»»» Όσιος Παχώμιος ο Μέγας
Όσιος Παχώμιος ο Μέγας
Ὁ ὅσιος Παχώμιος ὑπῆρξε χαρισματικὴ καὶ ἡγετικὴ μορφὴ τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ. Ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337) στὴν Αἴγυπτο. Θεωρεῖται «θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν». Γεννήθηκε τὸ ἔτος 292 μ.Χ. ἀπὸ εἰδωλολάτρες γονεῖς στὴν κάτω Θηβαΐδα (σημερινὸ Σάιντ) τῆς Αἰγύπτου. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς στρατολογίας του γνωρίστηκε μὲ φλογεροὺς Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ θαύμασε τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Γι ̓ αὐτό, ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατὸ ὁ Παχώμιος, βαπτίστηκε στὸ χωριὸ «Χηνοβόσκιο» στὴν ἄνω Θηβαΐδα καὶ ζοῦσε ἐκεῖ βίο ἀσκητικὸ διακονώντας γιὰ τρία χρόνια τοὺς πάσχοντες ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἐπιδημία τῆς πανούκλας ποὺ εἶχε ἐνσκήψει τότε. Στὴ συνέχεια ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ κατέφυγε σὲ αὐστηρὸ καθοδηγό, τὸν φημισμένο ἀσκητὴ τῆς περιοχῆς ὅσιο Παλάμωνα (12 Αὐγούστου), ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ τὸ μοναχικὸ Σχῆμα. Κοντὰ στὸν γέροντα αὐτὸν ὁ Παχώμιος διδάχθηκε τὴν ὁδὸ τῆς κατὰ Θεὸν τελειώσεως.
Ζοῦσε κοντά του μὲ ἀπόλυτη πειθαρχία καὶ ὑπακοή. Μὲ σκληραγωγίες, αὐστηρὲς νηστεῖες καὶ ὁλονύχτιες προσευχὲς ἐξάγνιζε τὸν ἑαυτό του καθιστώντας τὴν καρδιά του δοχεῖο καθαρὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὅσιος Παχώμιος ἐργαζόταν μὲ τὸν γέροντα Παλάμωνα χειρωνακτικὰ πλέκοντας σάκκους, ἢ καλάθια ἀπὸ νῆμα, ἢ φύλλα φοινικιᾶς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν. Τὶς νύχτες ὁ Ὅσιος ἀποσυρόταν μόνος στὴν ἔρημο τῆς ἄνω Θηβαΐδος καὶ προσευχόταν. Κάποτε ἔμπαινε στοὺς τάφους καὶ ὁ ἱδρώτας ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἔκανε λάσπη τὸ χῶμα ποὺ πατοῦσε. Οἱ πονηροὶ δαίμονες τὸν πολεμοῦσαν ἄγρια καὶ ὁ γενναῖος πολεμιστὴς τοὺς χλεύαζε καὶ τοὺς περιγελοῦσε. Μὲ τὴ δύναμη τῆς δοξολογητικῆς προσευχῆς του, ἐκμηδένιζε τὴ σφοδρότητα τῶν ἐπιθέσεών τους. Ὁ Κύριος ἐνδυνάμωνε τὸν ἁγνότατο δοῦλο του Παχώμιο καὶ τοῦ χάριζε ἔκτακτη θεία Χάρι, ὥστε νὰ μπορεῖ ἀκόμη νὰ διαπερνᾶ τὸν Νεῖλο ποταμὸ ἀνάμεσα ἀπὸ κροκοδείλους ἢ νὰ πατᾶ ἐπάνω σὲ σκορπιοὺς καὶ ἑρπετὰ καὶ νὰ μὴν τὸν βλάπτουν. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια σκληρῶν παλαισμάτων ὁ ὅσιος Παχώμιος, μὲ εὐλογία τοῦ γέροντός του Παλάμωνα, κατέφυγε στὴν ἔρημο τῆς Ταβεννησίας στὸ Νεῖλο ποταμό, ὅπου ἵδρυσε μικρὸ Κοινόβιο. Τὸν ὅσιο Παχώμιο συνόδευσε ἐκεῖ καὶ ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του Ἰωάννης. Ζοῦσαν καὶ οἱ δύο μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση. Ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῶν ἐργοχείρων τους συντηροῦσαν τοὺς πτωχούς, ἐνῶ οἱ ἴδιοι κρατοῦσαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους λίγο ἁλάτι καὶ δύο ψωμιὰ γιὰ τὴν κάθε μέρα. Ἡ πιὸ εὐφρόσυνη ὥρα τους ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ κυρίως ἡ μελέτη τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάποτε οὐρανόσταλτος Ἄγγελος Κυρίου ἔφερε στὸν Παχώμιο εἴδηση ποὺ ἔλεγε: «Παχώμιε, τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γιὰ σένα εἶναι νὰ διακονεῖς μὲ χαρὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς συμφιλιώνεις μὲ τὸν Θεό». Σύντομα ὁ Παχώμιος μὲ τὴν ὁσιακή του πολιτεία καὶ τὴν εὔσπλαχνη καρδιά του ἔγινε πασίγνωστος. Ἔρχονταν κοντά του καλοδιάθετοι ἄνθρωποι καὶ ζοῦσαν μαζί του τὸν ὁσιακὸ βίο. Πρὸς ὅλους αὐτοὺς ὁ Παχώμιος γινόταν θυσία. Τοὺς φρόντιζε καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε στὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Ἀφοῦ τοὺς δοκίμαζε, τοὺς ἐνέτασσε σὲ μικρὲς ὁμάδες Μοναχῶν, ποὺ ὄφειλαν ὅμως νὰ τηροῦν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τοὺς κανονισμοὺς τοῦ Κοινοβίου ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε θεσπίσει, προσαρμοσμένες βέβαια στὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ καθενός. Προσεύχονταν 12 φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ 12 τὴ νύχτα μὲ Ψαλμοὺς καὶ ἄλλες προσευχές. Εἶχαν κοινὰ διακονήματα, κοινὰ γεύματα. Ἔτρωγαν φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί. Ἀσκοῦσαν τὴν ἁγία σιωπὴ καὶ ἐπικοινωνοῦσαν μὲ νεύματα. Σπάνια φοροῦσαν ὑποδήματα. Κοινωνοῦσαν τὰ Ἄχραντα καὶ Ζωοποιὰ Μυστήρια κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Εἶχαν δὲ ὅλοι τους ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ εἶχε δεχθεῖ ὁ Ὅσιος ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε φορώντας τὸ μοναχικὸ Σχῆμα. Ὅταν οἱ Μοναχοὶ ἔφθασαν τοὺς ἑκατό, ὁ Παχώμιος ἔκτισε ἱερὸ Ναὸ μέσα στὸ Μοναστήρι, ὅπου τοὺς λειτουργοῦσε ἱερέας ἀπὸ γειτονικὸ χωριό – ὁ Ὅσιος δὲν προωθοῦσε τοὺς Μοναχούς του στὴν ἱερωσύνη γιὰ νὰ ἀποφεύγονται οἱ ἀντιζηλίες. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Παχώμιος θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ τὸ ὑψηλὸ αὐτὸ λειτούργημα οὐδέποτε θέλησε νὰ γίνει ἱερεύς. Γι ̓ αὐτό, ὅταν τὸν εἰδοποίησαν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας, εἶχε φθάσει στὸ Μοναστήρι του καὶ τὸν ἀναζητοῦσε ἐπίμονα γιὰ νὰ τὸν χειροτονήσει, ἐκεῖνος ἔφυγε μακριὰ καὶ κρύφτηκε.
Καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια, ἡ συνοδία τοῦ ὁσίου Παχωμίου ἄρχισε νὰ αὐξάνει. Ἐπέλεξε νὰ ἔχει κοντά του ὡς βοηθούς του ἀπὸ τὴ συνοδία του τοὺς πιὸ ἔμπειρους, ταπεινοὺς καὶ «στερεωμένους στὴν ἀρετὴ» Μοναχούς. Αὐτοὶ φρόντιζαν τὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν, τὴ φιλοξενία τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ τὴν πώληση τῶν ἐργοχείρων τῶν ἀδελφῶν. Ἡ πολυάριθμη αὐτὴ πνευματικὴ κυψέλη χωριζόταν σὲ 24 μοναχικὰ τάγματα γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία της. Λέγεται πὼς ἔφθασε νὰ ἔχει 14.000 Μοναχούς. Βέβαια ὅλοι αὐτοὶ ἐγκαταβιοῦσαν στὰ γύρω Μοναστήρια ποὺ κτίστηκαν, μὲ τὴν ἄγρυπνη ἐπίβλεψη τοῦ φωτισμένου νοῦ τοῦ ὁσίου Παχωμίου. Αὐτὸς ἤλεγχε καὶ διηύθυνε τὰ πάντα μὲ μοναδικὴ σύνεση καὶ σοφία. Ὑπῆρξε «ἄφθαστος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων». Ὑπηρετοῦσε μὲ αἴσθημα