»»» Τό κούρσεμα τῆς Πόλης - Φώτης Κόντογλου
Τό κούρσεμα τῆς Πόλης - Φώτης Κόντογλου
Σάν πατήϑηκε πειά ἡ πόρτα τοῦ Ρωμανοῦ καί σκοτώϑηκε ὁ βασιλιᾶς, οἱ Τοῦρκοι γιουργιάρανε µέσα στήν Πόλη σάν τ᾽ ἀγριεμένο ξεροπόταµμο πού κατεβαίνει στενεμένο ἀνάμεσα στ᾿ ἀψηλά βράχια, ὕστερ᾽ ἀπό νεροποντή. Δέ μπαίνανε ἑκατό-ἑκατό, μηδέ διακόσιοι, μά χιλιάδα ἀπάνω στή χιλιάδα. Τέτοια ἤτανε ἡ μανία τους μή δέν προφτάξουνε νά κουρσέψουνε, πού ἀπ᾽ τό στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους καί πολλοί σκάσανε ποδοπατηµμένοι ἀπ τούς δικούς τους. Καί σά μπαίνανε µέσα στό κάστρο, σκορπίζανε ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας ὅποιον βρίσκανε μπροστά τους, εἴτε γυναῖκα, εἴτε παιδί, εἴτε ἄντρα.
Τό μεγάλο μακελειό βάσταξε ἀπ᾽ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου ἴσαμε τό μεσημέρι. Πολλοί χριστιανοί κρυφτήκανε μέσα σέ λαγούμια καί σέ σπηλιές κ᾿ ὕστερα τούς βρήκανε καί τούς σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οἱ Τοῦρκοι στήν πλατεῖα, ἀνεβήκανε στόν πύργο καί κατεβάσανε τή βυζαντινή, σημαία καί τή σημαία τ᾽ ἅγιου Μάρκου καί ἰσάρανε στόν τόπο τους τό σαντάρδο τοῦ σουλτάνου. Τά κάστρα ἀπό τή μιάν ἄκρη ἴσαμε τήν ἄλλη πέσανε στά χέρια τοῦ Τούρκου. Μονάχα οἱ Κρητικοί, πού βρισκόντανε μέσα στούς πύργους τοῦ Λέοντα καί τοῦ Βασιλείου, βαστήξανε τόν πόλεμο ἴσαμε τό μεσημέρι. Ὁ σουλτάν Μεμέτης σάν τἄκουσε ϑαύμασε τήν παλληκαριά τους καί τούς ἄφησε νά φύγουνε στήν πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι εἴχανε ἀπάνω τους.
Ὅπως εἶπα πρωτύτερα, πολύς κόσμος ἔτρεξε στή ϑάλασσα νά γλυτώση, μά ἔπεσε μαζεμένος στά καράβια καί πολλά βουλιάξανε καί πνιγήκανε πολύς λαός. Οἱ πορτιέρηδες, βλέποντας τόν κόσμο πού ὡρμοῦσε ὄξ ἀπό τίς πόρτες, ϑυμηϑήκανε ἕνα, παλιό ρητό πῶλεγε πώς ἡ πόλη ϑά ξαναπαιρνότανε ἀπ᾽ τά χέρια τῶν Τουρκῶν ἄν γυρίζανε πίσω οἱ Χριστιανοί, κλειδώσανε τίς πόρτες καί ρίξανε τά κλειδιά ὄξ ἀπ τό κάστρο. Τότε δά φούντωσε ἡ σφαγή, πού δέ μπορεῖ νά τή χωρέση τό μυαλό τοῦ ἀνϑρώπου. Ὅσοι γλυτώσανε χάσανε τά φρένα τους καί τρέχανε νά κλειστοῦνε στήν Ἁγια-Σοφιά. Κείνη τήν ὥρα ἤτανε πῶχαν᾽ ἡ μάννα τό παιδί καί τό παιδί τή μάννα. Θεέ μεγαλοδύναμε, ἀπάνω σ᾽ αὐτούς τούς συμφοριασμένους ἔπεσε ὅλη ἡ ὀργή σου! Μερμηγκιά, ἁμέτρητη, πλημμύρισε τήν ἐκκλησιά, ἀπάνω, κάτω, στό νάρϑηκα, στ᾽ ἅγιο βῆμα, σέ κάϑε μεριά. Σφαλίξανε τίς πόρτες καί παρακαλούσανε μέ μεγάλες φωνές τό Θεό νά τούς λυπηϑῆ. Οἱ κουμπέδες κ᾽ οἱ ϑεόρατες καμάρες ἀντιβουΐζανε καί ρίχνανε πιό πολλή τρομάρα στίς καρδιές τῶν κοριτσιῶν· τά μικρά παιδάκια ξεψυχούσανε ἀπ᾽ τό φόβο τους. Σέ λίγο φτάξανε οἱ Τοῦρκοι καί πιάσανε νά βαρᾶνε µέ τούς μπαλτάδες τίς πόρτες. Τό κοπάδι, πού ἤτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερά σέ κάϑε τσεκουριά.
Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νά πῆ τί γίνηκε σάν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, βαστώντας στά χέρια τους ἄλλοι ματωμένα μαχαίρια μιά ὀργυιά μάκρος, ἄλλοι πελέκια ἀκονισμένα, ἄλλοι κοντάρια, π᾽ ἀστράφτανε οἱ σουβλερές μύτες τους. Ἡ ἐκκλησιά πιτσιλίστηκε ἀπ τά αἵματα σέ δυό μπόγια ὕψος, πῶλεγες πώς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε ζωντανοί εἴχανε τρελλαϑῆ. Οἱ Τοῦρκοι δένανε τούς ἄντρες μέ σκοινιά, τίς γυναῖκες μέ τίς ζῶνες τους. Ἔβλεπες ἀφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζί μέ τούς ὑπηρέτες, κυράδες μέ τίς δοῦλες, παπάδες μέ γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στό αἷμα. Ὁ ἕνας μπροστά στόν ἄλλον βιάζανε τίς γυναῖκες, ἀνάμεσα σέ κουφάρια καί σέ λαβωμένους πού μουγκρίζανε. Ἄλλοι πάλι ἀπό κεῖνα τ᾽ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τήν ἐκκλησιά. Μέσα σέ μιά ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δέν ἀφήσανε μηδέ καντῆλι, μηδέ δισκοπότπρο, μηδέ βαγγέλιο, μηδέ εἰκόνα, μηδέ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ ἀκρίδα ἀπό να καταπράσινο περιβόλι κ᾽ ὕστερα, σάν κάνη φτερά, ἀφήνει χῶμα μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἅγια-Σοφιά ξεγυμνωμένη.
Τό μαχαῖρι κ᾿ ἡ φωτιά βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταµένο στούς στρατιῶτες του ὁ σουλτᾶνος. Ἡ ἀπέραντη Κωνσταντινούπολη ἀντιλαλοῦσε μέρα νύχτα. Τί αἷμα καί τί δάκρυα χυϑήκανε! Χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε, τέτοια συμφορά δέ μπορεῖ νά τή συλλογισϑῆ ἄνϑρωπος. Ἄλλοι σφαζόντανε πρίν πᾶνε στά σπίτια τους, ἄλλοι καταφέρνανε νά φτάξουνε στά δικά τους μά δέ βρίσκανε τά παιδιά τους καί τίς γυναῖκες τους. Ἀντρόγυνα χωριζόντουσαν, ὁ ἕνας Τοῦρκος ἔσερνε τόν ἄντρα κι᾿ ὁ ἄλλος τή γυναῖκα. Τά παιδιά τά ξεκολλούσανε ἀπ τό λαιμό τῆς μάννας, τά κορίτσια τά σέρνανε ἀπ᾽ τά μαλλιά μέσα στό δρόμο. Πεινασμένα σκυλιά πίνανε τό αἷμα π’ ἄχνιζε µέσα στά χαντάκια. Πειό πολλά ἤτανε τά κομμένα κεφάλια, πού κειτόντανε στό χῶμα, παρά οἱ πέτρες τῆς γῆς. Φρόνιμες νοικοκυράδες, πού δέν τίς εἶχε δῆ ὁ ἥλιος, ἀτιμαζόντανε γυμνές μέσα στίς πλατεῖες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι μέ βαρειά σεντούκια, πού τούς τἄχανε φορτωμένα οἱ ζεμπέκηδες καί τούς δέρνανε σάν γαϊδούρια καί τούς τραβούσανε μέ τό καπίστρι ποὔχανε περασμένο στό λαιμό τους. «Καί ἦν ἰδεῖν ὀρμαϑούς ἐξερχομένους ἀπείρους ὥσπερ ἀγέλας».
