»»» Ο άπιστος είναι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων
Ο άπιστος είναι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων
Ἅγιος Νεκτάριος :
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει πίστη στὸ Θεό.
Ὁ ἄπιστος εἶναι ὁ πιὸ δυστυχισμένος τῶν ἀνθρώπων, γιατί στερήθηκε τὸ μοναδικό ἀγαθὸ πάνω στὴ γῆ, τὴν πίστη, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός ὁδηγός πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐτυχία.
Ὁ ἄπιστος εἶναι τόσο δυστυχής, ἀφοῦ ἔχει στερηθεῖ πιὰ τὴν ἐλπίδα, τὸ μοναδικό στήριγμα στὸν μακρύ δρόμο τῆς ζωῆς.
Ὁ ἄπιστος εἶναι πάρα πολύ δυστυχής γιατί τοῦ λείπει ἡ ἀληθινή ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ περιβάλλει μὲ φροντίδα τὴ θλιμμένη καρδιά. Ὁ ἄπιστος εἶναι δυστυχέστατος καθότι στερήθηκε τὸ θεῖο κάλλος, τὴ θεία εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ θεῖος καλλιτέχνης χάραξε καὶ τὴν ὁποία ἡ πίστη ἀποκάλυψε.
Ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ ἄπιστου τίποτε ἄλλο δὲν βρίσκει μέσα στὴ δημιουργία, παρά μόνο τὴ δράση τῆς φύσης. Ἡ λαμπρή εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ, τὸ θαυμάσιο κάλλος της γι' αὐτὸν μένουν καλυμμένα καὶ ἀνεξερεύνητα. Τὸ βλέμμα του πλανιέται ἄσκοπα μέσα στὸ ἄπειρο τῆς δημιουργίας, πουθενὰ ὅμως δὲν βρίσκει τὴν ὀμορφιά τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ· πουθενὰ δὲν θαυμάζει τὴ θεία παντοδυναμία, πουθενὰ δὲν ἀνακαλύπτει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὴ θεία πρόνοια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ πρὸς τὴ δημιουργία. Ὁ νοῦς του δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ πέραν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, οὔτε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῶν αἰσθήσεων. Ἡ καρδιά του παραμένει ἀναίσθητη μπροστά στὴν ἀπεικόνιση τῆς θείας σοφίας καὶ δύναμης. Σ’ αὐτὴ δὲν γεννιέται κανένα συναίσθημα λατρείας. Τὰ χείλη του μένουν σφραγισμένα, τὸ στόμα του ἀκίνητο, ἡ γλῶσσα του ἀσάλευτη. Δὲν βγαίνει φωνή μέσα ἀπὸ τὸ στέρνο του, ποὺ νὰ ὑμνεῖ, νὰ δοξολογεῖ, νὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό.
Ἡ χαρά ποὺ εἶναι ἁπλωμένη στὸ σύμπαν ἐγκατέλειψε τὴν καρδιά τοῦ ἀπίστου, διότι ἀπ’ αὐτὴν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ κενό, τὸ κάλυψε ἡ λύπη, ἡ βαριεστημάρα καὶ ἡ ἀνυπομονησία. Παραμένει κακόκεφος, ἡ δὲ ἔλλειψη φροντίδας γιὰ τὰ πνευματικὰ ἔχει καταλάβει τὸ πνεῦμα του. Πλανιέται μέσα στὴ δίχως φῶς καὶ ἀπατηλὴ νύχτα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ὅπου καμιά ἀκτῖνα φωτός δὲν φωτίζει τοὺς σκοτεινούς δρόμους του. Κανείς δὲν καθοδηγεῖ, κανείς δὲν κατευθύνει τὰ βήματά του.
Στὸ στάδιο τῆς ζωῆς εἶναι μόνος.
Διέρχεται τὸν βίο του δίχως τὴν προσδοκία μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Περνᾶ μέσα ἀπὸ πολλές παγίδες καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπελευθερώσει ἀπ’ αὐτές. Πέφτει μέσα σ’ αὐτές καὶ συνθλίβεται ἀπὸ τὸ βάρος τους. Στὶς θλίψεις του κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀνακουφίσει.
Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἡ γαλήνη τῆς καρδιᾶς, φυγαδεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἀπιστία, καὶ τὸ πένθος κατέκλυσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἡ χαρά ποὺ βρίσκει ὁ πιστός στὴν ἐργασία τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν καὶ ἡ εὐτυχία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἠθικὸ βίο, εἶναι γιὰ τὸν ἄπιστο ἄγνωστα συναισθήματα. Ἡ ἀγαλλίαση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ θρησκεία ποτέ δὲν ἐπισκέφτηκε τὴν καρδιά τοῦ ἄπιστου. Ἡ πεποίθηση ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη στὴ θεία πρόνοια καὶ ἡ ὁποία καταπαύει τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς, εἶναι γι’ αὐτὸν μιὰ δύναμη ἀκατανόητη.
Ἡ εὐχαρίστηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐεργεσία ἀποτελοῦν γιὰ τὸν ἄπιστο παντελῶς ἄγνωστα μυστήρια. Ὁ ἄπιστος θέτοντας ὡς ἀρχὴ τὴν ὕλη, περιόρισε τὴν ἀληθινή εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου στὸν πολύ στενό κύκλο τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων, φροντίζοντας πάντοτε γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους καὶ ἀσχολούμενος διαρκῶς μὲ αὐτές. Τὰ θέλγητρα τῆς ἀρετῆς εἶναι σ’ αὐτὸν τελείως ξένα. Δὲν ἔχει γευθεῖ τὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς χάρης. Ὁ ἄπιστος ἀγνόησε ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καὶ ἔτρεξε, δίχως νὰ τὸ καταλάβει, στὶς πηγές τῆς πίκρας. Ἡ ἀπόλαυση τοῦ ἔφερε τὸν κορεσμό καὶ ὁ κορεσμός τὴν ἀηδία. Ἡ ἀηδία ἔφερε τὴν ἀνία, ἡ ἀνία τὴ θλίψη, ἡ θλίψη τὸν πόνο καὶ ὁ πόνος τὴν ἀπόγνωση. Ὅλα ὅσα μέχρι τώρα τὸν ἔθελγαν, ἔχασαν τὴ χάρη τους. Διότι ὅλες οἱ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, ὡς πεπερασμένες, εἶναι καὶ ἀνίκανες νὰ κάνουν τὸν ἄπιστο εὐτυχισμένο.
Ἐφόσον ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἔχει πλαστεῖ γιὰ νὰ κατοικηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ ἀπόλυτο ἀγαθό, σκιρτάει καὶ χαίρεται μόνο μὲ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ γιατί σ` αὐτὸ βρίσκεται ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴν καρδιά ὅμως τοῦ ἄπιστου ὁ Θεός ἔχει ἀπομακρυνθεῖ. Ἡ καρδιά ἔχει ἄπειρους πόθους, ἀφοῦ πλάστηκε γιὰ νὰ περιλάβει μέσα της τὸ ἄπειρο. Ὡστόσο, ἡ καρδιά τοῦ ἄπιστου δὲν εἶναι πιὰ γεμάτη ἀπὸ τὸ ἄπειρο καὶ πάντα στενάζει, ἀναζητᾶ καὶ ποθεῖ, ἀλλὰ οὐδέποτε ἱκανοποιεῖται. Κι αὐτὸ διότι οἱ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου εἶναι ἀνίσχυρες νὰ καλύψουν τὸ κενό τῆς καρδιᾶς του. Οἱ ἡδονές καὶ οἱ διασκεδάσεις τοῦ κόσμου, ὅταν σβήνουν, ἀφήνουν στὴν καρδιά ἕνα κατακάθι πίκρας. Οἱ δὲ μάταιες δόξες ἔχουν συντρόφισσες τὶς θλίψεις.
Ὁ ἄπιστος ἀγνόησε ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου δὲν βρίσκεται στὴν ἀπόλαυση τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπόλυτου καὶ αἰώνιου ἀγαθοῦ. Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ κακοδαιμονία αὐτῶν ποὺ ἀγνοοῦν τὸν Θεό. Αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται τὸν Θεό εἶναι σὰν νὰ ἀπαρνεῖται τὴν εὐτυχία του καὶ τὴν ἀτέλειωτη μακαριότητα.
