Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός | Ορθόδοξοι Πατέρες Our Lord Jesus Christ | Orthodox Fathers

»»»    Τὰ δυὸ δένδρα

Τὰ δυὸ δένδρα


Ζαλίζεται κανένας κι ἀπελπίζεται, βλέποντας σὲ ποιὸν καιρὸν ζοῦμε. Σ ̓ ἕναν καιρὸ ὁλότελα παλαβὸν καὶ σκοτισμένον ποὺ ἡ τρέλλα κι ἡ ἀνοησία ἔχουνε κυριαρχήσει ἐπάνω σ ̓ ὅλον τὸν κόσμο... Κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι κι ἀπορῶ πῶς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πηγαίνουνε μπροστά, πὼς προοδεύουνε σὲ ὅλα, ἐνῶ στ ̓ ἀλήθεια πηγαίνουνε ὅλο καὶ πίσω, κατεβαίνουνε ὅλο καὶ παρακάτω;...

Ἀπ ̓ ὅλα λείπει κάποια οὐσία, κάποια νοστιμάδα, ποὺ εἴχανε ἄλλη φορά, λείπει ἡ θέρμη τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης, γιατὶ ἅπλωσε ἡ ψύχρα τοῦ θανάτου, ἡ ἀπιστία στὸν Θεὸ κι ἡ πίστη στὴ μηχανή. Ἡ μηχανὴ στόμωσε τὰ αἰσθήματά μας καὶ σφάλισε μέσα μας τὴν πηγὴ ποὺ ἀνάβρυζε κάθε ἀληθινὴ πνευματικὴ χαρά. Σκότωσε τὴν ἁπλότητα. Ἡ μηχανὴ εἶναι ψυχρὴ γιατὶ εἶναι γέννημα τοῦ μυαλοῦ, γέννημα τῆς «ψυχρῆς λογικῆς». Πῶς νὰ μὴν παγώση ὁ μέσα μας ἄνθρωπος καθισμένος ἐπάνω στὸν Βόρειο Πόλο τοῦ μυαλοῦ; Θυσιάσαμε τὰ πρωτοτόκια γιὰ νὰ φᾶμε τὴ φακή. Χαλάσαμε τὸν μέσα μας ἄνθρωπο γιὰ νὰ βολέψουμε μόνο τὸν ἀπ ̓ ἔξω ἄνθρωπο. Σβήσαμε τὴν ἀπὸ μέσα φωτιὰ πού μας ζέσταινε, γιὰ νὰ ἀνάψουμε ἀπ ̓ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μας μιὰ φωτιὰ ψυχρή, ποὺ δὲ ζεσταίνει, καὶ θαρροῦμε πὼς θὰ ζεσταθοῦμε κυττάζοντας τὴν ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πὼς ἔτσι θὰ βροῦμε τὴν ἄκρη τῶν δεινῶν μας καὶ πάσα εὐτυχία, κι ἀντὶς αὐτό, περιπλεχθήκαμε σὲ μεγάλες ἀγωνίες καὶ σὲ βάσανα καινούρια ποὺ δὲν τὰ ξέραμε πρωτύτερα. Ἀλλὰ μία φορὰ ποὺ πήραμε αὐτὸν τὸν δρόμο, τραβᾶμε τὸν κατήφορο ὅλο με περισσότερη φόρα, ἂν καὶ βλέπουμε πὼς ὁ δρόμος ποὺ περπατᾶμε εἶναι ἔρημος καὶ κρύος. Γυρεύουμε νὰ βροῦμε ξεκούραση τρέχοντας ἀπάνω σὲ τριβόλους, ὀνειρευόμαστε περιβόλια στὴ Σαχαλίνα ποὺ δὲν φυτρώνει τίποτα...