Στά καράβια δέν εἶχε ἀπομείνει μηδέ ἕνας Τοῦρκος, γιατί ριχτήκανε στό πλιάτσικο. Μέ μεγάλη μανία γυρεύανε νά βροῦνε τά γυναίκεια μοναστήρια, τά πατούσανε καί κουβαλούσονμε τίς καλογρηές μέσα στά καράβια κ’ ἐκεῖ ὁ διάβολος πειά μπορεῖ νά πῆ, τό τί γίνηκε. Πολλές γυναῖκες, γιά νά ξεφύγουνε τήν ἀτιμία, πέσανε καί πνιγήκανε στή ϑάλασσα καί στά πηγάδια.
Οἱ Τοῦρκοι εἴχανε τούτη τή συνήϑεια· ἅμα µπαίνανε µέσα σ᾽ ἕνα σπίτι γιά νά κουρσέψουνε, στήνανε μιά σημαία ἁπάνω στά κεραμίδια. Οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, βλέποντας τούτη τή σημαία, δέ μπαίνανε ποτέ μέσα, μά τραβούσανε πάρα πέρα, νἄβρουνε ἄλλο σπίτι λεύτερο.Ἴσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε ἀπάνω στήν Πόλη, γιατί οἱ Τοῦρκοι βάζανε πολλές παντιέρες στό ἴδιο σπίτι γιά νά κάνουνε πανηγῦρι.
Ὅλη τή μέρα σφάζανε. Τόσο µουσκεµμένη ἤτανε ἡ γῆς, πῶλεγες πώς ἔβρεξε αἷμα, κι ὅπου ἔβρισκε χαντάκι τό αἷμα ἔτρεχε σά νἄτανε βροχονέρι. Τά κουφάρια τά ρίχνανε στό μπουγάζι τοῦ Βοσπόρου, καί τό ρέμα τά κατρακυλοῦσε σά νἄτανε πεπόνια, Χριστιανοί-Τοῦρκοι ἀνακατεμένοι.
Ὁ σουλτᾶνος δέ μπῆκε µέσα στήν Πόλη μέ τό στρατό, παρά ἁπόμεινε στό στρατόπεδο. Κατά τό μεσημέρι οἱ πασάδες τοῦ πήγανε τά κλειδιά, σημάδι πώς ἤτανε πειά δική του ἡ Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε καί μπῆκε μέ τή συνοδειά του μέσα στό κάστρο καί τράβηξε ἴσια, στήν Ἅγια-Σοφιά. Δέ μπῆκε µέσα στήν ἐκκλησιά µέ τἄλογο, παρά ξεπέζεψε καί μπαίνοντας µέσα ϑαύμασε πολλήν ὥρα καί περιεργάσϑηκε τό χτίριο. Ὕστερα φώναξε ἕναν χότζα καί τοὖπε ν᾿ ἀνεβῆ, ἀπάνω στόν ἄμβωνα καί νά φωνάξη τήν προσευχή τους «Ἀλλάχου ἐκπέρ, Ἀλλάχου ἐκπέρ, Μουχαμετούλ, ρεσούλ. Οὐλλάχ.» Σάν τελείωσε ὁ χότζας, ἀνέβηκε ὁ ἴδιος στήν Ἅγια Τράπεζα καί τό ξανᾶπε.
Τήν ὥρα πῶβγαινε ἔξω, εἶδε ἕναν Τοῦρκο πού τσάκιζε τά μάρμαρα. Ὁ Μεμέτης τόν βάρεσε μέ τό καμουτσί λέγοντάς του· «Κιοπέκ, σᾶς ἄφησα τό ϑησαυρό καί τούς ἀνϑρώπους, μά τά χτίρια εἶνε δικά μου!»