βαθιᾶς εὐθύνης καὶ ἀπέραντης στοργῆς καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης ὅλες τὶς ἀνάγκες, καὶ τὶς ὑλικὲς καὶ τὶς πνευματικές, τῶν πολυάριθμων Μοναχῶν. Κάθε του λόγος, συμβουλὴ ἢ παράκληση, ἀλλὰ καὶ τὸ συστηματικό του ἑβδομαδιαῖο κήρυγμα μὲ ἀνάλυση τῶν Γραφῶν, ἔβρισκε ἄμεση ἀπήχηση στὴν καρδιὰ τῶν Μοναχῶν του. Ὁ Ὅσιος ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ διορατικό. Παρέμενε ὅμως πάντα ταπεινὸς καὶ πίστευε καὶ δίδασκε ὅτι τὸ μεγαλύτερο χάρισμα στὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ νὰ καλλιεργεῖ ἁγνότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Γι ̓ αὐτὸ ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Τὸ μεγαλύτερο ὅραμα ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο ἕνα· νὰ συναντήσει ἄνθρωπο ἁγνὸ καὶ ταπεινό.» «Ἄνθρωπον ἐὰν ἴδῃς ἁγνὸν καὶ ταπεινόφρονα, ὅραμα μέγα ἐστίν. Ὁράματος γὰρ τοιούτου τί μεῖζόν ἐστιν· τὸν ἀόρατον Θεὸν ἐν ὁρατῷ ἀνθρώπῳ ναῷ αὐτοῦ ἰδεῖν;». Λέγεται ὅτι ὁ ὅσιος Παχώμιος εἶχε στὴν ὄψη του θλίψη καὶ πόνο, διότι εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ δεῖ σὲ ὅραμα τὰ βάσανα ποὺ περιμένουν τοὺς ἀμετανόητους ἀνθρώπους καὶ μάλιστα τοὺς ἀμελεῖς ἐκδημοῦντες Μοναχούς. Γι ̓ αὐτὸ οἱ κατηχήσεις του καὶ οἱ νουθεσίες του ὅλες ἀναφέρονταν στὸ θέμα τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Ὁ μεγάλος του ἀγώνας ἦταν νὰ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν τοὺς ὑποψήφιους Μοναχούς του, καὶ πάσχιζε νὰ τοὺς διορθώσει, καὶ προσευχόταν συνεχῶς γι ̓ αὐτούς, πολλαπλασιάζοντας τὶς νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ τὶς σκληραγωγίες του μὲ σκοπὸ νὰ μετανοήσουν. Ἂν δὲν ἔδειχναν προκοπὴ πνευματική, τοὺς ἀπέπεμπε, γιὰ νὰ μὴ ζημιώνουν τὴν Ἀδελφότητα.
Καθὼς πλησίαζε τὸ Πάσχα τοῦ ἔτους 346, φοβερὴ λοιμώδης ἀσθένεια ἐνέσκηψε στὴν περιοχὴ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου ποὺ ἔπληξε καὶ τὰ Μοναστήρια. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ταβεννησιῶτες Μοναχοὺς προσβλήθηκαν ἀπὸ τὴ μολυσματικὴ αὐτὴ ἀσθένεια καὶ πέθαναν πάνω ἀπὸ 100. Ὁ ὅσιος Παχώμιος προσβλήθηκε καὶ αὐτός. Παρὰ ταῦτα ὑπέμεινε γενναῖα τοὺς ὑψηλοὺς πυρετούς. Ἀρνιόταν νὰ τὸν ὑπηρετοῦν οἱ ἄλλοι ἢ νὰ τὸν ἀνακουφίζουν. Καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἔπαυε νὰ ἐνισχύει, νὰ παρηγορεῖ καὶ διακονεῖ μὲ θυσιαστικὴ φροντίδα τοὺς γύρω του ἀσθενεῖς Μοναχούς, μὴ ὑπολογίζοντας τὴ δική του ὑγεία. Δίδασκε ὅλους μὲ τὸ παράδειγμά του «νὰ ὑπομένουν μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ εὐχαριστία τὰ δεινά τους». Ἐξαντλημένος παρέμεινε ἔγκλειστος τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἐνῶ ἡ ἀσθένειά του ὅλο καὶ τὸν κατέτρωγε, κάλεσε γύρω του τοὺς Μοναχοὺς καὶ τοὺς ἄφησε μὲ συγκίνηση τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες. Πρῶτα εὐχαρίστησε τὸν Κύριο ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ τοὺς ὑπηρετήσει ὅλους ὡς δοῦλος μὲ αὐταπάρνηση καὶ εἰλικρίνεια. Καὶ μετὰ τοὺς εὐχήθηκε νὰ διατηρήσουν τὴν ἑνότητα μεταξύ τους καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ ἐφαρμόζουν μὲ ἀκρίβεια τοὺς Μοναχικοὺς Κανονισμοὺς ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε θεσπίσει, ποὺ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ οἱ Εὐαγγελικὲς ἀρχὲς ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴ σωτηρία. Στὸν διάδοχό του τὸν Πετρώνιο, ποὺ καὶ αὐτὸς τελικὰ ἀσθένησε καὶ σύντομα πέθανε, τοῦ παρήγγειλε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν σὲ ἄγνωστο τόπο, γιὰ νὰ μὴ δοξασθεῖ καὶ τιμηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὸν παρακάλεσε ἀκόμη νὰ φροντίσει μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια τοὺς ἀμελεῖς καὶ ράθυμους Μοναχούς. Λίγο μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 346, σὲ ἡλικία μόλις 54 ἐτῶν, ὁ ὅσιος Παχώμιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή. Καὶ ἡ ἁγιασμένη ψυχή του πέταξε γιὰ τὸν οὐρανό. Τὴν ὥρα ἐκείνη εἶδαν οἱ γέροντες ἀδελφοὶ ἀγγέλους φωτεινοὺς ποὺ συνόδευαν τὴ μακαρία ψυχὴ τοῦ ὁσίου Πατέρα τους στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ταυτόχρονα, σεισμὸς μεγάλος φανέρωνε τὴ συμμετοχὴ πόνου τῆς φύσεως γιὰ τὴν ἀναχώρηση ἑνὸς τόσο μεγάλου Ἁγίου. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐκδημία τοῦ ὁσίου Παχωμίου, τὸν ἀπεκάλεσε νέο Ἀπόστολο καὶ τὸν ἐγκωμίασε ὡς μέγα καὶ ἄξιο ἱδρυτὴ τοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ. Τὰ Μοναστήρια τοῦ ὁσίου Παχωμίου μετὰ τὴν ἐκδημία του, μὲ νέο καθοδηγό – γιὰ εἴκοσι χρόνια – τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Ἡγιασμένο γνώρισαν μεγάλη ἄνθηση. Δὲν παρέμειναν ὅμως γιὰ πολλὰ χρόνια, γιατὶ οἱ βαρβαρικὲς ὀρδὲς τὰ ἀφάνισαν. Τὸ γνήσιο ὅμως πνεῦμα τοῦ Μοναχισμοῦ τοῦ ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου μεταλαμπαδεύθηκε στὴ Δύση ἀπὸ τοὺς ὁσίους Ἱερώνυμο καὶ Κασσιανὸ ποὺ εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τὰ Μοναστήρια τοῦ Ὁσίου καὶ διέσωσαν σὲ λατινικὲς μεταφράσεις τοὺς κανονισμούς του. Εἴθε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ λαμπροῦ ἀστέρος, τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου ὁσίου Παχωμίου, νὰ ἀνθίζει πάντα ὁ ἱερὸς θεσμὸς τοῦ Μοναχισμοῦ, ὥστε οἱ Μοναχοὶ νὰ ἐπιτελοῦν ἐπάξια τὸν ἐπὶ γῆς προορισμό τους, ποὺ εἶναι νὰ φωτίζουν καὶ νὰ στηρίζουν τὸν κόσμο, ἰδίως στοὺς σημερινοὺς τραγικοὺς καὶ σκοτεινοὺς χρόνους ποὺ ζοῦμε, τῆς φοβερῆς ἀποστασίας, ὥστε νὰ ὁδηγεῖται στὴ σωτηρία ὁ κόσμος καὶ νὰ δοξάζεται καὶ νὰ λαμπρύνεται τὸ ὄνομα τοῦ παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Παχώμιε Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωστὴρ φαεινός, ἐδείχθης ἐν τοὶς πέρασι τὴν ἔρημον δέ, ἐπόλισας τοὶς πλήθεσι, σεαυτὸν ἐσταύρωσας, τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, καὶ ἀσκήσει τὸ σῶμα, κατέτηξας, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν στόματι πολιτείαν, ἐπιδεξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας ὑπογραμμός, καὶ τῶν μοναζόντων, Ἀγελάρχης θεοειδής. Χαίροις τῆς Αἰγύπτου, κανὼν καὶ τύπος μέγας, Παχώμιε θεόφρον, Πατέρων καύχημα.
Πηγή : Περιοδικό ο Σωτήρ καί Ορθόδοξος Συναξαριστής