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ κρυάδα σκεπάζει σήμερα ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ χέρια του, μὲ τὸ μυαλό του καὶ μὲ τὴν καρδιά του. Κύτταξε τὰ σπίτια του, τ ̓ ἁμάξια του, τ ̓ ἅρματά του, τὰ ροῦχα του, τὰ καράβια του, τὰ μαγαζιά του, τὰ βιβλία του, ὅλα ὅ,τι κάνει. Ἂν ὑπάρχει ἀκόμα πουθενὰ λιγοστὴ πνοή, λιγοστὴ ζεστασιά, αὐτὴ βγαίνει ἀπ ̓ ὅ,τι βαστᾶ ἀπ ̓ τὰ περασμένα, εἴτε στὸ χτίριο, εἴτε στὸ καράβι, εἴτε στὴ ζωγραφική, εἴτε στὸ βιβλίο, ἀπ ̓ ὅ,τι γεννήθηκε τότε ποὺ ἤτανε πιὸ ἁπλὸς καὶ πιὸ ἀληθινός.

Γιατὶ, ὅπως τὸ κάθε πράγμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος ὅσο στέκεται μέσα στὰ φυσικὰ σύνορά του. «Μὰ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ φυσικὰ σύνορά του;» ρωτᾶνε πολλοί. «Μήπως δὲν βρίσκεται μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνει κι ὅ,τι θέλει νὰ κάνει;» Κατὰ τὴ δική μου τὴν ἁπλὴ γνώμη δὲν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὰ σύνορά του κάνοντας ὅ,τι μπορεῖ καὶ ὅ,τι θέλει. Εἶναι σὰν τὸ μωρὸ παιδί, ποὺ σὰν τ ̓ ἀφήσεις νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, γρήγορα θὰ γκρεμισθεῖ καὶ θὰ σκοτωθεῖ. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ περηφάνεια θὰ τὸν σπρώξει σ ̓ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν εἶναι γιὰ τὰ πόδια του. Γι ̓ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς τοῦ ἔβαλε σύνορο, γιὰ νὰ μὴν πάγει στὴν καταστροφή του. Τοῦ ̔δωσε νόμο πού, σύμφωνα μ ̓ αὐτόν, χρωστᾶ νὰ πορεύεται. «Ἂν ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ λέγω, εἶπε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ φᾶτε. Μὰ ἂν δὲν μ ̓ ἀκούσετε, θὰ σᾶς φάγει ἡ μάχαιρα (ὁ θάνατος)». Νά, γύρισε καὶ κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε στολίσει μὲ τόσα ψεύτικα στολίδια «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Γέμισε τὸν κόσμο ἀπὸ μηχανές, δοῦλες τάχα ποὺ ὑπηρετᾶνε τὸν ἀφέντη τους. Μὰ ποτὲ δὲν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο ἀπροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχὸς σὲ ἀληθινὰ πλούτη!

∆ὲν εἶναι παράξενο τὸ πῶς γίνεται, ὑστέρα ἀπὸ τόσα μέσα, ὑστέρα ἀπὸ τέτοια μηχανικὴ ἁρματωσιά, ποὺ ζαλίσθηκε κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ὅ,τι μπόρεσε νὰ κάνει, νὰ μὴ βρίσκει ἡσυχία κι ἀνάπαυση ἐνῶ ἴσια-ἴσια γι ̓ αὐτὴν τὴν ἡσυχία τοῦ τά ̔φτιαξε; Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ὅσα κάνει γιὰ τὸ καλό του, γυρίζουνε σὲ κακό...

Ἔβαλε ὅλη τὴν τέχνη του καὶ φιλοτέχνησε ἕνα στεφάνι μαλαματένιο καὶ στολισμένο μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ πετράδια, γιὰ νὰ τὸ φορέσει στὸ κεφάλι του σὰν νικητὴς τῆς φύσης καὶ τῆς «τυφλῆς μοίρας» ποὺ θαρρεῖ πὼς κυβερνᾶ τὸν κόσμο, καὶ μόλις τὸ βάζει στὸ κεφάλι του γίνεται στέφανος ἐξ ἀκανθῶν ποὺ τρυπᾶ τὰ μηλίγκια του καὶ τὸ μέτωπό του τὸ γεμάτο περηφάνεια, καὶ τρέχει τὸ αἷμα στὰ μάτια του ποὺ θαρρούσανε πὼς τὰ βλέπανε ὅλα, ὡς τὴν ἄκρη τοῦ παντός.

Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ κρυμμένο αὐτὸ χέρι ποὺ τὰ ἀλλάζει ὅλα καὶ τὰ κάνει ἀνάποδα ἀπὸ τοὺς πόθους του, ποὺ κάνει ἄμμο τὸ χρυσάφι του, ποὺ τὸν ἐξευτελίζει καὶ τσαλαπατᾶ τὴν περηφάνειά του; Καὶ ποῦ ὅσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος εἶναι ὁ ἐξευτελισμός του; Καὶ ποὺ ἀντὶ νὰ παίρνει ἀντάμειψη γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ τρανὰ ποὺ κατορθώνει νὰ κάνει, παιδεύεται σκληρὰ σὰν νὰ τὸν βρίσκει ἡ τιμωρία γιὰ κάποια μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ἔκανε; Κι ὄχι μονάχα δὲν στρέφει πίσω ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ πῆρε ἀλλὰ τρέχει καὶ μὲ περισσότερο πεῖσμα, κι ἂς εἶναι ματωμένα τὰ πόδια του. Ὁ ἴδιος «ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος» ποὺ ἀπάτησε τοὺς πρωτόπλαστους καὶ τοὺς παρακίνησε νὰ ἀπογευθοῦνε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς Γνώσης λέγοντάς τους πὼς θὰ γίνουνε Θεοί, ὁ ἴδιος ὄφις μιλᾶ στὸ αὐτὶ τῆς ἀνθρωπότητας κάθε φορὰ ποὺ σταματᾶ κουρασμένη σ ̓ αὐτὸν τὸν δρόμο ποὺ δὲν βγάζει πουθενά, καὶ τὴν μποδίζει νὰ πάρει ἄλλον δρόμο πιὸ ταπεινόν, πιὸ εἰρηνικόν, πιὸ ἥμερον, καὶ τῆς λέγει:

«Ἐσὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶσαι γιὰ τὴν ταπεινὴ ζωὴ ποὺ ζοῦνε τὰ ἁπλὰ τὰ πλάσματα ὁποῦ ὑποτάζονται στὸ θέλημα Ἐκείνου, ποὺ τὰ ἔπλασε. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει κανένα σύνορο, ἐσὺ εἶσαι ὁ κύριος τοῦ παντός, ἐσὺ βάζεις σύνορα γιὰ τὰ ἄλλα πλάσματα. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει νόμος· ἡ δική σου ἡ θέληση εἶναι ὁ νόμος. Ἡ ὑποταγὴ κι ἡ ταπείνωση εἶναι μιζέριες ποὺ πρέπουνε σὲ σκλάβους, κι ὄχι σὲ σένα ποὺ σκλαβώνεις τὰ πάντα καὶ τὰ κάνεις νὰ δουλεύουνε στὴν ὑπηρεσία σου. Κύτταξε τί φοβερὰ κι ἀπίστευτα πράγματα ἔφτιαξε ἡ περηφάνειά σου. Μπορεῖ νὰ φτιάξει τέτοια θαυμαστὰ πράγματα ἡ ταπείνωση;

Μὴν κυττᾶς πὼς εἶσαι ματωμένος καὶ γεμάτος ἀγωνία, καὶ πὼς δὲν κάθισες ἀκόμα ἐπάνω στὸν χρυσὸ θρόνο τῆς δόξας σου. Τράβα μπροστά! Νά, κοντεύεις νὰ φτάξεις! Θὰ γίνεις Θεὸς καὶ θὰ ὑποταχθοῦνε ὅλα σε σένα. Μὴν πιστεύεις στὰ παραμύθια. Παραμύθι εἶναι πὼς ὑπάρχει Θεὸς ἄλλος ἀπὸ μένα κι ἀπὸ σένα ποὺ σὲ προσκαλῶ νὰ βασιλέψεις μαζί μου.... Μὴν θαρρεῖς πῶς θὰ σὲ θρέψει τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς, ὅπως σοῦ εἴπανε. Μὴν τρῶς πιὰ ἀπ ̓ αὐτὸ μαζί με τ ̓ ἄλλα τὰ ζῶα. Παράτησέ το αὐτὸ τὸ δένδρο. Πάρε καὶ φάγε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς Γνώσης, γιὰ νὰ γίνεις Θεός. Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ φυλαχθεῖς καὶ νὰ μὴ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπό του, τὸ ἔκανε ἀπὸ ζήλεια γιὰ νὰ σ ̓ ἔχει στὶς προσταγές του, γιὰ νὰ μὴν ἀνοίξεις τὰ μάτια σου...».