Ἀπό κεῖ τράβηξε μέ τούς πασάδες καί ρώτηξε γιά τό βασιλιᾶ τῆς Πόλης, ζῆ, ἤ, πέϑανε. Καί σάν τοὔπανε πώς σκοτώϑηκε, πρόσταξε καί πλύνανε πολλά κεφάλια στό μέρος πού χάϑηκε, γιά νά, τόν γνωρίσουνε, μά δέ μπορέσανε μέσα σέ τέτοιο πλῆϑος. Σέ λίγο ὅμως βρέϑηκε τό κορμί του καί τό γνωρίσανε ἀπ’ τά κόκκινα ποδήματά του µέ τούς κεντημένους ἁητούς. Κόψανε τό κεφάλι καί τό βάλανε σέ μιά πλατεῖα· κοντά στ᾿ ἄγαλμα τοῦ Γιουστινιανοῦ καί κεῖ στάϑηκε ἴσαμε τό βράδυ. Ὕστερα τό μπαλσαμώσανε καί τῶστειλε ὁ σουλτᾶνος στήν ἀνατολή ἀπό χώρα σέ χώρα, γιά νά δῆ ὁ κόσμος τή νίκη του. Τό σῶμα τό πήρανε οἱ Χριστιανοί καί τό ϑάψανε.
Τά πλιάτσικα κ᾿ οἱ σκλάβοι, ἄλλα στοιβαχϑήκανε στίς τέντες, ἄλλα φορτωϑήκανε στά καράβια καί τραβήξανε νά τά πουλήσουνε, ὅπως ἔστερξε ὁ σουλτᾶνος. Κάϑε Τοῦρκος ἤτανε φορτωμένος. Τί μαλάματα, τί ἀσήμια, τί χαλκώματα, τί ροῦχα μεταξωτά, τί βιβλία! Καράβια ὁλάκερα γεμίσανε καλογέρους καί καλογριές. Ἔβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νἆνε ντυμένα µέ ροῦχα δεσποτικά, ἄλλοι φοράγανε χρυσᾶ πετραχήλια, ἄλλοι κορῶνες καί καλυμμαύχια στό κεφάλι. Σκυλιά δεμένα μέ ζῶνες κεντημένες, ἐπιγονάτια καί φελόνια γιά σαγή στ ἄλογα. Μέσα στούς ἀσημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες καί κρέατα, πίνανε κρασί μέσα στά δισκοπότηρα. Φορτώσανε στίς καρότσες βιβλία, πού δέν εἴχανε µετρημό καί τά σκορπίσανε σ᾽ ἀνατολή καί δύση. Γιά ἕνα γρόσι πουλιόντανε ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτωνας κ’ οἱ ἄλλοι ξακουσμένοι σοφοί τῆς ἀρχαιότητας, γραμμένοι σέ πετσί, μέ χρυσοκοντυλιές καί μέ χρυσᾶ δεσίμµατα. Τά εἰκονίσματα τά σκίζανε µέ τό τσεκοῦρι καί βράζανε κρέας µέσα στά καζάνια.
Τή δεύτερη μέρα, δηλαδή στίς 30 Μαγιοῦ, ξαναμπῆκε στήν Πόλη ὁ σουλτᾶνος, μέ πολλή παράταξη, κι ἀφοῦ τριγύρισε σέ διάφορα μέρη, πῆγε καί στό παλάτι. Καί βλέποντάς το ἔρημο εἶπε ἕναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητῆ γιά τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Ἤτανε πειά πεϑαμένη καί ϑαμμένη ἡ ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, ἡ Θεοσκέπαστη, ἡ Νέα Σιών, ἡ Ἑφτάλοφη, τό καμάρι τῆς Άνατολῆς, πῶβρισκε ἄνϑρωπος καί τοῦ πουλιοῦ τά γάλα. Ποῦχε τό κάστρο μέ τούς τρακόσους πύργους, τά παζάρια, τά ἀρτοπρατεῖα, τά χαλκοπρατεῖα, τά ἀργυροπωλεῖα, τά βλατοπωλεῖα, τά κηροπωλεῖα, τά λουτρά, τά συντριβάνια, τίς βρῦσες, τίς δεκαεννιά στέρνες, τά ἱπποδρόμια, τά παλάτια, τίς τρακόσες ἐκκλησιές καί τά διακόσια μοναστήρια, τ᾽ ἀμέτρητα τ᾽ ἀγάλματα κι ὅ,τι μπορεῖ νά βάλη ὁ νοῦς τ ἀνϑρώπου. «Τῆ δευτέρᾳ δέ ἀπό τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἰσελϑών ὁ Μεχμέτης, περιώδευσε τήν πόλιν· καί ἦν ἡ πᾶσα ἄοικος, οὔτε ἄνϑρωπος, οὔτε κτῆνος, οὔτε ὄρνεον κραυγάζον ἤ, λαλοῦν ἐντός.»