Ἀγωνίζεται δυστυχισμένος στὸν πολύμορφο ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Ἔτσι, ἀπελπισμένος καὶ μὲ τὴ δειλία φωλιασμένη στὴν ψυχή του, βαδίζει πρὸς τὸν ἤδη ἀνοιγμένο τάφο του. Τὸ θαυμάσιο ἔργο ποὺ ξεδιπλώνεται μπροστά στὰ μάτια του, αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται πάνω στὴν παγκόσμια σκηνή καὶ τὸ ὁποῖο διευθύνει ἡ θεία σοφία, ἡ θεία χάρη καὶ δύναμη κι ἐνῶ αὐτὰ τὰ ἴδια εἶναι οἱ πρωταγωνιστές, μὲ συμπαραστάτες τὴν ἁρμονία καὶ τὴ θεία καλωσύνη, περνάει ἀπὸ μπροστά του τελείως ἀπαρατήρητο. Κυλᾶ μπρὸς στὰ πόδια του τὸ γλυκό νερό τοῦ ποταμοῦ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας, ἀλλά αὐτὸς σὰν καταδικασμένος Τάνταλος, ἀδυνατεῖ νὰ δροσίσει τὴν ξεραμένη ἀπὸ τὴν ἀπιστία γλῶσσα του, σβήνοντας τὴ δίψα ποὺ τὸν καίει, διότι τὸ νερό ποὺ τρέχει ἀπὸ τὴ δροσογόνο πηγὴ τῆς πίστης, γλιστρᾶ καὶ φεύγει μπροστά ἀπὸ τὰ χείλη του.
Δυστυχισμένε δοῦλε σκληροῦ τυράννου! Πῶς σοῦ ἔκλεψαν τὴν εὐτυχία; Πῶς σοῦ ἅρπαξαν τὸν θησαυρό; Ἔχασες τὴν πίστη σου, ἀρνήθηκες τὸν Θεό σου, ἀρνήθηκες τὴν ἀποκάλυψή Του καὶ πέταξες τὴν πλουσιοπάροχη δωρεὰ τῆς θείας χάρης. Πόσο ἀθλία εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ! Αὐτὴ εἶναι μιὰ σειρά ἀπὸ βάσανα, γιατί τὸ τερπνό ἔχασε στὰ μάτια του τὸν τερπνό χαρακτῆρα του. Ἡ φύση γύρω του τοῦ φαίνεται στείρα καὶ ἄγονη δὲν γεννᾶ μέσα του καμιά εὐχαρίστηση καὶ κανένα χαρμόσυνο συναίσθημα. Κανένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ δὲν τοῦ χαμογελᾶ. Ἕνα πένθιμο πέπλο ἔχει σκεπάσει τὴ χάρη τῆς φύσης, ἡ ὁποία πλέον δὲν τὸν ἕλκει μὲ κανένα της θέλγητρο. Ἡ ζωή του ἔχει γίνει βάρος δυσβάστακτο καὶ ἡ διάρκειά της στὸν χρόνο ποὺ κυλάει, μοιάζει μὲ ἀφόρητη ταλαιπωρία.
Νὰ λοιπόν ποὺ ἡ ἀπελπισία ἐμφανίζεται ἤδη μπροστά του σὰν δήμιος κι ἕνα σκληρό βασανιστήριο τυραννάει τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Τὸ θάρρος του τὸν ἔχει κιόλας ἐγκαταλείψει, ἡ ἀντίστασή του ἐξασθένησε καὶ οἱ ἠθικές του δυνάμεις ἔχουν πλέον διαφθαρεῖ ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Φέρεται σὰν ἄνθρωπος ποὺ κινεῖται ἀπὸ κάτι ἄλλο, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ἔχει δὲ παραδοθεῖ στὰ φοβερά δεσμά τῆς ἀπόγνωσης, ἡ ὁποία εἶναι πάντα δίχως ἔλεος καὶ συμπάθεια.
Ἀποκόπτει ἔτσι μὲ βία καὶ σκληρότητα τὸ νῆμα τῆς ἀθλίας ζωῆς του καὶ ἐκσφενδονίζεται στὸν βυθό τῆς ἀπώλειας, στὰ μαῦρα Τάρταρα, ὅπου τότε μόνο θὰ βγεῖ, ὅταν τὸν καλέσει ἡ φωνή τοῦ θείου Δημιουργοῦ του, τὸν ὁποῖο ἀπαρνήθηκε, γιὰ νὰ δώσει λόγο γιὰ τὴν ἀπιστία του. Τότε θὰ κατακριθεῖ καὶ θὰ σταλεῖ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο.