»»» Ἡ παραβολὴ τοῦ Σπορέως
Ἡ παραβολὴ τοῦ Σπορέως
Τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν 8, 5-15
Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη;. ὁ δὲ εἶπεν· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μιὰ μεγάλη παραβολή. Εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ ἀμέτρητες παραβολές. Ὁ κόσμος αὐτός καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα του δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐφήμερο παραμύθι. Ὁ πνευματικὸς πυρῆνας ποὺ κρύβεται ἀνάμεσα στὶς γραμμὲς κάθε παραβολῆς ὅμως εἶναι διαρκής, δὲν ὑφίσταται παρακμή. Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν παραβολῶν τέρπονται μόνο μὲ τὰ μάτια καὶ τ' αὐτιά τους, δὲν μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν στὸν πυρῆνα καὶ παραμένουν πνευματικὰ νηστικοὶ καὶ πεινασμένοι. Τὸ πνεῦμα τρέφεται μόνο μὲ τὸν πυρῆνα τῶν παραβολῶν. Ἕνας μὴ πνευματικὸς καὶ αἰσθησιακὸς ἄνθρωπος τρέφεται μόνο μὲ τὰ πράσινα φύλλα πολλῶν παραβολῶν καὶ παραμένει πάντα πεινασμένος. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὸν πυρῆνα, τὴν οὐσία τῶν παραβολῶν, τρέφεται μ' αὐτήν, ἱκανοποιεῖται καὶ διατηρεῖται εἰρηνικός. Ὅλα τὰ ὑπαρκτὰ πράγματα εἶναι παραβολές. Ὅλα εἶναι σὰν πράσινα φύλλα, τυλιγμένα γύρω ἀπὸ τὸν κρυμμένο πυρῆνα. Ὅλα ὅσα γίνονται εἶναι ἡ ὕλη τῆς παραβολῆς, εἶναι τὸ περιτύλιγμα τοῦ πνευματικοῦ περιεχομένου, τοῦ πυρῆνα.
Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σ' αὐτὸν τὸν κόσμο περιτριγυρισμένος ἀπὸ μιὰ θάλασσα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράζεται μὲ παραβολές. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὴ σοφία αὐτὴ μόνο μὲ τὰ μάτια του δὲ βλέπει τίποτ' ἄλλο, παρὰ τὸ περιτύλιγμα ποὺ καλύπτει τὴν κρυμμένη σοφία. Κοιτάζει καὶ βλέπει τὸ ἔνδυμα τῆς φύσης, δὲ βλέπει ὅμως τὸ πνεῦμα, τὴν οὐσία της. Ἀφουγκράζεται γιὰ ν' ἀκούσει τὴ φύση, μὰ ἀκούει μόνο ἄδειες φωνές, ποὺ δὲν καταλαβαίνει τὸ νόημά τους. Τὸ μάτι δὲ δόθηκε γιὰ νὰ βλέπει τὸν πυρῆνα τῆς φύσης, οὔτε τὸ αὐτὶ γιὰ ν' ἀκούει τὸ μήνυμά της. Τὸ πνεῦμα συναντᾶ τὸ πνεῦμα. Ἡ οὐσία συναντᾶ τὴν οὐσία. Ἡ κατανόηση συναντᾶ τὴν κατανόηση. Ἡ ἀγάπη νιώθει τὴν ἀγάπη.
Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ φτωχός, ἕνας θλιβερὸς τόπος. Ὅλα εἶναι βιαστικά, παροδικά. Αὐτὸς ποὺ προσκολλᾶται σ' αὐτὸν σὰ νά 'τανε κάτι οὐσιαστικὸ ἀπὸ μόνο του, ἀναπόφευκτα θ' ἀποτύχει καὶ θὰ κραυγάσει μὲ πόνο καὶ ντροπή. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὅμως εἶναι καὶ πλούσιος θησαυρὸς διδαχῶν μὲ παραβολές. Ὅποιος ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο καὶ τὸν χρησιμοποιεῖ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲ θὰ ντροπιαστεῖ, δὲ θ' ἀποτύχει.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε συχνὰ χρήση παραβολῶν ἀπὸ τὴ φύση, ἀπὸ πράγματα καὶ περιστατικὰ ποὺ συμβαίνουν σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Χρησιμοποίησε τὶς παραβολὲς ὡς μέσα, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους. Συχνὰ χρησιμοποιοῦσε συνηθισμένα γεγονότα στὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ δείξει τὸ νόημα ποὺ ἔχουν οἱ πυρῆνες τους καὶ τὸ βάθος ποὺ κρύβεται μέσα τους. Οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἀναζητοῦν κάποιο νόημα σὲ περίεργα καὶ σπάνια γεγονότα, ὅπως στοὺς διάτoντες ἀστέρες, στοὺς σεισμούς, στοὺς μεγάλους πολέμους κ.τ.λ. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν καὶ βρίσκουν πνευματικὸ νόημα στὰ συνηθισμένα καὶ καθημερινὰ γεγονότα, εἶναι σπάνιοι. Ὁ σπανιότερος ἀπ' ὅλους τοὺς σπάνιους ποὺ περπάτησε ποτὲ στὴ γῆ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, πῆρε σκόπιμα τὰ πιὸ συνηθισμένα πράγματα ἀπὸ τὴ ζωή, γιὰ ν' ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὰ μυστήρια τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τὶ εἶναι πιὸ συνηθισμένο ἀπὸ τὸ ἁλάτι, τὴ ζύμη, ἕνα δέντρο ποὺ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸν κόκκο σινάπεως, τὸν ἥλιο, τὰ σπουργίτια, τὰ χόρτα καὶ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, τὸ ψωμί, τὴν πέτρα καὶ τὴν ἄμμο; Κανένας ἀπ' αὐτοὺς ποὺ βλέπουν κάθε μέρα μὲ τὰ μάτια τους τὰ πράγματα αὐτὰ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ν' ἀναζητήσει μέσα τους τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως σταμάτησε δίπλα σ' αὐτά καὶ κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὰ προσέξουν, τοὺς φανέρωσε τ' ἀμέτρητα οὐράνια μυστήρια ποὺ εἶναι κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημά τους. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὰ ἁπλᾶ καὶ συνηθισμένα γεγονότα γιὰ νὰ παρουσιάσει καὶ νὰ ἐξηγήσει ὁλόκληρη τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη τὴν ἱστορία τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σωτηρίας του, τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὴν Τελικὴ Κρίση καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν γιὰ αἰῶνες νὰ συμβαίνουν περιστατικὰ σάν κι αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὶς παραβολὲς τοῦ Σπορέα, τῆς ζύμης καὶ τοῦ ἄρτου, τῶν ταλάντων καὶ τοῦ Ἄσωτου Υἱοῦ. Κανένας ὅμως δὲ φαντάστηκε πὼς κάτω ἀπὸ τὰ φύλλα τῶν γεγονότων αὐτῶν ὑπῆρχαν τέτοιοι πυρῆνες γιὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡσότου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διηγηθεῖ τὶς παραβολὲς αὐτές, ἐξηγήσει τὴν οὐσία κι ἀποκαλύψει τὸν πυρῆνα τους.
Tὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀναπτύσσει τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Σπορέα. Ἐπιφανειακὰ εἶναι ἕνα συνηθισμένο γεγονός, μέσα στὸν πυρῆνα του ὅμως κρύβει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, καθώς καὶ τὶς πηγὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς ἀπώλειας ἢ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅλ' αὐτὰ μὲ μιὰ διδαχή. «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ» (Λουκ. 8, 5). Πόσο ἁπλὸ μά καὶ οὐσιαστικὸ ξεκίνημα! Ἦρθε ὁ καιρὸς τῆς σπορᾶς. Ὁ πάγος καὶ τὸ χιόνι ἔχουν προετοιμάσει τὸ ἔδαφος, ὁ ἄνθρωπος τὸ ὄργωσε. Ἡ ἄνοιξη ἔφτασε κι ὁ σπορέας πῆγε γιὰ νὰ σπείρει τὸ σπόρο του. Ὁ σπορέας βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του, πηγαίνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ σπείρει τὸ σπόρο. Πηγαίνει στὸ δικό του ἀγρό, ὄχι σὲ ἄλλον.
Ἐδῶ ἔχουμε ἁπλᾶ ἐξωτερικὰ γεγονότα καὶ μεγάλα ἐσωτερικὰ βάθη. Σπορέας εἶναι ὁ Χριστός καὶ σπόρος εἶναι ἡ ζωηφόρα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προετοιμαστεῖ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια δοκιμασιῶν καὶ βασάνων, περιπλανήσεων κι ἀναζητήσεων, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὸ θεϊκὸ σπόρο τῆς ζωηφόρου διδασκαλίας. Οἱ προφῆτες εἶχαν ὀργώσει τὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ὁ Χριστὸς ἔλαμψε σὰν τὴν ἄνοιξη μετὰ ἀπὸ ἕναν μακρὺ καὶ παγωμένο χειμῶνα καὶ βγῆκε σὰν Σπορέας νὰ σπείρει. Οἱ προφῆτες εἶναι οἱ ζευγολάτες, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σπορέας. Ἂν οἱ προφῆτες φύτεψαν κάπου κάπου ἕνα μικρὸ σπόρο, αὐτὸς δὲν ἦταν δικός τους, τὸν δανείστηκαν ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς βγῆκε νὰ σπείρει τὸ δικό Του σπόρο. Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶχαν λάβει τὸ σπόρο ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ τὸν ἔσπειραν στὸν κόσμο σὰν δικό τους. Ὁ Χριστὸς δὲ δανείστηκε ἀπὸ κανέναν. Ἔσπειρε πραγματικὰ τὸ δικό Του σπόρο.
«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων». Πῶς βγῆκε κι ἀπὸ ποῦ; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ βγῆκε ἀπὸ τοὺς αἰώνιους κόλπους τοῦ Πατέρα, χωρὶς ὅμως νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Βγῆκε φορῶντας ἀνθρώπινη σάρκα, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἄνθρωπος. Βγῆκε ὅπως τὸ φῶς ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν ἥλιο, χωρὶς ν' ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴν πηγή του. Βγῆκε ὅπως τὸ δέντρο ἀπὸ τὴ ρίζα του, χωρὶς ν' ἀποχωριστεῖ ἀπ' αὐτήν. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ ἀγρός Του, κι Ἐκεῖνος τὸν ἐπισκέπτεται. «Ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο» (βλ. Ἰωάν. 1, 10). Κι Αὐτὸς ἦρθε στὸν κόσμο Του. Ἄφησε τὸ σπίτι Του καὶ πῆγε στὸν ἀγρό Του γιὰ νὰ σπείρει τὸ σπόρο Του. Εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σπορέας, περιβαλλόμενος μὲ εἰρήνη ἀπὸ κάθε πλευρά, λόγῳ τῆς ἀδιαμφισβήτητης ἰδιοκτησίας καὶ τῆς δικαιοσύνης Του. Δὲν εἶναι σὰν τὸ δοῦλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ ξένο σπίτι, πηγαίνει σὲ ξένο ἀγρό καὶ κάποτε ποὺ ἔχει κακὴ διάθεση ξεχνάει ὅτι ὁ ἀγρὸς εἶναι ξένος καὶ τὸν λογαριάζει γιὰ δικό του. Κι ἀπὸ τότε κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀδιαφορία κι ἀμέλεια.
«καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.» (Λουκ. 8, 8). Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ δείχνουν πὼς ἡ παραβολὴ ἔχει ἕνα μυστικό, ἕνα κρυφὸ νόημα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αὐτιά καὶ μποροῦν εὔκολα ν' ἀκούσουν τὰ λόγια τῆς παραβολῆς. Δὲν ἔχουν ὅλοι ὅμως πνευματικὴ ἀκοὴ γιὰ ν' ἀκούσουν τὸ Πνεῦμα ποὺ πνέει μέσα τους. Γι' αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος. «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
Ἡ παραβολὴ ὁλόκληρη εἶναι σαφής, ἀκριβής, ἀκόμα κι ἂν τὴ δεῖ κανεὶς σὰν περιγραφὴ κάποιας συνηθισμένης ἐργασίας. Κάθε ἀγρότης θὰ μποροῦσε νὰ βεβαιώσει ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς γίνεται ὅταν ὁ σπόρος σπέρνεται σ' ἕναν ἀγρό. Κι ὅλοι μποροῦν νὰ σᾶς ποῦν γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες, ὅπως νὰ κλείσει τὰ μονοπάτια ποὺ τὸν διαπερνοῦν, νὰ τὸν καθαρίσει ἀπὸ τὶς πέτρες, νὰ ξεριζώσει καὶ νὰ κάψει τ' ἀγκάθια, γιὰ νὰ κάνει ἔτσι γόνιμο τὸν ἀγρό. Ἡ παραβολὴ αὐτὴ ὅμως δὲν εἰπώθηκε γιὰ κάτι ποὺ ὅλοι γνωρίζουν, ἀλλὰ γιὰ τὸ κρυφὸ μήνυμά της, γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀλήθεια ποὺ εἶναι κρυμμένη μέσα της. Ὁ ἀγρὸς σημαίνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ διάφορα κομμάτια τοῦ ἀγροῦ σημαίνουν τὶς διάφορες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Μερικὲς εἶναι σὰν τὴ γῆ ποὺ βρίσκεται δίπλα στὸ δρόμο, ἄλλες με πετρῶδες ἔδαφος κι πάλι σὰν γῆ γεμάτη μὲ ἀγκάθια. Εἶναι κι ἄλλες ὅμως ποὺ μοιάζουν μὲ καλὴ γῆ, μακριὰ ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ καθαρὴ ἀπὸ πέτρες κι ἀγκάθια. Γιατὶ ὁ γεωργὸς δὲ σπέρνει τὸ σπόρο του μόνο στὴ καλὴ γῆ κι ὄχι στὸ πετρῶδες ἔδαφος ἤ σ' ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γεμᾶτο ἀγκάθια; Ἐπειδὴ τὰ καλὰ νέα τοῦ εὐαγγελίου εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους. Δὲν εἶναι κρυφά, δὲν περιορίζονται καὶ δὲν εἶναι γνωστὰ μόνο σὲ μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων, ὅπως γινόταν μὲ τὴ σκοτεινή καὶ «μαγική» διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ σκοπό τους εἶχαν τὴν ἀπόκτηση δύναμης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ στραφεῖ ἐναντίον ἄλλου ἀνθρώπου ἤ σὲ ὁμάδα ἀνθρώπων. Σκοπὸς τῆς διδασκαλίας τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. «ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί· καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων» (Ματθ. 10, 27). Αὐτὲς τὶς ἐντολὲς δίνει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ὁ Μέγας Σπορέας δίνει ἐντολὴ στοὺς σποριάδες. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (A' Tιμ. 2, 4), «μὴ βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι» (Β' Πέτρ. 3, 9). Ἂν ὁ Κύριος εἶχε σπείρει τὴ διδασκαλία Του μόνο σὲ καλοὺς ἀνθρώπους, οἱ κακοὶ θὰ εἶχαν τὴ δικαιολογία πὼς δὲν ἄκουσαν ποτὲ τὸ εὐαγγέλιο καὶ θὰ χρέωναν τὴν ἀπώλειά τους στὸ Θεὸ κι ὄχι στὴ δική τους ἀμαρτωλότητα. Κανένας καὶ ποτὲ δὲ θὰ χαθεῖ ἀπὸ σφάλμα ἤ λάθος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ δὲν μπορεῖ κανένα λάθος νὰ σκιάσει τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης Του.
Τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ τρία μέρη τοῦ σπόρου θὰ χαθοῦν δὲν εἶναι λάθος οὔτε τοῦ σπόρου οὔτε τοῦ σπορέα, ἀλλὰ τῆς γῆς. Οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ἡ θεία διδασκαλία Του φταῖνε ἐπειδὴ χάνονται πολλοὶ ἄνθρωποι. Τὸ σφάλμα εἶναι τῶν ἴδιων τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἐπειδὴ δὲν ἀφοσιώθηκαν καὶ δὲν ἀσχολήθηκαν μὲ ἀγάπη στὴ φροντίδα τοῦ σπόρου ποὺ δέχτηκαν, δὲν τὸν προστάτεψαν ἀπὸ τ' ἀγκάθια, δὲν τὸ ἔβαλαν βαθιὰ μέσα στὸ γόνιμο ἔδαφος τῆς ψυχῆς καὶ δὲν τὸ πρόσεξαν ὡσότου ἔρθει ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας καὶ τοῦ θερισμοῦ. Μ' ὅλο ὅμως ποὺ τὰ τρία τέταρτα τοῦ ἀγροῦ δὲν καρποφόρησαν, ὁ Θεὸς ἔδρεψε πλούσια καρποφορία ἀπὸ τὸ λόγο Του. Εἶπε μέσω τοῦ προφήτη Του: «οὕτως ἔσται τὸ ῥῆμά μου, ὃ ἐὰν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματός μου, οὐ μὴ ἀποστραφῇ, ἕως ἂν τελεσθῇ ὅσα ἂν ἠθέλησα, καὶ εὐοδώσω τὰς ὁδούς μου, καὶ τὰ ἐντάλματά μου» (Ησ. 55, 11). Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κάνουν χρήση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δὲ σημαίνει πὼς ὁ λόγος αὐτὸς ἔπεσε στὸ κενό. Γιὰ τὸ Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Μπορεῖ ν' ἀποδειχτεῖ πὼς ὁ θερισμὸς ἀπὸ τὴν καλὴ γῆ εἶναι καλύτερος. Στὴ χειρότερη περίπτωση ὁ λόγος Του θὰ γυρίσει στὸν ἴδιο. Θὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸ τάλαντο ποὺ ἔκρυψε στὴ γῆ ὁ πονηρὸς καὶ ὀκνηρὸς δοῦλος ἤ σὰν τὴν εἰρήνη ποὺ ἐπισκέφτηκε ἕνα σπίτι καὶ δὲ τὴ δέχτηκαν. Ὁ Κύριος εἶπε στοὺς ἀποστόλους νὰ ἐπικαλεστοῦν τὴν εἰρήνη σὲ κάθε σπίτι ποὺ θὰ ἐπισκεφτοῦν: «καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω» (Ματθ. 10, 13). Εἶναι καλύτερα ὅμως ν' ἀκούσουμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ν' ἀποκαλύπτει τὸ μυστικὸ νόημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες παραβολὲς τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ὁ Χριστὸς τὴν ἐξήγησε ὁ ἴδιος. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ἐπειδὴ Τοῦ τὸ ζήτησαν οἱ ἀπόστολοι:
«Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη;. ὁ δὲ εἶπεν· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν» (Λουκ. 8, 9-10). Τὴν παραβολὴ αὐτή, ἴσως ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἁπλή, ἦταν δύσκολο στοὺς ἀποστόλους νὰ τὴν ἐξηγήσουν καὶ νὰ τὴν συνδέσουν μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, οἱ μαθητὲς ρώτησαν πρῶτα: «Διὰ τί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;» (Ματθ. 13, 10). Ὁ Λουκᾶς παραλείπει τὴν ἐρώτηση αὐτή κι ἀναφέρει μιὰ ἄλλη: «Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη;» Ὁ Χριστὸς ἀπάντησε καὶ στὶς δυὸ ἐρωτήσεις. Πρῶτα ἔκανε τὴ διάκριση ἀνάμεσα στοὺς μαθητές Του ποὺ τὸν ἄκουγαν διαρκῶς καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ τὸν ἄκουσαν τότε. Οἱ μαθητές Του ἦταν ἁπλοὶ ἄνθρωποι, εἶχαν ὅμως τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ τότε δὲν εἶχαν τελειοποιηθεῖ ἀκόμα, τὰ πνευματικὰ μάτια τους ἦταν ἀρκετὰ ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ κατανοοῦν τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πολλὲς φορὲς τοὺς μιλοῦσε ἄμεσα, χωρὶς παραβολές, σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει. Τὸ ὅτι δὲν ἦταν πάντα δυνατὸ νὰ μιλᾶ στοὺς ἀποστόλους χωρὶς παραβολές, φαίνεται ἀπὸ τὴν τελευταία συζήτηση ποὺ εἶχε μαζί τους πρίν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατό Του: «Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀπαγγελῶ ὑμῖν.» (Ἰωάν. 16, 25). Γιατὶ ὁ Χριστὸς μιλοῦσε μὲ παραβολὲς στὸ λαό; «ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.» Αὐτὸ σημαίνει: Ἂν τοὺς εἶχε μιλήσει καθαρά, χωρὶς παραβολές, θὰ κοίταζαν μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τους καὶ δὲ θὰ ἔβλεπαν τίποτα. Θ' ἄκουγαν μὲ τὰ σωματικὰ αὐτιά τους καὶ δὲ θὰ καταλάβαιναν τίποτα. Τὰ πνευματικὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ δεῖ κανεὶς μὲ τὴ σωματικὴ ὅραση, οὔτε καὶ νὰ τ' ἀκούσει μὲ τὴ σωματικὴ ἀκοή. Τὸ ὅτι τὰ λόγια Του ἔχουν τὴ σημασία αὐτὴ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ χρησιμοποιεῖ διαφορετικὰ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ματθαῖος στὸ εὐαγγέλιό του: «διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ὅτι βλέποντες οὐ βλέπουσι καὶ ἀκούοντες οὐκ ἀκούουσι οὐδὲ συνιοῦσι» (Ματθ. 13, 13). Ὅταν ὁ Θεὸς λέει καθαρὰ τὶς πνευματικὲς ἀλήθειες, χωρὶς νὰ τὶς καλύψει μὲ παραβολὲς καὶ νὰ τὶς συνδέσει μὲ πράγματα καὶ γεγονότα ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ κόσμο, οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν οὔτε νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια οὔτε καὶ νὰ τὴν κατανοήσουν.
Οἱ πνευματικὲς ἀλήθειες ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν ἄλλο κόσμο, τὸν πνευματικό καὶ οὐράνιο. Ό ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὶς συλλάβει καὶ νὰ τὶς κατανοήσει μόνο μὲ τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις (ὅραση, ἀκοή καὶ ἀντίληψη). Οἱ πνευματικὲς ἀλήθειες ἐμφανίζονται στὸν κόσμο μὲ τὴ μορφὴ πραγμάτων καὶ περιστατικῶν. Πολλοὶ ἔχουν χάσει τὴν ὅραση, τὴν ἀκοή καὶ τὴν κατανόηση τῶν πνευματικῶν ἀληθειῶν. Πολλοὶ βλέπουν μόνο τὸν τύπο, ἀκοῦνε μόνο τὴν ἐξωτερικὴ φωνή καὶ καταλαβαίνουν μόνο τὸ ἐξωτερικό, τὸ ἐπιφανειακὸ περιεχόμενο, τὸν τύπο καὶ τὴ φύση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν γεγονότων. Αὐτὴ εἶναι σωματικὴ ὅραση, σωματικὴ ἀκοή καὶ σωματικὴ ἀντίληψη. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώριζε τὴν τυφλότητα τῶν ἀνθρώπων καὶ γι' αὐτό, ὡς πάνσοφος Διδάσκαλος, τοὺς ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα κι ἀπὸ τὰ φυσικὰ γεγονότα στὰ πνευματικά. Γι' αὐτό καὶ τοὺς μιλοῦσε μὲ παραβολές, μ' ἕναν τρόπο ποὺ μποροῦσαν νὰ δοῦν, ν' ἀκούσουν καὶ νὰ κατανοήσουν. Ὁ Κύριος ἀπάντησε στὴν πρώτη ἐρώτησή τους κι ἔπειτα προχώρησε στὴ δεύτερη: «Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν» (Λουκ. 8, 11-12). Ὅταν ὁ Κύριος εἶχε ἀπευθυνθεῖ στὸ λαὸ εἶχε πεῖ «καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό» (Λουκ. 8, 5). Στοὺς μαθητές Του ὅμως εἶπε, «εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν». Καὶ οἱ δύο ἐκφράσεις ἔχουν τὸ ἴδιο νόημα, ἡ μιὰ ἐξηγεῖ τὴν ἄλλη. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι ποδοπατοῦν τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε δίπλα στὸ δρόμο καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ τὸν τσιμπᾶνε, ἔτσι κι ὁ διάβολος ποδοπατεῖ καὶ τσιμπάει τὸ σπόρο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ λόγο Του, ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ σοφὸς ἰδιοκτήτης φράζει τὸν ἀγρό του καὶ κλείνει τὶς εἰσόδους. Ἔτσι κι ὁ σοφὸς ἄνθρωπος φράζει τοὺς δρόμους τῆς καρδιᾶς του γιὰ νὰ μὴν περάσει τὸ πονηρὸ πνεῦμα, νὰ μὴν ποδοπατήσει καὶ νὰ μὴν καταστρέψει ὅλα ὅσα ἔσπειρε ἐκεῖ ὁ Θεός. Ὅταν φτιάχνουμε μιὰ δίοδο στὴν καρδιά μας, τὴν ἀνοίγουμε σ' ἕνα συρφετὸ ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Τότε ὁ θεϊκὸς σπόρος σαπίζει καὶ χαλάει. Κι ὁ πονηρὸς ὄχι μόνο ποδοπατεῖ καὶ καταστρέφει τὸ θεϊκὸ σπόρο, μὰ σπέρνει καὶ τὸ δικό του διαβολικὸ σπόρο. Τέτοια καρδιὰ ποὺ εἶναι ἀνοιχτὴ στοὺς περαστικοὺς κι ἐπηρεάζεται ἀπ' αὐτούς, εἶναι ὅπως ἡ ἐλεύθερη κι ἀχαλίνωτη γυναῖκα ποὺ ἀπιστεῖ στὸ σύζυγό της καὶ μοιάζει μὲ σωρὸ σκουπιδιῶν ποὺ μυρίζει ἤ μὲ μονοπάτι ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πουθενά, μὲ ἁρπακτικὰ ὄρνια (δηλαδὴ δαίμονες) ποὺ ἐπιπίπτουν στὸ θήραμά τους. Γι' αὐτοὺς καμιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν εἶναι τόσο πολύτιμη ὅσο ἐκεῖνες ποὺ τοὺς ἐπιτρέπουν τὴν εἴσοδο ἐλεύθερα. Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὸ πετρῶδες ἔδαφος ἤ ἀνάμεσα στ' ἀγκάθια δὲν ἀναπτύσσεται σχεδὸν καθόλου. Ἐκεῖνος ποὺ πέφτει δίπλα στὸ δρόμο ὅμως δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ φυτρώσει γιατὶ ποδοπατιέται ἀπὸ τοὺς ταξιδιῶτες καὶ τοὺς περαστικοὺς κι οἱ δαίμονες τοὺς ἁρπάζουν. Ὁ θεϊκὸς σπόρος καρποφορεῖ μόνο στὴν παρθενικὴ ψυχὴ ποὺ δὲν ἀνοίγει εἰσόδους, ἀλλὰ εἶναι φραγμένη καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ τὴν ποδοπατοῦν. Ἂν χρειαζόταν μιὰ παραβολὴ γιὰ νὰ ἐξηγήσει μιὰν ἄλλη, τότε ἡ παραβολὴ αὐτὴ γιὰ τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε δίπλα στὸ δρόμο θὰ ἦταν τὸ καλύτερο σχόλιο γιὰ τὴν παραβολὴ μιᾶς ἁμαρτωλῆς καὶ ἄσεμνης γυναίκας.
Γιατὶ ὁ πονηρὸς ἀφαιρεῖ τὸ λόγο ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Ὁ Κύριος τὸ ἐξηγεῖ αὐτὸ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν». Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι φανερὸ πὼς ἡ πίστη στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ρίζα τῆς σωτηρίας μας. Ἐκεῖνος ποὺ δὲ φυλάει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά του, μόνο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τίποτ' ἄλλο, δὲν μπορεῖ νὰ θερμάνει τὴν καρδιά του μὲ πίστη κι ἑπομένως ἡ ψυχή του δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ὅσο ἡ καρδιά του δὲν ἔχει θερμανθεῖ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ διάβολος καραδοκεῖ νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν καρδιά. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά του ὡς τὸ πολυτιμότερο ἀγαθό καὶ δὲν ἀφήνει οὔτε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε τοὺς δαίμονες νὰ ποδοπατήσουν τὸν ἱερὸ αὐτὸ σπόρο ἤ νὰ τὸν κλέψουν. «οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.» (Λουκ. 8, 13). Αὐτοὶ εἶναι ποὺ στὴν ἀρχὴ δέχονται τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ χαρά καὶ ποὺ πρόσκαιρα πιστεύουν. Τελικὰ ὅμως ἀπομακρύνονται ἀπὸ φόβο, ὅπως ὁ σκλάβος ποὺ πέρασε πολλὰ χρόνια στὴ φυλακὴ κι ὅταν βλέπει πὼς κάποιος τοῦ ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ τοῦ φωνάζει: «Φύγε, εἶσαι ἐλεύθερος!», στὴν ἀρχὴ χαίρεται κι ἑτοιμάζεται νὰ φύγει. Ὅταν ὅμως συνειδητοποιεῖ πὼς θὰ πρέπει τώρα ν' ἀκολουθήσει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ δουλέψει, φοβᾶται γι' αὐτὴν τὴν καινούργια ζωή καὶ προτιμᾶ νὰ γυρίσει πίσω στὴ φυλακή, κλείνοντας πίσω του τὴν πόρτα.
Ἡ καρδιὰ ποὺ εἶναι βαθιὰ προσκολλημένη στὴ γῆ φοβᾶται. Ἡ προσκόλληση αὐτὴ τὴν κάνει σκληρὴ σὰν πέτρα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναπτύσσεται εὐκολότερα μὲ ἐξωτερικὲς καταιγίδες καὶ ἀνέμους, ὅπως τὰ πεῦκα στὰ βουνά. Ὁ φοβισμένος ἄνθρωπος ὅμως ποὺ δέχτηκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ χαρά, νιώθει τρομοκρατημένος ἀπὸ τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς ἀνέμους κι ἐγκαταλείπει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀπορρίπτει καὶ ξαναγυρίζει στὰ γήινα. Ἡ γῆ ἀποδίδει συντομότερα, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὴν καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὅμως πρέπει νὰ περιμένει. Τὸν φοβισμένο ἄνθρωπο τὸν κατατρώγει ἡ ἀμφιβολία: «Ἂν ἐγκαταλείψω τοὺς γήινους αὐτοὺς καρποὺς ποὺ ἔχω στὰ χέρια μου, ποιὸς ξέρει ἄν θὰ ζήσω γιὰ νὰ γευτῶ τοὺς καρποὺς ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;» Αὐτὸ δείχνει πὼς ὁ φοβισμένος ἄνθρωπος ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ Θεό, ἐνῶ εἶναι σίγουρος γιὰ τὴ γῆ. Ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ πείθεται ἀπὸ τὸ ψέμα. Ἡ πίστη ὅμως δὲ ριζώνει στὴν πέτρινη καρδιά του κι ἐξαφανίζεται. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ σπάρθηκε στὴν καρδιά του ξαναγυρίζει στὸ Σπορέα.
Ἀνάμεσά μας σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιου ἄνθρωποι. Ἡ πίστη στὸ Θεὸ βοηθάει ν' ἀναπτυχθεῖ λίγο πράσινο στὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς τους, τὸ χῶμα ὅμως εἶναι πολὺ ρηχό κι ἀπὸ κάτω ὑπάρχει βράχος σκληρός. Ὅταν ὁ δυνατὸς ἥλιος τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω τους, στὸ φῶς του βλέπουν πὼς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναζητᾶ χῶμα βαθὺ γιὰ ν' ἁπλώσει τὶς ρίζες του στὴν καρδιά τους, στὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή τους. Καὶ τότε φοβοῦνται. Εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦν τὸ Θεὸ στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ τους, ἀλλὰ κρατοῦν τ' ἄλλα δωμάτια κλειστὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὅταν βλέπουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς δὲν ὑπάρχει κανένα δωμάτιο ποὺ μπορεῖ νὰ μείνει σκοτεινὸ μὲ τὴν παρουσία Του, τοὺς κυριεύει ὁ φόβος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται πὼς μπορεῖ νὰ τὸν διώξουν γιὰ χάρη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (καταιγίδες καὶ ἄνεμοι), κάνει ἀμέσως πίσω. Ἡ ἀσυνέπεια στὴν πίστη εἶναι ὑπηρεσία στὸν ἕνα κύριο, ἐνῶ ἔχει ὑποσχεθεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄλλον. Οἱ ἀσυνεπεῖς στὴν πραγματικότητα ὑπηρετοῦν τὸ διάβολο, ἐνῶ ὑπόσχονται νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Θεό. Πῶς μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ δώσει ἐμπιστοσύνη στὶς ὑποσχέσεις τους, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν πιστέψει τὶς ἐπαγγελίες τῶν λόγων Του;
«τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.» (Λουκ. 8, 14). Οἱ μέριμνες εἶναι ἀγκάθια. Εἶναι ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει ἀνάμεσα στ' ἀγκάθια, ἀρχίζει νὰ φυτρώνει. Δὲ μεγαλώνει ὅμως, δὲν ὡριμάζει. Τὸν πνίγουν τ' ἀγκάθια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ν' ἀναπτυχθεῖ σὲ καμία σκιά. Μπορεῖ ν' ἀναπτυχθεῖ μόνο στὸν ἀγρὸ ὅπου εἶναι ὁ κυρίαρχος σπόρος κι ὅλα τ' ἄλλα εἶναι στὴ σκιά. Μὲ τὶς μέριμνες ἐννοεῖ ἐδῶ τὶς φροντίδες γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ μας. Μὲ τὰ πλούτη, τὸν ἐξωτερικὸ πλουτισμό. Μὲ τὶς ἡδονές, τὶς κοσμικές, σωματικὲς κι ἐφήμερες ἀπολαύσεις. Αὐτὰ εἶναι τὰ ζιζάνια, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο ν' ἀναπτυχθεῖ τὸ ἁγνὸ φυτὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει: «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α' Πέτρ. 5, 7). Ὁ Χριστὸς ἀφήνει μιὰ μόνο καὶ μοναδικὴ μέριμνα σὲ μᾶς: τὴ φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ τὴ σωτηρία της. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη μέριμνα. Κι ὅταν ἐπικεντρωθοῦμε σ' αὐτήν, ὅλες οἱ ἄλλες ἐξυπηρετοῦνται μόνες τους. Ὅλες οἱ ἄλλες μικρομέριμνες πνίγουν τὸν σπόρο τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς μέριμνας, τῆς μέγιστης. Κι ὅταν ἀμελοῦμε τὴ μέριμνα αὐτὴ ὅλες οἱ ἄλλες μένουν ἐγκαταλελειμμένες, ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μαζί τους στὴ γῆ χίλια χρόνια.
Σχετικὰ μὲ τὰ πλούτη τώρα: Τ' ἀληθινὰ πλούτη στέλνονται ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν ἀποχτιοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἤ ἀπὸ τὴ φύση. «ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖται» (Παρ. 11, 28). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐξαρτᾶ τὰ πάντα στὸν πλοῦτο θὰ ἔχει πικρὸ θάνατο, θὰ πεθάνει ἀνικανοποίητος καὶ θὰ ἐμφανιστεῖ στὴν Κρίση τοῦ Θεοῦ σὰν ἐπαίτης, μὲ ἄδεια χέρια.
Τὶ νὰ ποῦμε τώρα περὶ τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου; Δὲν εἶναι κι αὐτὲς ζιζάνια κι ἀγκάθια ποὺ καταπνίγουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἐπίγειες ἡδονὲς σ' αὐτοὺς ποὺ τὶς ἐπιθυμοῦν καὶ τὶς γυρεύουν, εἶναι αὐτὲς ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι; Ἄς ἀκούσουμε κάποιον ποὺ εἶχε βυθιστεῖ μέσα στὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, τὸ βασιλιᾶ Σολομῶντα, νὰ ἐξομολογεῖται: «καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου. καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον.» (Ἐκκλ. 2, 10-11). Κι ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν σοφότερος ἀπὸ τὸ Σολομῶντα, εἶπε: «τὰ δικαιώματα Κυρίου εὐθέα, εὐφραίνοντα καρδίαν» (Ψαλμ. 18, 9): «ἐκληρονόμησα τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας μού εἰσιν» (Ψαλμ. 118, 111), «ἀγαλλιάσομαι ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά» (Ψαλμ. 118, 162).
Ἡ ἀληθινὴ ἡδονή, τὰ πλούτη κι ἡ εὐφροσύνη βρίσκονται στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οἱ ἡδονὲς κι οἱ χαρές του, εἶναι ἁπλὰ μιὰ χλωμὴ εἰκόνα τοῦ πλούτου, τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ» (Λουκ. 8, 15). Καὶ «ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Λουκ. 8, 8). Καλὴ γῆ εἶναι οἱ καλὲς ψυχὲς ποὺ διψᾶνε γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ πεινᾶνε γι' ἀγάπη. Ὅπως τὸ διψασμένο ἐλάφι τρέχει στὶς πηγὲς γιὰ νὰ βρεῖ νερὸ «῞Ον τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός» (Ψαλμ. 41, 1), ἔτσι καὶ οἱ καλὲς ψυχὲς τρέχουν στὴν ἄνυδρη ἔρημο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναζητῶντας νερὸ γιὰ νὰ κορέσουν τὴ δίψα τους μὲ πνευματικὲς ἀλήθειες καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη.
Ὅταν ἡ πρωινὴ δρόσος καὶ τὸ οὐράνιο μάννα πέφτουν σὲ τέτοιες ψυχὲς ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ, τότε αὐτὲς γεμίζουν χαρά, ἀναπτύσσονται, ἐκτείνονται πρὸς τὸν οὐρανό καὶ καρποφοροῦν πλούσια. Ἀπὸ τέτοιες ψυχὲς μόνο ἕνας δρόμος περνάει: ὁ δρόμος ποὺ βαδίζει ὁ Χριστός. Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι κλειστὸς σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ταξιδιῶτες καὶ περαστικούς. Στὶς ψυχὲς αὐτὲς δὲν ὑπάρχουν σωροὶ ἀπὸ πέτρες, πυκνοὶ θάμνοι ἤ ἀγκάθια, ἀλλὰ μόνο καθαρὴ γῆ, εὔφορη, ὅπου μόνο ἕνας σπόρος ἀναπτύσσεται: αὐτὸς ποὺ ἔσπειρε ὁ Χριστός. Τὸν σπόρο αὐτὸ τὸν φυλάσσουν σὲ τίμια καὶ ἀγαθὴ καρδιά. Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι δὲν τηροῦν τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι γραμμένος σὲ χαρτί. Τὸ χαρτὶ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κι εὔκολα χάνεται. Δὲν τὸν τηροῦν οὔτε στὸ νοῦ τους. Ὁ νοῦς βρίσκεται στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ ξεχαστεῖ. Τὸν τηροῦν μέσα τους, στὴν καρδιά τους, σὲ μιὰ τίμια καὶ ἀγαθὴ καρδιά, ὅπου δὲ χάνεται οὔτε ξεχνιέται, ἀλλ' ἀναπτύσσεται σὰν τὴ ζύμη καὶ καρποφορεῖ ὅπως τὸ σιτάρι, κάνει τὸν ἄνθρωπο χαρούμενο, ὅπως τὸν κάνει τὸ κρασὶ καὶ εἶναι σὰ νὰ χρίει ὁλόκληρη τὴ ζωή του μὲ λάδι, γιὰ νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο.