Κοντά στό παλάτι ἑτοιμάσανε ἕνα µεγάλο τραπέζι γιά τό σουλτᾶνο, κι ἀφοῦ ἔφαγε, ἤπιε πολύ κρασί καί μέϑυσε. Τότε πρόσταξε νά τοῦ πᾶνε τό ναύαρχο Νοταρᾶ µέ τά παιδιά του καί νά τούς ἀποκεφαλίσουνε. Πρῶτα σφάξανε τά παιδιά μπροστά στό συμφοριασμένον τόν πατέρα, πῶλεγε ὁλοένα «δίκαιος εἶ, Κύριε!», κ᾿ ὕστερα τόν ἴδιον. Δέν περάσανε λίγες μέρες καί πρόσταξε νά κόψουνε καί τοῦ Χαλίλ πασᾶ, πού τόν ὑπωπτευότανε πώς εἶχε προδώσει τά μυστικά του στούς γραικούς.
Τό τέλος τῆς Πόλης φαίνεται ἀκόμα πειό λυπητερό ἅμα συλλογισϑῆ κανένας πώς χαλάσϑηκε τό μῆνα Μάη, τίς μέρες πού μοσκοβολούσανε οἱ πασκαλιές κ' οἱ τριανταφυλλιές. Ἀνήμερα πού σκλαβώϑηκε ἡ Πόλη ἤτανε τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, πού τή γιορτάζανε πάντα οἱ Πολῖτες στίς 29 Μαγιοῦ µέ μεγάλη δόξα στήν ἐκκλησιά της, πού γίνηκε ὕστερα τζαμί. Μ᾽ ὅλη τήν ἀγωνία πού περνούσανε, οἱ γυναῖκες τήν εἴχανε στολισμένη, κατά τά συνηϑισμένα, μέ στεφάνια. καί μέ περικοκλάδες ἀπό τριαντάφυλλα. Τήν ὥρα, πού μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, ψέλνανε ἀκόμα οἱ ψαλτάδες. Τούς περάσανε ὅλους ἀπό τό μαχαῖρι, κι ἀπό τότε βαστᾶ ἡ ὀνομασία «Γκιούλ Τζαμί», δηλαδή «Τό Τζαμί µέ τά τριαντάφυλλα», καί μ' αὐτό τὄνομα στέκει ὥς τά σήµερα. Μέσα σ᾽ αὐτή τήν ἐκκλησιά λένε πώς ὑπάρχει κ' ἕνα μνημόρι, ὁπώχει ἀπάνω στήν πλάκα τούρκικα γράμματα, πού λένε «Ἐδῶ κείτεται ἕνας μαϑητής τοῦ Χριστοῦ» καί πώς αὐτός εἶνε ὁ τάφος τοῦ βασιλιᾶ Παλαιολόγου.
Τούς Γενοβέζους τοῦ Γαλατᾶ ὁ σουλτᾶνος δέν τούς πείραξε, γιατί σταϑήκανε φίλοι του στόν πόλεμο, τούς χάρισε μάλιστα καί προνόμια. Τό φιρμάνι πού τούς ἔδωσε ἀρχίζει μέ τοῦτα τά λόγια· «Ἐγώ ὁ μέγας αὐϑέντης καί μέγας Ἀμηρᾶς σουλτᾶνος ὁ Μεχμέτ Μπέπς, ὁ υἱός τοῦ μεγάλου αὐϑέντου Ἁμπρᾶ Σουλτάνου τοῦ Μουράτ Μπέπ. Ὀμνύω εἰς τόν Θεόν τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί εἰς τόν μέγαν ἡμῶν προφήτην Μωάμεϑ, καί εἰς τά ἑπτά μουσάφια ὁπού ἔχομεν καί ὁμολογοῦμεν, καί εἰς τάς ρκδ΄ (124) χιλιάδας προφήτας τοῦ Θεοῦ καί πρός τάς ψυχάς τοῦ πάππου μου καί τοῦ πατρός μου, καί πρός ἐμαυτόν καί πρός τά παιδιά μου, καί στό σπαϑί ὁπού ζώννομαι...
Πηγή : Τό Πάρσιμο τῆς Πόλης - Φώτης Κόντογλου
Εκδόσεις Ακρίτα