«Τί ἔκανες μὲ τὴ Γνώση ποὺ ἀπόχτησες τρώγοντας ἀπὸ τὸ δέντρο της; Ἔκανες τοῦτον τὸν κόσμο σου, εἶναι πιὸ τέλειος ἀπὸ κεῖνον τὸν χοντροκαμωμένον ποὺ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς μὲ τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς. Κύτταξε τί θαυμαστὲς μηχανὲς ἔβαλες στὴν ὑπηρεσία σου, καὶ βγάλε ἀπὸ τὸ μυαλό σου αὐτὸ ποὺ δυνάμωσε μονομιᾶς σὰν ἄκουσες τὰ λόγια μου κι ἔφαγες ἀπὸ τὸ δέντρο τὸ δικό μου. Μὴν χασομερᾶς, μὴν διστάζεις, μὴν σταματᾶς μέρα-νύχτα...»

«Νά ̔χεις πάντα στὸ νοῦ σου πὼς οἱ περήφανοι δὲν θέλουνε νὰ καθίσουνε στὴ μάντρα ποὺ τὴ λένε Παράδεισο γιατὶ εἶναι πλασμένοι γιὰ τὸ δικό μου βασίλειο ποὺ τὸ λένε Κόλαση. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ μὲ λέγανε μία φορὰ Ἑωσφόρο, δηλαδὴ Αὐγερινό, καὶ τώρα μὲ λένε Σατανᾶ. Ἀπὸ τὸ πεῖσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατὶ θέλησα νὰ στήσω τὸν θρόνο μου πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲν μετάνοιωσα, γιατὶ ἂν μετάνοιωνα θὰ γινόμουν σκλάβος, σὰν κι αὐτούς, ποὺ εἶναι γεννημένοι γιὰ νὰ κάθουνται μέσα στὴ μάντρα τοῦ Παραδείσου. Ἔτσι κι ἐσύ, θὰ ματώνεσαι καὶ θὰ κατρακυλᾶς στὴ λάσπη τὴν ὥρα ποὺ θαρρεῖς πὼς ἔγινες ἀφέντης τοῦ κόσμου, μὰ δὲν θὰ σκύψεις τὸ κεφάλι σου. Γιατὶ ἐγὼ εἶμαι «ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος» με τὶς πολλὲς βόλτες στὸ μακρὺ κορμί μου, κι ἂν γλυτώσεις ἀπὸ τὴ μιά, σὲ σφίγγω μὲ τὴν ἄλλη καὶ σὲ ξαναφέρνω στὸ θέλημά μου. Ἐγὼ θὰ παλεύω ἕως τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Θέλω νὰ σ ̓ ἔχω παντοτεινὰ στὴν προσταγή μου, καὶ στὸ τέλος θὰ μὲ φχαριστήσεις, γιατὶ θὰ νικήσουμε μία μέρα, καὶ θὰ κάνουμε τὸν κόσμο ὅπως τὸν θέλουμε ἐμεῖς, κι ὄχι ὅπως τὸν θέλησε Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε νὰ μὴν φᾶς ἀπὸ τὸ ἁψὺ τὸ δέντρο μου, παρὰ νὰ θρέφεσαι ἀπὸ τὸ μαλαχτικὸ δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ τὰ φύλλα του τ ̓ ἀργοσαλεύει εἰρηνικὰ τὸ ἥμερο ἀγέρι τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἁπλότητας, καὶ δὲν τὰ ταράζει ποτὲς ὁ ἀνεμοστρίφουλας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς παρακοῆς, ποὺ ἀναμαλλιάζει τὸ δέντρο τῆς Γνώσης, τὸ δέντρο τὸ δικό μου...».


Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη» του Φώτη Κόντογλου, Εκδόσεις: Αστήρ – Παπαδημητρίου
Πηγή: http://www.nektarios.gr

Your rating: None Average: 5 (3 votes)


Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ

Κάθε λογισμὸς καὶ κάθε αἴσθηση ὁδηγοῦν σταδιακὰ τὴν ψυχὴ εἴτε πρὸς τὸν παράδεισο εἴτε πρὸς τὴν κόλαση.

Ἄν ὁ λογισμὸς εἶναι ἔλλογος, τότε συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, μὲ τὸν ὕψιστο Λογισμό, μὲ τὴν Παναξία, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ὁ παράδεισος.

παράδεισος

Ἐάν πάλι εἶναι ἄλογος ὁ λογισμὸς ἤ καὶ παράλογος, τότε συνδέει ἀναπόφευκτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Παράλογο, τὸν Ἀνόητο, μὲ τὸν διάβολο, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἤδη ἡ κόλαση.

Ὅσα ἰσχύουν γιὰ τὸν λογισμὸ, ἰσχύουν καὶ γιὰ τις αἰσθήσεις. Ὅλα ἀρχίζουν ἐδῶ, ἀπὸ τὴν γῆ: καὶ ὁ παράδεισος μὰ καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Ο Ζυγός της Δικαιοσύνης

Η Θεία Λειτουργία

The Arabic Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

The Turkish Divine Liturgy of St. John Chrysostomos

 

Άγιοι Τόποι

24 Ώρες στους Αγίους Τόπους, Οδοιπορικό σε Μονές 20/04/2019

24 Ώρες στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων 25/04/2019

24 Ώρες στα Βήματα του Χριστού 27/04/2019

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Ἐγὼ πατὴρ, ἐγὼ ἀδελφὸς, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφὴ, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλὴ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ ἀδελφὴ, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;  περισσότερα »»»

Η Ελλάδα και ο Υμνος της Ελευθερίας

Ελληνική σημαία - Ελλάς - Ελευθερία

Υπεραγία Παρθένος Θεοτόκος Μαρία

Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. (Ψαλ. 32, 10-11)

εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων. (Τιμ.Α 5,8)

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικά λέγονται λογικοί. Δεν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἀπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καἰ ποιὸ τὸ κακό καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.

St Antony the Great

Ἐφ᾿ ὅσον ἐννοεῖς τὰ περὶ Θεοῦ, νὰ εἶσαι εὐσεβής, χωρὶς φθόνο, ἀγαθός, σώφρων, πράος, χαριστικὸς κατὰ δύναμιν, κοινωνικός, ἀφιλόνεικος καὶ τὰ ὅμοια. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο ἀπόκτημα τῆς ψυχῆς, νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ τέτοιες πράξεις καὶ μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανέναν καὶ νὰ λέει γιὰ κανέναν, ὅτι ὁ δείνα εἶναι κακὸς καὶ ἁμάρτησε. Ἀλλὰ καλλίτερο εἶναι νὰ συζητᾶμε τὰ δικά μας κακά, καὶ νὰ ἐρευνᾶμε μέσα μας τὴ δική μας πολιτεία, ἐὰν εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό. Διότι, τί μᾶς μέλει ἐμᾶς, ἐὰν ὁ ἄλλος εἶναι πονηρός;

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ἡ αἰωνιότητα εἶναι φρικιαστικὴ δίχως Θεάνθρωπο, γιατὶ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φοβερὸς δίχως τὸν Θεάνθρωπο. Καθετὶ τὸ ἀνθρώπινο, μονάχα στὸν Θεάνθρωπο ἔχει τὴν τελικὴ καὶ λογικὴ του ἑρμηνεία. Δίχως τὸν θαυμαστὸ Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μεταβάλλονται ἀναπόφευκτα σὲ χάος, σὲ φρίκη, σὲ θάνατο, σὲ κόλαση: ἡ φρόνηση σὲ ἀφροσύνη, ἡ αἴσθηση σὲ ἀπόγνωση, ἡ ἐπιθυμία σὲ αὐτοδιάσπαση μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοθέωση ἤ τὴν αὐτοεξουθένωση.

περισσότερα