Ποιὰ εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ στὴν καλὴ γῆ; «...ὃς δὴ καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα» (Ματθ. 13, 23). Ὁ Κύριος τὸ εἶπε αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία καὶ τὴ συγκατάβασή Του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος. Δὲν ἀπαιτεῖ τὸ ἴδιο ἐξίσου ἀπ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπ' ἄλλους ζητάει περισσότερα κι ἀπ' ἄλλους λιγότερα, ὥστε νὰ σωθοῦν ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότεροι καὶ νὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει μόνο τὸν ἑκατονταπλάσιο καρπὸ ποὺ ἀποδίδει ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὴν ἀγαθὴ γῆ, γιὰ ν' ἀποδείξει τὸ μεγαλεῖο τῆς γῆς αὐτῆς. Ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μᾶρκος δὲ μιλᾶνε μόνο γιὰ τὴν πλούσια ἀπόδοση τῆς ἀγαθῆς γῆς, ἀλλά καὶ γιὰ τὶς τρεῖς κατηγορίες ἀπόδοσης ποὺ ἱκανοποιοῦν τὸν οἰκοδεσπότη. Ἔτσι ἔχουμε τὸ ἴδιο νόημα καὶ παίρνουμε κι ἐδῶ τὸ ἴδιο μάθημα ποὺ πήραμε μὲ τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων. Ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὰ ἴδια λόγια γιὰ τὸ δοῦλο ποὺ πῆρε τὰ δέκα τάλαντα καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ πῆρε τὰ πέντε. Καὶ στοὺς δυὸ ἔδωσε τὴν ἴδια ὑπόσχεση: «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.» (Ματθ. 25, 21-23). Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει διαβαθμίσεις μεγαλωσύνης καὶ ἀπόλαυσης. Δὲ βρίσκονται ὅλοι οἱ σωζόμενοι στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, μ' ὅλο ποὺ ὅλοι θ' ἀπολαμβάνουν ἀνέκφραστη λαμπρότητα κι ἀνεκλάλητη χαρά.
«Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»! Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τέλειωσε ὁ Κύριος τὴν ἐξήγηση τῆς παραβολῆς Του, ὅπως νωρίτερα τὴν εἶχε τελειώσει ὅταν τὴν διηγήθηκε στὸν κόσμο. Καὶ μάλιστα δὲν τὰ εἶπε ἁπλὰ τὰ λόγια αὐτά, ἀλλὰ ἐφώνει, τὰ φώναξε δυνατά. Καὶ ὅταν τὴν διηγήθηκε τὴν παραβολή καὶ ὅταν τὴν ἐξήγησε, στὸ τέλος ἐφώνει. Γιατί; Γιὰ νὰ διεγείρει τὰ ἐσωτερικὰ αὐτιὰ τῶν κουφῶν. Γιὰ ν' ἀντηχεῖ ἡ ἠχὼ τῆς σοφίας Του ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὥστε νὰ τὴν ἀκοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐπανέλαβε τὴν κραυγή, ποὺ ξαναεῖπε τὰ ἴδια λόγια:
«Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»! Αὐτὴ ἦταν ἡ κραυγὴ τοῦ στοργικοῦ φίλου τῶν ἀνθρώπων, τοῦ μοναδικοῦ φίλου ἐκείνων ἐναντίον τῶν ὁποίων εἶχαν ἐπιπέσει τὰ μαῦρα κοράκια τῆς κόλασης. Ἦταν κραυγὴ-προειδοποίηση γιὰ τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο. Ἦταν κραυγὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ νὰ προφυλάξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν κίνδυνο καὶ τὸν ἀποπνικτικὸ καπνὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἦταν ἡ κραυγὴ τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἤθελε ἔτσι νὰ προειδοποιήσει πώς αὐτὸ ποὺ διακυβευόταν ἐδῶ ἦταν ἡ σωτηρία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἦταν γιὰ τὰ ροῦχα του, γιὰ τὰ σπίτια ἤ γιὰ τὴν περιουσία του, ἀλλὰ γιὰ τὴ ζωή του. Ἡ κραυγή του δὲν προερχόταν ἀπὸ ὀργὴ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν ἡ κραυγὴ τῆς στοργικῆς μάνας ποὺ βλέπει τὰ παιδιὰ της τριγυρισμένα ἀπὸ φίδια καὶ τὰ φωνάζει. Τὰ παιδιὰ παίζουν, δὲν παρατηροῦν τὰ φίδια, ἡ μάνα ὅμως τὰ βλέπει. Ὅταν τὰ παιδιὰ βλέπουν τὰ φίδια δὲν ξέρουν ἀπὸ ποιὸ δρόμο νὰ τοὺς ξεφύγουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἡ μάνα ὅμως ξέρει, γι' αὐτό καὶ φωνάζει. Γι' αὐτὸ κραυγάζει κι ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἱστορίας ὡς τὴ συντέλεια: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»!
Δόξα καὶ αἶνος στὸν Ζωοποιό καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ομιλίες Ε' Κυριακοδρόμιο Β'
Μετάφραση - Επιμέλεια Πέτρου Μπότση 2013