήσω τὸ Σὸν ἄπειρον ἔλεος,
καὶ ἀγαπήσω
καὶ εὐχαριστήσω ἀξίως Σὲ τὸν γλυκύτατον Σωτῆρα μου,
τὸν ἄξιον πάσης ἀγάπης καὶ εὐχαριστίας.
Ναί, ἀγαθὲ εὐεργέτα μου καὶ πολυεύσπλαχνε Κύριε·
μὴ ἀπώσῃ ἀφ᾿ ἡμῶν τὸ σὸν ἔλεος,
ἀλλὰ σπλαχνίσθητι τὸ Σὸν πλάσμα.
Γινώσκω, Κύριε, τὸ βάρος τῶν ἡμῶν πλημμελημάτων,
ἀλλὰ εἶδον καὶ τὸν Σὸν ἀνείκαστον ἔλεος.
Θεωρῶ τὸ σκότος τῆς ἀναισθήτου μου ψυχῆς,
ἀλλὰ πιστεύω μὲ χρηστὰς ἐλπίδας,
ἀναμένων θεῖόν Σου φωτισμὸν
καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν πονηρῶν οὐ κακῶν
καὶ ὀλεθρίων παθῶν·
τῇ πρεσβείᾳ τῆς γλυκυτάτης Σου Μητρὸς
Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας
καὶ πάντων τῶν Ἁγίων.
Ἀμήν.
Πηγή : Το παρόν φυλλάδιον είναι απόσπασμα από ευρυτέραν εργασίαν περί του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. Διανέμεται δωρεάν, την δε δαπάνην ανέλαβε η φιλόθεος προαίρεσις του αδελφού Γεωργίου εις τον όποιον αναλογεί και ο μισθός από την ωφέλειαν που θα πρόκυψη εκ της αναγνώσεως.
Πηγή Προσευχής : http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/prayers/proseyxai.htm